Καλησπέρα παιδιά, καλή ἀρχή, καλή ἐκκλησιαστική χρονιά καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἡ Σκέπη τῆς Παναγίας μας καί οἱ ἅγιοι νά εἶναι μαζί μας!

Θά σᾶς διαβάσω κατ’ ἀρχήν εἰσαγωγικά μερικές σκέψεις πού εἶχα κάνει πρό διετίας, ἀλλά οἱ καιροί εἶναι πάντοτε παρόντες. Ἡ ἱστορία συνεχῶς, θά ἔλεγα, ἀντιγράφεται.
Στήν ἐποχή μας, μέ τίς διάφορες προκλήσεις πού ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ ἄνθρωποι καί ἰδιαίτερα οἱ νέοι, μέσα στόν σύγχρονο, λεγόμενο, ἀναπτυγμένο κόσμο τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ἐμποροποίησης τῶν πάντων, ἀκόμα καί αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ κατά εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος, ἡ ἔλλειψη ἀξιῶν, ἠθῶν, ἰδανικῶν, καταλαμβάνει ὅλους μας ἕνα ἄγχος καί δημιουργεῖ πολλούς προβληματισμούς. Ἰδιαίτερα οἱ νέοι ἄνθρωποι πρίν ἀρχίσουν νά ἀντιλαμβάνονται τόν ἑαυτό τους καί τόν κόσμο, χάνονται στό χάος τοῦ διαδικτύου καί τῶν ποικίλων δραστηριοτήτων πού τούς φορτώνουν οἱ μεγαλύτεροι. Ὅταν πιά φτάνει ἡ «ἐφηβεία», τουλάχιστον, καί ἀρχίσει νά καταλαβαίνει τόν ἑαυτό του, νά ἀρχίσει νά ἀναρωτιέται γιά τά γεγονότα τῆς ζωῆς πιά πού ἀντιμετωπίζει σάν πρόσωπο, ἄν ὑπάρχει χῶρος καί κουράγιο, ψάχνει νά βρεῖ ἐκεῖνο ἤ ἐκεῖνα τά πράγματα, εἴτε ὑλικά, εἴτε πνευματικά, πού θά τοῦ γεμίσουν τό εἶναι του καί θά τοῦ δώσουν νόημα καί ὀμορφιά στή ζωή του.

Αὐτές τίς σκέψεις εἶχα γράψει τό 2019, ἀκριβῶς γιορτάζοντας γιά τόν Ἅγιο Δημήτριο καί κάνω ἀναφορά ἐπειδή εἶναι ἄμεση καί ζωντανή ἡ παρουσία του, εἶναι ἐδῶ κάπου δίπλα μας. Ὅπου δύο ἤ τρεῖς εἶναι συνηγμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐν Ἐκκλησία, πάντα ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι εἶναι παρόντες. Αὐτή λέω ἡ κατάστασή μας, πού εἶναι μιά πραγματικότητα, δυστυχῶς λίγο ἤ πολύ γιά ὅλους μας, δέν ξέρω ἄν ἀφήνει χῶρο νά θυμηθοῦμε τί μέρα εἶναι σήμερα ἤ ποιά μέρα ξημερώνει αὔριο. Μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωση, πραγματικά ἐντύπωση, δέν ξέρω ἄν ἔχει ἀκουστεῖ ἔτσι ὅπως θά τήν πῶ τήν σκέψη μου.

Αὔριο γιορτάζουμε τῆς Παναγίας μας.
Τί; Τή Σκέπη τῆς Παναγίας μας. Αὐτή ἡ γιορτή δέν ἦτο γιορτή τῆς 28ης Ὀκτωβρίου...
Ἦτο γιορτή τῆς 1ης Ὀκτωβρίου, ὅταν εἶχε συμβεῖ στή Βλαχέρνα ἕνα περιστατικό μέ ἁγίους πού φανερώθηκε ἡ Παναγία καί ἅπλωσε τό Ὠμόφορό της καί κάλυψε τήν ἐκκλησία, κάλυψε τήν Πόλη, κάλυψε τόν κόσμο ὅλο καί αὐτό τό γεγονός πού συνέβη τότε, γιορτάζεται τήν 1η Ὀκτώβρη καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἀπό τήν μαρτυρία τῶν στρατιωτῶν μᾶς τήν τόσο ζωντανή μεταφέρθηκε αὐτή ἡ γιορτή ἀπό τήν 1η Ὀκτώβρη, τήν 28η Ὀκτωβρίου. Ἀκριβῶς ἀπό τή Σκέπη τῆς Παναγίας μας σέ αὐτόν τόν ἀγώνα πού ἔγινε τό ’40 καί δέν ἔχω βρεῖ, δέν ἔχω ἀκούσει, δέν ἔχω συναντήσει καμία ἀντίρρηση γιά αὐτή τή μεταφορά τῆς γιορτῆς. Ἔχει γίνει γενικῶς ἀποδεκτή καί γιορτάζεται σάν γιορτή τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Εἶναι φανερό πόσο μεγάλη εἶναιαὐτή ἡ ἑορτή, ἐξαιτίας δύο πραγμάτων. Εἶναι μεγάλη κυρίως ἀπό τή Σκέπη τῆς Παναγίας μας, ἀλλά εἶναι καί μεγάλη ἄν θέλετε καί ἀπό αὐτό τό γεγονός τῶν Ἑλλήνων. Ὄχι μόνο ἡ ἀπόφαση ἀπό τόν ὑπεύθυνο ἄρχοντα τῆς χώρας μᾶς τήν ἡμέρα ἐκείνη, μέ τό ΟΧΙ, ἀλλά καί τήν στάση καί τήν ἀποφασιστικότητα ὅλου τοῦ λαοῦ μας.

Ἐγώ ἔχω συγκεκριμένες ἐπίμονες περιγραφές καί τοῦ πατέρα μου πού πολέμησε στό Ἀλβανικό καί γύρισε μέ κρυοπαγήματα καί τοῦ ἀδερφοῦ του, τοῦ θείου μου, πού ἦτο ὑπερασπιστῆς τοῦ Ροῦπελ καί ἔχω τήν μαρτυρία, μοῦ τό ἔλεγε καί ἔκλαιγε πάντα, ὅτι οἱ Γερμανοί ὅταν μπῆκαν ἐκ τῶν ἔσωθε πιά, καί δόθηκε ἡ ἐντολή «Παραδώσετε», καί βγήκαμε μέ λευκές σημαῖες ἔξω, παρουσίασαν ὅπλα σέ μᾶς τούς ὑπερασπιστές τοῦ Ροῦπελ. Τόση ἦτο ἡ γενναιότητα καί τόσος ἦτο ὁ σεβασμό -ποιῶν; τῶν Γερμανῶν!- ἀπέναντι αὐτῶν τῶν ὑπερασπιστῶν. Αὐτό τό γεγονός λοιπόν, τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε αὐτούς τούς Ἕλληνες νά ἔχουν αὐτή τήν ἀποφασιστικότητα. Καί μιά ἄλλη εἰκόνα θά πῶ. Οἱ περιγραφές, ὁ ἐνθουσιασμός τήν 28η πού φεύγανε ἀκριβῶς γιά τό Ἀλβανικό μέτωπο, ἦτο ἀκατανόητο, λές καί πήγαιναν σέ πανηγύρι, τέτοιος ἐνθουσιασμός καί ἀπό τούς μένοντας καί ἀπό αὐτούς πού πήγαιναν νά ὑπερασπιστοῦν καί νά πολεμήσουν.
Τί ἦταν ἐκεῖνο πού τούς ἔκανε νά αἰσθάνονται ἔτσι, τί εἶναι ἐκεῖνο πού ὅπλιζε μέ αὐτήν τήν δύναμη καί μέ αὐτόν τόν ἐνθουσιασμό τόν λαό μας; Καί ἔρχομαι νά λέω, ὅτι αὐτό μας κάνει νά ξεχνᾶμε αὐτά τά δύο γεγονότα, τήν παρέμβαση τῆς Παναγιᾶς καί τήν γενναιότητα τῶν πατεράδων μας καί κάποιων τῶν παππούδων των εἶναι ἡ κατάσταση πού ζοῦμε μᾶς κάνει νά τήν ξεχνᾶμε. Λέω μέ βεβαιότητα ὅτι ἐκεῖνο πού ὅπλισε, ἐκεῖνο πού δυνάμωσε, ἐκεῖνο πού ἐκκίνησε τόν λαό μας ἦτο τό ἀρχέγονο χάρισμα τῆς ἐλευθερίας. Αὐτός ὁ πόθος, ὁ πόνος, ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐλευθερία, χάριν τῆς ὁποίας, ἐλευθερίας, ὁ ὅποιος ἄνθρωπος θέλετε, εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει τά πάντα καί ἀκόμα καί αὐτή τή ζωή του, αὐτό τό ἀρχέγονο χάρισμα ξύπνησε καί τό λαό μας.

Οἱ ἐλευθερίες εἶναι πολλές. Φυσική ἐλευθερία, νά μήν εἶναι κανείς δέσμιος, νά μήν εἶναι πλακωμένος κανείς κάτω ἀπό ἐρείπια, νά μήν εἶναι μέ χειροπέδες. Ἡ ἐθνική ἐλευθερία, νά μήν εἶναι κατακτημένη ἡ χώρα του. Ἡ πολιτική ἐλευθερία, νά μήν βρισκόμαστε κάτω ἀπό ἀληθινή τρομοκρατία. Οἱ ἀτομικές ἐλευθερίες. Οἱ ψυχολογικές ἐλευθερίες, αὐτό τό bulling πού δέν λειτουργεῖ μόνο στά παιδιά στά σχολεῖα, δέν εἶναι μόνο φαινόμενο τῶν σχολείων. Εἶναι ἕνα γενικότερο φαινόμενο φοβᾶμαι. Θά ἤθελα λοιπόν ἔτσι μερικές σκέψεις γιά αὐτήν τήν ἐλευθερία, πού βρῆκα σ’ ἕνα λόγο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου νά τίς μοιραστοῦμε μαζί.

Καί ἐποίησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον (εἶναι στήν Παλαιά Διαθήκη, στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς) καί ἐποίησεν αὐτόν κατ’ εἰκόνα. Ἡ ἐλευθερία λοιπόν, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἔτσι μᾶς βεβαιώνει ὅτι εἶναι ἰδίωμα ἀναπόσπαστον τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐπέκταση καί τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ἐλευθερία λοιπόν δέν εἶναι κάτι πού τό βρήκαμε, πού τό φτιάξαμε, μιά φαντασία, ἕνας ἐνθουσιασμός, μιά ἀρρώστια. Εἶναι ἀρχέγονο χάρισμα δοσμένο ἀπό τόν Θεό.

Καί λέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, στόν λόγο του (μπορεῖτε νά τόν βρεῖτε, εἶναι ἐκτεταμένος, ἐγώ κάποιες σημειώσεις ἔχω ἐδῶ). Ὁ ἄνθρωπος πλασμένος νά εἰκονίζει ἐπί τῆς γῆς μικρογραφικά τήν ὑπερμεγέθη εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ του, ἔπρεπε νά ἔχει καί ὁ ἴδιος τίς ἰδιότητες, σέ σχετική ἀναφορά. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ὡς νοερά φύσις, ὡς ψυχή καί ὄχι μόνο ὡς σῶμα, ἀλλά αὐτό τό συναμφότερο, σῶμα καί ψυχή, εἶναι ἕνα αὐτοσυνείδητο καί ἐλεύθερο καί αὐτεξούσιο ὅν. Δέν εἶναι τυχαῖο, εἶναι ἐκεῖνος πού καλεῖται νά κυβερνήσει καί νά δείξει στήν Κτίση τόν Δημιουργό της. Εἶναι εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἐλευθερία λοιπόν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια τῆς ἀποστολῆς του, δοσμένη ἀπό τόν Θεό.

Ἕνα δεύτερο πού ὁ ἅγιος μας λέει (τό κείμενο τό ἔχετε μπροστά σας, μπορεῖτε νά τό δεῖτε, νά μήν ἀναλωθοῦμε διαβάζοντάς το), εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι συνειδητό καί ἐλεύθερο καί ἑπομένως εἶναι ὑπεύθυνο, τοῦ καταλογίζονται εὐθύνες, δέν εἶναι ἀνεύθυνο ὅν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει ὅτι τό βασιλικόν καί αὐτεξούσιόν του ἀνθρώπου πού παντοῦ γίνεται φανερό, μέ τά αὑτοκρατορικά θελήματα (αὑτοκράτωρ μέ δασεία σημαίνει ὁ κρατῶν τοῦ ἐαυτοῦ του, ἴσως τό δυσκολότερο κατόρθωμα). Μιά τέτοια ἀκριβῶς κατάσταση θά πρέπει νά εἶναι στά ἴδια μας θελήματα, νά ἔχουμε, νά εἴμαστε, νά διοικοῦμε τήν ζωή μας μέ αὐτήν τήν αὑτοκρατορική εὐθύνη.
Ἕνα τέταρτο θά ἔλεγα ὅτι ἡ συνείδηση πού ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα μας εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό γνωστόν του Θεοῦ φανερόν εἶναι στούς ἀνθρώπους, ὁ γάρ Θεός ἐφανέρωσε σέ αὐτούς ὅλα οὐσιαστικά τά τῆς κτίσεως, γιά αὐτό βλέπουμε στούς ἁγίους ἀνθρώπους μερικές φορές ἀκοῦμε, (ἐγώ ἀναξίως τό ἔζησα μέ τόν ἅγιο Πορφύριο), νά μιλάει ὡς παρόντα γιά τά μέλλοντα καί γιά τά προηγούμενα, ὡς ἀπόλυτα παρόντα. Αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἔχει σημασία πώς ἐμεῖς ἕνεκα τῆς πτώσεως ἀφενός καί τῆς καταπτώσεως μέ τήν ἴδια μᾶς εὐθύνη ἀπό τήν ἄλλη, ἔχουμε φτάσει σέ αὐτήν τήν ἀδυναμία πού ἔχουμε φτάσει.
Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος καί ἀναπολόγητος ἀπέναντί του γραπτοῦ νόμου πού ὑπάρχει στή συνείδησή του, ἀλλά καί τῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ πού ἔχει γίνει καί μέ τή συνείδηση καί μέ τούς προφῆτες καί κυρίως μέ τό νά γίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος γιά νά μᾶς δώσει πιά ἀπόλυτο τύπο καί ὑπό γραμμό. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία πραγματώνεται στήν ταύτιση τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος μέ τό Θεῖο θέλημα.

Καί ἐδῶ εἶναι, ἔλεγα σάν καθηγητής ἐκεῖ στά παιδιά, στούς μαθητές μου, ρωτώντας τους, ἡ χριστιανική ἠθική εἶναι ἠθική του πρέπει ἤ τοῦ θέλω. Προφανῶς ἡ ἀπάντηση πού ἔπαιρνα τίς πιό πολλές φορές ἦτο τοῦ πρέπει. Καί ὅμως δέν εἶναι ἠθική του πρέπει, εἶναι ἠθική του θέλω. Ἠθικό εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά θέλει. Ποιός ἄνθρωπος ὅμως; Αὐτοῦ πού ἡ συνείδηση δέν ἔχει διαφθαρεῖ. Ἑπομένως θέλει αὐθεντικά, τό θέλω του εἶναι αὐθεντικό. Τό αὐθεντικό θέλω τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτή ἡ πραγματική ἐλευθερία. Ἡ ταύτιση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μέ τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐργαζομένη τό κακόν ἐλευθερία (εἶμαι ἐλεύθερος νά κάνω τό κακό), εἶναι ἀπόλυτη δουλεία. Εἶναι ἀνυπαρξία τῆς ἐλευθερίας, λαμβανομένου ὑπόψη ὅτι τό κακό ὡς μή δημιουργηθέν, δέν ἔχει ὑπόσταση, δέν ἔχει χῶρο καί ἑπομένως αὐτή ἡ ἐλευθερία πού ἐργάζεται τό κακό, ἡ μέ πάθη ἐλευθερία μας βρίσκεται οὐσιαστικά ἀνύπαρκτη, ἔχει ἀπωλέσει τήν ὑπόστασή της καί τήν πραγματικότητά της. Καί τό τελευταῖο, ὅτι προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ὅλη δημιουργία. Εἴμαστε βασιλιάδες, δάσκαλοι, ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, ἁπλοί καί ἐπίσημοι.

Γιά τίς ἐπί μέρους ἐκφράσεις τῆς ἐλευθερίας, θά δοθεῖ ἡ εὐκαιρία ἴσως σέ ἄλλες συναντήσεις, νά δοῦμε πότε εἴμαστε ἐλεύθεροι; ποιός ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος; Μόνο ἐπιγραμματικά θά πῶ. Ἐλεύθεροι εἶναι μόνο οἱ ἄφοβοι. Καί ποιός δέν φοβᾶται; Μόνο οἱ καταδικασμένοι νά εἶναι ἀθάνατοι. Μόνο αὐτοί πού πραγματικά πιστεύουν στήν Ἀνάσταση, πιστεύουν στόν Χριστό μας, εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν καί ἑπομένως ἔχουν μπεῖ στήν αἰωνιότητα. Ἡ κατάσταση τῆς κάποιας χαρᾶς, τῆς κάποιας εἰρήνης, τῆς κάποιας ἄν θέλετε εὐχαρίστησης, πραγματικῆς εὐχαρίστησης πού νιώθουμε εἶναι ἀποτέλεσμα ὅτι αὐτές τίς στιγμές εἶναι πού ταυτίζονται μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Καί γιά νά μή μείνουμε σέ ἕνα θεωρητικό ἐπίπεδο ἐντελῶς καί νά πᾶμε σέ πραγματικά γεγονότα, ἔτσι ὅπως ζήσαμε, θά θέλαμε ἀπόψε, θά ἤθελα ἀπόψε μαζί μέ τόν Νίκο καί τόν Κώστα νά σᾶς κάνουμε ἀναφορά σέ ἕνα πρόσωπο πού δέν εἶναι πολύ γνωστό, θά ἔλεγα γιά μένα προσωπικά, τό ἔχω ζήσει μέ ἐμπειρίες, τό ἔχω ζήσει ὡς παθῶν μαθῶν. Ἔπαθα καί ἔμαθα. Δέν θά ἀναφερθῶ στό γεγονός πού μου συνέβη πού ἔζησα μέ τόν γέροντα Γρηγόριο τόν Δοχειαρίτη. Θά ἤθελα λοιπόν φανερώνοντας αὐτό τό πρόσωπο πού δέν εἶναι πολύ γνωστό, πολλές φορές μπορεῖ νά εἶναι καί παρεξηγημένο θά ἔλεγα, νά φανερώσουμε ἕνα πρόσωπο πραγματικά ἐλεύθερο, ἀπό ὅλες τίς ἀπόψεις. Τόσο ἐλεύθερο πού παρεξηγεῖτο στήν ἐλευθερία του. Καί αὐτό ἅς εἶναι μιά ἀναφορά στήν ἐλευθερία τήν ἀληθινή καί ἕνα μνημόσυνο στόν σεβαστό μας πατέρα Γρηγόριο Δοχειαρίτη. Ἐπιγραμματικά θά κάνουμε ἀναφορά στή ζωή του.


Ἤδη ἔχουν συμπληρωθεῖ δύο χρόνια ἀπό τήν ὁσία κοίμησή του καί ὅμως δέν μποροῦμε νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ γέροντας ἀνεχώρησε, ἐνεπιστρεπτί, χωρίς νά μποροῦμε νά τόν ξαναδοῦμε. Θά τολμήσουμε νά κάνουμε, εὐγνωμοσύνης ἕνεκεν, ἀναφορά στήν πραγματικά ἐλεύθερη ζωή του. Εἶναι δύσκολο νά καταπιαστεῖ κανείς μέ ἕνα πνευματικό μέγεθος σάν τόν γέροντα Γρηγόριο καί νά προσπαθήσει νά κάνει φανερή τήν κρυμμένη τοῦ πνευματική ζωή, νά καταστρώσει σέ χαρτί τούς πνευματικούς καί σωματικούς ἀγῶνες του, ὅταν ὁ βιογραφούμενος ἔχει ὡς ὄρο ζωῆς τό ‘λάθε’ ἤ ἀλλιῶς ἐκφρασμένο τό ‘λάθρα βιώσας’. Ἔκρυβε τή ζωή του. Τήν ἔκρυβε, θά ἔλεγα, πολύ φανερά. Τήν ἔκρυβε παρεξηγήσιμα. Ἀλλά αὐτή ἡ παρεξηγήσιμη ζωή τοῦ ἦτο μιά κατά Χριστόν μωρία. Νά κάνω μιά ἀναφορά στήν ἐποχή πού ἔζησε καί βρέθηκε στό Ἅγιον Ὅρος. (Εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά ἐπισκέπτομαι, ἔκτοτε, σχεδόν κάθε χρόνο - ἐλπίζω καί φέτος νά μέ ἀξιώσει), τό Ἅγιον Ὅρος καί ὄχι μιά φορά.

Ἀπό τό 1965, ἡ πρώτη μου ἐπίσκεψη ἦτο τό 1965, ἑπομένως εἶχα γνωρίσει καταστάσεις τῶν Μονῶν τό Ἁγίου Ὅρους πρίν τό ’70 πού εἶναι μιά δεκαετία πού ἔχει ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ἡ δεκαετία τοῦ ’70 καί τοῦ ’80 εἶναι μιά δεκαετία στήν ὁποία συντελέστηκε ἀληθινή κοσμογονία γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ὄχι μόνον, τά ἀποτελέσματα τῆς ὁποία θά κρίνει ἡ ἱστορία ὅταν παρέλθει αὐτή ἡ γενιά. Στίς μεγάλες καί βασιλικές Μονές ἀπό τή λειψανδρία εἶχαν φτάσει σχεδόν σέ ἐξαιρετική δυσχέρια… Στή Σιμωνόπετρα πού εἶναι ἴσως πάνω ἀπό πενήντα οἱ μοναχοί τώρα, στό Βατοπέδι πού εἶναι πάνω ἀπό ἑκατό, τίς εἶχα γνωρίσει μέ λιγότερους ἀπό δέκα). Τότε, πού εἶχαν φτάσει σέ ἀπόγνωση, ἦρθαν νέες συνοδεῖες ἤ ἀδερφότητες πού προέρχονταν ἀπό μοναστήρια ἐκτός του Ἁγίου Ὅρους, εἴτε ἀπό ἐξαρτήματα ἁγιοριτικῶν μονῶν.

Νά πῶ καί κάτι παράδοξο ἀλλά πραγματικό. Ἐκεῖ πού τό Ὅρος φαινόταν νά σβήνει, ἀντίθετα ὁ γυναικεῖος μοναχισμός, εἶχε ἀρχίσει νά ἀνεβαίνει, νά ἀνθίζει καί πολλά μοναστήρια στόν κόσμο τό ἕνα μετά τό ἄλλο ἀπό ἀνδρικά γινόντουσαν γυναικεῖα, μιά γερόντισσα, ὁ Θεός νά τήν ἐλεήσει ἤ καί νά τήν εὐλογεῖ, δέν ξέρω, ἐλεγε: «φιλοδοξῶ νά γίνω καί γερόντισσα στό Ἅγιον Ὅρος». Τέτοια φαντασία εἶχε ἤ τέτοια φιλοδοξία, μπορεῖ νά ἦταν ἀγαθή καί νά εἶναι στόν Παράδεισο σέ ὑψηλή θέση, δέν τήν κρίνω ἐγώ). Ἐκεῖ λοιπόν πού τό Ὅρος, τό Ἅγιον Ὅρος θά ἔσβηνε, ἄρχισε ξαφνικά νά ἀνακαινίζεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης του. Μιά θαλερή ἄνοιξη διαδέχτηκε τόν στυγνό χειμώνα. Μιά κατάσταση πού θύμιζε λίγο τήν ἐποχή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅταν ἐρχόμενος ἀπό τόν Κομηνά μετέφερε στόν ἡσυχαστικό καί ἐρημικό ὡς τότε Ἄθωνα τό κοινοβιακό σύστημα καί ἐκκλησιαστικό τυπικό, ὅπως εἶχε παγιωθεῖ στή Μονή τοῦ Σινᾶ καί στήν Κωνσταντινούπολη, λέω ἔτσι καί τώρα, νέες ἀδερφότητες στίς Μονές πού ἐγκαταστάθηκαν, ἐκτός ἀπό τή μετατροπή τους ἀπό ἰδιόρυθμες σέ κοινόβιες, ἐγκατεστάθησαν καί μέ τόν θεσμό τοῦ γέροντα, κάτι πού εἶχε ἀνάγκη αὐτή ἡ ἐποχή. Ἡ βαθιά πνευματική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὅρους μεταστοιχείωσε τούς νέους μοναχούς, φοβερό πράγμα, οἱ νέοι μοναχοί ἔγιναν ἁγιορίτες καί τό Ἅγιον Ὅρος πῆρε νέο αἷμα καί αὐτό ἦτο στό σχέδιο καί τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας.

Αὐτή τήν ἐποχή λοιπόν καί ἡ ἀδερφότης ἀπό τήν Προυσιώτισσα, ὑπό τόν γέροντα Γρηγόριο θέλησαν νά μεταφυτευτεῖ στό Ἅγιον Ὅρος στήν πατρίδα τῶν μοναχῶν. Ὁ γέροντας σάν τόπο ἐγκατάστασης δέν προτίμησε τή Μονή Βατοπεδίου ἡ ὁποία μέ τόν ἡγούμενό της τότε ἐπίσημα τόν προσκάλεσε. Δέν ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τήν Μονή τῶν Ἰβήρων στήν ὁποία τόν παρέπεμψε ἡ Πατριαρχική Ἐξαρχία. Οὔτε στήν Ξηροποτάμου στήν ὁποία ὁ ἡγούμενος Εὐσέβιος ὄχι μόνο προσκάλεσε ἀλλά καί ἐπίμονα παρεκάλεσε. Ἡ ψυχή τοῦ ἀναπαύτηκε στήν φτωχή ἀλλά ἔμορφη Μονή τοῦ Δοχειαρίου, στήν Μονή τῶν Ἀρχαγέλλων, τῆς Παναγίας τῆς Γοργουπηκόου. Αὐτόν τόν δρόμο ἐξάλλου τοῦ ὑπέδειξε καί ὁ πολύ εὐλαβούμενος τήν Γοργοϋπήκοο Παναγία μᾶς γέροντα Ἐφραίμ, ἅγιος πιά, Ἐφραίμ Κατουνακιώτης. Τοῦ εἶπε, ὅλοι οἱ ἅγιοι τήν Παναγία προσκυνοῦνε.

Ἔτσι στίς 15/9 τοῦ ’80 ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ γέροντα ὡς πρώτου ἡγουμένου, κοινοβιάρχου ἡγουμένου, μετά ἀπό αἰῶνες ἰδιορυθμίας τῆς Μονῆς. Παρέστη ὁλόκληρη ἡ Ἱερά Κοινότης καί μερικοί ἡγούμενοι. Ἡ Μονή ὅμως ἐβρίσκετο σέ ἀξιοθρήνητη κατάσταση. Τό Μοναστήρι ὅπως προαναφέραμε ἀκολουθοῦσε τό ἰδιόρυθμο σύστημα, γιά αὐτό δέν ὑπῆρχε οὔτε μαγειρεῖο, οὔτε σκεύη μαγειρικά. Δηλαδή ἰδιόρυθμος σημαίνει τό ἑξῆς: στό ἴδιο Μοναστήρι κάθε μοναχός εἶχε κάποια κελιά πού ἦτο τά δικά του καί ἐκεῖ ἦτο ὁ ξενώνας του, ἦτο τό ἐκκλησάκι του, ἦτο… καί ἔτσι μές τὸ Μοναστήρι ὑπῆρχαν δέκα ξεχωριστοί μοναχοί, ἰδιορυθμίτες. Τό Μοναστήρι ὅπως προαναφέραμε ἀκολουθοῦσε τό ἰδιόρυθμο σύστημα γιά αὐτό δέν ὑπῆρχε οὔτε μαγειρεῖο, οὔτε μαγειρικά, οὔτε πιάτα, οὔτε κουταλοπίρουνα ἀκόμα. Τό Ἀρχονταρίκι, δηλαδή ὁ τόπος πού δεχόντουσαν ὡς Μονή τούς ξένους, πού ἦτο πιό περιποιημένος, ἐφιλοξένησε καταρχήν τήν καινούργια συνοδεία. Τά οἰκονομικά της Μονῆς ἦτο πενιχρά, τά κελιά τῆς Μονῆς ἤντουσαν σέ ἀπελπιστική κατάσταση, οἱ στέγες ἔτρεχαν, τζάμια σπασμένα, πόρτες παραβιασμένες, ὅποιος γιά ψάξιμο, καί γιά ἔτσι κλοπές, εἶχαν παραβιαστεῖ οἱ περισσότερες πόρτες τῶν κελιῶν. Ἔτσι διῆλθε ὁ γέροντας τόν πρῶτο καιρό. Ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος,, ἐργαζόμενος τοῖς ἰδίαις χερσί.

Συνεχίζει τόν λόγον γιά τόν γέροντα Γρηγόριο, ὡς τεχνοκράτης, τούς ἀγῶνες του γιά τήν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς ὁ Νικόλαος:

Νικόλαος: Τούς πεσμένους σοβάδες τῶν τοίχων τῶν κελλιῶν καί τά μπαγδαντιά τῶν ὀρόφων τά κλείναμε μέ ἀσβέστη καί ἄχυρο, χωρίς μυστρί, ἀλλά μέ τίς παλάμες, καί μετά ἀσπρίζαμε, γιά νά γίνη τό κελλί κατοικήσιμο.
Ἔτσι διῆλθε τά πρῶτα χρόνια στή Μονή ὁ Γέροντας «ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος», «ἐργαζόμενος ταῖς ἰδίαις χερσί». Σκῆπτρο του βασιλικό, ἦταν ἡ σκούπα, καί μάλιστα σκούπα ἀπό τσαλιά (κλαδιά).
Τούς ὀλίγους παλαιούς πατέρες πού βρῆκε στήν Μονή δέν τούς πείραξε οὔτε τούς ἀνάγκασε νά ἀκολουθήσουν τό κοινόβιο. Τούς ἔδινε καί τρόφιμα, νά πορεύωνται στό κελλί τους ὅπως ἀναπαύονταν.

Στό οἰκοδομικό-ἀνακαινιστικό ἔργο στήν Μονή ὑπῆρξε συντηρητικός. Σεβάστηκε τήν παλαιά μορφή της καί δέν τήν ἀλλοίωσε, ἀλλά καί ὅποια στοιχεῖα μπόρεσε νά κρατήση τά κράτησε, σέ μνημόσυνο αὐτῶν πού πρίν ἀπό τόν ἴδιο ἐκοπίασαν γιά τήν συγκρότηση τοῦ μοναστηριοῦ.
Δέν ἔμεινε ὅμως μόνον στό ἀναστηλωτικό ἔργο. Προσπάθησε νά ἐξασφαλίση τήν λειτουργία τῆς Μονῆς ἀξιοποιώντας τήν γῆ. Πολλές φορές ἔλεγε στούς μοναχούς του ἀλλά καί σέ Κοινοτικές Συνάξεις: «Ὁ ἀνατολικός μοναχισμός εἶναι ἀγροτικός· δέν στηρίζεται στίς ἐπιχειρήσεις, ἀλλά στήν καλλιέργεια τῆς γῆς». Γι’ αὐτό, ἄνοιξε νέους κήπους, ὅπου ὑπῆρχε λίγο νερό καί προσεφέρετο τό ἔδαφος. Φύτεψε ἀμπελῶνες, ἐλαιῶνες, δένδρα ὀπωροφόρα καί καρποφόρα. Ὅπου εὕρισκε χῶμα, φύτευε δένδρο καί τό πότιζε μέχρι «νά ἀναστηθῆ», ὅπως ἔλεγε.
Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1990 ἄρχισε, οὐκ ἀθεεῖ, ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ μετοχίου στόν Σοχό Λαγκαδά. Νέοι κτιτορικοί κόποι. Τόν πρῶτο καιρό χωρίς καταλύματα, ἡ διαμονή στό ὕπαιθρο ἤ σέ σκηνές. Ὁ Γέροντας μέ ἕνα σκεπάρνι ὅλη μέρα καθαρίζει μαδέρια καί τάβλες, βγάζει πρόκες, σκουπίζει.

Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε θιασώτης τῆς μοναχικῆς βίας. Θεωροῦσε «βδέλυγμα παρά Κυρίῳ πάσαν ἀνάπαυσιν σαρκός». Γι’ αὐτό, οὔτε ὁ ἴδιος ραθύμησε, οὔτε τά καλογέρια ἄφηνε σέ χλωρό κλαρί. Τίς ἄυπνες νύχτες του σκεπτόταν μέ τί θά ἀπασχοληθοῦν τήν ἑπόμενη μέρα, γιατί ἡ ἀργία γίνεται δάσκαλος κάθε κακίας. Δέν ἤθελε πολλές ἀνέσεις καί εὐκολίες. Προτιμοῦσε τόν κόπο τόν ἅγιο, πού γίνεται προπομπός στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κάποιος νεώτερος, ἀποκαμωμένος ἀπό τούς κόπους, τόν ρώτησε κάποτε: «Ἐμεῖς, Γέροντα, πότε θά χορτάσουμε τόν ὕπνο;». «Ποτέ!», ἀπήντησε ὁ θιασώτης τῆς ἁγίας βίας.
Ἀγνοοῦσε τίς λεγόμενες συνάξεις τῆς ἀδελφότητας. Ὅ,τι εἶχε νά πῆ τό ἔλεγε στήν τράπεζα ἐνώπιον ὅλων καί αὐτῶν τῶν προσκυνητῶν. Ἀκολουθοῦσε τό ἀποστολικό «τους ἀμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καί οἱ λοιποί φόβον ἔχωσι». Μιλοῦσε γενικά ἤ καί ἀνέφερε συγκεκριμένα πρόσωπα χωρίς δισταγμό.
Φρόντιζε τούς ἀδελφούς στίς ἀσθένειές τους καί στήν ἐκδημία τους κατήγαγε δάκρυα. Στίς ἀτέλειωτες ἄυπνες νύχτες του ἔκανε κομβοσχοίνι γιά κάθε μοναχό του, καί γιά τούς συνοδοιπόρους του καί γι’ αὐτούς πού εἶχαν φύγει ἤ λοξοδρομήσει, ἀλλά καί γιά τούς ἔχοντας προβλήματα κοσμικούς (προσωπικά ἐγεύθην τήν εὐλογία τῶν σωτήριων προσευχῶν του). Ἀπό τά ἐλέη πού συγκέντρωνε ἐλεοῦσε «δικαίους καί ἀδίκους» ἀδιάκριτα. Κάποτε δάνειζε καί χωρίς ἐλπίδα ἐπιστροφῆς.
Εἶναι γραμμένο: «Ἡγούμενόν σε κατέστησαν; Μή ἐπαίρου·γίνου ἐν αὐτοῖς ὡς εἷς ἐξ αὐτῶν». Πραγματικά σέ τίποτε δέν ξεχώριζε ἀπό τούς ὑπόλοιπους μοναχούς·οὔτε στήν ἐνδυμασία οὔτε στήν ἐργασία.

Στήν συνέχεια τήν σκυτάλη παίρνει ὁ Κωνσταντῖνος, συνεχίζοντας τήν ἀναφορά στό γέροντα Γρηγόριο καί ἰδιαίτερα στό λειτουργικό του ἦθος.


Κωνσταντῖνος: Ἐκεῖ ὅμως πού ὁ Γέροντας ὑπερτεροῦσε καί ξεχώριζε ἦταν ἡ λατρεία. Ἀπό μικρό παιδί εἶχε ζυμωθῆ μέ τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τό ὄμορφο χωριό καί τά ἀγροτικά πανηγύρια πῆρε τήν ἁπλή εύβλάβεια. Ἀπό τήν Λογγοβάρδα τήν βία στήν ἀκολουθία, ἀπό τό μοναστήρι τῆς Πάτμου τήν βασιλική μεγαλοπρέπεια, ἀπό τόν γέροντα Ἀμφιλόχιο τήν βαθειά εὐλάβεια. Ἤθελε νά λέγονται ὅλα τα γράμματα, ἀργά καί καθαρά. Νά ψάλλουμε ζωηρά καί μέ χρόνο. Νά εἶναι ὁ νοῦς στά λεγόμενα. Νά κάνουμε τόν σταυρό στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου, τῆς Παναγίας, τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου, νά μετανίζουμε στίς στάσεις τοῦ ψαλτῆρος καί στά Τριαδικά. Ὁ ἴδιος ὄρθιος παρακολουθοῦσε, σάν τήν γέρικη δρῦ στήν ἀκρώρεια τοῦ βουνοῦ, πού τήν σαλεύουν οἱ ἄνεμοι, μά δέν τήν ξερριζώνουν. Τό στασίδι του δέν τό κούρασε μέ τό νά κάθεται·τό χρησιμοποιοῦσε σάν ὑποβοήθημα τῆς ὀρθοστασίας. Λειτουργοῦσε μέ ἱεροπρέπεια, χωρίς θεατρινισμό καί ἐπιτήδευση. Ξεχώριζε τίς λαμπρές ἡμέρες ἀπό τίς καθημερινές. Κάθε μεγάλη ἑορτή εἶχε τό δικό της χρῶμα, τά ἰδιαίτερά της ἄμφια. Προίκισε τήν ἐκκλησία μέ πολλά καί περίτεχνα καντήλια, πολυελέους, σκεύη. Κατασκεύασε ἄμφια καί βλατία πολύτιμα, ἔργα ὄντως κτιτορικά, σάν αὐτά πού μνημονεύει στήν διαθήκη του (1118) ὁ ὅσιος Νεόφυτος.

Στήν τιμή καί ὑμνολόγηση τῆς Γοργοϋπηκόου εἶχε ὡς ἀρχή τό «ὅλη ψυχῇ καί διανοίᾳ καί καρδίᾳ σε καί χείλεσι δοξάζω...». Ψάλλοντας τήν παράκληση μέ στεντόρεια φωνή, παιάνιζε διθυραμβικά καί ἐγκωμίαζε τά ἄπειρα θαύματα τῆς Παναγίας ἤ ἐκλιπαροῦσε τό ἔλεός Της γιά τούς πονεμένους καί ἔχοντας ἀνάγκη.
Ὁ Γέροντας δέν παρεῖδε τήν ἐνασχόληση μέ τά κοινά του Ὄρους. Τά πρῶτα χρόνια συμμετεῖχε σέ ἀποστολές ἐκτός χερσονήσου καί σέ ἐπιτροπές γιά εἰσηγήσεις. Ἐχρημάτισε γιά ἀρκετό καιρό ἐκπρόσωπος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στό ΚεΔΑΚ καί οἱ πατέρες τῆς Μονῆς του εἶχαν παράπονο πώς δέν προωθοῦσε τά θέματα τῆς Μονῆς, ἀλλά φρόντιζε γιά τούς ἄλλους. Δέν ἔμαθε τήν διπλωματία, τήν «πολίτικα», ὅπως τήν ἔλεγαν στό Φανάρι τό ΙΗ΄ αἰώνα. Μιλοῦσε μέ εὐθύτητα, χωρίς κρατούμενα. Αὐτό πού εἶχε στήν καρδιά του τό ἔλεγε φανερά. Κάποιοι τόν ἀποκαλοῦσαν «ξεσκέπαστο τσουκάλι», ἐπειδή δέν μαγείρευε τίς ὑποθέσεις κρυφά, ἀλλά ἐκφραζόταν ἀπροκάλυπτα.

Ὑποστήριξε μέ σθένος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τά θέσμια τοῦ Ὄρους. Τό 1992 κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου ὡρίστηκε ὁμιλητῆς ἐκ μέρους τῆς ΕΔΙΣ καί μετά παρρησίας μεταξύ ἄλλων εἶπε τά ἑξῆς: «Μή ἐπιτρέψητε ὅθεν, παναγιώτατε πάτερ καί δέσποτα, ὡς ἐκεῖνος ὁ μέγας ἐν βασιλεύσιν Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών, οὐδενί Δεινοκράτη, ἐξ ἐφημέρων κινουμένῳ λογισμῶν, τήν ἀλλοίωσιν τῆς ἀρχεγόνου τοῦ Ἄθωνος μρφῆς.
Τό Ὄρος ἐπέζησεν καί ἡ ζωή αὐτοῦ παραταθήσεται ἀναλλοίωτος, ὅσον ἡ θεία πρόνοια εὐδοκήσει, στηριζόμενον εἰς τούς ἀπ’ αἰῶνος θεσμούς, τούς διέποντας τό καθεστώς αὐτοῦ, καί εἰς τήν συμπαράστασιν καί μεγαλοδωρίαν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἥτις οὐδέποτε μικρολογεῖ περί τῶν ἐλαχίστων, ἀλλ΄ ἐπικυρώσασα ἤδη ἐν ἐλευθερία εἰς τά σπουδαῖα, παραβλέπει τά ἐπουσιώδη καί ἀσήμαντα...».
Στήν ΕΔΙΣ τοῦ Πάσχα τοῦ 2018 ἐπανέλαβε τά ἑξῆς: «Ἐμεῖς ὅπως κάναμε μέχρι τώρα, θά κάνουμε καί εἰς τό μέλλον. Ὅ,τι παραλάβαμε, αὐτό καί θά παραδώσουμε».
Αὐτό εἶναι τό κύκνειο ἄσμα τοῦ Γέροντα στήν ΕΔΙΣ. Αὐτή καί ἡ παρακαταθήκη πού ἄφησε.
Ὁ Γέροντας φρόντισε ἐγκαίρως γιά τήν διαδοχή του, χωρίς νά τήν ἐπιβάλη.
Στήν κηδεία του θέλησε νά ψαλῆ καί νά ταφῆ ἀπό μόνα τα πνευματικά του τέκνα. Ὑπῆρξε πατέρας γνήσιος καί φιλόστοργος, παιδαγωγός καί ποδηγέτης στήν πνευματική ζωή. Τά πνευματικά του τέκνα, μοναχοί καί λαϊκοί, διηγοῦνται πολλά καί «διά τινά ἐπακολουθοῦντα σημεῖα». Ὁ Θεός οἶδεν.
Ἐτάφη σέ προϋπάρχοντα τάφο στήν νότια πλευρά τοῦ καθολικοῦ. Ὁ τάφος ἀπέριττος βλέπει πρός τήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, γιά νά εἶναι φύλακας καί πορτάρης καί νά ἐλέγχη εἰσόδους καί ἐξόδους, καί σκιάζεται ἀπό εὐσκιόφυλλο πορτοκαλιά, πού ὁ ἴδιος φύτεψε καί μεγάλωσε.
Ὁμολογουμένως, ὅσο ζοῦσε, τό ὀστράκινο σκεῦος δέν ἄφηνε νά φανῇ τό πολύτιμο μαργαριτάρι πού ἔκρυβε μέσα του. Πάθαμε, ὅσοι τόν γνωρίσαμε, ὅ,τι καί οἱ μαθητές στήν πορεία πρός Ἐμμαούς. Ὅταν ὁ Γέροντας ἔγινε ἄφαντος, τότε διηνοίχθησαν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοί, γι’ αὐτό καί ἐπαναλαμβάνουμε τόν θρῆνο τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου γιά τόν Γέροντά του: «Ποῦ τό γλυκύ ἀπέπτη πρόσωπον; Πῶς δέ ἡ σωτήριος φωνή κατεσιγάσθη; Ἰδού ἡμεῖς ὀρφανοί οἱ ἐλεεινοί καί παντέρημοι, οὐκ ἔχοντες τόν πατέρα μας, τόν ἰατρόν μας, τόν τροφέα τῆς ψυχῆς μας».
Καταγότανε ἀπό τίς σκλαβωμένες πατρίδες, τήν Αἶνο καί τό Αἰβαλί. Ὅταν ἐγκατασταθήκανε στήν Πάρο, στίς μεγάλες μέρες τραγουδούσανε: «Παναγιά μου ἀπό τήν Αἶνο, μήνυσέ μου ἴντα θά γένω. Παναγιά μου ἀπό τήν Πάρο, μήνυσέ μου ποιάν θά πάρω».

Γιά τήν γιαγιά του ἔλεγε:
Αὐτή ἡ γιαγιά μέ ἐδίδαξε μέ τήν ζωή της καί τόν λόγο τῆς τό πατρῶον σέβας. «Ἡ νηστεία εἶναι, παιδί μου, ἡ βάσις κάθε σωματικῆς ἀσκήσεως.» Ὅλες τίς Σαρακοστές ἄλαδο ἡ γιαγιά καί ὁλόκληρό το σπίτι. Μέ ἔμαθε νά ἀνάβω τό καντήλι, νά θυμιάζω, νά ἀνάπτω κερί μπροστά στά εἰκονίσματα καί νά προσεύχωμαι στόν ὄρθρο καί στό δείλι. Μοῦ ὑπέδειξε τίς μετάνοιες σάν προσευχή πού τήν δέχεται ὁ Θεός. Μέ δίδαξε ὅτι ἄν τρεῖς Κυριακές δέν ἀκούσουμε τόν ἑξάψαλμο, σταματᾶμε νά εἴμαστε χριστιανοί. «Σήκω, παιδί μου, ὁ παπάς πέρασε, ἀνέβηκε στήν Παναγία μή ξεχνᾶς ὅτι καί τήν προηγούμενη Κυριακή τόν χάσαμε τόν ἑξάψαλμο.» Μέ ἔμαθε νά τόν ἀκούω ὄρθιος καί σεβίζων, ὑποκλινόμενος. Τήν ὥρα πού διαβαζότανε τό Εὐαγγέλιο ἔβαζε κερί στό μανάλι, γιατί πίστευε ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ διαθήκη πού ἄφησε ὁ Χριστός στόν κόσμο, καί στήν σύνταξη καί ἀνάγνωση τῶν διαθηκῶν, πού γινότανε πάντοτε τό ἑσπέρας, ὅλοι βαστοῦσαν κερί, γιά νά βλέπη ὁ συντάκτης. Μέ ἔμαθε πώς τό «Δόξα Πατρί» εἶναι ἡ μεγαλύτερη δοξολογία καί ἱστάμενος ὄρθιος νά σταυροσημειοῦμαι. Μέ ἔμαθε τήν Μεγάλη Σαρακοστή, εἰσερχόμενος στόν ναό, νά κάνω τρεῖς μετάνοιες, γιά τόν προηγιασμένο Ἄρτο πού βρίσκεται στήν ἁγία Τράπεζα.
Μοῦ ὑπέδειξε, περνώντας μπροστά ἀπό κάθε ἐκκλησία, νά σταυροσημειοῦμαι καί νά ἐπικαλοῦμαι τόν Ἅγιό της ἐκκλησιᾶς. Ὅπου καί νά βρίσκωμαι, τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων νά τήν τιμῶ ὅπως τήν Κυριακή του Πάσχα. Μοῦ διηγήθηκε ὅτι πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶδαν τά ξημερώματα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τό ἄκτιστον φῶς. Μοῦ ὑπέδειξε τήν Κυριακή νά μή γονατίζω, γιατί οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες τούς δίδαξαν ὅτι ἡ Κυριακή εἶναι Πάσχα. Μέ ἔμαθε τό πρόσφορό το καλοζυμωμένο νά τό προσφέρω στήν ἐκκλησία ὄχι μέ γυμνά τα χέρια, ἀλλά σέ ἄσπρη καθαρή πετσέτα. Μέ ἔμαθε ὅταν φτιάχνω τά κόλλυβα, νά ‘χῶ κερί καί λιβάνι. Μοῦ ὑπέδειξε στό Ἱερό πού διακονῶ, ποτέ τά ἐνδύματά μου νά μήν ἀγγίξουνε τήν ἁγία Τράπεζα, γιατί -ὅπως ἔλεγε- εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ.
Μέ κράτησε νά μήν ἀφήσω τήν ἐκκλησιαστική σχολή, ἀλλά νά συνεχίσω, γιατί τούς λογισμούς μου νά σπουδάσω γιατρός, τούς ἔκρινε σάν ἀφορμή νά ἀπομακρυνθῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μέ ἔμαθε νά μήν εἶμαι φιλόδικος. Ἄν καί χήρα πενήντα πέντε χρόνια, δέχθηκε κάθε ἀδικία, χωρίς νά καταφεύγη στό δικαστήριο τῶν ἀνθρώπων ὅλα τά ἄφηνε στό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ. Μοῦ πιπίλισε κυριολεκτικά το μυαλό μου νά προσέχω τό σκάνδαλο, γιατί ἔχει δύο ὄψεις: σκανδαλίζεσαι καί σκανδαλίζεις.
Ἡ πτωχή αὐτή γιαγιά, μέ τίς τρύπιες συρτές παντόφλες καί τήν κάλτσα τήν ξώφτερνη, εἶχε πάντοτε τήν ποδιά τῆς ἀνασηκωμένη, γεμάτη δοσίματα. Στήν μεγάλη πείνα βοήθησε πολλούς ἀνθρώπους καί πολλά παιδιά μεγάλωσαν ἀπό τά χέρια της. Ἡ ἁγνή της ζωή, παρά τά πολλά χρόνια της χηρείας, ἦταν στήν κοινωνία τοῦ χωριοῦ παροιμιώδης. Φίλεργη, λέγοντας πάντοτε τόν στίχο: «Ἡ νύχτα κι ἡ αὐγή μέ ἔβγαλε καματερή». Αὐτάρκης, οἰκονόμα καί ταπεινή. Μέ ἔμαθε νά ζῶ ἀπό τόν κόπο τῶν χεριῶν μου καί ὄχι νά ἁπλώνω χέρι. Τό ἤξερε κι αὐτό: «Καλύτερα, παιδί μου, νά δίνης παρά νά παίρνης».
Ἐκζητοῦμε τίς προσευχές σου ἀπό κεῖ πού βρίσκεσαι ἅγιε Γέροντα. Αἰωνία σου ἡ μνήμη.

Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Ἅγιό μας, γιά μιά ἀκόμη συνάντηση ἐπί τῷ αὐτῷ.
Ἐπόμενη συνάντηση τήν ἄλλη Τρίτη καί ἔχει ὁ Θεός.
Εὐχαριστούμε τόν Κωνσταντῖνο καί τόν Νικόλα γιά τήν συντρόφευση.
Τό Ἀπόδειπνο ἐν τοῖς κελίοις ἡμῶν.

Κρατᾶτε τό παρόν δισέλιδο μέ τά ἀποσπάσματα ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν καληνύχτα σέ ὅλους, συγχωρέστε μας ἄν σᾶς κουράσαμε.