(Συνάντηση νέων 26 Ιαν.2021)

Ἡ προσευχή ἀξιοποιεῖ τόν χρόνο καί εὐλογεῖ τόν κόπο μας, φωτίζει τόν νοῦ μας, καθαρίζει τήν καρδιά μας, ἀνάβει τήν ἀγάπη μας.
Ἀπό παντοῦ ἀκοῦμε καί λέγεται ὅτι ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται γιά τήν ἀγωνία, τό ἄγχος, τίς νευρώσεις, τήν σύγχυση, τήν κυριαρχία τῆς μηχανῆς καί τῆς τεχνολογίας, πού συμπιέζει ἀσφυκτικά τήν ζωή τῆς καρδιᾶς μας. Ὑλισμός, μηδενισμός, ἀτομισμός, σκληρότης, ἀπομόνωση, ἀνασφάλεια, θάνατος τῆς ἀγάπης, καταδίκη της ζωῆς τοῦ πνεύματος, ἀπορρόφηση ἀπό τό σάρκινο «ἐγώ», δίψα γιά ἐγκόσμια γνώση καί δόξα μόνον, περιφρόνηση τῆς πνευματικῆς γνώσεως, λησμοσύνη τῆς θείας καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἔκαναν τούς ἀνθρώπους κινούμενα ἐρείπια σ’ ἕνα πέλαγος ἀδιεξόδων.
Ἄν γιά κάθε ἐποχή ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ μοναδική εἰρήνη, ἰδιαιτέρως γιά τήν δική μας εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ἀναφορᾶς εἰς Αὐτόν («ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθέμεθα»). Ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ γίνεται ἐπιτακτική. Μᾶς προσκαλεῖ νά ἰσορροπήσουμε καί νά βροῦμε τήν δική Του εἰρήνη: «εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθώς ὁ κοσμός δίδωσι ὑμῖν».

Ἄν Τόν ἀναζητούσαμε ἀδιάκοπα μέ φλογερό ζῆλο, τότε δέν θά περνοῦσαν ἄσκοπα τόσες ὧρες σέ μάταιους λογισμούς, σέ ὑλόφρονες συζητήσεις καί ἁμαρτωλές πράξεις, πού αὐξάνουν τήν ἀγωνία καί τήν «βιοτική μέριμνα» καί μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τό θεῖο λιμάνι τῆς δικῆς Του εἰρήνης. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἴμεθα δυστυχισμένοι, μπῆκαμε σ’ ἕνα ρυθμό ζωῆς πού στρέφεται ἀποκλειστικά γύρω ἀπό τό ἐγώ μας καί ὄχι γύρω ἀπό τόν Χριστό. Ἡ τροχιά μας εἶναι ἐγωκεντρική, ἀνθρωποκεντρική. Πάσχουμε ἀπό ψυχικές διαταραχές γιατί πληρώνουμε τήν διάχυση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς καί τό σκόρπισμα τοῦ χρόνου μας στήν πολλαπλή λατρεία τῆς ματαιότητος. Ἀπό ἐκεῖ λείπει ὁ Χριστός – ἡ Λύτρωση. Λείπει ἡ προσευχή στό ὄνομά Του, ἡ ὁποία ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο στήν ἀληθινή του τροχιά, στόν φυσιολογικό του δρόμο.
Οἱ ἄνθρωποι χωρίς Χριστό παθαίνουν ἕνα εἶδος σχιζοφρένιας.

Εἶσαι βιοπαλαιστής ἤ ἔμπορος; Ὁ Ἰησοῦς ἁγιάζει τό ἔργο σου. Εἶσαι γεωργός ἤ τεχνίτης; Προσεύχου. Ὁ Ἰησοῦς ἁγιάζει τά κτήματά σου ἤ τήν τέχνη σου. Εἶσαι μαθητής ἤ φοιτητής; Ὁ Θεός ἁγιάζει τό σχολεῖο καί τό Πανεπιστήμιό σου. Εἶσαι ἐπιστήμων ἤ ὑπάλληλος; Ἡ Παναγία μας παρακαλεῖ διά τήν πρόοδόν σου. Εἶσαι στρατιώτης, μετανάστης ἤ ναυτικός; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἁγιάζει τόν στρατῶνα, τήν ξενιτειά, τίς θάλασσες καί τούς ὠκεανούς. Εἶσαι πατέρας ἤ μητέρα, νέος ἤ νέα; Ὁ Χριστός εὐλογεῖ τήν οἰκογένειά σου, τά νειάτα καί τούς ὁραματισμούς σου. Αὐτός εἶναι ἡ Αἰώνια Νεότης. Ὁ Ἰησοῦς θά διαιωνίση τήν χαρά σου. Αὐτός εἶναι ἡ θεϊκή Χαρά. Εἶσαι ἄρρωστος, ἀπελπισμένος, σέ τριβελίζουν ἀγωνίες καί προβλήματα; Ἀναζήτησε τόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ ἐλπίδα, ἡ βοήθεια καί τό φῶς. Αὐτός εἶναι ἡ ὑγεία. Αὐτός εἶναι ὁ Πατέρας καί ἡ Μάνα, ὁ ἄφθαρτος πλοῦτος. Αὐτός εἶναι ἡ «ἄνωθεν σοφία», εἶναι ἡ Ζωή καί ἡ Ἀνάσταση.

«Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπόσπασμα ἐκ τῆς οστ´ (76) ὁμιλίας αὐτοῦ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον 24,16-31).

Ὁ ἄνθρωπος τῶν προηγούμενων ἐποχῶν εὕρισκε μέσα στό κοινωνικό σύνολο ἕναν παράγοντα ἐνθαρρυντικό γιά τήν πίστη του καί τήν προσευχή του. Σήμερα, αὐτό τό σύνολο εἶναι παράγων ψυχρότητας, παράγων ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά προστατεύεται αὐτός πού θέλει νά διατηρεῖ τήν πίστη του καί τήν προσευχή του.
Ὁ πιστός ὁ ὁποῖος πέτυχε νά ἐνδυναμώσει τήν πίστη του καί τήν προσευχή του μπορεῖ νά γίνει ὁ ἴδιος μία ἑστία, ἡ ὁποία θά ἐνισχύσει τήν πίστη καί θά ἀναθερμάνει τήν προσευχή στήν κοινωνία. Ὁ ἴδιος μπορεῖ νά βοηθήσει τήν κοινωνία νά βγεῖ ἀπό τήν ἐπιφανειακή ζωή τή γεμάτη πλήξη - πού εἶναι καί ἡ αἰτία τῆς σχιζοφρενικῆς μας ζωῆς καί τῆς χλιαρότητας στήν πίστη καί τήν προσευχή.

Αὐτός πού προσεύχεται ἁπλώνει στούς γύρω του γέφυρες πιό σταθερές ἀπό τίς εὔθραστες ἐκεῖνες γέφυρες πού βρίσκει κανείς μέσα σέ μιά ἐκκοσμικευμένη κοινωνία. Κατά βάθος, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σήμερα περισσότερο ἀπό ἄλλοτε ἐπιθυμοῦν τέτοιες γέφυρες. Ἀλλ' ὅμως δέν ἀνακάλυψαν ἀκόμη ὅτι αὐτές τίς γέφυρες τίς ἀνοίγει κανείς μόνο μέ τήν προσευχή.
Ἡ νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀποφύγη τήν διάσπαση τῆς προσωπικότητος, νά βρῆ τήν θεία του καταγωγή καί σκύβοντας μέσα του ν’ ἀνακαλύψη ἀνέκφραστη χαρά: ὅτι «ἐντός ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», μέ τό νά μένει ἑνωμένος μέ τήν Ἄβυσσο τοῦ Θεοῦ, διά τῆς προσευχῆς· «ἄβυσσος (ὁ ἄνθρωπος) Ἄβυσσον (Ἰησοῦ Χριστόν) ἐπικαλεῖται» (Ψαλμ. μα΄, 8). Γένοιτο.

 

Ένα ζωντανό παράδειγμα βίου προσευχής ήτα ένας συγχρονοςαλλά όχι πολύ γνωστός λευίτης, ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης (1902-1975)