Συνεχῆ ἀφύπνιση προσφέρουν ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν παθόντων καὶ οὐχὶ τῶν μαθόντων τὰ θεῖα.
Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔπαθαν τὰ θεῖα, εἶναι ὁ Φώτης Κόντογλου ποὺ μὲ τὸν ζωντανό του λόγο μέσα στὰ μέχρι καὶ σήμερα ἐπίκαιρα γραπτά του, μπορεῖ καὶ μᾶς ἀφυπνίζει, ὥστε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε:
  Α) Ἀπὸ τὴν ἀπιστία μας, ἤτοι ἀπὸ τὴν πνευματική μας ἀδιαφορία καὶ τὴν τραγική μας ἀποστασία ἀπὸ τὸν Δημιουργό μας Θεό.
  Β) Ἀπὸ τὴν κτηνώδη βιοτή μας.
  Γ) Ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ματαιοδοξίας μας.
Νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὴν ἀληθινὴ καὶ αὐθεντική μας ζωὴ, μέσα ἀπὸ τὴν συντροφιὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ ὅποιου πλησίον, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κι Αὐτὸν, τὸν Χριστόν, νὰ ἀγαπήσουμε ἐξ ὅλης διανοίας, ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ἐξ ὅλης ψυχῆς, καὶ τὸν ὅποιον πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας.
Αὐτὴ ἡ ἀφύπνιση προσεγγίζεται φυλλομετρῶντας τὸ βιβλίο του «Μυστικὰ Ἄνθη» καὶ μελετῶντας γιὰ λίγο, τὰ παρακάτω κεφάλαια:

Στὸ κεφάλαιο «Ἀγωνία καὶ ἀπιστία. Ἡ πονηρὴ ἐπιστήμη» μᾶς βεβαιώνει ὅτι:

«... Βαρὺν ἀγέρα ἀνασαίνουμε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Ὅλη ἡ οἰκουμένη βρίσκεται σὲ ταραχὴ καὶ σὲ ἀκαταστασία, ὁ καθένας μας τρέμει μὴν τύχει καὶ χάσει τὴν ψεύτικη εὐτυχία του καὶ τὴ σαρκικὴ καλοπέραση. Ἀπελπισία καὶ ἀγωνία πνίγει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ μὲ κάνει νὰ θυμηθῶ τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου, ἀποψυχούντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ».
Ὡστόσο, ἐνῶ τὰ προμηνύματα ποὺ δείχνουνε πὼς ὁ κόσμος κατρακυλᾶ στὸν γκρεμνὸ μὲ μιὰ γρηγοράδα φρικτή, ἀντὶ νὰ μᾶς κάνουνε νὰ μετανοήσουμε, μᾶς κάνουνε πιὸ ἄπιστους. Ὕστερα ἀπὸ τόσα φοβερὰ προμηνύματα, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀλλάζουνε τὸν πονηρὸ δρόμο τους. Δὲν τὸν ἀλλάζουν, γιατὶ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Τὸ σκοτάδι τῆς ἀπιστίας πλακώνει τόν κόσμο καὶ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁμοιάζουμε μὲ κτήνη ἀναίσθητα.
Μεγαλύτερη ἀπιστία δέρνει τοὺς νέους. Στὴν ἀρχή, τοὺς τρώγει τὸ σαράκι τῆς ἀμφιβολίας, ποὺ τὸ θρέφουνε οἱ ἀδιάκοπες καυχησιὲς τῆς ἐπιστήμης ποὺ φανερώνει μὲ τυμπανοκρουσίες πὼς ἐξουσιάζει τὸν κόσμο καὶ πὼς αὐτὴ εἶναι Θεὸς παντοδύναμος. Τὴν ἀμφιβολία στὶς ψυχὲς τῶν νέων τὴ δυναμώνουνε κι οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, μὲ τὶς χλιαρὲς διδασκαλίες τους καὶ μὲ τὴ ζωή τους, ποὺ δείχνει ὅτι πολλοὶ λίγοι ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴν ἀληθινὴ φωτιὰ τῆς πίστης, καὶ πὼς μ’ ὅλα ποὺ λένε «οὐκ ἐπιζητοῦσι τὴν μέλλουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μένουσαν».

Ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία, καταντᾶνε στὴν ἀποστασία ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἀθεΐα.
Ἡ ἐπιστήμη ἀντὶ νὰ σοφίσει, πονήρεψε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ νὰ τοὺς πείσει νὰ ζητοῦνε ἀποδείξεις γιὰ κάθε πρᾶγμα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴ θρησκεία, καὶ ἑπομένως πῶς νὰ πιστέψουνε σ’ ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν ἀποδείχνεται μὲ θετικὰ μέσα ἡ ὕπαρξή Του; Πῶς νὰ νοιώσουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέγει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι», καὶ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέγει: «Ναὸς Θεοῦ ἐστε»; Δὲν εἴμεθα σὲ θέση, οἱ δυστυχισμένοι, νὰ νοιώσουμε τέτοια νοήματα.

Ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι βαρειὰ καὶ χοντροειδὴς κι ἔκανε βαρειὲς καὶ χοντρὲς τὶς διάνοιες τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, συνηθίζοντάς τους σὲ χεροπιαστὲς ἀποδείξεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά.
Ἡ πίστη ὅμως δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀποδείξεις. Ἡ καλοπροαίρετος πίστη εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. Ἡ πίστη χαρίζεται στοὺς ταπεινοὺς κι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουμε σὲ μεγάλη ὑπόληψη τὴν ἐγκόσμια κι ὑλικὴ γνώση, δὲν εἴμεθα σὲ θέση μήτε ἀπὸ μακρυὰ νὰ ὑποπτευθοῦμε τὴν πνευματικὴ γνώση ποὺ δίνεται ἀκόμη καὶ στὶς πλέον ἁπλοϊκὲς καὶ ταπεινές, ἀλλὰ καλοπροαίρετες ψυχές.

Ἡ πνευματικὴ γνώση εἶναι μεγάλο μυστήριο, ποὺ δὲν θὰ τὸ πάρουμε ποτέ εἴδηση, ὅσοι θεωρούμεθα μέσα μας σπουδαῖοι, ἐπειδὴ μᾶς τυφλώνει ἡ περηφάνεια.
Ἡ σημερινὴ ἐπιστήμη, μὲ τὶς ἀνακαλύψεις καὶ τὶς ἐφευρέσεις της, ζάλισε σὲ τέτοιο βαθμὸ τοὺς ἀνθρώπους, πρὸ πάντων τοὺς νέους, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ παραλογίζουνται.
Οἱ νέοι ζητοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ τοὺς δείξει, μὲ τί τρόπο βρίσκεται ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς βρίσκεται μὲ τρόπο πνευματικὸ κι ὄχι μὲ τὸν τρόπο ποὺ πορεύεται ἡ ἀνθρώπινη-κοσμικὴ γνώση. Ἀλλά πολλάκις, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας ποὺ θὰ συμβουλευθοῦν, θὰ τοὺς ἀπογοητέψουν, ἐπειδὴ θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μὲ τὸν τρόπο τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς πρακτικῆς λογικῆς ποὺ συνηθίζεται.
Μὰ ὁ Θεὸς βρίσκεται μὲ τρόπο πνευματικὸ, καὶ ὄχι μὲ τὸν τρόπο ποὺ πορεύεται ἡ ἀνθρώπινη γνώση. Κανένας ποτὲ δὲν πίστεψε στὸν Θεὸ μ’ αὐτὸν τὸν ἀντιπνευματικὸ τρόπο, ποὺ φανερώνει τὴν διαφορετικότητα τῆς θρησκείας ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη γνώση, ἐπειδὴ ἡ θρησκεία πορεύεται μὲ πνευματικοὺς τρόπους, κι ὄχι μὲ ὑλιστικούς.

Ὁ Θεὸς δὲν βρίσκεται μὲ τὸ μυαλό, ἀλλὰ νοιώθεται μὲ τὴν καρδιά. Ἡ ἐπιστήμη κι ἡ ἐπίγεια γνώση δὲν ἔχουνε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν καρδιά. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει μέσα στὴν καρδιὰ του τὴ φλόγα τῆς πίστης, ποὺ γνωρίζει μὲ ἄλλα λόγια, τὴν ὑπέρτατη ἀλήθεια, τὰ διαπλανητικὰ ταξίδια, οἱ πύραυλοι, [τὸ διαδίκτυο καὶ οἱ ἐφαρμογές του], κι ὅλα τὰ ἄλλα κατορθώματα τῆς ἐπιστήμης, εἶναι μηδαμινά (ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη παραδέχεται ὅτι εἶναι ἀπειροελάχιστα, συγκρινόμενα μὲ αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζονται). Καμμιὰ ἐφεύρεση καὶ καμμιὰ ἀνακάλυψη δὲν θὰ μπορέσει νὰ φανερώσει στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ποὺ βρίσκεται μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς διάνοιας, μήτε νὰ κρύψει ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ πιστοῦ αὐτὰ ποὺ βλέπει κατακάθαρα, πέρα ἀπὸ κεῖ ποὺ φτάνουνε τὰ σαρκικὰ μάτια, τὰ σαρκικὰ αὐτιά καὶ τὸ χωματένιο μυαλὸ τῆς ἐπιστήμης.

Μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἰδέα πὼς μὲ τὴ γνώση καὶ μὲ τὴν ἐπιστήμη πλούτηνε πνευματικὰ, στ’ ἀλήθεια φτώχηνε, ἀδυνάτισε τὶς πνευματικὲς δυνάμεις του, θόλωσε τὰ πνευματικὰ μάτια του, βούλωσε τὰ πνευματικὰ αὐτιά του, ἔχασε, μ’ ἕναν λόγο, τὴν πνευματικὴ ἐκείνη εὐαισθησία ποὺ εἶχε παλαιότερα, κι ἡ πνευματικὴ κεραία του δὲν εἶναι πιὰ σὲ θέση νὰ πιάσει κάποια μυστηριώδη κύματα καὶ κάποια ὑπερφυσικὰ μηνύματα ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ ἕναν «ἄλλον κόσμο» [Ντοστογιέφσκι].

Ὁ ἄνθρωπος κατήντησε ἀνέραστος καὶ ἀνέορτος, χωρὶς ἀγάπη καὶ χαρὰ οὐσιαστική, διότι ἀπολαμβάνει μόνον ἀγάπες καὶ χαρὲς ἐγωϊστικὲς καὶ πεπερασμένες, ὅπως εἶναι οἱ αἰσθησιακὲς καὶ οἱ νοητικὲς καὶ στερεῖται τὶς πνευματικὲς ἀγάπες τοῦ θείου ἔρωτος καὶ τὶς πνευματικὲς χαρὲς τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς. Καταντήσαμε τὴ ζωή μας ἀνέραστη καὶ ἀνέορτη, χωρὶς ἀγάπη καὶ χωρὶς χαρά.

Πίσω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ γνώση, ποὺ θεωρεῖται καὶ πνευματική, ἀκολουθεῖ ὁ φόβος. Γιατὶ, ὅσο πορεύεται καθένας μὲ τοὺς τρόπους τῆς κοσμικῆς γνώσης, τόσο περισσότερο δένεται ἀπὸ τὸν φόβο καὶ δὲ μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπ’ αὐτόν. Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πίστη, τὸν ἀκολουθεῖ ἡ ἐλπίδα καὶ γίνεται παρευθὺς ἐλεύθερος κι αὐτεξούσιος, καὶ σὰν γυιὸς τοῦ Θεοῦ πολιτεύεται μὲ ἐλπίδα, μὲ βεβαιότητα, μὲ ἐξουσία σ’ ὅλα τὰ πράγματα. Ἔχοντας πίστη στὸν Θεὸν μεταχειρίζεται ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς κτίσης, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐκ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας». Πνεῦμα ἐλπίδας, πνεῦμα ἐλευθερίας, πνεῦμα βεβαιότητας, πνεῦμα εἰρήνης καὶ αἰσιοδοξίας. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ κεῖνον ποὺ πιστεύει, γιατὶ στὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτα ἀδύνατο».
Ἡ γνώση φυλάγεται ἀπὸ τὰ ἐπικίνδυνα τῆς φύσης, καὶ δὲν τολμᾶ νὰ περάσει ἀπὸ μέσα τους. Ἡ πίστη ὅμως τὰ περνᾶ μὲ ἐξουσία. Ἐπειδὴ, πολλοὶ μὲ τὴν πίστη μπήκανε στὴ φλόγα καὶ βάλανε χαλινάρι στὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς καὶ δὲν πάθανε τίποτα.
Μπροστὰ στὴν κραταιὰ κι ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ παρὼν κόσμος κι ἡ γνώση του εἶναι ἴσκιοι θαμποὶ καὶ ψεύτικοι, «τύποι ἀφεγγεῖς καὶ σκιαὶ παρηγμέναι»...

Καθίσταται φανερὸ μὲ ὅσα μᾶς εἶπε σ’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ὁ Κόντογλου, ὅτι ἡ ἀποστασία μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀπιστία μας μᾶς κατέστησε φοβισμένους, δέσμιους, δούλους μπροστὰ στοὺς νόμους τῆς φύσεως, χωρὶς τὴν ἐλπίδα τῆς ὑπέρβασης καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Στὰ ἀκόλουθα κεφάλαια θὰ μᾶς δείξει πῶς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴν ἀγωνία ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας μας, εἴμεθα αἱχμάλωτοι καὶ τῆς ἀχαλίνωτης βιοτῆς μας καὶ τῆς ματαιοδοξίας μας.

Εἰδικότερα στὸ κεφάλαιο «Ὁ σημερινὸς κόσμος. Τὸ μέγα φρενοκομεῖο», ὁ Κόντογλου διερωτᾶται:

« ... Νὰ δοῦμε ἀκόμα ποῦ θὰ φτάξουμε! Δὲν ἀφήσαμε βρωμιά, δὲν ἀφήσαμε σιχαμένη πράξη, ποὺ νὰ μὴν τὴν κάνουμε, δὲν ἀφήσαμε πονηρὸ διαλογισμὸ ποὺ νὰ μὴν τὸν ποῦμε ἤ νὰ μὴν τὸν γράψουμε μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀδιαντροπιά. Γινήκαμε ἕνα τρελλὸ κοπάδι, ποὺ μᾶς σαλαγᾶ ὁ διάβολος μὲ μιὰ βουκέντρα, κι ἐμεῖς τρέχουμε λαχανιασμένοι. Ποτὲ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε φτάξει οὔτε στὴ μισὴ ἀναισθησία καὶ σιχαμένη παραμόρφωση, ἀπ’ ὅσο ἔφταξε σήμερα, ποὺ καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴν πράξη καλλιεργοῦμε αὐτὸ τὸ καταραμένο χωράφι ποὺ ἀνοίξαμε μέσα μας καὶ ποὺ φυτρώνει βρωμόχορτα καὶ βρωμομανιτάρια.
Ἐπὶ τόσες χιλιάδες χρόνια, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἐντρέπονταν νὰ λένε αἰσχρολογίες καὶ μάλιστα νὰ τὸ κάνουνε σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, καὶ νὰ ἐπιδείχνονται φανερὰ καὶ χωρὶς ντροπή, καὶ κάποια πράγματα ποὺ ὁ ἄνθρωπος τὰ εἶχε σφραγισμένα μὲ μιὰ μυστικὴ σφραγίδα, ὁποὺ ἔγραφε ἀπάνω πὼς «ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κτῆνος».

Ὁ ἄνθρωπος ἀνηφόρισε ἐπὶ χιλιάδες χρόνια γιὰ ν΄ ἀνέβει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, μὲ ἀγῶνα, μὲ βάσανα καὶ μὲ ἱδρῶτες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κάθε τόσο κατρακυλοῦσε κατὰ πίσω, κατὰ τὸ ζῶο, ἀλλὰ τὸ κατρακύλισμά του ἤτανε προσωρινὸ καὶ περιωρισμένο, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ κατρακύλισμα ἔλεγεν ὁ Δαυΐδ: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀλόγοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Σήμερα ὅμως τὸ κατρακύλισμα εἶναι θανατερό, γιατὶ δὲν κατρακυλίσαμε κατὰ τὸν βοῦρκο ἐπειδὴ γλιστρήσαμε κρατῶντας τὸ πρόσωπο γυρισμένο πρὸς τ’ ἀπάνω, ἀλλὰ τὸν τελευταῖο καιρὸ πήραμε θεληματικὰ μας τὸν κατήφορο καὶ τρέχουμε σὰν τρελλοί γιὰ νὰ προφτάξουμε νὰ βουλιάξουμε μέσα στὸν βόθρο.
Ἡ ἁμαρτία πάντα τραβοῦσε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά, λίγο ὣς πολύ, ἀντιστεκότανε ὁ ἄνθρωπος στὰ πονηρὰ χάδια της, γιατὶ ὁ μέσα ἄνθρωπος δὲν ἔστρεγε στὴν ἁμαρτία, ποὺ ὅμως προσφέρεται πάντα μὲ πικρὸ κατακάθι μὲ τὸ ποτήρι ποὺ κερνιέται. Τώρα ὅμως ἡ ἀνθρωπότητα ἔπαθε πώρωση καὶ δὲν καταλαβαίνει τί κάνει. Χοντροπέτσιασε, σὰν τὸν λεπρὸ ποὺ τὸ πετσί του εἶναι πεθαμένο, καὶ δὲν νοιώθει πιὰ τίποτα.

Σήμερα καταγίνουνται ὅλοι μὲ τὸ «σέξ». Μὰ δὲν ὑπάρχει, τέλος πάντων, τίποτ’ ἄλλο ἀπ’ αὐτὸ τὸ «σέξ», ἀπ’ αὐτὴ τὴ γενετήσια ὁρμή; Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζήσανε σὲ ἄλλα χρόνια, ἐκεῖνοι οἱ δράκοι ποὺ ἤτανε γεμᾶτοι ζωή, δὲν εἴχανε «σέξ», καὶ ἔχουμε μόνον ἐμεῖς τὰ ψοφίμια;
Συνεργεῖ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση κι ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ βλακεία κι ἡ περιωρισμένη ἀντίληψη, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζητᾶ νὰ θραφεῖ μὲ σκουπίδια καὶ μὲ κοπριὲς, κι ἄς φαίνουνται ἀπ’ ἔξω κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνήθικους πὼς εἶναι σπουδαῖοι στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ἐπιστήμη.

Πολὺς κόσμος, κάποια ἀνθρωπάκια σαρακοστιανὰ, λέει πὼς ἔχουνε «κενὸ» μέσα τους, «ἄγχος» καὶ τὰ τέτοια. Τὸ κενὸ ποὺ ἔχουν εἶναι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τεμπελιὰ.
Τόσοι καὶ τόσοι σπουδαῖοι ἀνθρῶποι, μὲ φαρδειὰ ψυχή, ἄνθρωποι ποὺ λάμψανε ἀπάνω σὲ τούτη τὴ γῆ καὶ τιμήσανε τὸ ἀνθρώπινο γένος, βρήκανε τόσα εὐγενικὰ καὶ μεγάλα πράγματα γιὰ νὰ ξεδιψάσουνε τὴν ἀπομέσα δίψα τους καὶ νὰ χορτάσουνε τὴν ἀπομέσα πεῖνα τους, γέμισαν τὸ «κενὸ» τους μὲ δραστηριότητες, μὲ ἔργα δημιουργίας.
Μιὰ ἄλλη πηγὴ πλήρωσης τοῦ κενοῦ εἶναι ἡ ὀμορφιά τῆς κτίσης.
Κύτταξε τὴν πλάση ποὺ εἶναι γύρω σου, καὶ χόρτασε ἀπὸ ἐμορφιὰ κι ἀπὸ μεγαλεῖο. Καὶ πάλι μέσα σου μπορεῖς νὰ βρεῖς τόσους κρυμμένους θησαυρούς. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας». Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑπέρτατη εὐδαιμονία, ποὺ νοιώθει ἡ ψυχή, κι ἀναβρύζει μέσα μας αὐτὸ τὸ δροσερὸ ἀθάνατο νερό.

Ἀλλὰ ὁ διάβολος μᾶς τυφλώνει καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα ἀπὸ τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας κι ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς θησαυροὺς ποὺ βρίσκουνται μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μᾶς κάνει χοίρους, ποὺ χώνουνε τὴ μουτσούνα τους στὴ λάσπη καὶ στὶς ἀκαρθασίες γιὰ νὰ εὐχαριστηθοῦνε.
Μ’ ὅλο ποὺ κάνουνε τὸν χαρούμενο οἱ σκλάβοι τῆς ἁμαρτίας, στὸ βάθος εἶναι δυστυχισμένοι. Ζοῦνε στὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου, γιατί: «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος». Αἰτία γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀπιστία καὶ τὸ ὅτι λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἄμα λείψει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι ἡ συνείδηση βουβαθεῖ, ὁ ἄνθρωπος κατρακυλᾶ στὸ χάος.

Ἡ ἠθικὴ μᾶς φαίνεται πιὰ μιὰ ψευτιά, μιὰ πρόληψη, ἕνα ἐμπόδιο γιὰ «νὰ ἀπολαύσουμε τὴ ζωή». Μὰ ἡ ἠθικὴ εἶναι κείνη ποὺ σηκώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπάνω ἀπὸ τὸ κτῆνος καὶ τὸν ντύνει μὲ μιὰ ἄφθαρτη στολή, κεντημένη μὲ κάθε εὐγένεια, μὲ κάθε ὑψηλὸ καὶ σοβαρὸ αἴσθημα καὶ πλουμισμένη μὲ τὰ ἀθάνατα διαμάντια ποὺ λέγουνται φρονιμάδα, σεμνότητα, γενναιότητα τῆς καρδιᾶς, εὐαισθησία κι εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ μὲ ὅσα κάνουνε τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ ἕνα σιχαμερὸ καὶ ἐξευτελισμένο ζῶο, ἕνα πλάσμα πολὺ σπουδαῖο καὶ θαυμαστό. Γιὰ τοῦτο λέει ὁ Δαυΐδ στὸν Θεό: «Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχὺ τι παρ’ Ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου»...»
Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, μᾶς ζωγράφισε μὲ μελανὲς πινελιὲς, πῶς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐν τιμῇ ὤν, ὠμοιώθη τοῖς ἀλόγοις κτήνεσι, μὲ τὸ νὰ λείψη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βουβαθεῖ ἡ συνείδησή του.

Στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο «Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας», μᾶς περιγράφει δύο ἀκόμη μεγάλους δυνάστες τῆς ζωῆς μας ποὺ εἶναι ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ματαιοδοξία καὶ ἐπισημαίνει τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσκολλᾶται εἰς τὰ φθαρτὰ καὶ τὰ γήϊνα:

«... Βλέποντας μὲ πόση ἀγάπη καὶ μὲ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἐξοχικὰ τους, νὰ τὰ στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα, νὰ βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, νὰ περιποιηθοῦνε τοὺς κήπους τους, τὰ χωράφια τους, νὰ ὀργανώσουν τὶς ἐπιχειρήσεις τους, νὰ σπουδάσουν, νὰ ἀποκτήσουν προσόντα ἐπαγγελματικά, μ’ ἕναν λόγο νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι, γιὰ νὰ περάσουνε καλὴ ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ μὲ τοὺς φίλους τους, θαυμάζει καὶ χαίρεται.

Ἀλλὰ βαθειὰ μελαγχολία καταλαμβάνει τὸν ἄνθρωπο, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ περάσω ἀπὸ δῶ ὕστερ’ ἀπὸ λίγες μέρες καὶ νὰ δῶ κολλημένο δίπλα στὴν πόρτα ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τὴ μαύρη κορνίζα.
Λοιπόν, πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξεις, πῶς νὰ ψευτογελάσεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ’ ἕνα ἀνεμορδαμένο καλάμι μὲ μιὰ τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σὲ τοῦτον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Τὴ ματαιότητά του τὴν παράστησε ὁ Σολομῶντας, γράφοντας ὅτι ὅλα χάνουνται, ὅλα τρίβουνται, ὅλα γίνουνται σκόνη. Ὅλα τὰ καταπίνει ὁ θάνατος. Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὰ δόντια αὐτῆς τῆς ρόδας ποὺ γυρίζει βουβὰ κι ἀλέθει τὰ πάντα. Τὰ πάντα ματαιότης ματαιοτήτων.

Τὰ πάντα ματαιότης! Τίποτα δὲν θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν καταβόθρα. Μήτε οἱ φιλοσοφίες, μήτε τὰ ποιήματα, μήτε τὰ σοφὰ βιβλία, μήτε τὰ θαυμαστὰ χτίρια, μήτε τὰ ἐξαίσια ἀγάλματα, μήτε οἱ λαμπρὲς ζωγραφιές, ὅλα τοῦτα ποὺ τὰ λέμε ἀθάνατα, μήτε οἱ ἐξουσίες κι οἱ ἄρχοντες, μήτε ἡ δόξα καὶ τὰ φημισμένα ὀνόματα. Μέσα στὴν καταβόθρα ποὺ τὰ ρουφᾶ ὅλα, θὰ χαθοῦνε μιὰ μέρα κι οἱ Μεγάλοι Ἀλέξανδροι κι οἱ Ὅμηροι κι οἱ Αἰσχύλοι κι οἱ Εὐρυπίδηδες κι οἱ Φειδίες κι οἱ Πολύκλειτοι, καὶ μαζί τους θὰ ἐξαφανιστοῦνε κι οἱ Παρθενῶνες κι οἱ ἁγιὲς Σοφιὲς κι οἱ Ἰλιάδες κι οἱ Ὀδύσσειες, μ’ ἕναν λόγο, ὅ,τι βρίσκεται στὸν κόσμο καὶ στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχουνε ἄλλα ἀπὸ τοῦτα τὰ προσωρινά, κάποια ἄλλα ἀληθινὰ καὶ αἰώνια ποὺ βρίσκουνται σὲ ἕναν ἄλλον ἀληθινόν κόσμο, ποὺ τὸν νομίζουμε γιὰ ψεύτικον ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι ποὺ εἴμεθα γαντζωμένοι στοὺς ἴσκιους, γιατὶ δὲν πιστεύουμε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι πιὸ σίγουρο ἀπὸ τοὺς ἴσκιους.

Ἀξιολύπητοι εἴμεθα οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δίνουμε ὅλη τὴ φροντίδα μας στὸ τίποτα καὶ δὲν ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι «Οὐκ ἔχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν δέον νὰ ἐπιζητοῦμεν». Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ ὅλα σ’ αὐτὸν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατὶ ἀντέχουνε στὴ φθορά, ἐπειδή ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἡ φθορά, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινὰ καινούρια, παντοτινὰ νέα.

Ὁ χριστιανὸς ποὺ προσπάθησε ν’ ἀποχτήσει τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ σίγουρα, ζῶντας μὲ τὴν ἐλπίδα τους, δὲν ἀπελπίζεται, οὔτε περιπαίζεται, ἀλλὰ ζεῖ ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο τὴν παραδείσια παρηγοριά.
Καθαρὰ καὶ ἁπλᾶ παριστᾶ τὴ ματαιοδοξία τούτου τοῦ κόσμου ὁ Κύριος, μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου ποὺ καρπίσανε τὰ χτήματά του καὶ ποὺ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου». Μὰ μιὰ νύχτα, ἀναπάντεχα, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ποὺ δὲν Τὸν λογάριαζε ὁλότελα ὁ πλούσιος: «Αὐτὴ τὴ νύχτα ζητοῦνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες, ποιός θά τὰ χαρεῖ;». Καὶ λέγει ὁ Κύριος: «Αὐτὰ θὰ πάθει ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο καὶ δὲν φροντίζει ν’ ἀποχτήσει τὸν ἄφθαρτο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ καλὰ ἔργα καὶ πίστη σὲ ὅσα λέγει ὁ Κύριος.

Κι ἀκόμα πιὸ ζωηρὰ καὶ καταλεπτῶς μίλησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνας πλούσιος, εἶπε, ντυνότανε μὲ ἀκριβὰ καὶ μὲ λαμπερὰ φορέματα καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα. Ἤτανε κι ἕνας φτωχὸς λεγόμενος Λάζαρος, ποὺ κειτότανε κοντὰ στὴν πόρτα τ’ ἀρχοντικοῦ, πληγιασμένος καὶ πολεμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτανε ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου.
Καὶ δὲν ἔφθανε πὼς ἤτανε πεινασμένος ὁ δυστυχισμένος ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ πληγιασμένος εἶχε καὶ τοὺς σκύλους ποὺ γλείφανε τὶς πληγές του.
Τὸ λοιπὸν, πέθανε ὁ φτωχὸς ὁ Λάζαρος καὶ τὸν πήγανε οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. (Ὁ Κύριος λέγει πὼς θαφτηκε, γιατὶ ἤτανε ἄνθρωπος σαρκικὸς κι ἡ σάρκα θάβεται). Καὶ φώναξε ὁ πλούσιος: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὸ δάχτυλό του στὸ νέρο καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα μου, γιατὶ βασανίζομαι σὲ τούτη τὴ φλόγα». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ ἀπόλαψες τὰ καλὰ στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος τὰ κακά. Τώρα, τοῦτος παρηγοριέται κι ἐσύ βασανίζεσαι. Ἀλλὰ, παρεκτὸς ἀπ’ αὐτό, ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐσᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα».

Γιὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς συχνοέλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» καὶ «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον, Νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ἰω. ιε΄, 22). Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη».

Κι ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν πῦρ». (Ἰακ. ε΄, 1)

«Δράμετε πρὸς Κύριον ὅσοι ἐν ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι, Τὸν δυνάμενον συγχωρεῖν ἁμαρτήματα. Μεθ’ ὅρκου γὰρ εἴρηκε διὰ τοῦ προφήτου λέγων: “Ζῶ ἐγώ” , λέγει Κύριος. “ Οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν” . Καὶ πάλιν: “ Ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα τὰς χεῖρας μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα”» ( Ἁγ. Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος E') ... ».
Μᾶς προσκαλεῖ ὅλους ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου νὰ δράμωμεν πρὸς Κύριον, ὅστις πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν σωτηρίας ἐλθεῖν.
Καὶ πῶς νὰ δράμωμεν, θὰ μᾶς καθοδηγήσει μὲ τὰ δύο ἑπόμενα κεφάλαια: «Ταπεινὰ καὶ ἀγαπημένα. Συντροφιὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας» καὶ: «Λαὸς παθὼν... καὶ οὐχὶ μαθὼν τὰ θεῖα».

«Ταπεινὰ καὶ ἀγαπημένα. Συντροφιὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας»
« ... Ταπεινὴ καὶ ἥσυχη ζωή, θὰ πεῖ ἀληθινὴ ζωή. Ὅποιος ζεῖ μακρυὰ ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου κι ἀπὸ τὶς διάφορες ἔγνοιες, τὶς μὴ ἀναγκαῖες καὶ ἀμφιβόλου ὡφελείας ποὺ φορτώνονται συνήθως οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἰδέα πὼς χαίρονται τὴ ζωή, αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ζεῖ ἀποτραβηγμένος μὲ προσεγμένη κι ἀγαπημένη συντροφιά, εἶναι σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ περπατᾶ σιγὰ-σιγὰ καὶ περιεργάζεται καὶ φχαριστιέται ἀπὸ ὅσα βλέπει στὸν δρόμο του, σταματᾶ ὅποτε θέλει, συλλογίζεται, δὲν βιάζεται.

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε πάντα βιαστικοί, ὁλοένα μὲ τὸ μάτι στὸ ρολόγι, λαχανιασμένοι. Θέλουμε νὰ τὰ προφτάξουμε ὅλα, κι ἔχουμε στενοχώριες γιατὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ προφτάξουμε ὅλα, καὶ ἔχουμε πολλὲς φορὲς μεγάλη ἀγωνία. Τὸ μυαλό μας εἶναι ἄνω κάτω, ἡ καρδιά μας ἀναστατωμένη, νευρικοί, σαστισμένοι, ἀγχωμένοι, δὲν ἔχουμε ἡσυχία, μήτε τὴ μέρα, μήτε τὴ νύχτα.
Ὅλα τὰ δοκιμάζουμε γρήγορα, ὅλα τὰ ξέρουμε καὶ μοναχὰ τὸ τί θὰ πεῖ ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός μας δὲν γνωρίζουμε, διότι σπάνια εὐρισκόμεθα μαζί του.
Ὅλες οἱ ἔγνοιες κι οἱ κοσμικὲς φροντίδες ποὺ μᾶς τυλίγουνε σὰν σχοινιὰ καὶ μᾶς τραβᾶνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, νομίζουμε ὅτι εἶναι ἡ σωτηρία μας. Δυστυχισμένοι ἄνθρωποι κινδυνεύουμε νὰ κερδίσουμε ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάσαμε τὴν ψυχὴ μας, τὸν ἑαυτό μας.
Πουλήσαμε τὰ πρωτοτόκια γιὰ ἕνα πιάτο φακή (Γεν. κε΄ 33).

Ἀληθινὰ ζεῖ, ὅποιος ἔχει συντροφιὰ τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις του, τὰ αἰσθήματά του. Ζῶντας μὲ τὸν ἑαυτό μας, δὲν γινόμαστε ἐγωϊστές, ὅπως θὰ ποῦνε κάποιοι ποὺ κρίνουνε ξώπετσα. Ἴσα-ἴσα, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνθίζει μέσα μας ἕνα πάντερπνο περιβόλι, γεμᾶτο ἀγάπη καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, κι ἡ καρδιά μας πίνει ἀπὸ τὴ δροσερὴ πηγὴ ποὺ ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα μας. Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι». Καὶ τί ἄλλο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρὰ ἡ ἀληθινὴ ζωή; «Ὅτι παρὰ Σοὶ πηγὴ ζωῆς. Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Οἱ ἅγιοι ποὺ ζήσανε τὴν ἀληθινὴ ζωή, μιλᾶνε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: «Μὴν περιμένεις νὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ἀπὸ τὰ ξεγελάσματα ποὺ τὰ λένε διασκεδάσεις καὶ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ὅποιος δὲν ἔνοιωσε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ («Εἰρήνη τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωαν. 14, 27), δὲν ἔνοιωσε πὼς ζεῖ. Ἐκεῖνοι ποὺ παραδίνουνε τὸν ἑαυτὸ τους στὶς ἡδονὲς καὶ στὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, καὶ θαρροῦνε πὼς κάνουνε εὐτυχισμένο τὸν ἑαυτὸ τους, αὐτοὶ κάθονται παντοτινὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σπίτι τους. Ἔμπα μέσα στὸ σπιτάκι ποὺ βρίσκεται μέσα σου, καὶ θὰ δεῖς τὸ παλάτι τ’ οὐρανοῦ. Γιατί, ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο, κι ἀπὸ τὸ ἴδιο παραθύρι τὰ βλέπεις καὶ τὰ δύο‧ καὶ τὸν ἑαυτόν σου καὶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλον τὸν κόσμον, τὸ «κόσμημα» ποὺ ὁ Θεὸς ἔφτιαξε καὶ παραχώρησε σὲ μᾶς» ... ».

Εἴμαστε παραφορτωμένοι ὅλοι μας, ἔχουμε πολλὰ σὲ σχέση μὲ ἄλλους, καὶ σὲ σχέση μὲ τὶς ἀπόλυτες ἀνάγκες μας. Εἶναι μεγάλη ἡ θυσία ποὺ κάνουμε στὴ πλεονεξία μας καὶ τὴν ματαιοδοξία μας, θυσιάζοντας τόσο κόπο, τόση ἰκμάδα μυαλοῦ μας, τόσα αἰσθήματα μας, ποὺ ἐὰν τὰ προσφέραμε στὴν πνευματική μας προσπάθεια, θὰ ἀπολαμβάνουμε γεύση παραδείσια ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ποὺ εἶναι προϋπόθεση γιὰ τὴν μέλλουσα.

«Λαὸς παθὼν... καὶ οὐχὶ μαθὼν τὰ θεῖα»
« ... Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης μιλῶντας γιὰ τὸν Ἅγιο Ἱερόθεο, ποὺ τὸν ὀνομάζει καθηγητή του, λέγει πὼς ἤτανε «παθὼν καὶ οὐχὶ μαθὼν τὰ θεῖα». Ὅτι δηλαδή, δὲν ἔμαθε τὰ θρησκευτικὰ πράγματα ὅπως μαθαίνουμε τὶς ἄλλες γνώσεις, ἀλλὰ ὅτι τὰ ἔπαθε, δηλαδὴ τὰ ἔζησε, τὰ ἔκανε ζωή του. Μοναχὰ ὅταν πάρει ὁ ἄνθρωπος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴ θρησκεία, ὅταν δηλαδὴ τὴν κάνει ζωή, μοναχὰ τὸτε μπορεῖ νὰ λέγει πὼς εἶναι χριστιανός. Ἀλλοιῶς ἡ θρησκεία, γι’ αὐτόν, εἶναι ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα. Ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του περισσότερο ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν εἶναι ἄξιός Του, φανερώνοντας πὼς ἡ δική Του ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ στέκεται ἀπάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἀγάπες μας, καὶ νὰ γεμίζει τὴν καρδιά μας τόσο, ὥστε «Ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἠγόρασεν Αὐτόν».

Ὁ Χριστὸς δὲν ζητᾶ ἀπὸ μᾶς μεσοβέζικα, συμβατικὰ πράγματα. Ἤ Τὸν ἀγαπᾶς ἀληθινὰ κι ἀπάνω ἀπ’ ὅλα, ἤ μὴν πηγαίνεις καθόλου κοντὰ του. «Ἐπειδή», λέγει, «ἐὰν εἶσαι χλιαρός, θὰ σὲ ἐμέσω».
Ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πονεμένη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στὴ λεγόμενη χαρμολύπη ἤ τὸ χαροποιὸν πένθος, γιατὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἄνθος ποὺ φυτρώνει ἀπάνω στὸν πόνο.

Αὐτὴ ἡ μυστικὴ ἕνωση τῆς λύπης μὲ τὴ χαρά -ὥστε ἡ χαρὰ αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι προσωρινὴ καὶ ψεύτικη, ἀλλὰ ἀσάλευτη κι ἀθάνατη-, ὅπως τὴν εἶπε ὁ Χριστὸς λέγοντας στοὺς μαθητές Του: «καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μιλῶντας γιὰ τὸ χαροποιὸν πένθος, γράφει: «Ἐγὼ καὶ αὐτὴν τὴν τῆς κατανύξεως ποιότητα ἐννοῶν, ἐξίσταμαι. Πῶς κάποιο πρᾶγμα ποὺ λέγεται πένθος καὶ λύπη, ἔχει μέσα του τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη περιπλεγμένα μεταξύ τους, ὅπως τὸ μέλι μὲ τὸ κερί».

Ὁ ὀρθόδοξος λαός μας εἶναι ἀληθινὰ «ὁ παθὼν καὶ οὐχὶ μαθὼν τὰ θεῖα». Εἶναι ὁ λαὸς ποὺ ἔζησε καὶ ζεῖ ἀληθινὰ μέσα στὴ θρησκεία, «ἐν αὐτῇ καὶ κινεῖται καὶ ἐστιν». Καὶ γι’ αὐτὸ νοιώθει τὸ χαροποιὸν πένθος, γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους: «ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται».
Στὶς ἑορτὲς, στὴν Θεία Λειτουργία, στὶς ἀγρυπνίες -ἀκόμη καὶ στὶς ὅποιες ἐπικοινωνίες του- ὅταν ἐκφράζεται μὲ δάκρυα μετάνοιας καὶ συμπόνιας, δὲν πρόκειται γιὰ δάκρυα παράπονου καὶ ἀπελπισίας, ἀλλὰ αἰσιοδοξίας κι ἐλπίδας, ποὺ ποτίζουν τὸ δέντρον τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πίστεως.
Ὁ λαός μας εἶναι «θεολόγος», ὁ «πάσχων τὰ θεῖα, καὶ οὐχὶ μαθὼν αὐτὰ» μὲ τὸν παγωμένον τρόπο τῆς ἐγκόσμιας γνώσης. Ζεῖ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ὅποιον πλησίον, μὲ αἰσιοδοξία καὶ ἐνθουσιασμὸ (τὴν χαρὰν τοῦ Θεοῦ), μετανοιώνοντας γιὰ τὰ σφάλματα (τὶς ἁμαρτίες του), χωρὶς νὰ ἀπελπίζεται, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ τὶς θεωρεῖ δικαιολογημένες ... ».

Ἐὰν μπαίνουμε στὸ σπιτάκι τοῦ ἑαυτοῦ μας, μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸ «παλάτι» τοῦ οὑρανοῦ καὶ ἔτσι νὰ λαχταρήσουμε νὰ «πάθουμε» καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ μάθουμε τὰ θεῖα. Ἄς μειώσουμε τοὺς θορύβους καὶ τὶς πολυμέριμνες ἀπασχολήσεις μας ποὺ ἀναστατώνουν τὴν ζωὴν μας ἡμέρα καὶ νύκτα, καὶ ἐμποδίζουν νὰ ἀγγιχθοῦμε ἀπὸ τὸ «ἄλλο κλίμα» καὶ τὴν «ἄλλη ἀτμόσφαιρα» ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἕναν «ἄλλο κόσμο».

Ἀπό τόν βιβλίο τοῦ Φώτη Κόντογλου «Μυστικὰ Ἄνθη»

Διασκευή π. Γεώργιος Καλαντζῆς