Συνάξεις 2020-2021

Τὰ Χριστούγεννα, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, εἶναι ἡ προϋπόθεσις γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Εἶναι ἡ ἀνόρθωσις καὶ ἀνακαίνισις τῆς ἀποτυπωμένης βασιλικῆς εἰκόνας τῆς θείας μεγαλειότητος στὸν ἄνθρωπο (τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν»), ἡ ὁποία ἦταν ἀμαυρωμένη καὶ θαμμένη, καὶ ἡ εὕρεσίς της γίνεται αἰτία χαρᾶς καὶ τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων (ὁσάκις ἐν μετανοία πραγματώνεται ἡ εὔρεσις, ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό).

Μὲ ἀφθάστου ὕψους ποιητικὲς καὶ πνευματικὲς ἐκφράσεις ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι ὅ,τι εἶναι, εἰσέρχεται ὁλόκληρος στὴ χρονικὴ καὶ τοπικὴ σχετικότητα, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν πτῶση τῶν πρωτόπλαστων. Διότι πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ὁρατὴ κτίσις καὶ ἡ κορωνίς της, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἦταν ὑποταγμένη στὴ ματαιότητα καὶ τὴ φθορά, στὸν περιορισμὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ ὑπαγόταν στοὺς νόμους τῆς Θείας κυριαρχίας καὶ ἀνέπνεε στὸν ἀέρα τῆς Θείας μακαριότητος.

Ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα στὴν οἰκονομία τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως ἄρχισε ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του, ἀπὸ τὴν ὁποίαν «ἐδανείσθη σάρκα ὁ πλουτῶν τὰ σύμπαντα».

Ὑπῆρξαν ἐποχές ποὺ οἱ ἄνθρωποι διερωτῶντο γιὰ τὴν ἐποχή τους ἐὰν ὑπάρχουν ἅγιοι. Ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ὁμολογήσουμε ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ὅτι -ἀμέσως ἤ ἐμμέσως- ἔχουμε ἐμπειρία τῆς παρουσίας τους. Ἀλλὰ τὸ μεγάλο μας ἐρώτημα εἶναι, γιατί ὁ Θεὸς ἐπιστράτευσε γιὰ τὸν οὐρανὸν τοὺς Ἁγίους τῶν ἡμερῶν μας. Μήπως γιὰ νὰ μὴν τοὺς βεβηλώσουμε μὲ τὴν ἀναίσχυντο ἀποστασία μας. Ἐπίσης διερωτώμεθα καὶ φοβούμεθα μήπως μὲ τὸν ἐγωϊστικὸ τρόπο ποὺ ζοῦμε καὶ τὸν ὀρθολογιστικὸ τρόπο ποὺ διαλογιζόμεθα -τρόπος μὴ ἅγιος, καταντήσαμε ἀνάπηροι καὶ ἀνίκανοι νὰ ἀντιληφθοῦμε τὶς εὐκαιρίες νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί τους, τοὺς προσπερνᾶμε, τοὺς ἀγνοοῦμε καὶ ποὺ περισσότερον τοὺς περιφρονοῦμε, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ, προσεύχονται ἀενάως γιὰ μᾶς καὶ μᾶς εὐεργετοῦν μυστικῶς καὶ ἀθορύβως.
Ἐμεῖς ὅμως, τὸν Θεὸν καὶ τοὺς γνωστοὺς ἤ ἀνωνύμους φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἁγίους, τοὺς θυμόμαστε συνήθως στὶς θλίψεις, ἢ σὲ γεγονότα τραγικὰ ποὺ μπορεῖ νὰ βροῦν τὸν καθένα μας.

Ὅταν χάριτι Θεοῦ ἐπικοινωνήσεις μὲ κάποιον τρόπο μὲ ἁγίους, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ἀμέσως τὴν ἐπιρροή, κάθεσαι μαζί τους, ἀκοῦς, δὲν κάνεις τίποτε, μόνον ὑφίστασαι τὴν ἀθόρυβη εἰρήνη τῆς θείας ζωῆς τους, ποὺ σὲ θωπεύει, σὲ θεραπεύει, σοῦ ἐπουλώνει τὶς πληγές. Συγκροτεῖ τὸ εἶναι σου, καλλιεργεῖ τὴν ψυχή σου, οὐσιοποιεῖ τὴν ὑπόστασή σου. Σὲ κάνει εὐαίσθητο, σοῦ χαρίζει παρηγοριά, πλησμονὴ ζωῆς. Νοιώθεις «σκεῦος ἐκλογῆς». Περνᾶς συνειδητὰ σὲ χῶρο καὶ χρόνο λειτουργικό. Ἡσυχάζεις, καὶ σιωπηλὰ ἢ κραυγαλέα δοξολογεῖς ἀέναα Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ Ω, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο στὸν κόσμο.
Δὲν ὑπάρχουν μικροὶ καὶ μεγάλοι Ἅγιοι. Ὑπάρχουν μόνο ἀληθινοὶ Ἅγιοι. Ὁ ἀληθινός Ἅγιος εἶναι ἀείζωος, ἄσχετα ἂν εἶναι παλαιὸς ἢ σημερινός, γραμματισμένος ἢ ἀγράμματος. Ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωντάνιας τοῦ Πνεύματος καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τὶς διαφορὲς τῆς «μορφώσεως».Διαπερνᾶ τὸ κτιστὸ καὶ ὁρατὸ μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη, ἀκόμη καὶ τὰ ἱμάτια τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου εὐωδιάζουν, καὶ τὸ πρόσωπό του ἀστράφτει ὡς τὸ φῶς.

Στὴν προηγούμενη συνάντηση εἴχαμε ἀφερθεῖ στὴν σχέση μας μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ προσπαθήσαμε νὰ κατανοήσουμε ποιοὶ εἶναι οἱ Ἅγιοι, ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαπήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸν (πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι-καὶ ἅγιοι γίνεσθαι ὅτι Ἐγὼ Ἅγιος εἰμί) καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεὸν μὲ τὸν πνευματικόν τους ἀγώνα καὶ τὴν μετάνοιάν τους, ἀλλὰ καὶ ὅτι σ’ αὐτὸν τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ μὲ εἰδικὸν τρόπο ὁ καθένας μας καλούμεθα καὶ δυνάμεθα καὶ μεῖς νὰ γίνουμε φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ φίλοι τῶν Ἁγίων.
Εἴδαμε ἀκόμη ὅτι οἱ Ἅγιοι κατόρθωσαν νὰ περάσουν στὴν «ἄλλη προοπτικὴ» μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο «παιχνίδι τῆς χαρᾶς», ποὺ τὰ λεγόμενα παράλογα ἀποδεικνύονται ἀληθινὰ καὶ τὰ θεωρούμενα λογικὰ, ψευδῆ, μὲ τὸ νὰ γίνουν «παιδιά»καὶ νὰ ἐμπιστεύονται τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔλεος Του ὁλοκληρωτικὰ, «ἔχει ὁ Θεός», «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν» καὶ μὲ τὸ νὰ γίνονται λειτουργούμενοι, μετὰ τῶν Ἀγγέλων, τῆς Παναγίας μας Μητέρας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ὁμοῦ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ μὲ πεποίθησιν ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς εἶ ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν.

Ἀπόψε ἀφοῦ ἐπικαλεσθοῦμε τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων ποὺ ἑορτάζουν αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα καὶ ἰδιαιτέρως τῶν ἁγίων Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ καὶ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Μεγαλομάρτυρος καὶ πανσόφου, ὅπου ὁ ἅγιος Ἰάκωβος διὰ τοῦ "μὲ συγχωρεῖτε" καὶ ὅτι αὐτὸ ἐκφράζει καὶ ἡ ἁγία Αἰκατερίνη μὲ τὸν συνδυασμὸ καὶ τῆς κοσμικῆς σοφίας καὶ τῆς πίστεως, ἔχουν πολλὰ νὰ μᾶς διδάξουν. Θὰ προσπαθήσουμε μὲ τὸν λόγον τοῦ ἀειμνήστου Φώτη Κόντογλου, ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Μυστικὰ Ἄνθη» νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν κατανόηση τῶν δυσκολιῶν στὸ νὰ μποῦμε καὶ μεῖς σ’αὐτὸ τὸ «ἱερὸ παιχνίδι τῆς χαρᾶς», τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή μας, ἐγκαταλείποντας τὴν ἀποστασία μας καὶ ποὺ φτάσιμο αὐτοῦ τοῦ παιχνιδιοῦ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς μας -ἅγιοι γίνεσθε- καὶ ἀντιφεγγίσματα εἶναι ὁ ἡρωϊσμός, ἡ προσφορά, ἡ ποίηση, ὁ ἔρωτας.