Εἰσαγωγή
Στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα μοναστήρι ποὺ τὸ λένε τοῦ Γρηγορίου, ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιὰ ποὺ κοιτάζει νοτιοδυτικά. Ὁ προσκυνητὴς μαγεύεται ἀπὸ τὴν ἔμορφη τοποθεσία. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ βλέπει τὸ πέλαγο, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπει βουνὰ δασωμένα ποὺ κατεβαίνουνε ἀπὸ τὴ μεγάλη κορφὴ τοῦ Ἄθωνα. Τὸ μοναστήρι εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Νικόλαο.
Ὁ πρῶτος κτίτορας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Καὶ ὅμως ἕναν τέτοιον ἅγιο δὲν θὰ τὸν ξέρη κανένας. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς πατέρες ποὺ τοὺς λένε «νηπτικούς», ἀπὸ τὸ «νήφω» ποὺ θὰ πῇ νὰ ἔχει κανένας κατακάθαρον λογισμὸ καὶ καθαρὴ καρδιά, «καρδίαν νήφουσαν», ὥστε νὰ νοιώθη κάποια πνευματικὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Ἡ παράδοση τῶν «νηπτικῶν» εἶναι πολὺ ἀρχαία. Ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔζησε 900 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, γνώριζε τὴν «καρδιακή» ἢ «νοερά» προσευχή. Γιὰ νὰ παρακαλέση τὸ Θεὸ νὰ βρέξῃ ὕστερα ἀπὸ τριάμισι χρόνια ξηρασία, κάθισε χάμω κι᾿ ἔβαλε τὸ κεφάλι του ἀνάμεσα στὰ γόνατά του, ὥστε νὰ ἀκουμπᾷ τὸ πηγούνι του στὴν καρδιά του, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἔτσι γίνεται ἡ καρδιακὴ προσευχή, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν (τόν ἅγιο Γρηγόριο) ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος.
Τέτοιοι «νηπτικοὶ» σταθήκανε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἀσκητάδες τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Μ. Ἀσίας, Ἀρσένιος ὁ μέγας, Εὐάγριος, Διάδοχος, Μακάριος, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, Ἀντίοχος ὁ Πάντεκτος, Μάρκος, Ἡσαΐας, καθὼς καὶ ἄλλοι ὑστερώτερα: Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Νεόφυτος ὁ Κύπριος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ μαθητής του, Νικήτας Στηθάτος, Ἡσύχιος, Φιλόθεος Σιναΐτης. Στὰ 1000 μ.X. ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀπὸ τὴ Μαύρη Θάλασσα, πρωτόγραψε καὶ πάλιν γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή», καὶ μὲ τί τρόπο γίνεται πρακτικά.
Ὕστερα ἀπὸ τρακόσια χρόνια, στὰ 1330, φανερώθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «νηπτικὸς» καὶ δάσκαλος τῆς «καρδιακῆς προσευχῆς». Γεννήθηκε στὰ Καράμπουρνα τῆς Μ. Ἀσίας (ἀρχαῖες Κλαζομενές) βασιλεύοντας ὁ Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος. Κουρεύθηκε μοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ Σινᾶ καὶ ἔζησε ζωὴ ἀσκητική. Πηγαίνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, βούλιαξε τὸ καράβι στὰ νερὰ τῆς Κρήτης, καὶ βγῆκε στὴ στεριὰ ζωντανός, σὰν ἀπὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ χώθηκε μέσα σ᾿ ἕνα ἄγριο λογγάρι καὶ θρεφότανε μὲ βαλάνια καὶ μὲ ρίζες, καὶ μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ἀσκήτευε ἕνας γέρος ἀσκητὴς λεγόμενος Ἀρσένιος. Ὁ γέροντας Ἀρσένιος σάν εἶδε τὸν πόθο ποὺ εἶχε ὁ Γρηγόριος στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, τοῦ ξεσκέπασε ὅσα ἤξερε γιὰ τὴ «νηπτικὴ θεωρία» καὶ γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή».
Ἐλθών εἰς Ἅγιον Ὄρος βρῆκε μοναχὰ τρεῖς μοναχοὺς ποὺ εἴχανε μία μικρὴ ἰδέα ἀπὸ τὸ θεωρητικό της νοερᾶς προσευχῆς. Πῆγε λοιπὸν καὶ κάθισε κοντά τους καὶ τοὺς δίδασκε. Ὕστερα, γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, καὶ πῆγε μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάδες του καὶ κατοίκησε σὲ μία σπηλιὰ μέσα στὸ ξεροπόταμο τοῦ Χρέντελι, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ χτίσθηκε ὑστερώτερα ἡ Μονὴ Γρηγορίου. Μὲ τὸν καιρὸ ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται ἡ διδασκαλία του στὶς σκῆτες καὶ στὰ μοναστήρια. Ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του οἱ πιὸ σπουδαῖοι σταθήκανε Μάρκος «ὁ θεωρητικώτατος», Γεράσιμος καὶ Ἰωσὴφ οἱ ἐξ Εὐρίπου (Εὐβοίας), Νικόλαος ὁ Ἀθηναῖος, Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ποὺ ἔγινε κατόπιν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κι᾿ ἔγραψε τὸ βίο του. Τὸν καιρὸ ποὺ ληστεύανε οἱ Καταλάνοι τὴ Θράκη καὶ τὴ Μακεδονία, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πῆγε στὰ νησιὰ καὶ δίδασκε ἀποστολικῶς. Κατόπι πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Θράκη καὶ τέλος στὴ Σερβία, κηρύχνοντας καὶ χτίζοντας μοναστήρια κι᾿ ἐκεῖ παράδωσε τὸ πνεῦμα. Ἀπὸ τὰ νάματα τῆς μεγάλης αὐτῆς πηγῆς ἤπιανε πολλοὶ ἅγιοι νηπτικοὶ πατέρες, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, Πέτρος Δαμασκηνός, Νικηφόρος ὁ Μονάζων ὁ ἀπὸ Λατίνου, Μακάριος Νοταρᾶς ἐπίσκοπος Κορίνθου (ἐκοιμήθη στὰ 1808, ἔγραψε· «Πηγὴ καὶ φρέαρ ζωῆς αἰωνίου», τὸ «Λειμωνάριον» κι᾿ ἄλλα), καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ ἐκ Νάξου καὶ ἐξ αὐτῶν οἱ Κολλυβάδες καὶ ἐξ αὐτῶν στοὺς σύγχρονους Ἁγίους καὶ ἐξ αυτῶν Παπαδιαμάντης, Κόντογλου, Μακρυγιάννης καὶ ἄλλοι, ἔκφραση στὴ λογοτεχνία.
Τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἀζύγωτα γιὰ μᾶς ποὺ ἡ ζωή μας εἶναι σαρκικὴ κι᾿ ἀκάθαρτη, γιατὶ στὴ διάνοιά μας ἀπομένουνε μονάχα λόγια γυμνά, χωρὶς νὰ γίνουνται πράξη καὶ ζωή. Νὰ λίγα λόγια ἀπὸ τὰ γραφόμενά του, γυρισμένα στὴν ἁπλὴ γλώσσα:
«Νὰ θεωρῆς ὡς γνώση ἀληθινή προπάντων τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος. Τὶς δὲ ἄλλες γνώσεις, πρέπει νὰ τὶς λέμε φανερώματα τῶν νοημάτων κι᾿ ἀποδείξεις τῶν πραγμάτων».
«Ἡ μνήμη, ποὺ εἶχε ὁ ἄνθρωπος τότε ποὺ τὸν ἔπλασεν ὁ Θεός, ἀρρώστησε, κι᾿ ἡ γιατρειά, ἀπὸ τὴν πονηρὴ καὶ καταστρεπτικὴ τούτη μνήμη τῶν λογισμῶν ποὺ ξεπέσαμε, εἶναι τὸ νὰ γυρίση πάλιν ὁ ἄνθρωπος σὲ κείνη τὴν ἀρχαία ἁπλότητα. Γιατὶ σὰν παράκουσε στὸ Θεό, αὐτὴ ἡ παρακοὴ ἔκανε ὥστε αὐτὴ ἡ ἁπλὴ μνήμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἤτανε στὸν ἄνθρωπο κάποιο ὄργανο γιὰ νὰ κάνη τὸ καλό, νὰ καταντήσῃ ἕνα ὄργανο γιὰ τὸ κακό, καὶ κατάστρεψε ὅλες τὶς δυνάμεις της, γιατὶ τὴ φυσικὴ ὄρεξη ποὺ εἶχε στὸ καλὸ τὴ σκοτείνιασε καὶ τὴν ἔστριψε στὸ κακό. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ἀρρωστημένο καὶ ταραγμένο μνημονικὸ τὸ γιατρεύει ἡ ἀδιάκοπη θύμηση τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ποὺ ἀλλάζει τοῦτο τὸ ἀρρωστημένο φυσικὸ μνημονικὸ σὲ κάποιο μνημονικὸ ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, καὶ τὸ κάνει μνημονικὸ πνευματικό».
«Οἱ κατὰ φύση λογικοὶ σταθήκανε μοναχὰ οἱ ἅγιοι ποὺ ἀποχτήσανε τὴν καθαρότητα. Γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου δὲν ἀπόχτησε καθαρὴ γνώση, ἐπειδὴ χαλάσανε τὸ λογικὸ μὲ τοὺς λογισμούς. Γιατὶ τὸ ὑλικὸ καὶ πολύλογο πνεῦμα τῆς σοφίας ἐτούτου τοῦ κόσμου, ἀπλώνοντας τὰ μὲν λόγια στὰ πιὸ γνωστικά, τοὺς δὲ λογισμοὺς στὰ πιὸ ἀγροῖκα, κάνει ὥστε νὰ χαλάση τὸ συνταίριασμα τῆς ἐνυπόστατης σοφίας μὲ τὴ θεωρία καὶ μὲ τὴν ἀμέριστη καὶ ἑνιαία γνώση».
«Πρέπει νὰ γνωρίζης πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τρόμο· (καὶ λέγω τρόμο, ὄχι αὐτὸν ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀργή, ἤγουν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας κι᾿ ἀπὸ τὸ φόβο ν᾿ ἀπομείνη κανένας ἀπροστάτευτος), ἀλλὰ ἔχει μόνο κάποιο ἔντρομο ἀναγάλλιασμα ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ κι᾿ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγω φόβο, ὄχι ἐκεῖνο τὸ τρόμαγμα ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ φόβο τῆς ὀργῆς, ἤγουν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ τὸ φόβο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ σοφία ποὺ λέγεται κι᾿ ἀρχὴ σοφίας».
Ἡ ὑπομονή καί ἡ ταπείνωση πού εἶναι τά θεμέλια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς ἀποκτῶνται μετά ἀπό ἔμπονη μετάνοια καί ἐπίμονη ἀσκητική βιωτή.
«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὅμοια μὲ μιὰ σκηνὴ Θεόφτιαχτη, σὰν τὴ Μωσαϊκή, ἔχοντας δυὸ καταπετάσματα. Στὴν πρώτη σκηνὴ θὰ μποῦνε ὅσοι εἶναι ἱερεῖς-λειτουργοὶ τῆς χάρης, καὶ στὴ δεύτερη, ποὺ εἶναι νοητή, θὰ μποῦνε μοναχὰ ὅσοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο λειτουργήσανε τριαδικὰ καὶ μὲ ταπείνωση καὶ σεμνότητα, ἔχοντας τὸν Χριστὸ τελετάρχη.
«... Ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, ἂν ἔχῃ τὴ φώτιση, ἂν ἔχῃ τὴ διάκριση νὰ ξεχωρίζει, μὲ τὴ νοερὴ αἴσθηση γνωρίζει ποιὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποιὲς εἶναι οἱ φαντασίες τοῦ σατανᾶ».
«Ὅποιος δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀκούγει καὶ δὲν αἰσθάνεται πνευματικά, εἶναι πεθαμένος».
«Ἕνας Βαθὺς Μυσταγωγός. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης», «Ἀσάλευτο Θεμέλιο», Φώτης Κόντογλου, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1996
Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὀφείλει τὴν ἐπωνυμία του στὸ ὅρος Σινά, ὅπου ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1255 μ.Χ. στὸ χωριὸ Κούκουλο, πλησίον τῶν Κλαζομενῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔμαθε τὰ πρῶτα ἱερὰ γράμματα ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς γονεῖς του καὶ ἀπὸ εὐσεβεῖς διδασκάλους. Στὴν Κύπρο ἔγινε δόκιμος καὶ στὸ ὅρος Σινὰ μοναχός. Ἔζησε πάντοτε μὲ συνέπεια τὸ μοναχικὸ τρίπτυχο νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἐπισκέφθη τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ναυαγὸς ἦλθε στὴν Κρήτη, στοὺς Καλοὺς Λιμένες, ὅπου διδάχθηκε τὴ νοερὰ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἐρημίτη Ἀρσένιο τὸν Ἁγιοφαραγγίτη. Τὸ Ἅγιο φαράγγι τῆς Κρήτης, τόπος ἄγνωστος γιὰ μένα ἴσως καὶ γιὰ πολλούς.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς μονές, τὶς σκῆτες καὶ τὰ κελιά, καθώς καὶ τοὺς δύσβατους καὶ ἐρημικοὺς τόπους του, κατοίκησε κατ' ἀρχὴν στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά.
Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ἔχτιζε κελιὰ γιὰ ὅσους ἔρχονταν καὶ αὐτὸς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγαποῦσε τὴν ἀναχώρηση καὶ δὲν ἤθελε «οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν νὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὴν θεωρίαν», μετέβαινε σὲ δύσβατα καὶ ἀπόκρημνα μέρη, ὅπου ἦταν δύσκολο νὰ τὸν πλησιάσουν.
Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία στὴν ἐποχή του καὶ διακρίθηκε προπαντὸς ὡς ὁ πρῶτος καὶ μεγάλος συστηματικὸς δάσκαλος τῆς «νοερᾶς προσευχῆς»: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, μετέβη στὶς πόλεις Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη καὶ Ἀλεξανδρούπολη καὶ στὰ νησιά Χίο καὶ Μυτιλήνη, φθάνοντας μέχρι τὴν Σερβία καὶ Βουλγαρία μεταφέροντας παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς ἀθωνικῆς μοναστικῆς πολιτείας. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, δὲν ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β' τοῦ Παλαιολόγου (1282 - 1328 μ.Χ.) νὰ προσέλθει στὰ ἀνάκτορα.
Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἦλθε στὸ Κατακεκρυωμένον ὅρος τῆς Θράκης, στὰ σύνορα Βυζαντίου καὶ Βουλγαρίας, ἀγωνιζόμενος τὸν ἡσυχαστικὸ ἀγώνα. Ἵδρυσε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἔγινε εἰσηγητὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ στοὺς Σλάβους καὶ τοὺς Βούλγαρους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὰ Παρόρια τὸ 1331 μ.Χ. καὶ πάλι τὸ 1335 μ.Χ.
Σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ἦταν ἡ συνειδητοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ χορηγήθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ βρίσκεται θαμμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἡ κυριότερη ἀπασχόληση τοῦ Ὁσίου ἦταν νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές του ἀπὸ φανταστικὲς ὀπτασίες, ποὺ ὄχι μόνο προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀκόμη συχνότερα προκαλοῦνται ἀπὸ τὸ δαίμονα. «Ἐραστὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι πολὺ προσεκτικός. Ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ θέρμη τῆς καρδιᾶς ποὺ κατακαίει τὰ πάθη, προκαλεῖ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴν χαρὰ στὴν ψυχὴ καὶ συμμορφώνει τὴν καρδιὰ σὲ μιὰ βέβαιη ἀγάπη καὶ ἕνα συναίσθημα ἀδιαφιλονίκητης πληρότητος».
Τέτοια πληρότητα ποὺ ἐὰν δὲν εἴχαμε διαφθείρει τὴν Χάρι ποὺ πήραμε ἐξ ἀρχῆς θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε θεοδίδακτοι (Ἠσ. 54,13)
Τὰ Νηπτικὰ Ἔργα τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου διασώζονται στὴν Πατρολογία καὶ στὴ Φιλοκαλία.
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου
Δέκα κεφάλαια περί ἡσυχίας καί προσευχῆς καί περί τῶν τεκμηρίων τῆς χάρης καί τῆς πλάνης
1. Ἐπειδὴ ἀγνοοῦμε τὸ ὑπερβολικὸ μέγεθος τῆς τιμῆς καὶ τῆς δόξας ποὺ δεχόμαστε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ τὸ πόσο ὀφείλομε νὰ αὐξηθοῦμε ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ μέσῳ τῶν ἐντολῶν καὶ νὰ δοῦμε νοερὰ ἐκεῖνο ποὺ λάβαμε ὡς δωρεὰ διὰ τοῦ Βαπτίσματος, ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴν ἐμπαθέστατη ἕξη μας χάνουμε τὸ θεοδίδακτοι καὶ πέφτομε οἱ περισσότεροι σὲ ἀναισθησία καὶ σκοτισμό. Κι ἔτσι δὲν γνωρίζομε οὔτε ἄν ὑπάρχει Θεός, οὔτε ποιοί εἴμαστε ἤ ποιοί γίναμε μὲ τὸ βάπτισμα, παρόλο ποὺ γίναμε υἱοὶ Θεοῦ καὶ υἱοὶ φωτὸς καὶ τέκνα καὶ μέλη Χριστοῦ. Ἔτσι λοιπόν, ὄχι ἁπλῶς μένουμε ἀναίσθητοι καὶ σκοτισμένοι, ἀλλὰ μένομε νεκροὶ μέχρι θανάτου, χωρὶς τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 25, 29) καὶ δὲν καταλαβαίνομε ὅτι τὰ τέκνα πρέπει νὰ εἶναι ὅμοια μὲ τὸν πατέρα, δηλαδὴ νὰ εἶναι θεοὶ κατὰ χάριν. Αὐτὸς εἶναι κι ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς παραχωρεῖ συμφορὲς καὶ αἰχμαλωσίες, θέλοντας νὰ διορθώσει ἤ νὰ κόψει ἤ νὰ θεραπεύσει τὴν κακία μὲ ἰσχυρότερα φάρμακα.
Ἡ σημερινὴ κατάσταση θὰ λειτουργήσει σὲ ὅλους θεραπευτικά, μὲ τὸ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς δυσκολίες μὲ ὑπομονὴ καὶ παρηγορία καὶ ἐπίγνωση, ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας ταλαιπωρούμεθα.
2. Μὲ τὴ βοήθεια λοιπὸν τοῦ Θεοῦ, ἄς ἐξετάσομε πρῶτα πῶς θὰ βρεῖ ὁ καθένας μας τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ἔλαβε πνευματικά μέ τό βάπτισμα (Β΄ Κορ. 13, 5).
Ἄριστος καὶ σύντομος τρόπος εἶναι νὰ δοῦμε πῶς καὶ γιατὶ:
α) Πολλοὶ εἶναι ποὺ ἀγωνίστηκαν ὥσπου νὰ βροῦν ὅ,τι ζητοῦσαν, σταμάτησαν ὅμως τὴν ἐπιθυμία τους καὶ ἀρκοῦνται στὴν ἀρχὴ στὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ ξεκινήματος, βρίσκοντας δὲ ἐμπόδια καὶ βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δρόμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν σὲ λάθος μονοπάτι, νομίζουν ὅτι βαδίζουν καλά, ἐνῶ προχωροῦν ἀνώφελα ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο.
β) Ἄλλοι πάλι, ἀφοῦ ἔφτασαν στὸ μέσο του φωτισμοῦ, κουράστηκαν καὶ ἀπὸ ραθυμία δὲ συνέχισαν γιὰ τὸ τέλος ἤ γύρισαν πίσω μὲ τὴν ἀδιάφορη πολιτεία τους καὶ ξανάγιναν ἀρχάριοι.
γ) Ἄλλοι τέλος ποὺ ἔφτασαν στὴν τελειότητα, πέφτουν ἀπὸ ἀπροσεξία λόγῳ οἰήσεως, στρέφονται πρὸς τα πίσω καὶ γίνονται ἴσοι κατὰ τὸ ἔργο μὲ τοὺς μέσους καὶ ἀκόμη μὲ τοὺς ἀρχαρίους.
Πῶς θὰ βροῦμε τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος
Αὐτὸ ποὺ ταιριάζει στοὺς ἀρχαρίους νὰ ἀναζητήσουν εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος· στοὺς μέσους, ὁ φωτισμός· στοὺς τελείους, ἡ κάθαρση καὶ ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς.
3. Τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, τὴν ὁποία ἔχομε λάβει μυστικὰ στὸ βάπτισμα, τὴ βρίσκομε μὲ δύο τρόπους.
Καὶ πρώτον, ἡ δωρεὰ ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, τὴν προσοχὴ καὶ τὴν προσευχὴ μὲ πολὺ κόπο καὶ χρόνο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάρκος.
Καὶ δεύτερον ἐργαζόμενοι τὶς ἐντολές μέσα στὴ ζωὴ τῆς ὑπακοῆς μὲ τὴν συνεπῆ καὶ συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δηλαδὴ μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς μέσα στὴν καρδιά μας, ἡ ὁποία θερμαίνει καὶ εὐφραίνει τὸ νοῦ μας καὶ φλογίζει τὴν ψυχὴ γιὰ ἀνέκφραστη ἀγάπη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι προξενεῖται ταπείνωση, διάκριση καὶ συντριβὴ, ὄχι λίγη, ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἀφοῦ, προσευχὴ στοὺς ἀρχαρίους εἶναι ἡ ἀεικίνητη νοερὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐμεῖς ὅμως οὔτε στὸ πρῶτον, μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ συνέπεια ἐπιμένουμε. Δὲν ξέρω ἄν κοιμηθήκαμε ποτὲ μὲ ἀπόλυτα ἤσυχη τὴ συνείδησή μας, οὔτε τὸ δεύτερον ἐὰν ζωὴ ὑπακοῆς ἀξιωθήκαμε.
4. Τὰ τεκμήρια τῆς ἀρχῆς τῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος σ’ ὅσους τὴν ἐπιζητοῦν ἀληθινὰ κι ὄχι σὰν νὰ δοκιμάζουν τὸ Θεό, παρουσιάζεται (Σ. Σόλ. 1, 2) σὰν χαρὰ ἀνάμικτη μὲ φόβο. Χαίρεται δηλαδὴ ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεός Του, φοβᾶται ὅμως καὶ τρέμει τὴν παρουσία Του, γιατὶ εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες. Γιατὶ ὁ ζωντανὸς καὶ δραστικὸς Λόγος, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς, εἰσχωρεῖ βαθιὰ ὡς ἐκεῖ ποὺ χωρίζει ἡ ψυχή καὶ τὸ σῶμα, τὸ κόκκαλο καί τὸ μεδούλι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Ἑβρ. 4, 12), γιὰ νὰ λιώσει τὴν ἐμπάθεια διὰ τῆς βίας ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Σὲ ἄλλους ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ εἰρήνη ἄμαχη. Σὲ ἄλλους ὡς ἀγαλλίαμα, τὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες ἔχουν συχνὰ ὀνομάσει σκίρτημα, καὶ εἶναι δύναμη πνεύματος καὶ κίνηση καρδιᾶς ζωντανῆς. Τοῦτο λέγεται καὶ παλμὸς καὶ στεναγμὸς τοῦ πνεύματος ποὺ μεσιτεύει γιὰ μᾶς στὸ Θεὸ μὲ ἀνείπωτους στεναγμούς (Ρωμ. 8, 26). Ὁ Κύριος εἶναι πηγὴ ζῶντος ὕδατος ποὺ ἀναβρύζει ζωὴ αἰώνια (Ἰω. 4, 14). Ὁ Θεὸς ἔχει χαρίσει σὲ ὅλους εὐκαιρίες-περιπτώσεις νὰ νοιώσουμε δυνατὰ σκιρτήματα γιὰ τοῦ κόσμου τοῦτου, ἄρα ὑπῆρχαν μέσα μας αὐτὲς οἱ δυνάμεις καὶ ἔτσι καθιστάμεθα ἀναπολόγητοι.
5. Τὸ σκίρτημα, δηλαδὴ τὸ ἀγαλλίαμα, εἶναι δύο εἰδῶν: τὸ γαληνόμορφο, ποὺ λέγεται καὶ παλμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ μεσίτευση τοῦ πνεύματος (Ρωμ. 8, 26) καὶ τὸ μεγάλο σκίρτημα τῆς καρδιᾶς, ποὺ λέγεται καὶ σκίρτημα καὶ ἅλμα, δηλαδὴ πήδημα, καὶ ἀνυψωτική πτήση καρδιᾶς ζωντανῆς πρὸς τὸν θεϊκὸ αἰθέρα. Γιατὶ ἡ ψυχή, καθὼς ἀναπτερώνεται ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα κι ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, δοκιμάζει νὰ πετάξει πρὸς τὰ ἄνω πρὶν ἀκόμη χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ποθώντας νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος καὶ πάντων τῶν γηΐνων. Τοῦτο λέγεται καὶ ταραγμός καὶ πρόσκληση-κάλεσμα.
Εἴτε μὲ δυνατὲς εὐλογίες, ὁπότε καλούμεθα νὰ ἀνακράξουμε «Δόξα Σοι Κύριε», εἴτε μὲ ὁριακὲς δυσκολίες, προσωπικὲς ἤ γενικὲς ὁπότε μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια χωρὶς ἀπελπισία, «Σῶσον ἡμᾶς Κύριε».
6. Πρέπει νὰ γνωρίζομε ὅτι ὁ θεῖος φόβος δὲν περιέχει τρόμο, ἔχει ὅμως ἀγαλλίαση ἔντρομη ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴν προσευχὴ μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ θείου φόβου, τὸν ὁποῖο καὶ πρέπει κυρίως νὰ ὀνομάζομε τρόμο, δηλαδὴ συγκλονισμὸ καὶ συντριβή.
7. Ὁ τρόμος εἶναι κυρίως δύο εἰδῶν. Σημάδια σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο εἶναι·τοῦ πρώτου ἡ ἔντρομη ἀγαλλίαση, ὅπου μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ μὲ δάκρυα ἡ χάρη παρηγορεῖ τὴν ψυχή, ἐνῶ τοῦ δευτέρου ἡ ἀνώμαλη θέρμη, ἡ ἔπαρση καὶ ἡ σκληροκαρδία ποὺ ταράζουν τὴν ψυχὴ καὶ πυρώνουν τὸ σῶμα καὶ κάνουν συγκατάθεση εἰς τοὺς λογισμούς.
8. Δύο εἰδῶν εἶναι καὶ ἡ ἐνέργεια. Ἡ μιὰ προέρχεται ἀπὸ τὴ χάρη, ἡ ἄλλη ἀπὸ τὴν πλάνη. Μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Μάρκος ὁ ἀσκητὴς ποὺ λέει: «Ὑπάρχει ἐνέργεια πνευματικὴ καὶ ὑπάρχει καὶ ἐνέργεια σατανική».
9. Ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης κινεῖται στὴν καρδιὰ μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ στηρίζει, ζεσταίνει καὶ καθαρίζει τὴν ψυχή, παύοντας προσωρινὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ νεκρώνοντας πρόσκαιρα τὴν κίνηση τοῦ σώματος. Τὰ σημάδια της καὶ οἱ καρποὶ ποὺ φανερώνουν τὴν ἀλήθεια της εἶναι τὰ δάκρυα, ἡ συντριβή, ἡ ταπείνωση, ἡ ἐγκράτεια, ἡ σιωπή, ἡ ὑπομονή, τὸ νὰ κρύβεσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βεβαιωνόμαστε χωρὶς δισταγμό.
10. Ἐνέργεια τῆς πλάνης εἶναι ἡ ἔξαψη τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀνάβει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ διεγείρει ξέφρενη ἐπιθυμία. Εἶναι ὁλότελα ἀπροσδιόριστη καὶ ἄτακτη, ἔχει χαρὰ ἄλογη καὶ οἴηση καὶ ταραχὴ ἀπροσδιόριστη κι ἔχει συνεργὸ τὴν ἀχόρταστη κοιλιά, ὥστε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἐθισμὸ στὴν ἡδυπάθεια νὰ διώξει σιγὰ-σιγὰ τὴ χάρη ἀπὸ μέσα του.
Στὴ συνέχεια παρατίθενται ἐμπειρίες παθόντων τὰ θεῖα:
Α΄. Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου:
Ὁ πόθος καί ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ ἐπιθυμεῖ ν’ ἀγαπάει ὅλο καί περισσότερο, ἀλλά, ἡ ἀδυναμία τοῦ ν’ ἀγαπᾶς ὅπως θά ἤθελες προκαλεῖ τό συναίσθημα ὅτι ἔχεις χάσει τελείως αὐτήν τήν ἀγάπη, ἀλλὰ διαπιστώνης παραδόξως, ὅτι τότε τὴν ἔχεις περισσότερο.
Ἐκζητῶν δέ ἀκορέστως τοῦ ἐρᾶν με,
προσαπόλλω καί ὅν εἶχον ἔρωτα Θεοῦ...
ἀσθενοῦσα δέ ἡ φύσις ...παραδόξως
ζῶν ὁ ἔρως τότε μᾶλλον˙
καὶ γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ
Καί συνενούμενος αὐτῷ οὐρανούς ὑπερβαίνω τό ποῦ τό σῶμα τότε ὑπάρχει, οὐ γινώσκω.
Μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς ἑνώσεως ὁ ἅγιος Συμεών αἰσθάνεται πιό μεγάλος ἀπό τόν κόσμο ὁλάκερο:
Ὑπάρχω δυνατώτερος καί βασιλέων μείζων καί τιμιώτερος πολύ τῶν ὁρωμένων πάντων.
Στούς Ἠθικούς του Λόγους, ὁ ἅγιος Συμεών χαράζει καί πάλι ἐκτενῶς τό ὁδοιπορικό τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, μέ τήν ἐκπλήρωσιν τῶν θείων ἐντολῶν, τόν μακρύ δρόμο, στό τέλος τοῦ ὁποίου πέφτει ἐξαντλημένος˙ καί τότε λοιπόν ὁ Θεός πού τόσο εἶχε ἐπιθυμήσει τοῦ ἐμφανίζεται καί τόν ὁδηγεῖ στή νυφική παστάδα, ὅπου γίνεται μέτοχος τοῦ μυστικοῦ γάμου, ὅπου καί οἱ Ἄγγελοι θαυμάζουν:
οὗτος, πάλιν τήν ὁδόν ἄνωθεν ἀπαρξάμενος, τρέχει σφοδρότερον, ἐντονώτερον, ἀσφαλέστερον˙ περιπατεῖ σύννους, τῇ μνήμῃ φλέγεται, τῷ πόθῳ καίεται καί γίνεται ὅλος ἔξω τοῦ κόσμου, συνάπτεται τοῖς ἀγγέλοις, τῇ ἀθανασίᾳ συμπλέκεται, εἰς τρίτον ἀνέρχεται οὐρανόν, ἁρπάζεται εἰς παράδεισον, ἀκούει ἄρρητα ρήματα, εἰς τόν νυμφῶνα εἰσέρχεται, τόν νυμφίον ὁρᾷ, τοῦ πνευματικοῦ γάμου ἐν μετοχῇ γίνεται, πάντων τῶν ἀγαθῶν ἐν ἀπολαύσει γίνεται, εἰς ἅ οὐδέ τῶν ἀγγέλων αἱ δυνάμεις ἀδεῶς ἐνατενίσαι τολμῶσιν.
Ὁ ἅγιος Συμεών μιλώντας γιά τή μετάνοια, τὴ συντριβή, τό πένθος, λέει πώς μιά ἀπό τίς ἐνέργειές της εἶναι ν’ ἀνάψει στήν καρδιά τή φλόγα τοῦ ἔρωτα καί τοῦ πόθου πρός τόν Θεό.
Τό πένθος διπλοῦ ταῖς ἐνεργείαις ἐστί καί ὡς μέν ὕδωρ, διά τῶν δακρύων πᾶσαν σβεννύει τήν φλόγα τῶν παθῶν καί τήν ψυχήν ἐκκαθαίρει τοῦ ἐξ αὐτῶν μολυσμοῦ˙ ὡς δέ πῦρ, διά τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ζωοποιεῖ καί ἀναφλέγει καί ἐκπυροῖ καί θερμαίνει τήν καρδίαν καί πρός ἔρωτα καί πόθον Θεοῦ ἐξάπτει αὐτήν.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἀναφερόμενος στὴν ἑνότητα πιστοῦ μὲ τὸν Χριστὸ φανερώνει τὸ μεγαλεῖο τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, Βάπτισμα-Θεία Εὐχαριστία.
Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη ἡμῶν Χριστός...
καί χείρ Χριστός καί ποῦς Χριστός ἐμοῦ τοῦ παναθλίου...
ἀσχημοσύνην σώματος ὅλως μή καθορῶντες,
ἀλλ’ ὅλοι ὅλῳ σώματι Χριστῷ ὁμοιωθέντες.
Ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ ἄναψε ἐδῶ ἀπό τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ ἀρραβώνας τῆς μυστικῆς ἑνώσεως μέ τό Θεό.
Μιλάει μάλιστα γιά τήν ἀγάπη, τήν μηδέποτε ἱσταμένην μήτε πίπτουσαν, ἀλλά διά παντός προστιθεμένην τοῖς ἔμπροσθεν, πόθῳ πόθον προσλαμβανομένην καί ἔρωτι ἔρωτα.
Ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τόν Θεό εἶναι σάν τήν ἕνωση τοῦ ἄνδρα μέ τή γυναίκα:
Πῶς γάρ καί χωρισθήσεται ἡ νύμφη τοῦ νυμφίου,
ἤ ὁ ἀνήρ τῆς γυναικός, ᾗ συνηρμόσθη ἅπαξ;
... «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς μίαν σάρκα»...
Καί ἡ ψυχή ἐν τῷ Θεῷ καί θεός ἐν ψυχῇ
Αὐτό τό θέμα τοῦ μυστικοῦ γάμου, αὐτές οἱ γαμήλιες εἰκόνες δέν εἶναι γενικά ξένες πρός τήν παράδοση τῶν ἑλλήνων Πατέρων. Οἱ μυστικοί συγγραφεῖς, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, γιά νά μήν ἀναφέρουμε παρά μονάχα αὐτούς, χρησιμοποιοῦν αὐτές τίς εἰκόνες, ὅταν μιλοῦν γιά τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέει πάνω κάτω τό ἴδιο πρᾶγμα, διακρίνεται ὅμως ἀπό τό θάρρος καί τόν τολμηρό ρεαλισμό στίς περιγραφές του, πού δανείζεται ἀπό τόν φυσικό ἔρωτα καί τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρωπινου σώματος.
Β΄. Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου:
Σὺ δίδεις τὴν χάριν Σου ἔτσι ὥστε νὰ καίηται ἡ ψυχὴ ἀδιαλείπτως ἐξ ἀγάπης καὶ νὰ μὴ γνωρίζῃ πλέον ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐκ τῆς θείας ἀγάπης. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀπολέση τὴν χάριν ταύτην, πονεῖ διὰ τὸν Θεὸν καὶ λέγει: «Διψᾷ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μετὰ δακρύων ἀναζητῶ Αὐτόν».
Ἡ ψυχὴ μου διψὰ νὰ ἀποκτήση τὴν ταπείνωσιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποθῶ αὐτὴν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ ἐνίοτε κραυγῇ μεγάλη κράζω: «Σὲ διψᾷ, Κύριε, ἡ ψυχή μου, καὶ Σὲ ζητῶ μετὰ δακρύων».
Ἡ ψυχή μου πλήττει ἐπὶ τῆς γῆς καὶ σβεννύει τὴν μνήμην αὐτῆς καὶ ποθεῖ τὰ οὐράνια.
Δυσφόρητος εἶναι ἡ ζωὴ ἄνευ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν καί τόν πλησίον· σκότος καὶ ἀνία εἰς τὴν ψυχήν. Ὅταν δέ ἔλθη ἡ ἀγάπη, τότε ἀδύνατον νὰ περιγραφῇ ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς.
Ὅστις ἐγνώρισε τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀγαπᾷ ὅλον τὸν κόσμον καὶ οὐδέποτε μεμψιμοιρεῖ διὰ τὸ πεπρωμένον αὐτοῦ, διότι ἡ πρόσκαιρος θλῖψις διὰ τὸν Θεὸν ἐργάζεται αἰωνίαν χαράν.
Ἀδελφοί, δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων ὑμῶν φυλάττετε τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐδόθη εἰς ἡμᾶς δωρεάν, καὶ ἐὰν τὶς κακοποιῇ ἡμᾶς, ἄς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ἔστω καὶ μετὰ κόπου, καὶ ὁ Κύριος βλέπων τὸν κόπον ἡμῶν θὰ βοηθήση διὰ τῆς χάριτος Αὐτοῦ.
Εἴθε διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν νηπτικῶν Ἁγίων νὰ γίνη γιὰ τὸν καθένα καὶ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις τῆς ζωῆς μας πρωτίστη ἐπιδίωξη ἡ διαφύλαξη τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ διατηροῦμε ἐνεργὸ καὶ παρούσα τὴν χάρη, ποὺ ἔχουμε μέσα μας ἐκ τοῦ βαπτίσματος.
Γένοιτο!
Ἐπιμέλεια κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς