Καλὴ κι εὐλογημένη χρονιὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Εὑρισκόμεθα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων καὶ ὅλου τοῦ Δωδεκαημέρου, τοῦ νέου ἔτους καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους μας ποὺ ὁ καθένας μας ἀντιμετωπίζει γιὰ τὶς γενικὲς καὶ τὶς προσωπικές δυσκολίες. Παρὰ ταῦτα, καὶ ἐνῶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους, κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ἔνοιωσε ὁλόκληρο τὸ βάθος τῆς εὐλογίας τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ μὴν βίωσε τὸ «ἔνθα ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων καὶ ἡ ἀπέραντη ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον», καὶ νὰ μὴν ποτνιάστηκε ἐκ τῆς παλιγενεσίας ὡς ἠξιώθη ὁ Χριστοτερπής λαός, ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζήσαμε κάτι ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, εἴτε ὡς χαρὰ εὐχαριστοῦντες, εἴτε ὡς δάκρυ πόνου παραπονούμενοι.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι προτοῦ παρέλθει ἡ ἐπιρροὴ ἀπὸ τὰ ἑορταστικὰ γεγονότα, νὰ μετατραποῦν οἱ ὅποιες ἐπιρροὲς καὶ τὰ ὅποια γεγονότα σὲ διαχρονικὰ βιώματα καὶ διαχρονικὲς ἀποφάσεις.
Τὰ Χριστούγεννα, μὲ μία λέξη, μὲ μία φράση, εἶναι ἡ νέα ἀνθρωπότητα. Ἡ γέννηση τοῦ νέου τύπου ἀνθρώπου. Ἔχουμε νέα δημιουργία. Νέα πλάση, μὲ γνώρισμα τὴν ἀπόλυτη ταπείνωση. «Καινούργιος κόσμος μέσα στ᾿ ἄχυρα γεννιέται», λέει ὁ ποιητής τῶν καιρῶν μας. Ἐπειδὴ ὁ πρῶτος Ἀδάμ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἀποστασία συμπαρέσυρε ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀποστασία, στὴν χωρὶς Θεὸ ζωή, στὴν ἀπώλεια, ἔρχεται τώρα διὰ τοῦ Νέου Ἀδὰμ, τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ θεραπεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.
Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ νέου κόσμου. Ἔχουμε μέγαν προορισμόν, νὰ γίνουμε «Υἱοὶ Ὑψίστου». Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος μὲ ὀρθίαν στάσιν καὶ βάδισιν. Γι᾿ αὐτὸ λέγεται καὶ ἄν-θρωπος. Ἀπὸ τὸ «ἄνω θρώσκω». Βλέπω ἄνω. Εἶμαι γιὰ τὰ ἄνω. Εἶναι ἡ πατρίδα μου ἐκεῖ. Ἐδῶ εἴμαστε περαστικοί διαβάτες. «Καὶ δὲν εἴμαστε μόνιμοι κάτοικοι, πολίται αὐτοῦ τοῦ παρόντος κόσμου, ἀλλὰ πάροικοι», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἴμαστε Χριστιανοί, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τῆς νέας πλάσης.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ καράβι, ποὺ περνάει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ, παίρνει τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα τοῦ βίου καὶ τοὺς φέρνει στὸ λιμάνι τῆς Θείας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὸν Παράδεισο. Πῆρε ὁ Χριστὸς τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη ἐπάνω Του. Μᾶς ἕνωσε μαζί Του. Ὀντολογικά. Κι αὐτὴ ἡ ἕνωση δὲν καταργεῖται πιὰ μὲ τίποτε. «Κι ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο ‘κάτ’ εἰκόνα Του!’ Οὔτε γιὰ τοὺς Ἀγγέλους δὲν ἐλέγχθη αὐτό!». Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε: «μήπως τὸ ‘βραχὺ τι παρ᾿ ἀγγέλοις’ εἶναι λάθος καὶ τὸ σωστὸ εἶναι ‘βραχὺ τι ὑπὲρ ἀγγέλοις’;».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς καὶ ἦλθε νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα Του. «Χριστὸς γεννᾶται τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα».
Κι ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, ὁ μεγαλοφωνότατος, ὁ πέμπτος Εὐαγγελιστής, τί λέει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γιὰ τὸν Μεσσία; Ὅτι «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν. Καὶ ἐδόθη ἡμῖν». Εἶναι προσωπικὸς Σωτὴρ τοῦ καθενὸς χωριστά. Καὶ ὅλων μαζί.
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. «Χριστοῦ γέννησις, ἀνθρώπου λύτρωσις».
Χριστιανοὶ θὰ πεῖ, ζοῦμε κατὰ Χριστόν. Διότι, χωρὶς τὸν Χριστό μας, ἔχει πεῖ ὁ Ἴδιος; «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Διότι ἄν δὲν ἔχομε τὸν Χριστό, καὶ μόνοι, καὶ νὰ ᾿μαστε ὅλοι μαζί, ἐρημία εἶναι. Τὸ λέει ὁ Παπαδιαμάντης, ἀπευθυνόμενος στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. «Ἀπὸ τὴν ἐρημία σου, ἅγιέ μου Γιάννη, ποὺ ἤχησε τὸ πάλαι ἡ φωνή σου, θυμήσου μας κι ἐμᾶς, λυπήσου μας, ποὺ λυώνομεν εἰς μίαν ἐρημίαν γεμάτην ἀπὸ πληθυσμὸν ἀνθρώπινον».
Διότι, ἅμα δὲν ἔχει κανεὶς τὸν Θεό του κι εἶναι σὲ ἀποστασία, τότε «καὶ μαζὶ καὶ μόνος, ἴδιος εἶν’ ὁ πόνος!», ἴδιος εἶν᾿ ὁ φόβος. Ἐνῶ, ἅμα ἔχομε τὸν Χριστόν, τὰ ἔχουμε ὅλα. Καὶ γινόμαστε ἀντρειωμένοι. Γιὰ τὴν πίστη, γιὰ τὸ Γένος, γιὰ τὸν πλησίον, γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τὴ γῆ, γιὰ τὶς ἀξίες, γιὰ τὴν παράδοση, γιὰ τὸ ὡραῖο, γιὰ τὸ ὑψηλό, γιὰ ὅλα καὶ μὲ ὅλα εἴμεθα χαρούμενοι καὶ αἰσιόδοξοι. Ἀλλιῶς εἴμαστε παραπονιάρηδες. Ψοφοδεεῖς. Ἄχρηστοι, φοβισμένοι.
Ἕνας ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης, ἔλεγε, «Ἐγώ, καὶ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ νὰ συγκρουστοῦν, δὲν φοβᾶμαι». Γιατὶ ἐγὼ τὸν Θεὸ δὲν Τὸν φοβοῦμαι. Τὸν ἀγαπῶ». Κι ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν φοβᾶσαι. Γιατί; «Ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι χειροπιαστὴ θρησκεία, μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια! Εἶναι ἄμεση. Εἶναι αὐταπόδεικτη. Ὁ Θεός ἐσαρκώθη καὶ πῆρε ὅλον τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἐφόρεσε, τὸν ἁγίασε, τὸν συγχώρεσε, τὸν ἐδικαίωσε. Τοῦ ἔδειξε τὴν ὅλη Ἀλήθεια, τὸν Ἑαυτόν του ἀλλὰ καὶ τὴν ἀλήθεια περὶ ἀνθρώπου. Τοῦ ἔδειξε ποιός εἶναι ὁ προορισμός του. Τὸν βεβαίωσε ὅτι προορισμός του εἶναι ὁ οὐρανός.
Tὸ βαθύτερο νόημα τῶν Χριστουγέννων εἶναι ὅτι: «Διπλοῦς ἐτέχϑη Χριστός, τὸν ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι», γιὰ νὰ ἀναπληρώσει τὸν ἄνω κόσμο! Γιατί, ὅταν ἔπεσαν οἱ Ἄγγελοι κι ἔγιναν δαίμονες, ἔμεινε ἐκεῖ κενό. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀναπληρωθεῖ. Νὰ συμπληρωθεῖ. Καὶ ὁ Θεός ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο.
Καὶ τὸν ἔφτειαξε χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς. Πῆρε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ. Αὐτὸ εἶν᾿ τὸ σῶμα του. Καὶ ὅταν ἔφτιαξε, λοιπόν, τὸν πήλινο ἄνθρωπο, «ἐνεφύσησεν εἰς αὐτὸν πνοὴν ζωῆς». Τί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ψυχή; Ἡ ἀνάσα τοῦ Θεοῦ. Τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωοποιὸς ἐνέργεια. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς Θείας ἐνεργείας.
Τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον». Ἐνῷ γιὰ τ᾽ ἄλλα ὄντα: «Εἴπε καὶ ἐγεννήθησαν· ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔλαβε εἰδικὴ πρόνοια καὶ μέριμνα. Τὸ τρισαγαπημένο Του. Τὸ πλάσμα τοῦ Βασιλέως Θεοῦ. «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς». Εἶναι οἱ ρόλοι. «Ἄρσεν καὶ θῆλυ!» Πρῶτα, ὅμως, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα εἶναι ἄνθρωπος! Ἔχουμε ἠθικὴ ἰσοτιμία. Μὴν ψάχνουμε γιὰ ἰσοπέδωση.
Σήμερα ἔχουμε φοβερὴ μοναξιὰ καὶ ὑπαρξιακὴ μοναξιά, γιατὶ δὲν ἔχουμε πίστη. Δὲν πιστεύουμε στὸν Θεό, δὲν αἰσθανόμεθα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὴν παρουσία τῆς Παναγίας, τὴν παρουσία τῶν ἁγίων. Οἱ παλαιότεροι ἄνθρωποι, μπορεῖ νὰ ἦταν ἀγράμματοι, ὀλιγογράμματοι, μὲ πολέμους, μὲ ἀρρώστιες, μὲ βάσανα, τί δὲν ἔχει περάσει ἡ ἀνθρωπότητα, τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου ποὺ ᾿χουν συμβεῖ, ἀλλὰ εἴχανε μεγαλύτερη πίστη καὶ βάσταγαν.
Τώρα ἔχουμε ὑπαρξιακὴ μοναξιὰ, παράπονο καὶ φόβο, γιατὶ εὐρισκόμεθα σὲ παρατεταμένη ἀποστασία μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό, ἐμπιστευόμεθα στὸν ἑαυτό μας, στὰ τοῦ κόσμου καὶ ὄχι εἰς τὴν χάρι, τὴν εὐλογία καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, ἐνῶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων εἶναι παρόντα. Χθὲς ἑορτάσαμε τὸν Μέγα Ἀντώνιον καὶ τὸν νεομάρτυρα Γεώργιον τὸν ἐν Ἰωαννίνοις, σήμερα τοὺς ἁγίους Ἀθανάσιο καὶ Κύριλλο καὶ τὶς ἁγίες Θεοδούλη καὶ Ξένη καὶ τὴν ἐπομένη τοὺς ἁγίους Μακαρίους (Αἰγύπτιο καὶ Ἀλεξανδρέα), τὸν ἅγιο Μελέτιο τὸν Γαλησιώτη, τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικὸ ποὺ μόνος του ἔσωσε τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ πλῆθος Ἁγίων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ποὺ μποροῦμε νὰ ζητήσουμε τὶς πρεσβεῖες τους καὶ περιμένουν μὲ ἀνυπομονησία νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴ φιλία τους. Ἐμεῖς ὅμως ζοῦμε στὴν μοναξιὰ τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, τῶν φόβων μας, τῆς ἀντιπαλότητος, τοῦ παραπόνου καὶ τῆς μιζέριας μας. Ἐνῶ μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀνέτειλε ἡ νέα ζωή, ἡ νέα πλάση, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή - «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6) - ἐμεῖς ἐπιμένουμε μὲ τὴν ἀποστασία μας νὰ ζοῦμε σὲ σταυροδρόμι, νὰ μὴν ξέρουμε ποιό δρόμο νὰ πάρουμε, νὰ εὐρισκόμεθα σ’ ἕνα σκοτάδι πληροφοριῶν (ποῦ, πότε, πῶς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε, βλέπουμε καὶ ὑφιστάμεθα, τί εἶναι ἀλήθεια) καὶ εὐρισκόμεθα-ζοῦμε σὲ μιὰ παραζάλη παθῶν ποὺ τὸ λέμε ζωή. Ἐνῶ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ μᾶς τὴν χαρίζει καὶ τὴν δείχνει ὁ Ἐνανθρωπήσας, Ἐσταυρωμένος καὶ Ἀναστὰς Κύριός μας καὶ οἱ φίλοι Του καὶ οἱ ἀληθινοὶ φίλοι μας, οἱ Ἅγιοι, ἐμεῖς ἐπιμένουμε καὶ ἀναλονώμεθα, στὰ θεάματα, στὶς διασκεδάσεις, στὰ προγράμματα ἐναγωνίως.
Αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ, τὴν ζωὴ τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλπίδος, τῆς αἰσιοδοξίας, τῆς ταπείνωσης, τῆς ἀγάπης, τοῦ θείου ἔρωτος, τῆς αἰωνιότητος θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε, μέσα ἀπὸ μιὰ διασκευὴ-περίληψη-ἐπιλογὴ, ἀπὸ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.
Ἡ ζωὴ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς
Πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ κάθε τί τὸ ἀνθρώπινον ἦτο διαπεποτισμένον μὲ τὸν θάνατον. Ἡ γῆ ἦτο μία φρικαλέα φυλακὴ τοῦ θανάτου καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀνίσχυροι δέσμιοι καὶ δοῦλοι του. Μόνον μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀπηλπισμένους θνητούς, τοὺς ἀθλίους δούλους τοῦ θανάτου, «ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος». Αὐτὴν τὴν «αἰώνιον ζωὴν» «ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν», αὐτὴν τὴν ζωὴν «μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν» πρὸς πάντας (Ἰωάν. α΄, 1-2), μαρτυροῦν καὶ σ’ ἐμᾶς οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ στὴ συνέχεια ὅλοι οἱ Ἅγιοι.
Διὰ τοῦτο καὶ ἦλθεν ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεὸς εἰς τὸν κόσμον: «ὅτι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν Μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ Αὐτοῦ» (Ἰωανν. δ΄, 9) διὰ νὰ μᾶς δείξῃ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὴν ἐν Αὐτῷ ἀληθινὴν ζωὴν καὶ τὸν ἀληθινὸν ἄνθρωπον.
Δι’ αὐτὸ «ὁ ἔχων τὸν Υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν Υἱὸν ζωὴν οὐκ ἔχει» (Ἰωανν. ε΄, 12), ἀλλ’ εὑρίσκεται ὅλος ἐν τῷ θανάτῳ, καθ’ ὅσον δὲν δύναται νὰ ὀνομασθῆ ζωή, ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι μολυσμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τελειώνει εἰς τὸν θάνατον, «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος».
Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἐκφρασμένη διὰ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παρελκοῦσα τὴν αἰώνιαν ζωὴν δὲν ἔχει ὅρια καὶ τέλος καὶ οὐδεμίαν δυσκολίαν γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἐφ᾿ ὅσον διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν αἰωνίαν ζωήν, δὲν μᾶς ζητεῖται οὔτε μόρφωσις, οὔτε δόξα, οὔτε πλοῦτος, οὔτε τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ μόνον ἡ πίστις εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθ᾿ ὅσον «οὕτω ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» καὶ «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωανν. γ΄ 16, στ΄ 47, ε΄ 24), τὴν παροῦσαν καὶ τὴν μέλλουσα.
Ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστὸν μὲ τὸ νὰ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν αἰώνιον Κύριον πληροῖ τὴν ψυχήν τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ αἰσθάνεται καὶ κατανοεῖ καὶ τὸν ἑαυτόν του ὡς αἰώνιον. Αὐτὸ γίνεται τόσον περισσότερον κατανοητόν, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ζῆ κατ’ αὐτὴν τὴν πίστιν, ἡ ὁποία ἁγιάζει βαθμηδὸν τὴν ψυχήν του, τὴν καρδίαν του, τὴν συνείδησίν του, ὅλον τὸ εἶναι του μὲ τὰς θείας ἐνεργείας τῆς χάριτος, ὥστε συνεχῶς νὰ ἁγιάζεται, νὰ μεταμορφώνεται καὶ νὰ θεώνεται. Αὐξάνει ὁ ἁγιασμὸς τῆς ὅλης φύσεώς του καὶ ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν καὶ τῆς ἰδικῆς του αἰωνιότητος καὶ τῆς αἰωνιότητος τῶν πάντων.
Τὸ ἀντίθετον πρὸς αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὴν «ἀποτελεσθεῖσα ἁμαρτία» τὴν χωρὶς συναίσθηση καὶ μετάνοια ἁμαρτία (Ἰακ. α΄, 15), ποὺ εἶναι ὁ θάνατος, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς τὸν Ὁποῖον καὶ μόνον εὑρίσκεται ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀναφορὰ εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀποστασία, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν εἶναι θάνατος· ἡ εὐσέβεια εἶναι ζωή, ἡ ἀσέβεια θάνατος· ἡ πίστις εἶναι ζωή, ἡ ἀπιστία θάνατος· ὁ Θεὸς εἶναι ζωή, ὁ διάβολος εἶναι θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἡ δὲ ζωὴ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ζωὴ ἐν τῷ Θεῷ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστις: ἡ ἀναζωοποίησις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν νέκραν, ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις τῆς ψυχῆς: «νεκρὸς ἦν, καὶ ἀνέζησε» (Λουκ. ιε΄, 24).
Αὐτὴν τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν τῆς ψυχῆς, ὁ ἄνθρωπος τὴν ζῆ διαρκῶς καὶ μόνον μέσα εἰς τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν Του, διότι ὁ Θεάνθρωπος ὅλος εὑρίσκεται εἰς Αὐτήν, μεταδίδων Ἑαυτὸν εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Ὅπου εἶναι Αὐτός, ἐκεῖ πλέον δὲν ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχὴν» (Κανὼν τοῦ Πάσχα, ᾠδὴ ζ΄) (Ἅγιος Πορφύριος).
Ἡ ζωὴ εἶναι ἀληθινὴ ζωὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ. Ὅπως μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν εὑρίσκεται ὁ θάνατος, οὕτω καὶ εἰς τὴν ἁγιότητα ἡ ἀθανασία. Μόνον διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἐνανθρωπήσαντα καὶ Ἀναστάντα Χριστὸν ὁ ἄνθρωπος ζῇ τὸ περισσότερον ἀποφασιστικὸν θαῦμα τῆς ὑπάρξεώς του: τὴν μετάβασιν ἀπὸ τὸ πεπερασμένον εἰς τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τὸν ἅδην εἰς τὸν παράδεισον, ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ἀθανασίαν. Μόνον τότε εὑρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸν του, τὸν ἀληθινόν, τὸν αἰώνιον ἑαυτὸν του: «ἀπολωλὼς ἦν, καὶ εὑρέθη», καὶ «νεκρὸς ἦν, καὶ ἀνέζησε» (Λουκ. ιε΄, 24).
Οἱ χριστιανοὶ διὰ τῆς πίστεως εἶναι χριστοφόροι, καὶ ἑπομένως φορεῖς καὶ κάτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ οὐδεὶς θάνατος ἔχει ἐξουσίαν ἐπάνω των κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεώς των εἰς τὸν Ἐνανθρωπήσαντα καὶ Ἀναστάντα καὶ αἰωνίως ζῶντα Κύριον Ἰησοῦν. Ἡ ζωή των ὁλόκληρος εἶναι χριστο-ζωή· ἡ σκέψις των εἶναι χριστο-σκέψις· ἡ αἴσθησίς των χριστο-αίσθησις. Ἡ ψυχή των εἶναι πρῶτα τοῦ Χριστοῦ καὶ κατόπιν ἰδική των· τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστὸς Κύριος. Αὐτὸ καλούμεθα νὰ ζοῦμε ὅλοι οἱ βαπτισμένοι.
Ὁ ἄνθρωπος χριστοποιούμενος ξεπερνᾶ τὸν ἑαυτὸν του ὡς ἄνθρωπον, διὰ τοῦ Θεανθρώπου, διὰ τῶν θείων ἐνεργειῶν διὰ τῶν ὁποίων ἀνυψώνεται ὑπεράνω κάθε ἁμαρτίας, κάθε θανάτου, κάθε πειρασμοῦ, κάθε κολάσεως.
Ὁ Χριστὸς δι’ αὐτὸ «κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος» καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος, διὰ νὰ μᾶς δώσῃ ὡς ἄνθρωπος τὴν θείαν ζωήν Του· διὰ νὰ ἁγιάσῃ καὶ ἀπαθανατίσῃ καὶ αἰωνιοποιήσῃ μὲ τὴν ζωήν Του ὡς Θεός, καὶ τὴν ἰδικήν μας ἀνθρωπίνην ζωὴν ἐπὶ τῆς γῆς. «Ὁ τὲ γὰρ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες» (Ἑβρ. β΄ 11).
Γενόμενος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ παραμένων Θεός, ὁ Θεάνθρωπος, κατήργησε τὸν διάβολον καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ δίδει συνεχῶς εἰς ὅλους ὅσοι πιστεύουν εἰς Αὐτὸν τὰς ἐνεργείας τῆς χάριτος, διὰ νὰ καταργοῦν καὶ αὐτοὶ τὸν διάβολον καὶ κάθε θάνατον καὶ κάθε πειρασμὸν (Ἑβρ. β΄ 14-15).
Αὐτὴ ἡ θεανθρώπινη ζωὴ ὑπάρχει ὅλη εἰς τὸ θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ –τὴν Ἐκκλησίαν– καὶ βιοῦται συνεχῶς ἀπὸ αὐτήν, καὶ ἀπὸ τὸ ἐπίγειον – ἐπουράνιον πλήρωμά της καὶ ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους μέλη της, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεώς των καὶ δὲν ὑπάρχει τέλος εἰς τὴν διάρκειαν αὐτῆς τῆς πραγματικότητος. Ὅταν κάθε χριστιανὸς ζῇ συμφώνως τῇ ἑπομένῃ εὐαγγελικῇ ἐντολῇ: «Ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε» (Φιλ. α΄ 27) εἶναι σύσσωμος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. γ΄ 6).
Εἶναι πρόδηλος καὶ σαφὴς ἡ ἐντολὴ τοῦ θείου Εὐαγγελίου: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Πέτρ. α΄, 16) καὶ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κακεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. ιδ΄ 12). Καὶ ὄντως: Ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους· ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀθηναῖος μὲ τὸν λόγον του μετακινεῖ τὸ ὄρος καὶ πάλιν τὸ σταματᾶ.
Οἱ «Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων» καὶ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα κάνουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ συνέχισις τῆς ζωῆς τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μέσα εἰς αὐτοὺς τοὺς «Βίους» συναντᾶ κανεὶς τὸ ἴδιον Εὐαγγέλιον, τὴν ἰδίαν «ἐξ ὕψους δύναμιν», τὸν ἴδιον Θεὸν καὶ Κύριον, καθ᾿ ὅτι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8), διαμοιράζων τὰ ἴδια χαρίσματα καὶ τὰς ἰδίας θείας ἐνεργείας εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων τοὺς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν.
Αὐτὴ ἡ συνέχισις ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν ζῶσαν Ἱερὰν Παράδοσιν.
Ὅσοι ἐπιθυμοῦμε καὶ θέλουμε νὰ εἴμεθα συνεπεῖς μὲ τὸ ὄνομα χριστιανοὶ καλούμεθα διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν, νὰ πληρωθοῦμε «εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. γ΄ 19) α) γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀληθινὴ ζωὴ, β) γιὰ νὰ μεταδίδεται δι᾿ ἡμῶν ἡ ἁγία παράδοσις τῆς ἐν χάριτι ζωῆς, διὰ τῆς ἐν ὑμῖν χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ προσωπικοῦ μας πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ γ) γιὰ νὰ ἀποτελοῦμε ἀπόδειξιν καὶ μαρτυρίαν ὅτι ἡ καταγωγή μας εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅτι δὲν εἴμεθα ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καθ’ ὅτι «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. γ΄ 20) ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονήν σας καὶ συγχωρήσατέ μου τὴν ἀδυναμία τοῦ μονολόγου, δὲν εἶμαι ἱκανὸς στὸ μονόλογο καὶ στὶς διαλέξεις.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι σύντομα θὰ μποροῦμε νὰ βρεθοῦμε ὅλοι παρόντες καὶ νὰ διαλεγόμεθα.
Ἔστω καὶ μὲ τοὺς λίγους παρόντες ἐφ’ ὅσον κάποιος θέσει κάτι μποροῦμε νὰ συζητήσουμε.
1η Ἐρώτηση: Πῶς μποροῦμε μέσα στὸν κόσμο, νὰ βιώσουμε αὐτὴν τὴν ἀληθινὴ ζωή;
Ἀπὸ τὴν συζήτηση ἐπιβεβαιώθηκε ὅτι γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες προϋποθέσεις, καὶ ὅλοι, ἀνεξαρτήτως δυνατοτήτων καὶ προϋποθέσεων, μποροῦμε νὰ τὴ βιώσουμε, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἡ ζωή μας συνδεδεμένη μὲ τὴν πίστη καὶ νὰ ἐκφράζεται μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.
2η Ἐρώτηση: Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ἐνῶ μόνος δὲν ὑπέγραψε, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ ἐδικαιώθη καὶ δὲν ὑπῆρξε ἀντιπαλότητα.
Ἀπὸ τὴ συζήτηση καταδείχτηκε ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει πολυφωνία χωρὶς ἀντιπαλότητα. Ἡ ἀντιπαλότητα εἶναι δαιμονικὴ κατάσταση· διαλεγόμεθα ἀναζητῶντας τὴν ἀλήθεια. Δικαιούμεθα καὶ ὑποχρεούμεθα νὰ ὁμολογοῦμεν μὲ παρησία τὴν πίστη μας – τὴν αἴσθησή μας γιὰ τὸ ἀληθινόν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη παρησία νὰ δηλώνουμε τὴν μετάνοιάν μας, ὅταν διαπιστώνουμε τὴν πλάνην μας.
Ἡ ψυχή μας, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πίστη μας, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν κινδυνεύουν ἀπὸ κανέναν, μόνον ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μποροῦμε νὰ τὴν βλάψουμε καὶ νὰ τὴν παραδώσουμε.
Εὐχαριστῶ καὶ πάλιν γιὰ τὴν ἀνοχὴ σας, καὶ εὔχομαι νὰ εἶναι εὐλογημένος καὶ τοῦτος ὁ παρὼν ἱστορικὸς χρόνος 2022.
Ἀπὸ κείμενα περὶ τοῦ νοήματος τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος» τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
Διασκευὴ ὑπὸ τοῦ π. Γεωργίου Καλαντζῆ