Ὁμιλία 6/12/2022

Α΄.  Περὶ μετανοίας
Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη μὲν «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως, τῆς παρακοῆς του, τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐξέπεσεν, καὶ ἡμαυρώθη τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ κατεστράφη τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἀλλὰ τόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὥστε αὐτὸ ποὺ μποροῦσε καὶ ὤφειλε νὰ κατορθώση ὁ ἄνθρωπος, τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», καὶ νὰ γίνῃ Θεὸς, τὸ ἔκανε τὸ δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ νὰ γίνῃ Αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ δώσῃ τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλιν μὲ τὸν Θεόν, γενόμενος κατὰ χάριν Θεός, συγκληρονόμος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔκτοτε μετὰ τὴν Ἐνανθρώπηση, ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου τῆς Θείας Ἐναθρωπήσεως τελεῖται διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων.
Ἐκεῖνο ποὺ πρωτίστως ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸν εἶναι τὸ Ἱερὸ Βάπτισμα καὶ τὸ αγιο Χρῖσμα («Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε Χριστὸν ἐνεδύσασθε»).

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει ἤδη ἐξαλείψει κάθε κληρονομικὴ ἐνοχὴ καὶ τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἤδη ἔχει ἐξαγιασθεῖ. Μετὰ τὸ Βάπτισμα ἀρχίζει μιὰ δύσκολη πορεία, ἕνας μεγάλος δρόμος, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πραγμάτωσιν τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὸν Θεόν. Ἡ ἕνωσις αὐτὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν «συνέργια» τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλη του τὴν ἐλευθέρα θέληση, τὸ μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μοναδικό προνόμιο, ὀφείλει ν’ ἀγωνισθῆ, ὥστε συνεργαζόμενος μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ φθάση στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεόν, νὰ ἐνδυθῆ τὸν Χριστόν, νὰ πραγματοποιηθῆ ὁ σκοπὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ἡ πορεία αὐτὴ λέγεται χριστιανικὴ ζωή.
Αὐτὴ ἡ πορεία γίνεται μὲ τὸν ὅλον ἄνθρωπο, τὴν ψυχή του, τὴν καρδιά του, τὸν νοῦν του καὶ τὸ σῶμα του, καὶ πραγματοποιεῖται στὴν ὅλη καθημερινότητα καὶ μὲ ἄμεσες καὶ ἔμμεσες θετικὲς καὶ ἀρνητικὲς παρεμβολὲς-συνιστῶσες ἀπὸ τὸ ὅλον περιβάλλον (τὸν ἐκάστοτε πολιτισμό, τὸ κλῖμα, ἡ χῶρα, ἡ οἰκογένεια, φορεῖς μάθησης, φορεῖς πληροφόρησης, φορεῖς προσφορᾶς-ἐπιρροῆς, ἐπιβολῆς), αὐτὰ ὅλα, ἡ ὅλη ἀνθρώπινη συμβολὴ - «συνεργούσης» πάντα καὶ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πραγματώνεται ἡ πορεία πρὸς ἕνωσι μὲ τὴν ἀληθινή, τὴν πραγματικὴ ζωή, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.

Ἡ συνειδητὴ ἀρχὴ τῆς χριστιανικῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεόν. Ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεὸν σημαίνει ἡ θέλησίς μας νὰ ἀρνῆται τὸν κόσμο τῶν παθῶν καὶ νὰ εἶναι στραμμένη πρὸς τὸν Θεόν. Ὁ κόσμος, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀρνῆται συνεχῶς ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἁγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, εἶναι ὁ κόσμος τῶν παθῶν, τὰ πάθη. Τὸ ὅτι ἀγαπᾶμε καὶ τὸ ὅτι θέλουμε νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ ὅτι «Κόσμος ἐστὶν ὄνομα περιεκτικὸν ἐπιπίπτον ἐπὶ τὰ εἰρημένα πάθη». Τὰ πάθη ἀποτελοῦν προδοσία τῆς φύσεώς μας, διότι ἡ ψυχή μας ὅπως τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεός, εἶναι ἀ-παθής. Ὅταν ὅμως ἐγκαταλείψη τὴν ἀπάθειά της, τὴν ἐσωτερική της ἁπλότητα, τότε ὑποκύπτει στὰ πάθη. Τὸ ὅτι ἀγαπᾶμε καὶ θέλουμε νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ ὅτι θέλουμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει κοινωνικὸς εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς ἔχει αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ στὸν ἀπόλυτο βαθμὸ καὶ ὅτι ἐνῶ τόσο τὸ θέλουμε δὲν μποροῦμε νὰ τὸ πραγματοποιήσουμε σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἴμεθα πεπτωκότες, ἀπόγονοι τοῦ πεπτωκότος Ἀδάμ.

Πολλάκις, καὶ οἱ θεωρούμενες ἀρετές μας καλύπτουν πάθη:

-Ἡ σκληρότητα μᾶς ἐξαπατᾶ μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς δικαιοσύνης.
-Ἡ ὑπερηφάνεια μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀκεραιότητας.
-Ἡ τσιγκουνιὰ καὶ ἡ φιλαργυρία μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς μετριοπάθειας, τῆς σωφροσύνης.
-Ὁ ἄκρατος θυμὸς μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ πνευματικοῦ ζήλου.
-Ἡ ἀλαζονεία μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἁγνότητας.
-Ἡ χαλαρότητα μᾶς ἀξαπατᾶ μὲ τὴν ἀμφίεση τῆς συμπαθείας.
(Ἅγιος Σοφρώνιος)

Ἡ ἄρνησις ἑπομένως τῶν παθῶν εἶναι μία ἐπάνοδος τῆς ψυχῆς στὸν ἀληθινὸ ἑαυτό της, εἶναι μία ἀποκατάστασις τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεώς της, ἡ ὁποία ξαναγυρίζει νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν. Ἡ ἐπιστροφὴ αὐτὴ τῆς ψυχῆς μας, πρὸς τὸν Θεὸν γίνεται ἐλεύθερα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι εἶναι ἕνας ἐλεύθερος χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ἡ ἐπιστροφὴ αὐτὴ γίνεται μὲ τὴν μετάνοια. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα στὸν δρόμο τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Θεὸν εἶναι «ἡ θύρα τῆς χάριτος».
Μετάνοια στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σημαίνει κατὰ λέξιν «ἀλλαγὴ σκέψεως», «μεταβολὴ τοῦ νοῦ». Μετανοῶ σημαίνει μεταβάλλω γνώμη. Μεταβάλλω τὰ λάθος φρονήματα ποὺ εἶχα ἕως τώρα στὸ νοῦ μου καὶ τὰ ὁποῖα ἐφανέρωνα στὴ καθημερινή μου ζωὴ μὲ τὰ λάθη, τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα καὶ λόγια μου.
Μετάνοια εἶναι μιὰ δεύτερη γέννησις, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς μᾶς παράχει μετὰ τὸ Βάπτισμα. Εἶναι μιὰ δυνατότητα ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Σατανᾶ στὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «τοῦ λαβεῖν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις».
Μετάνοια εἶναι μιὰ κατάστασις τῆς ψυχῆς, ἀντίθετη πρὸς τὴν ἱκανοποίηση ποὺ νοιώθει ἕνας φαρισαῖος, ἀντίθετη πρὸς τὴν κατάσταση ἑνὸς «δικαίου» ἢ ἑνὸς συνεχῶς παραπονουμένου, ὁ ὁποῖος κρίνει τὸν ἑαυτό του ὅτι βρίσκεται σὲ κατάσταση χάριτος, χωρὶς νὰ εἶναι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του.

Ὅπως, ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἀτελείωτος καὶ ἡ τελειότης ἀτέλεστος εἶναι, ἔτσι καὶ τὸ μετανοεῖν πρέπει νὰ εἶναι συνεχές. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος: «Αὔτη προσήκει πᾶσιν τοῖς βουλομένοις σωτηρίας τυχεῖν».
Ἡ ἔννοια αὐτὴ, τῆς μετανοίας, ἀνταποκρίνεται στὴν ἀποφατικὴ θέση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸν, τόσο περισσότερο γνωρίζει τὴν ἀγνωσία του, τὴν ἀτέλειά του, καθρεπτιζόμενος μπροστὰ στὴν θεία τελειότητα.
Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει, ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι μιὰ ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος, μιὰ καινούργια γέννησις, δηλ. ἀναγέννησις, μιὰ νέα ἀνάστασις. Προχωρεῖ ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ λέγει: «μείζων τοῦ Βαπτίσματος μετὰ τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων πηγὴ καθέστηκεν».
Ἡ μετάνοια εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Χάρις, ἀποκτηθεῖσα, τὴν ὁποίαν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπέκτησε καὶ τὴν ἔκαμε δική του.
Τὰ δάκρυα ὁλοκληρώνουν τὴν μετάνοια καὶ εἶναι συγχρόνως ἡ ἀρχὴ της αἰωνίου ζωῆς. «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσητε». Τὸ «κλαίοντες», μεταφράζεται σὲ διαρκῆ καὶ ἀληθινὴ μετάνοια ποὺ βραβεύεται μὲ δάκρυα. Τὰ δάκρυα εἶναι χάρισμα, εἶναι δῶρο.
Ἡ μετάνοια κάνει νὰ ἀναβλύζη τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ δάκρυ καθαρίζει τὴν καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ γεύεται τὴν παρηγοριὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποτίζεται μὲ νάματα γλυκυτάτης κατανύξεως.

Συγκεκριμένη ἔκφρασις, ἐνάρξεως καὶ ὁλοκληρώσεως τῆς μετανοίας εἶναι ἡ Ἱερὰ Ἐξομολόγησις. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς μετανοίας καὶ ὁ καρπὸς.
Ἡ ἐξομολόγησις προϋποθέτει συγκεκριμένο πνευματικό, γνώστην τῆς ὅλης ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ μετανοοῦντος. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ καθοδηγὸς τοῦ ἐξομολογουμένου. Ὁ μετανοῶν ἄνθρωπος θὰ ἀναφέρει τὰ πάντα καὶ θὰ ἐμπιστεύεται τὰ πάντα στὴν κρίση τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι νοητὸ νὰ εἶναι ὁ τυχαῖος. Πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ἄνετα, μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀπανάπαυση θὰ ἐναποθέση τὸν ἑαυτό του ὁ ἐξομολογούμενος. Ἔτσι, ἀρνούμενος τὸ δικό του θέλημα καὶ ταπεινούμενος, αὐτὸς ποὺ ἐξομολογεῖται, δέχεται νὰ κατευθύνεται, ὡς πρὸς τὴν πνευματική του πορεία, ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα. Αὐτὸς πάλι, ὁ πνευματικός, δὲν εἶναι νοητό, αὐθαίρετα νὰ συμβουλεύη καὶ καθοδηγῆ. Ἡ πορεία ποὺ θὰ χαράσση στὰ πνευματικά του παιδιὰ θὰ ἔχη βάση καὶ γνώμονα τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὴν παράδοση καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ εὐθύνη καὶ ἡ συνέπεια καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο, πνευματικῆς σχέσεως καὶ προϋποθέτει καὶ κανόνες γιὰ νὰ πραγματώνεται αὐτὴ ἡ εὐθύνη και ἡ συνέπεια.

Β΄. Περὶ πνευματικῆς καθοδήγησης καὶ πατρότητας
Ἡ ἀναγκαιότητα νὰ ἔχει ἕναν πνευματικὸ πατέρα αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ζήσει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ νὰ σωθεῖ, εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ὁ ἅγ. Συμεὼν δὲν παύει νὰ ὑπογραμμίζει στὰ ἔργα του. Ὁ ἴδιος εἶχε βρεῖ ἕναν τέτοιο πνευματικὸ πατέρα, στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς καὶ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γι’ αὐτή Του τὴ δωρεά.
Εὐχαριστῶ σοί, ὅτι ἕνα τῶν ἁγίων σου ἐπιποθήσαντά με ἰδεῖν καὶ δι’ αὐτοῦ πιστεύσαντα εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Σοί καθυπεδειξας.
Γιὰ νὰ στείλει ὅμως ὁ Χριστὸς ἕναν τέτοιο πατέρα, πρέπει νὰ τὸν ἀναζητήσει κανείς, μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ μὲ πνεῦμα μετάνοιας.

Ταπεινώθητι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰπέ: «Κύριε, ὁ μὴ θέλων τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν, πέμψον μοι ἄνθρωπον γινώσκοντά Σε, ἵνα, αὐτῷ πάσῃ δυνάμει μου ὑποταγεὶς καὶ τὸ Σὸν θέλημα ἐν τῷ ἐκείνου θελήματι ποιήσας, εὐαρεστήσω Σοὶ τῷ μόνῳ Θεῷ καὶ καταξιωθῶ Σου κἀγὼ τῆς Βασιλείας, ὁ ἁμαρτωλός».

Ὅταν ὅμως τὸν βρεῖς, δὲν πρέπει νὰ ψάχνει νὰ βρεῖ ἄλλους. Μὴν περιέλθης, τοὺς ὀνομαστοὺς ζητῶν, ἀλλ’ εἰ μὲν πνευματικῷ πατρὶ Θεοῦ χάριτι ἐνέτυχες, αὐτῷ μόνῳ λέγε τὰ κατά σε.
Ὁ πνευματικὸς πατέρας εἶναι ἕνας γιατρός, ποὺ μὲ πολὺ ὑπομονὴ καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα μὲ ἀγάπη χρησιμοποιεῖ, ὅπως ὁ φυσικὸς γιατρός, ὅλα ἐκεῖνα τὰ φάρμακα καὶ τοὺς θεραπευτικοὺς τρόπους, γιὰ ν’ ἀνακουφίσει καὶ νὰ γιατρέψει τὶς ἀρρώστιες καὶ τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες. Ἀπὸ τὴν πλευρά του, τὸ πνευματικὸ παιδὶ πρέπει νὰ φανερώνει τὰ πάντα στὸν πατέρα του. Ὁ Συμεὼν γράφει σ’ ἕνα νεαρὸ μοναχό:
Ἄκουε μόνας πατρός σου νουθεσίας,
ποιοῦ ταπεινᾶς πρὸς αὐτὸν ἀποκρίσεις
καὶ ὡς τῷ Θεῶ λέγε τοὺς λογισμούς σου.

Ἡ πατρικὴ ἀγάπη συνδέει τὸν πνευματικὸ πατέρα μὲ τὰ παιδιά του.
Ὑμεῖς γὰρ ἐστε τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἃ μοι δέδωκεν ὁ Θεὸς ὡς παιδία, τὰ ἐμὰ σπλάγχνα. Ὑμεῖς ἐστε τὸ καύχημα καὶ ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς διδασκαλίας.
Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης εἶναι τόσο ἰσχυρός, ποὺ ἕνας ἀληθινὸς πνευματικὸς πατέρας δὲν θὰ ἤθελε νὰ σωθεῖ μόνος, χωρὶς τὰ παιδιά του.
Μετὰ δακρύων θερμῶν ἐξ ὅλης ψυχῆς δέεσθαι τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἤ κἀκείνους σωθῆναι ἤ καὶ αὐτὸν σὺν ἐκείνοις κατακριθῆναι.

Ὁ ἅγ. Συμεών, εἶναι πεπεισμένος πὼς σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ζητᾶ μὲ εἰλικρίνεια, ὁ Θεὸς θὰ στείλει ἕναν ἀληθινὸ πνευματικὸ πατέρα:
Εἰ οὖν (ὁ Θεὸς) τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς θάνατον παρέδωκεν, ἵνα ἡμεῖς δι’ αὐτοῦ σωθῶμεν, πῶς ἄρα αἰτούντων ἡμῶν πεμφθῆναι, καὶ ἐπιγνωσθῆναι ἡμῖν ἅγιον καὶ δοῦλον αὐτοῦ ἀληθῆ, ἀποστερῆσαι ἡμᾶς ὁδηγοῦ;

Γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει ὁ Θεὸς ἕναν πνευματικὸ πατέρα εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιδείξωμε ἔργο πνευματικῆς ζωῆς.
Οὕτως πρόσελθε καὶ παρακάλεσον καὶ ἱκέτευσον διὰ ἐλεημοσύνης, διὰ νηστείας καὶ προσευχῆς τῷ Θεῷ καὶ διανοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας σου καὶ θεάσει τὸν τοιοῦτον (πνευματικὸν πατέρα) καὶ σύ. (ἀναφορὰ στὸν π. Διονύσιο Κολιτσοῦ).
Ὅτι δίχα πατρὸς καὶ διδασκάλου πνευματικοῦ ἀδύνατόν ἐστι ἀνθρώπῳ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ φυλάξαι καὶ καλῶς καὶ ἀμέμπτως βιῶσαι καὶ ἀνώτερον γενέσθαι τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου.
Κτῆσαι πατέρα, κτῆσαι διδάσκαλον, κτῆσαι μεσίτην καὶ πρέσβυν καὶ ἐγγυητὴν πρὸς Θεόν. Κολλήθητι αὐτῷ ἀγάπη καὶ πίστει, φόβῳ καὶ πόθῳ ὡς Αὐτῷ τῷ Χριστῷ, ἵνα δι’ αὐτοῦ καὶ Αὐτῷ τῷ Χριστῷ συναφθήση καὶ συμμέτοχος καὶ συγκληρονόμος τῆς αἰωνίου δόξης Αὐτοῦ καὶ βασιλείας ἀναδειχθήση, ἀνυμνῶν καὶ δοξάζων Αὐτὸν σὺν τῷ Πατρί καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι.

Ἀντίθετα, ὅπως γράφει ὁ ἅγ. Συμεὼν σὲ μιὰν ἄλλη ἐπιστολή:
Ὅσοι μὴ ἔσχον πατέρα, οὐδὲ υἱοὶ πάντως τινῶν ἐγένοντο. Οἱ δὲ μὴ γεγονότες υἱοί, οὐδὲ ἐτέχθησαν δηλονότι, οἱ δὲ μὴ τεχθέντες, οὐδὲ παρήχθησαν· οἱ μὴ παραχθέντες οὐδὲ ἐν τῷ νοητῷ κόσμῳ ὅλως γεγόνασιν, ἄλλ’ ὥσπερ οὐκ εἰσὶν ἐν τῷ βίω τούτῳ οἱ μὴ σωματικῶς γεννηθέντες, οὕτως οὐδὲ οἱ μὴ γεννηθέντες πνευματικῶς ἐν τῷ νοητῷ κόσμῳ γίνονται ἤ εἰσέρχονται ἤγουν ἐν αὐτῷ τῷ θαυμαστῷ φωτί, ἐν ᾧ ὁ Θεὸς εἰσάγει τοὺς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν...
Πρέπει λοιπὸν, νὰ ἔχει ὁ καθένας ἕναν πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἄνωθεν.
Καὶ καθάπερ ὁ σαρκικὸς πατὴρ σαρκικοὺς ἀποτίκτει καὶ τοὺς υἱούς, οὕτω καὶ ὁ πνευματικὸς ἀνὴρ τοὺς βουλομένους γενέσθαι γνησίους αὐτοῦ υἱούς πνευματικοὺς ἀπεργάζεται.

Ἡ πατρικὴ ἀγάπη εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ πνευματικοῦ πατέρα, καρποφορεῖ ὅμως ἡ ἀγάπη αὐτή, ὅταν συνυπάρχει μὲ τὴν ἀπάθεια. Ἕνας τέτοιος πατέρας, ποὺ συνδυάζει ἀπάθεια καὶ ἀγάπη, εἶναι ἀληθινὸς πνευματικὸς πατέρας, ἄλλως, «ὁ τὴν ἀρετὴν ὑποκρινόμενος πρὸς ἀπάτην πολλῶν καὶ ἀπώλειαν, ἄθλιος ὄντως ἐστι καὶ παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις».
Ὁ πνευματικὸς πατέρας εἶναι ἕνας νέος Μωυσῆς σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ ζυγὸ τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ διαβόλου, καὶ ἀπὸ τὴ γῆ τῆς ἁμαρτίας, τὴν Αἴγυπτο.
Ὁ Συμεὼν ἀρχίζει ξαναγυρίζοντας πάλι στὸ θέμα τῆς σημασίας τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ στείλει ὁ Θεός ἕναν πνευματικὸ πατέρα.
Ἀδελφέ, ἐκτενῶς τὸν Θεὸν παρακάλεσον, ὅπως δείξῃ σοι ἄνθρωπον, τὸν καλῶς ποιμᾶναί σε δυνάμενον.
Τελικά, αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει τὸν πνευματικὸ πατέρα εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ πρέπει νὰ ὑπακούσουμε στὴν κλήση Του καὶ νὰ μείνουμε πιστοὶ σ’ αὐτὸν ποὺ φανέρωσε ὁ Παράκλητος.
Ἡ ὑπακοὴ λοιπὸν στὸν πνευματικὸ πατέρα δὲν εἶναι ἀναγκαστική, ἀλλὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Ὁ πνευματικὸς πατέρας μᾶς γεννᾶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Χριστό. Στὴν ἐκλογή Του καὶ στὴν ἀφοσίωση σ’ Αὐτὸν, πραγματώνεται ἡ συνάντηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς χωρὶς ὅρους ἀνταποκρίσεως στὴν θεία κλῆσι, καὶ κυρίως, ἡ συνειδητοποίηση τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὰ δῶρα αὐτά.
Ἡ πατρικὴ ἀγάπη τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ποτὲ δὲν κρίνει, δὲν καταδικάζει καὶ δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ἑνώνει τὸν πνευματικὸ μὲ τὰ πνευματικά του παιδιά. Τὰ ἐπιτίμια ποὺ ἐπιβάλλει, ἔχουν θεραπευτικὸ χαρακτῆρα.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν θεωρεῖ χαρισματοῦχο τὸν πνευματικὸ πατέρα, ἐκ Θεοῦ διορισμένο, εἰς «τόπον Χριστοῦ», διότι ὁ Χριστὸς μονάχα μπορεῖ νὰ σηκώσει ἀπὸ τὴν πτῶσι τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του.

Διασκευὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ»
Ἐπιμέλεια κειμένου: π. Γεωργίου Καλαντζῆ

άγιος γεράσιμος

Ἀπολυτίκιον 

Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα. 

 Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου