Τὰ Χριστούγεννα, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, εἶναι ἡ προϋπόθεσις γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Εἶναι ἡ ἀνόρθωσις καὶ ἀνακαίνισις τῆς ἀποτυπωμένης βασιλικῆς εἰκόνας τῆς θείας μεγαλειότητος στὸν ἄνθρωπο (τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν»), ἡ ὁποία ἦταν ἀμαυρωμένη καὶ θαμμένη, καὶ ἡ εὕρεσίς της γίνεται αἰτία χαρᾶς καὶ τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων (ὁσάκις ἐν μετανοία πραγματώνεται ἡ εὔρεσις, ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό).

Μὲ ἀφθάστου ὕψους ποιητικὲς καὶ πνευματικὲς ἐκφράσεις ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι ὅ,τι εἶναι, εἰσέρχεται ὁλόκληρος στὴ χρονικὴ καὶ τοπικὴ σχετικότητα, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν πτῶση τῶν πρωτόπλαστων. Διότι πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ὁρατὴ κτίσις καὶ ἡ κορωνίς της, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἦταν ὑποταγμένη στὴ ματαιότητα καὶ τὴ φθορά, στὸν περιορισμὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ ὑπαγόταν στοὺς νόμους τῆς Θείας κυριαρχίας καὶ ἀνέπνεε στὸν ἀέρα τῆς Θείας μακαριότητος.

Ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα στὴν οἰκονομία τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως ἄρχισε ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του, ἀπὸ τὴν ὁποίαν «ἐδανείσθη σάρκα ὁ πλουτῶν τὰ σύμπαντα».

«Νηπιάζει δι᾿ ἐμὲ ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν ... Σπαργάνοις πλέκεται ὁ τῆς δόξης Κύριος ... Φάτνῃ τῶν ἀλόγων ἀνακέκλιται ὁ δρακὶ συνέχων πάντα γῆς τὰ πέρατα, καὶ τὰς ἡνίας ὁ κρατῶν τῶν Ἀχράντων Δυνάμεων ... Σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται. ... Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον, οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον ...».
Μὲ τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ἡ Κυρία Θεοτόκος κατέστη «ὁ οὐρανὸς ποὺ ἀνέτειλε τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης», «ὁ παράδεισος ποὺ ἐβλάστησε τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», «ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ὁ καρπὸς τῆς ζωῆς», ἀλλὰ καὶ Ἐκείνη πού ἐμεῖς προσφέραμε γιὰ νὰ μᾶς δοθῆ ὁ Κύριος.
«Τί σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς; Ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοὶ προσάγει. Οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον. Οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα. Οἱ Μάγοι τὰ δῶρα. Οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα. Ἡ γῆ τὸ σπήλαιον. Ἡ ἔρημος τὴν φάτνην. Ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς σωστικῆς δυνάμεως καὶ τῆς Θείας ἀγάπης, ποὺ ὅμως δὲν στέκεται μονάχα ἀπέναντί μας, μὲ τὴν ἀσύλληπτη ἀπόσταση τῆς ἁγνότητος καὶ τῆς ἁγιότητος, ὅπου τὴν ὕψωσε ὁ Θεός, ἔχοντάς την ἑτοιμάσει ὡς τόπο ἀπὸ τὸν ὁποῖον προῆλθε ὁ Σωτήρ, ἀλλὰ εἶναι καὶ δική μας προσφορὰ - τοῦ άνθρωπίνου γένους, ὅ,τι τὸ ἁγνότερο ἀπὸ τὴν ἀλλοτριωμένη καὶ πεσμένη ἀνθρωπότητα ποὺ δόθηκε στὴ Θεία οἰκονομία. Ἡ ὅποια ὀρθόδοξος ψυχή, ὅταν ἀναφέρεται στὴν ὕμνησι καὶ τὴ θεωρία τῶν θαυμασίων τῆς Θεομήτορος, κυμαίνεται ἀνάμεσα στοὺς πιὸ τολμηροὺς ἀναπαλμοὺς τῆς ἱερᾶς φαντασίας καὶ χαρᾶς καὶ στὴν πιὸ κατανυκτικὴ σιωπὴ καὶ δέος. «Τί ἄν τὶς εἴποι, τί δ᾿ οὐκ ἄν τὶς πάθοι, τῶν τῆς Παρθένου χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων διαπλέων τὸ πέλαγος! Δειλιᾶ καὶ χαίρει» (Φωτίου Πατριάρχου, Ὁμιλία θ', εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου).

Στὴν ἁγιασμένη Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν θέλουμε νὰ πλησιάσουμε τὰ Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη ἔνδοθεν ν’ ἀποκαλυφθοῦμε. Νὰ βγάλουμε ἀπὸ πάνω μας τοὺς προσωπικούς μας ἐγωισμούς. Νὰ ἐνδυθοῦμε μὲ ταπείνωση κι εὐλάβεια τὸ ἄχραντον ὅσο καὶ ἅγιον ἔνδυμα τῆς πίστεως, καὶ μὲ βήματα λειτουργικῆς κατανύξεως νὰ προσεγγίσουμε τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Γιὰ νὰ διευκολύνει αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς λειτουργικῆς κατανύξεως, ποὺ μπορεῖ στὰ σίγουρα νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ πλησιάσουμε τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μὲ τὴν ἔνθεη σοφία καὶ τὶς ἱερὲς ἐμπειρίες τῶν ἁγίων Πατέρων, θέτει, ὅπως εἶναι γνωστό, στὴ διάθεση τῶν πιστῶν τέκνων της τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες.
Ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν περίοδο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σχεδὸν ἀπὸ τὰ μέσα Νοεμβρίου, ἀρχίζουμε νὰ αἰσθανόμαστε τὸ προεόρτιο κλίμα τῶν Χριστουγέννων καὶ μὲ τὴ νηστεία, ποὺ ἀρχίζει μετὰ τὴ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Φιλίππου, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς θεσπέσιους ὕμνους, ποὺ εἶναι διασπαρμένοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, στὶς διάφορες ἀκολουθίες.
Ὅλοι ἐνθυμούμεθα ὅτι ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ περιμένουμε μὲ δικαιολογημένη λαχτάρα τὰ Χριστούγεννα.

Τὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία, εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ προκάλεσε τὶς μεγαλύτερες συναισθηματικὲς προσεγγίσεις ἀλλὰ καὶ τὶς μεγαλύτερες παρεξηγήσεις στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὶς περισσότερες αἱρετικὲς διδασκαλίες.
Ὁ Χριστὸς «συγκαταβαίνει», ντύνεται τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ γεννιέται στὴ Βηθλεέμ. Κατέβηκε μέσα στὸ σῶμα τῆς Παναγίας, ὡσὰν μιὰ θεία σταλαγματιὰ βροχῆς ἐπάνω στὸ ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ («ὡς πόκῳ γαστρὶ Παρθενικῇ κατέβης, ὑετὸς Χριστέ, καὶ ὡς σταγόνες ἐπί γῆς στάζουσαι»), τόσον ἁπαλὰ καὶ ἀθόρυβα! Ντύνεται ὁ Χριστὸς ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν ἀλλοτριωμένο ἄνθρωπο νὰ κενωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δώσῃ στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ γίνῃ Θεὸς κατὰ χάριν.

Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς: τὸ νὰ χωρέσει ὁ ἀπερίγραπτος καὶ ἀχώρητος Θεὸς μέσα στὸν ἀπειροελάχιστο χῶρο τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, αὐτὴ ἡ Θεία κένωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ συγκατάβασή Του, εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ εἶδε ποτὲ ὁ ἄνθρωπος.
«Ὁ προαιωνίως ὑπάρχων, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται, τουτέστι συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καὶ ἀκατάληπτον συγκατέβη, καὶ Θεὸς ὧν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινὸν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν Ἥλιον, δι’ οὐ ἡ ἄπειρός τοῦ Θεοῦ δύναμις ἐμφανίζεται. Τί γὰρ μεῖζον τοῦ γενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον;». Τί τὸ μεῖζον τοῦ «δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».
Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων.

Τὸ παιδὶ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκούει, ἐνῶ τὸ παιδὶ ἀκούει, νιώθει καὶ άνταποκρίνεται μὲ ἄδολη χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει.
Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μιὰ γιορτὴ γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ χριστουγεννιάτικου δένδρου ποὺ διακοσμοῦμε καὶ φωτίζουμε, ἀλλὰ μ' ἕναν πολὺ βαθύτερο τρόπο, καὶ μόνο τὰ παιδιὰ δὲν ξαφνιάζονται γιὰ τὸ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς κατέρχεται, ἔρχεται στὴ γῆ ὡς παιδί.
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ φανερώνει ὅ,τι τὸ οὐσιαστικότερο καὶ πλέον χαρμόσυνο μήνυμα στὸ Χριστιανισμὸ βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ' αὐτὴν τὴν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καὶ οἱ πιστοί, περιμένουν καὶ προσδοκοῦν ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ δώσει ἐξηγήσεις καὶ ἀναλύσεις ὀρθολογικὲς τὴν θέλουν ἔξυπνη καὶ σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἀκόμη πιὸ σκληροί, καὶ τελικά, βαρετοί, καθὼς ἀντιμετωπίζουν τὴ θρησκεία μὲ ὁμοβροντίες ἀπὸ «ὀρθολογικὲς» σφαῖρες.

Τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἐνήλικες, τοὺς ἔξυπνους καὶ σοβαρούς, τοὺς περίεργους, τοὺς πολύξερους, τοὺς καχύποπτους· γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε, «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18,3). Τί σημαίνει αὐτό; Τὶ λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἤ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας, καὶ ποὺ αὐτὸ τὸ ἔχουν κυρίως τὰ παιδιά; Εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ θαυμάζουν, νὰ ἀγαλλιοῦν, νὰ ἐλπίζουν, καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ νιώθουν γνήσια χαρὰ καὶ ἀγάπη, ἐνῶ ἡ ἐνηλικίωση, ἐὰν δὲν προσέξωμε, μᾶς καθιστᾶ ἀνέραστους καί ἀνέορτους – φυτοζωοῦντες, χωρὶς νὰ ζοῦμε μιὰ χαρὰ τόσο δυνατὴ ὅπως εἶναι ἡ χαρὰ «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος, καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον», καὶ μιὰ ἀγάπη τόσο δοτικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ ποὺ δὲν φείδεται τοῦ ἑαυτοῦ της.

Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἐλπίδα, στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη τὸν Θεό. Οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινὴ μας μεμψιμοιρία καὶ τὴν κυνικὴ μας καχυποψία, κι ἔτσι ἀδυνατοῦμε νὰ προσεγγίσουμε τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ τῆς προέλευσής του ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς Ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές.
Τὸ παιδὶ ἐνῶ δὲν διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία, ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς τοῦ κύρους τὸ ἀναδεικνύει σὲ κυρίαρχο· πηγὴ τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του.
Τὸ παιδὶ ποὺ γεννᾶται σ' αὐτὴ τὴ μακρινὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεέμ, ὁ Χριστός μας, εἰσέρχεται στὶς καρδιές μας χωρὶς νὰ μᾶς ἐκφοβίζει, χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύει τὸ κύρος καὶ τὴ δύναμή Του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καὶ μόνο ὡς παιδιὰ μποροῦμε μὲ τὴ σειρά μας νὰ Τὸν προσεγγίσουμε νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε καὶ νὰ δοθοῦμε σ' Αὐτόν.

Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη, τὸ νόμο, τὰ μέτρα καὶ τὴν ἐξουσία, ἐνῶ ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστὸν μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ' ὅλα αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ποὺ προσφέρεται μὲ ἐλευθερία καὶ χαρά, τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας.
Καλούμεθα νὰ κάνουμε Χριστούγεννα μὲ τὸν Χριστό μας. Γιατί, ἄμα κάνουμε Χριστούγεννα χωρὶς Αὐτόν, τί ἔχει πεῖ ὁ Ἴδιος; «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Μ’ Ἐκεῖνον! Κι ἄς μὴν ἔχουμε νὰ φᾶμε. Εἴμαστε στὸ ξενοδοχεῖο τῶν ἀστέρων, καὶ ἄς εἴμαστε «ἄστεγοι». Κι Ἐκεῖνος στὸ ξενοδοχεῖο τῶν ἀστέρων τὴν ταπεινὴ φάτνη Γεννήθηκε. Δὲν βρέθηκε «τόπος ἐν τῷ καταλύματι».
Γεννήθηκε στὸ Σπήλαιο. Στὴν ταπείνωση τοῦ Σπηλαίου. Γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ὅλα ἐδῶ εἶναι περαστικά. Δὲν ἔχουν καμμία ἀξία. Ἔχουν ἀξία μόνο στὸ σημεῖο ποὺ μᾶς βοηθᾶνε, γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἄλλη Πλάση. Νὰ πᾶμε στὸ σπίτι μας, στὴν μέλουσα πόλη.
Κι ὅταν κολλᾶμε σ᾿ αὐτὰ καὶ τὰ λατρεύουμε, τότε χάνομε πλέον τὸν στόχο μας. Χάνομε τὸν Χριστό μας. Τὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστός μας! Ἡ νέα πλάση. Ἡ νέα ἀνθρωπότητα. Τὸ «Νέον Παιδίον». Ὅλα νὰ τὰ χάσομε, ἄς τὰ χάσομε! Ἄλλωστε, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἐδῶ θὰ τ’ ἀφήσομε. Τὸν Χριστό μας μὴ χάσομε. Τὸ Παιδίον τὸ Νέον! Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ὁ Χριστός!

Νὰ κάνομε ὅ,τι κι ἄν κάνομε πρὸς δόξαν Θεοῦ. Βασικὸ εἶναι νὰ τὰ ᾿χομε καλὰ μὲ τὸν Ἀφέντη μας τὸν Χριστό. Νὰ μὴν Τὸν ἀφήσομε ποτέ. Ὅλα τ᾿ ἄλλα ἄς μᾶς τὰ πάρουν. Ἀλλὰ ἄς κρατήσομε Ἐκεῖνον καὶ τὴν ἀθάνατη ψυχή μας. Εἶναι τὸ ἀκτύπητο δίδυμο. Λέει καὶ ὁ πατρο-Κοσμᾶς στοὺς Χριστιανοὺς τοὺς σκλάβους, «Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται. Ὅλα τὰ ἄλλα ἄς σᾶς τὰ πάρουν. Τὸ σῶμα σας ἄς τὸ τηγανίσουν. Ἄς κάνουν ὅ,τι θέλουν. Αὐτὰ τὰ δύο μὴν τὰ δώσετε. Κι ἄν δὲν τὰ δώσετε ἐσεῖς, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ σᾶς τὰ πάρει». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό μας, οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ἅγιοι δίνανε τὰ πάντα, ἔδιναν τὴ ζωή τους, τὸ αἷμα τους, θυσίαζαν τὰ πάντα! Καὶ ἔτσι προέκυψε ἀπὸ αὐτὴ τὴ θυσία πολὺ μεγάλο καλὸ γιὰ ὅλους. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς αὐτοθυσίας ποὺ ἔχει ἁξία μαρτυρίου καὶ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἐπανάσταση.

Καθὼς πλησιάζομε καὶ φέτος γιὰ τὰ ἱερὰ Χριστούγεννα, ἄς ἀναλάβομε κι ἐμεῖς μιὰ συνοδοιπορία μὲ τὴν Ἁγία Οἰκογένεια στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, καὶ νὰ ἀρκεστοῦμε νὰ ἐπιθυμήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ποιητή μας Κωστῆ Παλαμᾶ ποὺ τοῦ ἀρκοῦσε νὰ ἦταν «τοῦ στάβλου ἕνα ἄχυρο». Καὶ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλα τὸν συγκινοῦσε «τῶν Μάγων ἡ λατρεία καὶ τῶν Ποιμένων ἡ Δοξολογία». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνήμερα στὰ Χριστούγεννα ἑορτάζομε καὶ τιμᾶμε καὶ τὴν προσκύνηση τῶν ἀκάκων Ποιμένων καὶ τὴν προσκύνηση τῶν σοφῶν Μάγων.
Νὰ πᾶμε κι ἐμεῖς νοερὰ νὰ συγκινηθοῦμε καὶ νὰ πανηγυρίσουμε μυστικά, ἀλλὰ δυνατὰ χρησιμοποιῶντας τὶς διακοπές μας, ὡς μέσον καὶ ὄχι ὡς αὐτοσκοπό.
Ἐνῶ ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι θεωροῦμε πρώτιστον τὶς διακοπὲς καὶ εὐκαιρία τὶς ἑορτὲς.
Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῆς ἀπέραντης ἐλπίδας καὶ χαρᾶς. Τὸ μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερόμενης ἀγάπης ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται σὲ κανένα. Καὶ μᾶς ζητάει νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ ἀγάπη ἱκανὴ νὰ δεῖ, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Θείου Βρέφους, καὶ αὐτὸ θὰ γίνει δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς γιὰ ὅλους μας.

Οἱ βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐμπνευσμένους ὕμνους τους μερικὲς φορὲς μᾶς παρουσιάζουν τὸ θαῦμα τῆς Γεννήσεως ἀπὸ μιᾶ καθαρὰ ἀνθρώπινη ὀπτικὴ γωνία, ὅταν ἀκοῦμε τὸν ὑμνογράφο νὰ ρωτᾶ τὸν ἀγωνιώντα ἄνθρωπο, τὸν μνήστορα Ἰωσήφ καὶ ἐμμέσως ὅλους ἐμᾶς, ὅταν στεκόμαστε μὲ δυσπιστία μπροστὰ στὰ Μυστήρια τοῦ Θεοῦ:
Ἰωσήφ, εἰπὲ ἡμῖν,
πῶς ἐκ τῶν ἁγίων ἥν παρέλαβες κόρην
ἔγκυον φέρεις ἐν Βηθλεέμ;...
Καὶ ὁ ὑμνογράφος σὲ ἄλλον ὕμνο του θὰ ἐκφράσει, σὲ ἀνθρώπινα πάλι μέτρα, τὴ λύπη καὶ τὴν πίκρα ποὺ ἔνιωσε ὁ Ἰωσήφ, βλέποντας τὴν Παναγίαν ἔγκυο:
Τάδε λέγει Ἰωσήφ πρὸς τὴν Παρθένον
Μαρία, τὶ τὸ δράμα τοῦτο, ὁ ἐν σοῖ τεθέαμαι;
ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι
καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι!
Ἕνα – δυὸ ἄλλα ἐρωτηματικὰ ὑπάρχουν καὶ στὸ δεύτερο Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων, ὅπου ὁ ποιητὴς κάνει τὴ «ρητορικὴ θὰ λέγαμε, ἐρώτηση στὴν Παρθένο: «Τί θαυμάζεις, Μαριάμ, τί ἐκθαμβεῖσαι τὸ ἐν σοί;». Ἡ ἀπάντηση τῆς Παναγίας εἶναι, πῶς γεννᾶ μέσα στὸ χρόνο ἄχρονον Υἱό:
«Ἄνανδρος εἰμι καὶ πῶς τέξω υἱόν; ἄσπορον γονὴν τίς ἐώρακεν;» Ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση, ὅπως εἶναι σ’ ὅλους γνωστό, δίνεται ἐπιγραμματικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή:
.... Ὅπου Θεὸς γὰρ βούλεται
νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται ...

Ὅλα τὰ ἐρωτηματικὰ θὰ λείψουν μόλις ἐπιβεβαιωθοῦμε μέσα μας ὅτι ἐγεννήθη δι᾿ ἡμᾶς παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Τότε θὰ βιώσουμε ὅτι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὅλα, τὰ πάντα, ντύνονται μὲ φῶς καὶ πανηγυρίζουν τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὰ ἐρωτηματικὰ σβήνουν καὶ χάνονται καὶ ἀλλάζουν θαυμαστὰ καὶ γίνονται ὕμνος καὶ αἶνος στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ! Τὸτε δὲν ὑπάρχει μακρινὸς οὐρανός, ποὺ δὲν τὸν γνωρίζει καὶ δὲν τὸν καταλαβαίνει ἡ γῆ, γιὰ νὰ τοῦ λέει τὶς ἀπορίες της. Μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἔγιναν ἕνα, γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγιναν ἕνα, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Ἔτσι μᾶς τὸ ψάλλει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ στιχηρὰ ἰδιόμελα τῆς Λιτῆς τῆς γιορτῆς:
Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήμερον ἠνώθησαν
τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ.
Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε
καί ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε...
Αὐτὴ ἡ ἕνωση τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ καὶ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, πιάνει πολὺ μεγάλο χῶρο στὰ κείμενα τῶν θεολόγων Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἄς θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεόλογο, ποὺ γράφει: «Τὸ μὲν καταβῆναι δεῖ Θεὸν πρὸς ἡμᾶς, τὸ δὲ ἡμᾶς ἀναβῆναι καὶ οὕτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους, τῆς ἀξίας συγκιρναμένης».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μιλώντας πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, δίνει προτεραιότητα στὸν θεῖον παράγοντα. Ἐκεῖνος κάνει ἀρχὴ πρῶτα καὶ ὕστερα ἀκολουθεῖ ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἄνοδο: «οὐδέποτε ψυχὴ δύναται πρὸς γνῶσιν ἐκτανθῆναι Θεοῦ, εἰμὴ αὐτὸς ὁ Θεός, συγκαταβάσει χρησάμενος, ἄψηται αὐτῆς καὶ ἀναγάγη πρὸς ἑαυτόν».
Ὅμως, ἡ συνέχεια ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο νὰ καθαρθεῖ σὲ βάθος, ἄν θέλει νὰ ἔρθει σὲ συνάντηση μὲ τὸν πανάγιο Θεό. Εἶναι γνωστὴ ἡ θεολογικὴ ἀρχὴ: «καθαρτέον δεῖ πρώτον καὶ εἴτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον». Αὐτὸ τὸ καθαρὸν καὶ ἡ μετάνοια εἶναι οἱ ἀσφαλεῖς τρόποι νὰ βιάζει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ τὸν κάνει ἱκανὸ γιὰ τὴ θεία συνάντηση, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος: «ἀλλήλων εἶναι φασι παραδείγματα τὸν Θεὸν διὰ φιλανθρωπίαν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἑαυτὸν τῷ Θεῷ δι᾿ ἀγάπης δυνηθεὶς ἀπεθέωσε».
Στὴν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων ἄπειρες φορὲς συναντοῦμε τὴν πρόσκληση γι’ αὐτὴ τὴν προσωπική μας κάθαρση, ὡς προϋπόθεση στὴ μέθεξη τῆς χαρᾶς τῶν Χριστουγέννων:
... καὶ νοῦν καθαρθέντες,
τῷ βίω προσενέγκωμεν ἀρετᾶς ἀντὶ μύρου,
προευτρεπίζοντες πιστῶς τῶν Γενεθλίων τὰς εἰσόδους
ἐπὶ τῶν ψυχικῶν θησαυρισμάτων ...
Χωρὶς τὰ δική μας διάθεση καὶ προσπάθεια πρὸς κάθαρση καὶ προσφορὰ στὸ νεογέννητο Χριστό, μένουμε στὸ περιθώριο τῆς γιορτῆς καὶ ἀποτελοῦμε παραφωνία μέσα στὴν ἁρμονία τῆς Κτίσεως, ὅπου, τὴ μέρα τῶν Χριστουγέννων, ὅλα τὰ κτίσματα προσφέρουν τὴν εὐχαριστία στὸ Δημιουργό τους:
Τί σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ,
ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς;
Ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων
Τὴν εὐχαριστίαν σοὶ προσάγει ...
Ἕνα δυνατὸ αἴσθημα χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, ἱεροῦ μυστηρίου καὶ γλυκειᾶς εὐφροσύνης μᾶς διαποτίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅταν ψάλλουμε ἤ διαβάζουμε τοὺς ἔξοχους ὕμνους, ποὺ ἔγραψαν γιὰ τὴ Γέννηση πρὶν τόσα χρόνια οἱ μεγάλοι ποιηταὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλοι τους σχεδὸν μᾶς προτρέπουν νὰ χαροῦμε καὶ νὰ πανηγυρίσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία μας. «Ἄνθρωποι, χορεύσατε ἐνθέως», «ὁ Βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν ἐν γῇ παραγίνεται», βροντοφωνεῖ ὁ ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδός. Καὶ ὁ ὑμνογράφος Ἰωσὴφ καλεῖ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τ’ ἄψυχα νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὰ ἔμψυχα καὶ νὰ σκιρτήσουν ἀπὸ χαρά:
Τὰ ὅρη, οἱ βουνοὶ τε, καὶ ξύλα τοῦ δρυμοῦ,
ποταμοὶ καὶ θάλασσαι, καὶ ἅπασα πνοή,
ἐν εὐφροσύνῃ σκιρτήσατε...
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ θεῖο τραγούδι τῆς αἰώνιας δημιουργικῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀστείρευτης ἐλπίδας, καὶ ἐμεῖς ὡς ὀρθόδοξοι πιστοὶ χριστιανοί, συνυπεύθυνοι καὶ συνεχιστὲς αὐτῆς τῆς παλιγγενεσίας, βιώνοντας καὶ φανερώνοντας τὸ «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοὶ ὅτι δεδόξασται», καλούμεθα, ὑποχρεούμεθα, ἀλλὰ καὶ δικαιούμεθα νὰ πανηγυρίζουμε, ὡς «ὁ πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας χριστοτερπὴς λαὸς ἠξιωμένος, νῦν ποτνιᾶται τῆς Παλιγγενεσίας». (Θ΄ Ὠδὴ Ὄρθρου Χριστουγέννων).
Σ’ αὐτὴ τὴν εὐφροσύνη κι ἀγαλλίαση, ὅπου εὐωδιάζει μυστικὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ταπεινὴ ψυχή, καλεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ὅλους τοὺς πιστούς, μὲ τὰ ἰδιόμελα στιχηρὰ τῶν Αἴνων τῆς γιορτῆς. Τὰ δύο πρῶτα μιλοῦν γιὰ τὴ Γέννηση, τ’ ἄλλα δύο ὑμνοῦν τὴν Παναγία. Στὸ τρίτο, μάλιστα, ὑπάρχει καὶ μιὰ θεολογικὴ θέση πολὺ ἐνδιαφέρουσα, ποὺ ἀφορᾶ στὴ σχέση μας μὲ τὸ Μυστήριο, ποὺ μερικοὶ θέλουμε νὰ τὸ γνωρίσουμε καὶ νὰ τὸ κατακτήσουμε μονάχα μὲ τὴ γνώση, ψυχρὰ κι ἐγωιστικά:
... οὐ φέρει τὸ μυστήριον ἔρευναν·
πίστει μόνη τούτου πάντες δοξάζομεν,
κράζοντες μετὰ σοῦ καὶ λέγοντες·
Ἀνερμήνευτε Κύριε, δόξα σοι!

Κάπου ἐδῶ πρέπει νὰ τερματίσουμε τὴν ἀδολεσχία μας, μὲ τὴ συναίσθηση πὼς τὰ πιὸ σημαντικὰ ἀπὸ ὅσα καλύπτουν τὸ μεγάλο Μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως οὔτε εὔκολα προσεγγίζονται ἀπὸ τοὺς γήινους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐμᾶς, μὰ οὔτε κι εἶναι εὔκολο, ἀκόμη καὶ ἄν τὰ προσεγγίσουμε μὲ τὴν πίστη καὶ τὰ γραπτὰ τῆς ποιήσεως, τῶν ὅσων ἔπαθαν τὰ θεῖα, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τ’ ἀποδώσουμε καὶ μεταδώσουμε ὅπως ἀξίζει. Ὡστόσο, ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς παρηγορεῖ καὶ προτρέπει ἀκόμη κι ἐμᾶς, ποὺ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι, μὲ τὴν χάρι Του καὶ μὲ ἐλπίδα στὴν καρδιά, νὰ πανηγυρίσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ:
... οἱ ἐν σκότει ᾄσωμεν αὐτῷ,
αὐγαζόμενοι φαιδρῶς ταῖς τούτου λάμψεσιν.


Ἄς πανηγυρίσουμε λοιπὸν ὅλοι ποτνιακά, ἔσωθεν, καὶ ἐν μετανοίᾳ τὴν Ἁγία Γέννηση, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστός, «τέλειος τῇ θεότητι καὶ ἀνθρωπότητι», μᾶς δίνει τὴ θείαν ἀναγέννηση καὶ μᾶς ἀνάγει στὴν πρότερή μας πνευματικὴν εὐγένεια. Ἄς δεχτοῦμε ὁ καθένας τὴ φανερὴ βεβαίωση τῆς σωτηρίας μας, τὴν παρουσία Του, εἴτε στὸ σπήλαιο (τὸ σκοτίνιασμα) τῶν δυσκολιῶν μας, μὲ ταπείνωση καὶ ἐλπίδα, εἴτε στὸ παλάτι (στὴ χαρὰ) τῶν εὐλογιῶν Του, μὲ τὴν ἐκ καρδίας εὐχαριστία, ἔχοντας πάντα κατὰ νοῦ ὅτι:
Χριστὸς γεννᾶται,τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα!

Καλὰ Χριστούγεννα κι ευλογημένη χρονιά!


Ἐπιμέλεια κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς