Ἡ ἡμέρα τὸ ἐπιβάλλει ἡ ἐνασχόλησις σήμερα νὰ εἶναι περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς.
Ὑπαπαντή: Ἑλληνικὴ λέξις σημαίνουσα ὑποδοχή. Ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς καὶ λειτουργικῆς ἀπόψεως τὰ γεγονότα ἔχουν ὡς ἑξῆς: Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία τῶν ἀρχαιοτέρων Δεσποτικῶν ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας (ἤρχισεν νὰ ἐορτάζηται ἐν ἔτει 545, τὴν 2αν τοῦ Φεβρουαρίου), εἰς ἀνάμνησιν τῆς προσαγωγῆς τοῦ Θείου Βρέφους εἰς τὸν ναὸν ὑπό τῆς Παναχράντου Μητρός Του, κατὰ τὴν 40ὴν ἡμέραν ἀπό τῆς Γεννήσεώς Του καὶ τῆς ὑπαπαντῆς (ὑποδοχῆς) Αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ εὐλαβοῦς καὶ Δικαίου Συμεών, κατὰ τὴν διάταξιν τοῦ σκιώδους καὶ παλαιοῦ Νόμου, ἤτοι κατὰ τὸν Νόμον τοῦ Μωυσέως, ὅτι «πᾶν ἄρσεν πρωτότοκον διανοῖξαν μήτραν ἔσται ἀφιερωμένον τῷ Θεῷ, καὶ τὴν νενομισμένην θυσίαν-προσφορὰν προσενέγκῃ: ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». (Τὸ ποιὸς ὁ λόγος ἡ προσφορὰ νὰ εἶναι τρυγόνια ἢ περιστέρια ἄς τὸ ἀφήσουμε γιὰ ἄλλοτε).
Εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, λόγους συνέγραψαν πολλοὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, πλέον τῶν 15. Ἐμεῖς σήμερα μὲ τὴν χάριν τοῦ Θείου Βρέφους καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Μητρός Του καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, τοῦ διακόνου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, τοῦ Μακαρίου Σκορδίλη ἤ Κωφοῦ, θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε κάπως μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλαπλὰ μηνύματα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Ὅταν οὗτος ὁ δίκαιος Συμεὼν ἐδέχϑη τὸν Χριστὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του, εἶπε «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφϑαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐϑνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τὰ λόγια τοῦ δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου δίνουν πολλὰ μηνύματα. Δηλαδή, τώρα μὲ ἐλευϑέρωσες, Δέσποτα, ἀπὸ τὴν σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ, ἂς ἀποϑάνω λοιπὸν μὲ εἰρήνην νὰ ἐλευϑερωϑῶ ἀπὸ τὸ γῆρας, καὶ ἀπὸ τὸν πεπλανημένον τοῦτον κόσμον, «Ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Εἶναι ἕνα μήνυμα ἀναγκαῖον γιὰ τὶς ἡμέρες μας, ἡ σημασία τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τοῦ ὅντως θανάτου τοῦ πνευματικοῦ.
Ἀντὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος νὰ εἶναι ὁ φόβος καὶ τρόμος μας (φόβος καὶ τρόμος περὶ τοῦ ἀληθινοῦ θανάτου-τοῦ θανάτου τῶν ὀψωνίων τῆς ἁμαρτίας γιὰ μᾶς, φόβος καὶ τρόμος ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας εἶναι τοῦ σωματικοῦ θανάτου, τοῦ σωματικοῦ θανάτου τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας), ποὺ ἀντὶ γιὰ φόβο νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ‘μεῖς «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα ἐν εἰρήνη».
Ὁ ἅγιος Συμεών φωνάζει: «Σήμερα ἀφήνεις ἐλεύθερο τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, νὰ πεθάνῃ κατὰ τὸν λόγο Σου μὲ εἰρήνη, γιατὶ εἶδαν τὰ μάτια μου τὸ σωτήριόν Σου». Ποιά σωτηρία; «Αὐτὴν ποὺ ἑτοίμασες ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν». Γιατὶ μοῦ φανέρωσες ὅτι Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε εἶναι Σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἡ Ζωή, εἶναι Αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν θάνατόν Του θὰ πατήσει τὸν θάνατον καὶ μᾶς χαρήσει τὴν αἰώνιον ζωὴν («Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν ἐν τοῖς μνήμασιν ζωὴν χαρισάμενος»).
Γιατὶ τὰ βιοτικὰ πράγματα εἶναι γεμάτα λύπη. Ἡ ζωὴ εἶναι φυλακή. Ἐπομένως ἐὰν κάποιος τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ, τὸν σωματικὸ θάνατον τὸν θεωρεῖ ζημία αὐτὸς δὲν εἶναι ἀκόμη τέλειος στὴν πίστι, αὐτὸς φοβᾶται ἀκόμη καὶ τρέμει διότι δὲν ἐγνώρισε οὐσιαστικὰ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν δωρήσαντα ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.
«Καὶ Πνεῦμα Ἅγιον ἦν ἐπ᾿ αὐτόν», ὁρίζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἦτο δίκαιος καὶ εὐλαβής, εἶχε καὶ Πνεῦμα Ἅγιον, ὡς τὸ ὁρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέγων ὅτι «εἰ δε τὶς Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν Αὐτοῦ» (Ρωμ. η΄ 9).
Ἐπίσης καὶ ὁ Προφήτης Σολομῶν λέγει, ἐὰν πρῶτον δὲν ἀποκτήσῃς φόβον Θεοῦ καὶ σύνεσιν, σοφίαν δὲν κερδίζεις, «Εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία· ἐὰν δὲ καὶ εἰσελεύσεται, ταχέως ἐξελεύσεται» (Σοφ. Σολ. α΄ 4).
Καὶ ἐμεῖς, ἐὰν θέλουμε νὰ δεχθοῦμε τὸν Χριστὸν εἰς τὴν καρδίαν μας, ὡς ὁ δίκαιος Συμεὼν ὁ θεοδόχος εἰς τὰς ἀγκάλας του, ἂς γίνουμε δίκαιοι καὶ εὐλαβεῖς, εὐλαβούμενοι τὸν Θεόν, διὰ νὰ ἀξιωθοῦμε θείων χαρισμάτων, καὶ νὰ καταφέρουμε νὰ ἄρχῃ ἡ ψυχὴ ἐπὶ τοῦ σώματος, ὡς πλέον τιμιωτέρα καὶ οὐχὶ τὸ σῶμα ἐπὶ τῆς ψυχῆς, διότι ὅταν τὸ σῶμα κάμνῃ τὸ θέλημα τῆς ψυχῆς, τότε μόνον ὁ ἄνθρωπος λέγεται καὶ γίνεται δίκαιος καὶ ἀξιώνεται νὰ δεχθῇ τὸν Χριστόν, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Συμεών, καὶ νὰ κατανοήσει «τὸ σωτήριον» ποὺ ὁ Χριστὸς ἔφερε.
Tὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεών σημειώνουν ἐπίσης τὸ τέλος μιᾶς μακρᾶς περιόδου, χιλιάδων χρόνων, τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ καὶ τὴν ἔναρξιν μιᾶς νέας ἐποχῆς, τῆς μετὰ Χριστοῦ ἐποχῆς. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀδὰμ μετὰ θρήνου ἔχασε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων προσδοκοῦσε καὶ ἀνέμενε τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ συναντοῦσε καὶ πάλιν τὸν Θεόν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο.
Μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ Ἀγγέλου στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου γίνεται ἡ ὑπόσχεσις, μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννεσι ἡ πραγμάτωσις, ὁ Αἰώνιος μπῆκε στὸ χρόνο, ὁ Ἀπεριχώρητος καὶ Ἀτελεύτητος γίνεται ἄνθρωπος, καὶ σήμερα μὲ τὸ λόγον τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ θεοδόχου ἀνακοινώνεται τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τὸ τέλος τοῦ πραγματικοῦ θανάτου.
Ὁ Κύριός μας καὶ Σωτὴρ ὅλου τοῦ κόσμου ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγιότητα, ὁ Ἀναμάρτητος, ἀνέλαβε ὅλον τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ βαπτίσματός Του μὲ τὸ νὰ βυθιστεῖ στὰ φοβερὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη μέσα στὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποπλύνει τὰ ἁμαρτήματά τους· βυθίστηκε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ σὰν μέσα στὰ νεκρὰ νερὰ τῆς μυθολογίας καὶ τῶν παραμυθιῶν καὶ βγῆκε φορτισμένος μὲ τὴ νέκρα καὶ τὴ θνητότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους εἶχε ἔλθει νὰ σώσει.
Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ χώρα τοῦ θανάτου. Γεννήθηκε μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει γιὰ χάρη μας. Τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προαναγγέλουν τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγινε αὐτὴ ἡ συνάντηση καὶ χάριν τῆς ὁποίας θεσπίστηκε «ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς.
Στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν καθιέρωση τῆς προσφορᾶς τοῦ κάθε πρωτότοκου ἀγοριοῦ, σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.
Ἡ καθιέρωσις σήμαινε τὸ ἄφημά τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς προσέφεραν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ζεῦγος τρυγόνων ἢ περιστεριῶν.
Ὁ πρωτότοκος ἦταν πραγματικὰ μιὰ αἱματηρὴ θυσία ἡ ὁποία ἀναβαλλόταν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μέχρι τὴ μέρα ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε γίνει καὶ Υἱὸς τῆς Παρθένου, ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἀφ’ ἑνὸς διακήρυττε τὴ λύτρωση, τὸ «σωτήριον» τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ, ἀφ’ ἑτέρου ἔδινε ταυτόχρονα καὶ στὴ Θεομήτορα τὴ φοβερὴ προειδοποίηση ὅτι μιὰ ρομφαία θὰ διαπερνοῦσε καὶ τὴ δική της τὴν καρδιά.
Ἡ θυσία ἔπρεπε νὰ περιμένει τὸν καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν προσέλευση τοῦ Θείου Βρέφους μέχρι τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ θυσία ὅμως εἶχε γίνει δεκτὴ, τὸ Βρέφος εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, καί ὅταν ἦλθε ὁ καιρός προσεφέρθη στὸ Γολγοθὰ πάνω στὸ σταυρό.
Ὁ Χριστὸς ἀκολούθησε πραγματικὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ μονοπάτι, τὸ μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, στὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ πρὸς τὸ σταυρικὸ θάνατο στὸν Γολγοθᾶ. Ἀλλὰ ὁ θάνατός Του ἦταν καταπάτηση τοῦ θανάτου ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε, προσφέροντας τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν προτέρα του δόξα, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ ἀφοῦ ἀναλήφθηκε καὶ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα, τὴν δυνατότητα διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς ἐλευθέρας βουλήσεώς μας νὰ κατακτήσουμε τὴν διὰ τῆς παραβάσεως-τῆς πτώσεως ἀπωλεσθήσαν δόξα.
Μὲ τὸ Βάπτισμά μας καὶ τὸ Ἅγιον Χρίσμα –(«ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδύθημεν»)- γινόμαστε κι ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ὅλης πορείας τοῦ Κυρίου μὲ τὴν συνειδητὴ παρουσία μας στὴν ἐκκλησία· διαβάστηκαν προσευχὲς γιὰ τὶς μητέρες μας καὶ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, τὸν Προστάτη τῶν νηπίων, ὡς καὶ ὁ Κύριος προσεφέρθη ὅταν εἶχε ὁ ἴδιος κρατηθεῖ στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἁγ. Συμεών.
Καὶ μὲ τὸ Βάπτισμα μας σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. στ΄. 3-11) καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γίνεται καταβύθιση στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ γίνῃ ὁ θάνατός Του δικός μας θάνατο, γιὰ νὰ γίνεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ Ἀνάστασή Του καὶ δική μας ἀνάσταση.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο, ἐνῷ συνεχῶς οἱ ἄνθρωποι συχνὰ τὴν ἀπορρίπτουν, ἐκείνη σταυρώνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας ὁ δρόμος, αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει ἡ ἔνδοξη αὐτὴ γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου μας.
Εἴμαστε ἤδη κοινωνοὶ τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπομένως ὀφείλουμε ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ μονοπάτι αὐτὸ, τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τρόπο ζωῆς μας πάντοτε, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου καὶ ἂν συμβεῖ νὰ βρεθοῦμε: εἴμαστε τὸ σταυρωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο προσφέρεται καθ’ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, τὸ προσφέρει συνειδητὰ καὶ ἐλεύθερα ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.
Δηλαδὴ ὅτι δυσκολίες-προβλήματα, ἀντιθέσεις-διωγμοὺς καὶ ἐὰν ὑφιστάμεθα ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστόν, θὰ πρέπει νὰ τὰ θεωροῦμε εὐλογία καὶ νὰ πονᾶμε καὶ νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς προκαλοῦντας, παρακαλώντας τὸν Θεὸν «μὴ στήσεις αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταῦτην, οὐκ οἴδασι τὶ ποιοῦσιν».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ γιατὶ ὁ νόμος ὁρίζει τὴν ὀγδόη ἡμέρα νὰ γίνεται ἡ περιτομή στὸ παιδὶ, λέγει ἐπειδὴ κατὰ τὴν ὀγδόη ἔγινε ἡ Ἀνάστασις καὶ ἔμελλε νὰ ἀποβῇ ἡ περιτομὴ ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὴν Ἀνάστασι εἶναι ἀπερίτμητος στὴν καρδιά, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀπιστία του ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ πνευματικὴ περιτομὴ τῆς πίστεως εἶναι ἀληθινὴ γνῶσις καὶ αἴσθησις καὶ πέρασμα ἀπὸ τὴν σάρκα στὸ πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὰ σωματικὰ στὸ μεγαλεῖο τῶν πνευματικῶν. Μὲ τὸ νὰ εἴμεθα βαπτισμένοι καὶ συνειδητὰ πιστοί, γεννώμεθα κατὰ χάριν θεάνθρωποι μὲ ὅλη τὴ δόξα, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν εὐθύνη τῆς θεανθρωπότητάς μας.
Στὴ συνέχεια τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου:
«Καὶ ὁ Συμεὼν τοὺς εὐλόγησε καὶ εἶπε στὴν Μαριὰμ τὴν μητέρα Του: Αὐτὸς πρόκειται νὰ γίνῃ πτῶσις καὶ ἔγερσις γιὰ πολλοὺς καὶ σημεῖο ἀντιλεγόμενο». Πτῶσις γιὰ ποιούς; Γι' αὐτοὺς ποὺ ἀπιστοῦν, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀντιλέγουν, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀποστατοῦν καὶ ἔγερσις γιὰ ποιούς; Γι’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ Τὸν ὁμολογοῦν μὲ εὐγνωμοσύνη.
«Καὶ σημεῖο ἀντιλεγόμενο». Ἀμφισβητεῖται τὸ σημεῖο, γιὰ νὰ νικήση ἡ ἀλήθεια. Γιατὶ χωρὶς ἀντίλογο δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ ὁλοκληρωμένη νίκη τῆς ἀλήθειας.
Ἀντιλέγεται τὸ σημεῖο, γιατί, ἄν ἡ ἀλήθεια ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψι ἀναντίρρητη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τότε ἡ εὐσέβεια θὰ ἔμενε ἀδοκίμαστη. Ὅμως μὲ τὸ νὰ γίνεται παραχώρησις στὴν ἀντιλογία, δοκιμάζεται ἡ ἐλεύθερη ἐκλογὴ τῆς ἀλήθειας.
«Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἐννοεῖται ὅτι οὔτε τὴν πτῶσι τὴν προξενεῖ Αὐτός, οὔτε τὴν ἀνάστασι τὴν προσφέρει μὲ τὴν βία, ἀλλὰ «κεῖται εἰς πτῶσιν» αὐτῶν ποὺ σκοντάφτουν στὸν λίθο τοῦ προσκόμματος καὶ «εἰς ἀνάστασιν» ἐκείνων ποὺ πιστεύουν μὲ τὴν ἀγαθή τους προαίρεσι. Τὸ νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Κανένας δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ προβάλῃ καμμιὰ ἀντίρρησι, ἄν δὲν τὸ ἐπιτρέψη αὐτὸ ὁ Θεός. Εἶναι ὄντως ἀναγκαία ἡ παραχώρησι αὐτὴ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φανερωθοῦν οἱ ἄξιοι, γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ἡ Ἀληθεία, ὁ Χριστὸς. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἰδέα, δὲν εἶναι ὑπόθεση, δὲν εἶναι πρᾶγμα, εἶναι πρόσωπο-«Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ἀλήθεια».
Ὅσο τὸ σημεῖο φαίνεται μόνο του καὶ εἶναι ἁπλὸ σημεῖο καὶ δὲν φαίνεται πουθενὰ ὁ Σημαινόμενος, τὸ σημεῖο θὰ ἀντιλέγεται. Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Σημαινόμενος ἀποκαλύψη τὸν Ἑαυτό Του μὲ ὁλοφάνερη τὴν Θεότητά Του, τότε ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως εἶχαν δεχθῆ τὸ σημεῖο θὰ δοξασθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι τότε τὸ τέλος τῆς ἀντιλογίας, τὸ τέλος τῆς πλάνης, τὸ τέλος τῆς ἀμφιβολίας, τὸ τέλος τῆς ἀπιστίας.
Ἡ Ἀλήθεια δὲν ἐπιβάλλεται μὲ τεχνάσματα, μὲ διαφημίσεις, μὲ ἀπειλές, θέλει ὑπομονή, καρτερία, πίστη, φανερώνεται ἀπὸ μόνη Της. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φανερώνει πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν, «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν... Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων».
Στὸν Εὐαγγελισμὸ ἀναγγέλεται, στὴν Γέννησι, ἐνῶ ταπεινὰ γεννᾶται στὴ φάτνη ὡς ὁ ἔσχατος ἄνθρωπος, ὡς Θεὸς ὑμνεῖται καὶ ποτνιᾶται ἀπὸ τὴ στρατιὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Στὴν Ὑπαπαντὴ εἴδαμε τὸν νομοθέτη Θεὸ νὰ ὑποτάσσεται ὡς ἄνθρωπος σὲ ὅσα Αὐτὸς θέσπισε.
Τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε αὐτὸ, μᾶς διδάσκει ὁ σοφότατος Παῦλος λέγοντας ὅτι: «ὑποτάχθηκε στὸν νόμο, γιὰ νὰ ἐξαγοράσει αὐτοὺς ποὺ ἦταν ὑπόδουλοι στὸν νόμο» (Γαλ. δ΄ 3-5).
Ἑπομένως ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου ἐκείνους ποὺ ἦταν ὑπόδουλοι στὸν νόμο. Μὲ τὸ νὰ καταστήσει γιὰ χάρη μας τὸν Ἑαυτό Του ὑπάκουο σὲ καθετὶ στὸν Θεό, ἀπαλλάσοντας ὅλο τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ. Διότι ἔχει γραφεῖ ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου οἱ πολλοὶ ἔγιναν ἁμαρτωλοί, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἑνὸς θὰ γίνουν δίκαιοι οἱ πολλοί (Ρωμ. ε΄ 19).
Στὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς ὑάρχει καὶ τὸ πρόσωπο τῆς προφήτιδος Ἄννας τῆς θυγατρὸς τοῦ Φανουήλ.
«Καὶ ἦν Ἄννα Προφῆτις, αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρϑενίας αὐτῆς, καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἥ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα (τὸν Θεὸν) νύκτα καὶ ἡμέραν».
Μήνυμα γιὰ μᾶς ποὺ μεριμνᾶμε περὶ πολλῶν, ἐνῷ «ἑνός ἐστι χρεία, τοῦ ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα προστεθήσονται». Ἡ πρόταξις τῶν ὑλικῶν πραγμάτων καὶ ἡ ἀπολυτοποίησίς των, προκαλεῖ τὴν ματαιοδοξία μας καὶ τὴν πλεονεξία μας, ποὺ μαζί μὲ τὸν ἐγωϊσμό μας εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν τοῦ κόσμου.
Ἡ Προφῆτις Ἄννα κατ᾽ αὐτὴν ταύτην τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ εὐλαβὴς Συμεὼν ἐδέχϑη τὸν Χριστὸν ὡς Βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας του, αὕτη ἐστάϑη καὶ ἐλάλησε πρὸς ὅσους εὑρέϑησαν ἐκεῖ καὶ ἔλεγεν:
«Ὦ ἄνθρωποι, ὅπου εὑρέϑητε ἐδῶ σήμερον· τοῦτο τὸ μικρὸν βρέφος ἐστερέωσε τὸν Οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· εἶναι ὁ Ποιητὴς τοῦ Κόσμου ὅλου. Αὐτὸ ἔκαμε τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ σύμπαν ὁλόκληρο».
Αὐτὸ καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν μας κατῆλϑεν ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ ἐνεδύϑη σάρκα ἐκ τῆς Ἁγίας αὐτῆς Παρϑένου, τὸ ὁποῖον φέρει ὁ Συμεὼν εἰς τὰς ἀγκάλας του, Αὐτὸ ποὺ ὁ οὐρανὸς ὅλος καὶ ἡ γῆ ὅλη δὲν δύνανται νὰ τὸ χωρέσουν, Αὐτὸ ἐχωρήθη εἰς τὴν κοιλίαν αὐτῆς τῆς Παρϑένου Μητρός του. Αὐτὸ τὸ Βρέφος ὑμνοῦσιν οἱ Ἄγγελοι, αὐτὸ δοξάζουσιν οἱ Ἀρχάγγελοι, λατρεύουσι τὰ Χερουβίμ, τὰ Σεραφίμ καὶ πᾶσαι αἱ ἐπουράνιαι Δυνάμεις· αὐτὸ καὶ ἡμεῖς ἂς προσκυνήσωμεν· αὐτὸ καὶ ἡμεῖς ἂς δοξάσωμεν ὡς Θεὸν ἀληϑινόν. Οὗτοι εἶναι οἱ λόγοι τῆς σωφρονεστάτης Ἄννης· διὰ τούτους τοὺς λόγους ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὀνομάζει αὐτήν Προφῆτιν.
Τὸ ἄναρχον καὶ προαιώνιον τοῦτο παιδίον, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ πρὸ τῶν αἰώνων ἐπαναπαυόμενος εἰς τοὺς κόλπους τοῦ προανάρχου Αὐτοῦ Πατρός, κατὰ δὲ τὴν σήμερον ὡς Βρέφος τεσσαρακονϑήμερον βασταζόμενον εἰς τοὺς κόλπους τῆς Πανάγνου αὐτοῦ Μητρός, ἐσαρκώϑη δι᾿ ἄκραν Αὐτοῦ εὐσπλαγχνίαν, λαβὼν ὅλην τὴν φύσιν τῆς ἀνϑρωπότητος εἰς τὴν ἑαυτοῦ ὑπόστασιν.
Ἄρρητος οὖτος ὁ τρόπος τῆς ἀσυγχύτου αὐτῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, Θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος· ἀλλ’ οὕτως ηὐδόκησεν, ἵνα ἀνεβάσῃ εἰς τὴν προτέραν δόξαν τὴν πεσοῦσαν οὐσίαν τῶν ἀνϑρώπων ὑπὸ τῆς βασκανίας τοῦ χαιρεκάκου διαβόλου καὶ τῆς παραβάσεως καὶ τῆς ἀποστασίας.
Αὐτὴν τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ϑέωσιν τοῦ ἀνϑρώπου δυνάμεϑα νὰ ἐννοήσωμεν κάπως τοῦ παραδείγματος διὰ τοῦ πεπυρακτωμένου σιδήρου ὅπου βγάζει ὁ χαλκεὺς ἐκ τῆς καμίνου· καὶ οὔτε τὴν φλόγα δύνασαι νὰ εἴπῃς πὼς εἶναι μόνον πῦρ, ἀλλ᾽ οὔτε πάλιν τὸν σίδηρον μόνον, ἐπειδὴ εἶναι συγκεκραμένος μὲ τὴν φλόγα.
Λοιπόν, εἰς τὸ μυστήριον τοῦτο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως ἡνώϑη ἡ φλὸξ τῆς Θεότητος μὲ τὸν σίδηρον τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Θεὸς δηλαδὴ γέγονεν ἄνϑρωπος καὶ ὁ ἄνϑρωπος Θεός· «ἵνα Θεὸν τὸν ἄνϑρωπον ἀπεργάσῃ, βροτὸς γέγονας, ὑπεράγαϑε».
Ὅλη ἡ φλὸξ τῆς Θεότητος, ὅλος δηλαδὴ ὁ Θεὸς λόγος, ἡνώϑη μὲ ὅλον τὸν σίδηρον τῆς ἀνθρωπότητος, μὲ ὅλην τὴν ἀνϑρώπινον φύσιν καὶ ὅλος ὁ σίδηρος, ἡ ἀνϑρώπινος φύσις συνεκράϑη μὲ ὅλην τὴν φλόγα, μὲ ὅλον δηλαδὴ τὸν Θεὸν.
Ἡ ἑορτὴ μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ καὶ ὡς Θεομητορικὴ, ἐπειδὴ δεὐτερον κυρίαρχο πρόσωπον εἶναι ἡ Παναγία μας.
Ἀνατέλλει ἡ γλυκυτάτη αὐγή, ἡ Θεοτόκος, φέρουσα εἰς τὰς παρϑενικὰς αὐτῆς ἀγκάλας τὸν πάμφωτον ἥλιον Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτὸ λοιπόν τὸ γαλακτοτροφούμενον Νήπιον, ποὺ ἐδημιούργησε, λόγῳ μόνῳ, διὰ τῆς σοφίας Αὐτοῦ, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, οὐράνια καὶ ἐπίγεια, ὑλικά τε καὶ ἄυλα, ὡς τέλειος Θεός, Αὐτὸ τρέφει καὶ ζωογονεῖ καὶ ἀνακαινίζει τὴν σύμπασαν ἀνθρωπίνην φύσιν διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του.
Ἡ Παναγία Παρϑένος γίνεται ἡ φυσικὴ Μήτηρ Θεοῦ καὶ ϑετὴ Μήτηρ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν.
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν μετ᾿ ἀγαλλιάσεως «Παστὰς τοῦ Λόγου, ἀμόλυντε, αἰτία τῆς τῶν πάντων ϑεώσεως», θερμῶς παρακαλοῦμεν δέξαι εἰς τὰς ἁγίας Σου ἀγκάλας καὶ ἡμᾶς τὰ ϑετὰ Σου τέκνα.
Καὶ ἡ κατὰ χάριν Μητέρα ἡμῶν ἀπαντᾷ· «Ἔλϑετε λοιπόν, ὅσοι ἐβαπτίσϑητε εἰς τὸ ὄνομα τῆς ᾿Αγίας Τριάδος, ὅσοι ἐπιστεύσατε τὴν σάρκωσιν τοῦ Μονογενοῦς μου Υἱοῦ καὶ κηρύττετε αὐτὸν ὅλον Θεὸν καὶ ὅλον ἄνθρωπον. Ἔλθετε, ὅσοι προσκυνεῖτε τὸν Υἱόν μου καὶ μὴ δειλιᾶτε, διότι ἐγὼ ὡς Παρϑένος δύναμαι νὰ χωρέσω ἅπαντας ὑμᾶς εἰς τὰς ἀγκάλας μου, καὶ ἵνα ποιήσω ὑμᾶς ϑεοὺς κατὰ Χάριν».
Ὦ πλουσιόδωρον ἕλεος, ὦ ἠγαπημένη Μῆτερ φυσικὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἠγαπημένη Μῆτερ κατὰ Χάριν ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, ἂν καὶ ἕως τώρα αὐτοὶ τοὺς ὁποίους κράζεις, ἵνα ἀνεβάσῃς ἐπάνω εἰς τὰς παρϑενικάς σου ἀγκάλας καὶ ποιήσῃς αὐτοὺς κατὰ Χάριν ϑεούς, ἐμποδίζωνται ἀπὸ τὴν κακήν συνήϑειαν ἢ τὴν ἐπιβουλὴν τοῦ μισοκάλου διαβόλου καὶ κωλύονται μέχρι τοῦ νῦν, ἵνα ὑπακούσωσι τῶν μητρικῶν σου φωνῶν καὶ εὐσπλάγχνων ἀναζητήσεων, μὴ ἀποκάμῃς, δεόμεϑα. Ἐξαπόστειλον και κατάπεμψον τὴν Χάριν σου ἐπὶ τὰ τέκνα σου, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς δούλους σου· διότι, ἂν καὶ ἐβυϑίσϑημεν ἀπὸ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν εἰς τὸν μυχιαίτατον τόπον τοῦ ἅδου, ἀλλὰ πάλιν ἐλπίζομεν εἰς τὴν Μητρικὴν εὐσπλαχνίαν Σου καὶ κραταιάν Σου βοήϑειαν. Γένοιτο!
Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς