Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Χριστιανουπόλεως - Τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του καὶ τὰ σύγχρονα προβλήματα ἀλλοτρίωσης καὶ ξενομανίας

Μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου τῆς ἐνορίας μας Ἁγίου Γερασίμου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως ποὺ ἑορτάσαμε μόλις χθὲς, ἡ χάρις τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας νὰ εἶναι πάντοτε, μετὰ πάντων ἡμῶν.
Χριστὸς Ἀνέστη!

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως, θὰ κάνουμε περιληπτικὰ, ἀναφορὰ στὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, σὲ σχέση μὲ ἀνάλογα σύγχρονα προβλήματα.
Καὶ εἰδικώτερα, στὴ σχέση τῆς τότε ξενοκρατίας, εξ αἰτίας τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ τῆς ἐνετοκρατικῆς ἐπιρροῆς, μὲ τὴν καθολικὴ ξενοκρατία τοῦ σήμερα, ἐξ αἰτίας τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τῆς ξενομανίας μας.

Συνοπτικὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα τέκνα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τῆς Εὐφροσύνης, γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα περὶ τὸ 1640 μ.Χ. καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Ἀναστάσιος.
Ὑποθέτουμε πὼς τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρά του, ἐνῶ στὴν συνέχεια μᾶλλον φοίτησε στὴν περίφημη σχολὴ τῆς Μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀργότερα, ὡς κληρικός, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του, παρὰ τὴν ἐπιθυμία του ν’ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐπέμεναν νὰ τὸν νυμφεύσουν. Ἔτσι, μετέβη στὸ Ναύπλιο γιὰ νὰ ἀγοράσει τὰ τοῦ γάμου. Τὴν προηγούμενη ὅμως νύχτα τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὴν Καρύταινα, βασανιζόμενος ἀπὸ τοὺς λογισμούς τί νὰ πράξει, εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο.
Ἡ Θεοτόκος ἀποκαλῶντας τον μὲ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ λάμβανε ὡς μοναχὸς, τοῦ εἶπε: «Ἀθανάσιε, ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτης τοῦ Υἱοῦ μου. Νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅ,τι ὁ Υἱὸς μου εὐδόκησε».
Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Ἀναστάσιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος, καὶ κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος.
Ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σὲ διαδοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου τὰ τέλη τοῦ 1680 μ.Χ., μὲ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως τὴν Χριστιανούπολη, τὸ σημερινὸ χωριὸ Χριστιάνοι. Οὐσιαστικὴ ὅμως ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, πρέπει νὰ θεωρήσουμε μὲ ἀσφάλεια, τὴν πόλη τῆς Καρύταινας.

Ἡ κατάσταση γενικὰ ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικὰ, κοινωνικὰ καὶ ἠθικὰ, ἦταν ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στὴν Πελοπόννησο ἡ Τουρκικὴ κυριαρχία, ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν -ἀπὸ πάσης πλευρᾶς- ἦταν δεινή καὶ δὲν διέφερε καὶ πολύ ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ὑπόλοιπης ὑπόδουλης χώρας.

Ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ Ἐνετοὶ ἀπέκτησαν ἐπιρροὴ στὴν Ἑλλάδα, μὲ πλάγια μέσα καὶ αὐτοὶ ἐπεβουλεύοντο τὴν Ὀρθόδοξη θρησκεία καὶ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα, προσπαθῶντας νὰ εἰσαγάγουν τὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἐπιβάλλοντας κατ' οὐσίαν τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν ἀπαγόρευση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
Εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἁγίου, ὅταν ἡ Ἐνετοκρατία κυριαρχεῖ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, μιὰ περίεργη γλῶσσα διαδίδεται ποὺ εἶχε κάνει τὴν ἐμφάνισή της ἀπὸ τὸ 1590, καὶ ἡ ὁποία ἐνῶ στὴν προφορικὴ ἐκφορὰ της εἶναι ἑλληνική, στὴν γραπτὴ της ἔκφραση ἀποδίδεται μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες.
Κατ’ ἀρχὴν ξεκίνησε ἀπό τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ κυρίως τὴν Χίο, ἐξ οὗ καὶ ἡ πρώτη ὀνομασία «φραγκοχιώτικα», ἀργότερα ὅμως, ἐπεξετάθη στὴ Σμύρνη, στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ ὄχι μόνον.
Πολλὰ βιβλία ἑλληνικὰ κυκλοφόρησαν γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες, ἐνῶ ἔγινε καὶ ἀντίστοιχη προσπάθεια γιὰ ἔκδοση ἐφημερίδας.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τὸν ἀγῶνα, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ σοβαρὰ προβλήματα καὶ νὰ βελτιώσει τὴν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του ἦταν ἡ ἀνέγερση σχολείων παντοῦ στὴν ἐπαρχία του, γιὰ τὴν Λειτουργικὴ καὶ τὴν βασική ἐκπαίδευση. Τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ ἀντιπροσωπευτικὸ, ἡ δημιουργία τῆς περίφημης Βιβλιοθήκης τῆς Καρύταινας.
Ὁ Ἅγιος πιστεύοντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερὸς θεσμὸς ποὺ διατηρεῖ τὴν γνήσια πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὁ συνεκτικὸς κρίκος, ποὺ ἑνώνει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες καὶ συμβάλλει εἰς τὴν ἐθνικὴ συνείδηση, ἐνδιαφέρθηκε καὶ γιὰ τὰ μοναστήρια, τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἑστίες τῆς σωτηρίας καὶ τὰ κέντρα φωτισμοῦ καὶ φιλανθρωπίας τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Πρὸς τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τόπους λατρείας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διακονία τοῦ λαοῦ του, μὲ λόγους καὶ πράξεις, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακουφίσει ἀπὸ τὰ καθημερινὰ δεινὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ καὶ νὰ διατηρήσει αὐθεντικὴ τὴν πίστη καὶ ζωντανὴ τὴ γλῶσσα καὶ τὴν παράδοσή του.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Χριστιανουπόλεως ἠξιώθη ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ του, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, νὰ ἐπιτελεῖ σημεῖα καὶ θαύματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε στὴν Ὡραία Πύλη νὰ πεῖ τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε…», οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν αὐτὸν ὑπερυψωμένον, καθὼς καὶ ἄλλα θαυμαστά γεγονότα καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετά θάνατον, ἐπετέλεσε καὶ ἐπιτελεῖ μέχρι σήμερα.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀφοῦ ποίμανε ἐπί τριακονταετία περίπου, θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, καὶ διακόνησε μὲ ζῆλο τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐκοιμήθη, μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια, τὸ 1707 μ.Χ. καὶ ἐτάφη στὸν Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως στὴν Χριστιανούπολη.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1710 - 1713 ἔγινε ἐκταφή, καὶ μυροβόλα τὰ Ἱερὰ Λείψανα του φυλάσσονται σήμερα, εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Δημητσάνας.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ὁ δοξασθεὶς παρὰ Θεοῦ θαυμασίως, δι᾽ εὐωδίας καὶ θαυμάτων ποικίλων,
ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καὶ θερμὸς ἀντιλήπτωρ,
τῶν δεινῶν λυτρούμενος, τοὺς πιστῶς σε τιμῶντας,
καὶ τοὺς τὰ λείψανα κατέχοντας τὰ σά, πρὸς μετανοίας ὁδὸν χειραγώγησον.

Ἀλλοτρίωσις καὶ ξενομανία τότε καὶ τώρα
Ποικιλόμορφες ἔξωθεν ξένες ἐπιδράσεις, ἐπεμβάσεις καὶ ἐπιθέσεις παλαιότερα: Πέρσαι, Ρωμαῖοι, Σταυροφόροι, Ἐνετοί, Τοῦρκοι καί πρόσφατα, Φασισμός (Γερμανοί, Βούλγαροι), Κομμουνισμός (Σοβιετικοί), ἀντιμετωπίσθηκαν ἐπιτυχῶς προτάσοντας πάντοτε στοὺς ὅποιους ἀγῶνες μας τὸ «περὶ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», τὸ «ἐνθάδε κοίμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι» (θυσιαστήκαμε γιὰ τὰ πατροπαρόδοτα), τὸ «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος», τὸ «γιὰ νὰ μὴν ἐπικρατήση μιὰ παγκόσμια ἐπικυριαρχία» (τοῦ φασισμοῦ καὶ τοῦ κουμουνισμοῦ).
Ἡ ξενομανία (παλαιὰ ἀρρώστεια καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀρρώστεια τῆς διχόνοιας) ἀποδεικνύεται πιὸ ἐπικίνδυνη καὶ δύσκολα ἀντιμετωπίσιμη ἀρρώστεια μας. Ἤδη ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς γράφει πώς οἱ Ἕλληνες θαυμάζουνε πάντα τὰ ξένα πράγματα περισσότερο ἀπὸ τὰ δικά τους: «Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τὰ ἀλλότρια ἤ τὰ οἰκεῖα». Ἀλλά, τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ ξενομανία μας ἔγινε πιὰ ξενολατρεία, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴ διάθεση, ἀλλὰ προχώρησε περισσότερο, στὸ βίωμα, στὴν καθημερινότητα, στὸν τρόπο ζωῆς.

Μὲ τὸν Φώτη Κόντογλου συντροφιὰ καὶ ὁδηγό, θὰ προσπαθήσουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε αὐτὴ τὴν παράφορη ἀσθένεια, τὴν ξενομανία μας.
Γράφει ὁ Κόντογλου: «Κακὰ σημάδια, κάκιστα! Μ’ αὐτὸν τὸν κατήφορο ποὺ πήραμε, δὲν ξέρω τὶ ἑλληνικὸ πράγμα θὰ ἀπομείνει ἀπάνω μας. Αὐτὴ ἡ ξενολατρεία ἔχει χτυπήσει καὶ τὴ λεγόμενη πνευματική μας ζωή, μάλιστα μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας πὼς οἱ σπουδασμένοι τραβᾶνε μὲ περισσότερο φανατισμὸ τὸν κόσμο, σὰν ὁδηγοὶ ποὺ εἶναι, νὰ τὸν ρίξουνε στὸν γκρεμνό, ἐν ὀνόματι τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς προόδου, τῆς ἐξέλιξης! Πάει νὰ καθιερωθεῖ ὅτι, ὅ,τι εἶναι ἑλληνικὸ δὲν ἀξίζει τίποτα, ὅλα τὰ τέλεια καὶ τὰ θαυμαστὰ βρίσκονται στὸ ἐξωτερικό».
«Εἶμαι κι ἐγὼ» λέγει ὁ Κόντογλου «κατὰ τύχη ἕνας ἀπὸ τοὺς “ἐξ Ἑσπερίας” φωστῆρας, μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐπὶ μακρὰ ἔτη διαμείναντας εἰς τὰ μεγάλα κέντρα τῆς Εὐρώπης. Καὶ γι’ αὐτὸ μπορῶ νὰ μιλήσω καὶ νὰ βεβαιώσω ἐξ ἐμπειρίας πὼς τὸ καλύτερο σχολεῖο εἶναι ἡ πατρίδα μας, κι ἡ καλύτερη σπουδὴ μπορεῖ νὰ γίνει ἀπάνω σὲ ὅσα κατακτήσανε καὶ μᾶς ἀφήσανε χωρὶς διακοπὴ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια δουλειᾶς καὶ πείρας οἱ πατεράδες μας, φθάνει νὰ νοιώσουμε πόσο σπουδαῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ θησαυροί, καὶ νὰ μὴν ἔρχεσαι “ἐξ Ἑσπερίας”, σὰν διορθωτὴς καὶ σὰν προφέσσορας, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέφεις μὲ πνεῦμα μαθητείας, σὰν μαθητὴς ποὺ ποθεῖ νὰ μάθει.
»Ὅλος ὁ κόσμος εἶχε γιὰ θαυμαστὸν τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ κόσμο, κι οἱ σοφοὶ κάθε φυλῆς εἴχανε πέσει στὴ μελέτη του καὶ τὸν λατρεύανε σὰν θρησκεία.
»Τώρα πέσανε μὲ τὴν ἴδια μανία καὶ μὲ τὸ ἴδιο θάμπωμα στὸ Βυζάντιο ποὺ τὸ εἴχανε γιὰ παρακμὴ τῆς ἀρχαιότητος. Κι αὐτὴ ἡ μανία κι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸ Βυζάντιο θὰ μεγαλώνει ὁλοένα κι ἴσως φθάσει σὲ ἕνα ὕψος ποὺ δὲν ἔφθασε ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸν ἀρχαῖο κόσμο.
»Μ’ ἕναν λόγο, ὅ,τι εἶναι Ἑλληνικὸ ἔχει τὴ μυστικὴ ἐκείνη σφραγίδα ποὺ κάνει τὸν κόσμο νὰ τὸ προσκυνήσει μιὰ μέρα. Μοναχὰ ἐμεῖς δὲν παίρνουμε χαμπάρι ἀπὸ τὸ τὶ ἀξίζουνε τὰ δικὰ μας, καὶ πετᾶμε τὰ διαμάντια ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, γιὰ νὰ στολισθοῦμε μὲ τὶς χάντρες ποὺ βάζουνε στὰ ἄλογα, φτάνει νὰ εἶναι καμωμένες σὲ κανένα ἐργοστάσιο τῆς Εὐρώπης. Κι ἄν τύχει καὶ ἀνοίξουμε καμιὰ φορὰ τὰ μάτια μας καὶ δοῦμε κανένα πράγμα καλὸ ποὺ ἔχει ἡ πατρίδα μας, δὲν τ’ ἀνοίγουμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ μᾶς τὰ ἀνοίγουνε οἱ ξένοι.
»Ὡς εἰδικοί καὶ δοξολογούμενοι ἐμφανίζονται ὅσοι εἶναι μόνο ξενοφερμένοι καὶ διπλωματοῦχοι, ἐκεῖνοι ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουνε ἰδέα ἀπὸ πράξη. Αὐτοὶ ἂς κοπιάσουνε νὰ δοῦνε πόσο διαφέρουνε τὰ πράγματα στὴν πράξη, π.χ. ὡς πρὸς τὴν τέχνη:
»Ἂς ανέβουνε ἀπάνω στὴ σκαλωσιὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξουνε τὰ κρυφὰ μυστήρια ποὺ μάθανε στὰ μεγάλα σχολειά.
»Θὰ πάθουνε ὅ,τι παθαίνουνε πολλοὶ σπουδασμένοι ναυτικοὶ ποὺ πρωτοείδανε θάλασσα δεκαοχτὼ χρονῶν (γιατὶ γεννηθήκανε στὰ βουνά), οἱ ὁποῖοι θέλανε νὰ δασκαλέψουνε μέσα στὴ φουρτούνα, κάποια θαλασσοψημένα σκυλόψαρα-καπεταναίους ποὺ ἀρχίσανε ἀπὸ μοῦτσοι ἀπάνω στὶς σκαλιέρες καὶ γεράσανε καπεταναῖοι, μὲ τὴ λαγουδέρα ἀνάμεσα στὰ ροζιασμένα χέρια τους!...
»Ὅσο γίνεται γιατρὸς ὅποιος διαβάσει τὸν Ροβινσώνα Κροῦσο, ἄλλο τόσο γίνεται τεχνίτης ὅποιος δὲν “πράξει” (ὅπως λέγανε οἱ παλιοί), ὅποιος δὲν γίνει μάστορας μὲ δουλειὰ ἐπίμονη ὡς πρὸς τὴν τέχνη, βαστῶντας στὰ χέρια ὄχι μοναχὰ τὸ πινέλο, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστρί, ὄχι μόνον σπουδάζοντας, ἀλλὰ καὶ ἐργαζόμενος, καὶ παιδευόμενος ἀνάσκελος ἀπάνω στὶς σκαλωσιές, κάτω ἀπὸ θόλους καὶ καμάρες» (Ἀναφέρεται στοὺς ἁγιογράφους ἐδῶ ὁ Κόντογλου). Διηγεῖται γνωστὸς ἁγιογράφος τοῦ «φρέσκο» ὅτι τρεῖς φορὲς εἶχε πάθει πνευμονία, ἁγιογραφῶντας ἐπὶ εἰκοσάωρο, χωρὶς διακοπή, πάνω στὴ σκαλωσιά καὶ ἕνας καταξιωμένος μηχανικὸς ὁμολογεῖ στὴν σωστὴ ὑπόταξη ἑνὸς ἔμπειρου τεχνίτου: «Αὐτὸ δὲν μᾶς τὸ μάθανε στὸ Πολυτεχνεῖο».

Σήμερα ποὺ τὰ πρῶτα πτυχία λίγο μετρᾶνε, καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ μὲ μεταπτυχιακὰ καὶ διδακτορικά, ἀρχίζει νὰ μετράει περισσότερο ἀπὸ αὐτὰ ἡ πεῖρα. Ζητιέται παντοῦ προϋπηρεσία καὶ εἰδικότερα ἐμπειρία.
Γράφει λοιπὸν ἀλλοῦ ὁ Κόντογλου:
«Ἀπὸ τὰ ἄρθρα ποὺ ἔγραψα τελευταῖα γιὰ τὴν Παράδοση ἔγινε κάποια ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, ὅπως κάθε φορὰ ποὺ γράφουνται παρόμοια πράγματα. Ἄλλοι δυσαρεστηθήκανε κι ἄλλοι εὐχαριστηθήκανε. Δυσαρεστηθήκανε ὅσοι θέλουνε νὰ φαίνονται προοδευτικοὶ καὶ μοντέρνοι. Λένε “τὶ θὰ πεῖ Παράδοση; Σὲ ποιὰ ἐποχὴ βρισκόμαστε; Σκουριασμένες ἰδέες! Καθυστερημένα μυαλά ...”. Κάποιοι μάλιστα μὲ βρίζουνε, ἀλλὰ τὶ νὰ ἀπαντήσω στὶς βρισιές τους; “ Ἄφες αὐτοῖς, Πάτερ, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν”.
»Ἡ ξενομανία καὶ ἡ αὐτολατρεία εἶναι θαρρῶ κι αὐτὴ μιὰ διπλὴ ἀρρώστεια. Ξεγελοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ θρέφουνται μὲ ψευτιές! Τοὺς φαίνεται πὼς ὅποια διαφορετικὴ ἄποψη τοὺς προβάλεις, τοὺς βγάζει τὰ παράσημα τοῦ μοντερνισμοῦ, πὼς τοὺς κατεβάζει ἀπὸ κεῖ ποὺ τοὺς ἀνέβασε ἡ περηφάνειά τους κι ἡ περιφρόνηση γιὰ τὴν δική μας Παράδοση.
»Τὴ μουσική μας, τὴν περιφρονοῦνε κάποιοι, γιατὶ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη τους πρωτόγονη, βάρβαρη καὶ παλιωμένη, μ’ ἕναν λόγο “βλάχικη”, ἀνάξια γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦνε “στὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων κατακτήσεων τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ´ἐξέλιξης´, καὶ δὲν θέλουνε νὰ θρέφουνται ἀπὸ τὴν λεγόμενη Ἑλληνικὴ Μουσικὴ Παράδοση, αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι Ἕλληνες, ποὺ κληρονομήσανε αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε ὁ Τέρπανδρος κι ὁ Ἀρίωνας, δηλαδὴ οἱ ἀρχαιότερες ρίζες τῆς Mουσικῆς στὸν κόσμο.
»Οἱ φαντασμένοι ποὺ δὲν θέλουνε τὴν ἑλληνικὴ Βυζαντινὴ – Δημοτικὴ – Λαϊκὴ Mουσική, τὴν κατηγοροῦνε -κοντὰ στ’ ἄλλα-, γιατὶ τάχα εἶναι ἔνρινη. Αὐτοὶ οἱ ξενομανιακοί, ἄς μάθουνε πὼς κι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μιλούσανε μὲ τὴ μύτη, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεύς κι ἄλλοι ἱστορικοί.
»Ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ εἶναι, σὲ πολλά, συνέχεια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς ποὺ διαδόθηκε στὴν Ἀσία μὲ τὸν Μέγ’ Ἀλέξαντρο. Αὐτὴ τὴ μουσικὴ πήρανε οἱ φυλὲς τῆς Ἀνατολῆς, οἱ Μικρασιάτες, οἱ Σύροι, οἱ Πέρσες, καὶ πρὸ πάντων οἱ Ἄραβες, κι ἀπ’ αὐτοὺς τὴν πήρανε οἱ Τοῦρκοι, καὶ γι’ αὐτὸ κάποιοι προκομμένοι ἀπὸ τοὺς φραγκεμένους Ἕλληνες τὴ λένε τούρκικη.
»Ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ ἰδιαίτερα, εἶναι ἡ μουσικὴ ποὺ ἔχει ἱερότητα καὶ ἁγιωσύνη καὶ γι’ αὐτὸ μ’ αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ ὁ Χριστιανός. Τὸ αἴσθημα ποὺ νοιώθει ὅποιος εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν καταλάβει λέγεται «κατάνυξη». Ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ δίνει τόνο καὶ δυνατὸν παλμὸ στὴ γλῶσσα καὶ οἱ λέξεις μ’ αὐτὴ παίρνουνε τὴν πιὸ δυνατὴ ἔκφρασή τους, τὸ φυσικὸ ντύσιμό τους.

»Ὁ Παπαδιαμάντης ἔγραφε: “Διὰ τῆς πατροπαραδότου ἑλληνικῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ἄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοὴ καὶ ἡ γλῶσσα εἰς ἥν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτὴ -ὡς ἔγγιστα καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους-, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τῶν Θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα κατέστησαν οἰκειότερα, εἰς τὴν ἀκοὴν τουλάχιστον”.
»Ἔγραφε ἀκόμη: “Πρέπει νὰ μένῃ τις ἐν τῇ τάξει, ἐν ᾗ εὑρέθη ἀπ’ ἀρχῆς, ὅσον ταπεινὴ καὶ πενιχρὰ καὶ ἄν φαίνεται, διότι ‘τὸν καθαιροῦντα φραγμὸν δέξηται ὄφις’. Ὁ πόθος τῆς μωρᾶς ἐπιδείξεως, ἡ μανία τοῦ καινὰ ἑκάστοτε λέγειν, ἡ δοκησισοφία, ὁ τύφος καὶ ἡ οἴησις, ἄγουσιν εἰς τὰς σφαλλερὰς θεωρίας. Ἡ ταλαίπωρος Ἑλλὰς ὑπῆρξε ἄλλοτε καὶ τώρα ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἄφρακτος ἀμπελών. Ἐνῶ εἶναι ἀνάγκη ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις ἀλλὰ καὶ ὁ καθένας μας νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, νὰ γίνη προστάτις τῶν πατρίων καὶ οὐχὶ διώκτης, νὰ μὴν περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν, νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, νὰ μὴ νοθεύωνται τὰ θρησκευτικὰ καὶ οἰκογενειακὰ ἔθιμα, νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι; «Ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὁ κοσμοπολίτης καὶ ὄχι μόνον, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ νὰ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας».

»Ἕνα ρητὸ ἀνατολίτικο λέγει: “Ἕνας τρελλὸς ἔρριξε μιὰ πέτρα στὴ θάλασσα καὶ πέσανε στὸ νερὸ ἑκατὸ γνωστικοὶ γιὰ νὰ τὴ βγάλουνε!”. Ὁ τρελλὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ χαλᾶ τὴν Παράδοση, γιατὶ ἔτσι τοῦ κατέβηκε, κι οἱ γνωστικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνιζόμαστε νὰ σώσουμε αὐτὸ ποὺ πάει νὰ καταστρέψει ὁ τρελλός, δηλαδὴ τὴν Παράδοση. Ἡ παροιμία μιλᾶ γιὰ ἕναν τρελλὸ καὶ γιὰ ἑκατὸ γνωστικούς. Μὰ σ’ ἐμᾶς, εἶναι πολλοὶ οἱ τρελλοὶ ποὺ γκρεμίζουνε καὶ λίγοι γνωστικοὶ ποὺ ἀγωνίζουνται νὰ μὴν ἀφήσουνε τοὺς παλαβοὺς νὰ ὁλοκληρώσουν αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς καταστροφῆς.
»Κατὰ δυστυχία, πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἐλαφρόμυαλους, ἐλαφρόκαρδους καὶ κούφιους “νεωτεριστὰς” (ὅπως θέλουν νὰ λέγουνται), τοὺς πολέμιους τῆς παραδόσεως, ἔχουνε πιάσει τὰ πόστα στὰ Ὑπουργεῖα, στὶς Ἀκαδημίες, στὰ Πανεπιστήμια καὶ στ’ ἄλλα Ἐκπαιδευτήρια, στὰ Ὠδεῖα, στὰ Θέατρα, στὶς Ἐφημερίδες, στὶς Ἐκκλησίες, στὰ Μ.Μ.Ε., κι ἀπὸ κεῖ κάνουνε τὸ κακὸ ποὺ κάνουνε, ταμπουρωμένοι, μὲ κάθε εὐκολία, ἐνῶ οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Παράδοσης πολεμᾶνε ἀκάλυπτοι καὶ μόνοι, χωρὶς μέσα καὶ δυνατότητες δημοσιότητας, χωρὶς καμμιὰ ὑποστήριξη, χωρὶς τὰ ἅρματα καὶ τὶς τάμπιες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄλλοι. Κοντὰ σ’ αὐτό, ἐκεῖνοι ἔχουνε καὶ κάποια λαοπλάνα συνθήματα ποὺ τραβᾶνε τὸν κόσμο, ὅπως εἶναι: «ὁ Πολιτισμός, ἡ Πρόοδος, ἡ Ἐξέλιξις, ὁ Μοντερνισμός, ἡ Ἐπιστήμη», καὶ τὰ μασᾶνε μέρα – νύχτα στὸ στόμα τους σὰν μαστίχι, τὰ ὁποῖα γίνονται εὔκολα ἐργαλεῖα τῆς δημαγωγίας καὶ μὲ τὰ ὁποῖα πλανοῦν τὸν κόσμο».
«Κάποτε, διερχόμενος κάτω ἀπὸ ἕνα μοντέρνο ὠδεῖο μιὰ γυναίκα χωριάτισσα ἀκούγοντας ἐκεῖνα τὰ τραγούδια τρόμαξε καὶ ἐνῶ σταυροκοπιότανε μὲ ἐρωτᾶ: “Τί εἶναι, κύριγε; Ποιοί φωνάζουνε; Εἶναι φρενοκομεῖο;”. Τῆς εἶπα πὼς τραγουδούσανε, πὼς ἤτανε σχολειὸ καὶ μαθαίνανε νὰ τραγουδᾶνε. Σταυροκοπήθηκε πάλι καὶ μοῦ εἶπε: “Μνήσθητί μου, Κύριγε! Μὰ τί λογῆς τραγούδια εἶναι αὐτά; Ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι θὰ εἶναι!”.
»Αὐτὴ ἡ χωριάτισσα ἤτανε ἡ Ἑλλάδα, ὁ λαὸς ὁ ἑλληνικός. Κι ἐγὼ ἤμουνα ὁ σπουδασμένος, ποὺ λίγο παραμορφώθηκα, ἀλλὰ τὸ αἴσθημά μου ἔμεινε τὸ ἴδιο μὲ τοῦ λαοῦ. Καὶ ὁμοιάζουμαι ἀληθινὰ ὥς “ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι”, ποὺ δὲν ἔχουνε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα, ἐμεῖς ποὺ θέλουνε νὰ “χειραφετήσουν μουσικῶς τοὺς Ἕλληνες”.

«Μιὰ φορὰ ἤτανε ἕνα φτωχόπαιδο ποὺ μπόρεσε νὰ μάθει γράμματα καὶ νὰ γίνει λογιστὴς σ’ ἕνα μεγάλο ἐργοστάσιο. Περηφανεύθηκε, τὸ πῆρε ἀπάνω του, καὶ κάποτε ποὺ πῆγε καὶ ζήτησε νὰ τὸν δεῖ ὁ πατέρας του, κακοντυμένος, ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν μάλωσε γιατὶ πῆγε στὸ ἐργοστάσιο νὰ τὸν κάνει ρεζίλι, καὶ σὰν ρώτησε ὁ ἀφεντικός του ποιός ἦταν ἐκεῖνος ὁ γέρος, τοῦ εἶπε: “Εἷς πτωχὸς γείτων!”. Ἀπὸ τότε τὸν λέγανε: “Εἷς πτωχὸς γείτων!”. Κι ἐμεῖς λοιπόν, τὸ ἔχουμε ντροπὴ πὼς εἴμαστε Ἕλληνες, κι ἄς λέμε σὰν παπαγάλοι πὼς εἴμαστε περήφανοι γιὰ τὴν καταγωγή μας, ἀφοῦ δὲν θέλουμε νὰ ‘χουμε τίποτα ἑλληνικὸ ἀπάνω μας. Γιὰ μᾶς οἱ πατεράδες μας εἶναι “πτωχοὶ τινες γείτονες”, κι ὅ,τι κληρονομία μᾶς ἀφήσανε εἶναι μιὰ σαβούρα ποὺ πρέπει νὰ τὴν πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας. Τραγουδᾶμε μὲ ξενικὴ μουσική, μιλᾶμε μισὰ ἑλληνικὰ καὶ χρησιμοποιοῦμε ἄστοχες ξενικὲς ἐκφράσεις, ἐπικοινωνοῦμε διὰ μηνυμάτων μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες, τὰ περιβόητα Γκρήκλις (Greeklish), οἱ πλεῖστες φίρμες εἶναι ξενικές, ἀρεσκόμεθα στὰ ξένα τὰ θεάματα, ἀλλὰ κυρίως τὸ ἦθος μας, ἡ ζωή μας δὲν εἶναι φιλότιμη, συνεπὴς μὲ τὰ πατροπαράδοτα, ἀλλὰ ζῶντας μέσα σὲ μιὰ λεβαντίνικη ἀτμόσφαιρα κάνουμε τὸ πᾶν γιὰ νὰ σβήσει κάθε ἑλληνικὸ χρῶμα.
»Ἤ λοιπὸν δὲν ἔχουμε δική μας Παράδοση, καὶ τότε εἶναι ψέμμα τὸ ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς εἶναι σπουδαῖος, ἤ ἔχουμε καὶ παραέχουμε, ἀλλὰ ἀπὸ ξενοδουλεία πετᾶμε τὰ δικά μας σὰν τιποτένια, καὶ παπαγαλίζουμε τὰ ξένα. Ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει;».

»Ἀνοίγοντας κατὰ τύχη ἕναν τόμο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἔπεσε τὸ μάτι μου σ’ ἕνα σύντομο γράψιμό του περὶ παραδόσεως καὶ ξενολατρείας. Εἶδα, λοιπόν, πὼς ὁ μακαρίτης ἤτανε πολὺ πιὸ αὐστηρὸς κι ἀπότομος ἀπὸ μᾶς, σὰν ἔγραφε γιὰ τὶς πληγὲς αὐτὲς τῆς φυλῆς μας, ποὺ εἶπα παραπάνω. “Ἔ, βρὲ μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε! – εἶπα μοναχὸς μου. Ποῦ νὰ ζοῦσες τώρα νὰ δεῖς τὴν Ἑλλάδα! Στὰ χρόνια σου ἤτανε ἑλληνικώτατη, κι ὅλο γκρινιάζεις γιὰ τὴ χαμένη λεβαντινιά της”.
»Τώρα ἄς ποῦμε καὶ γιὰ τὰ σχολειά μας, τί θὰ μάθουνε τὰ κακόμοιρά τὰ παιδιά μας; Θὰ μάθουνε πὼς γιὰ νὰ γίνει κανένας σπουδαῖος καὶ γιὰ νὰ φαίνεται πὼς εἶναι ἔξυπνος, πρέπει νὰ μὴν ἔχει τίποτα ἑλληνικὸ ἀπάνω του. Ἀκόμα καὶ τὸ μόρτικο ὕφος, ποὺ εἶναι σήμερα τῆς μοντέρνας μόδας, πρέπει νὰ εἶναι ξενικό, τεντυμποϊκό.
»Εἴτε βιβλίο, εἴτε τραγούδι, εἴτε παιδικὸ θέατρο, εἴτε χορός, εἴτε προσευχή, ὅλα πρέπει νὰ μὴν εἶναι ἑλληνικά, γιὰ νὰ εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς μαθητὲς τῶν σκολειῶν μας, πρέπει νὰ εἶναι κακόγουστα.
»Στὰ βιβλία, στὰ παιδικὰ θέατρα, στὰ παραμύθια καὶ στὰ ἁπλὰ ἀναγνώσματα, ὅλα εἶναι ξανθά. Ὅλα! Ἄνθρωποι, ζῶα, σύννεφα, τοποθεσίες. Ἄν ἤτανε μπορετὸ νὰ γίνει κι ἡ θάλασσα ξανθιά.
»Μὲ τέτοια ρηχὰ τεχνοκρατικά, καὶ ὄχι μόνον, κείμενα καὶ προγράμματα μορφώνονται τὰ παιδιά μας, κι ἡ ψυχή τους πλάθεται “ἑλληνοπρεπῶς”. Φτάνει ποὺ τραγουδᾶνε μὲ εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ (ὄχι μὲ ἑλληνικὴ) πὼς ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει!
»Κακόμοιρη Ἑλλάδα! Ἄλλες φορὲς παίδευες-μόρφωνες τὸν κόσμο, κι ἔκανες παιδιά σου τοὺς ξένους. Μὰ τώρα κινδυνεύεις νὰ ἀπομείνεις ἄκληρη, γιατὶ καὶ τὰ δικά σου τὰ παιδιὰ τὰ μαθαίνουμε νὰ μὴν σὲ θέλουνε, νὰ μὴν σὲ ἀποδέχονται καὶ νὰ μὴ σὲ ξέρουνε, νὰ σὲ συστήνουν ἀντὶ γιὰ μάννα τους, ὡς “μία πτωχὴ γειτόνισσα”»!
»Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, κάποιοι ἀκόμη πιστοὶ στὴν Πατρίδα καὶ στὰ πατροπαράδοτα, ὄχι μοναχὰ βαστᾶνε γερὰ καὶ σταματοῦνε τὸ γκρέμισμα, ἀλλὰ χτίζουνε σὲ στερεὰ θεμέλια, ἀπάνω στὰ χαλάσματα ποὺ ἔχει σωριάσει ἡ τυφλὴ μανία τοῦ μοντερνισμοῦ καὶ τῆς ξενομανίας, καὶ κάθε μέρα κερδίζουνται ψυχὲς ποὺ φωτίζουνται. Καὶ μάλιστα ἀνάμεσα στοὺς νέους, στὸν σπόρο ποὺ βλασταίνει.
»Δόξα τῷ Θεῷ, τώρα μπορῶ νὰ πῶ πὼς ἡ στερεμένη φλέβα ἄνοιξε μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἑλληνικὲς ψυχὲς καὶ πιάσανε καὶ διψᾶνε καὶ πεινᾶνε τὰ δικά μας πράγματα καὶ ψάχνουνε καὶ βρίσκουνε τοὺς κρυφοὺς θησαυρούς μας, τὴν Παράδοσή μας σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, λογοτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, ἁγιογράφοι, μουσικοί, καθηγητές, θεολόγοι, τεχνίτες κάθε λογῆς ζωῆς.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνῃ πραγματικότητα ἡ μεταβολὴ ἀπὸ ἀλλοτρίωση σὲ καλὴ ἀλλοίωση θὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ ἀλλοιωθεῖ.
Γένοιτο.

Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς