Ἀπόψε παρακαλέσαμε τὸν Κύριό μας μὲ ἐπίμονη ἱκεσία «Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ’ ἡμῶν γενοῦ... Κύριε τῶν δυνάμεων ἐλέησον ἡμᾶς» καὶ ἐμνήσθημεν τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ψάλλοντες μέρη τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
Αὔριο ἑορτάζουν οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα μάρτυρες. Ἂς σπεύσωμεν νὰ θαυμάσωμεν τὰ μαρτύρια, ἀλλὰ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων καὶ ἂς τοὺς παρακαλέσωμεν νὰ συμπαρίστανται μὲ τὶς πρεσβεῖες τους, γιὰ νὰ χαρίζει ὁ Χριστός, μὲ τὴ χάρη Του, σύνεση εἰς τὴν ψυχή μας καὶ φωτισμό εἰς τὸ νοῦ μας πρὸς τὴν κατάνυξη.
Οἱ Τεσσαράκοντα οἱ ἐν Σεβαστείᾳ πανυπέρλαμπροι Ἅγιοι Μάρτυρες οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι ἠξιώθησαν τῶν μαρτυρικῶν στεφάνων κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς βασιλείας τοῦ μισοχρίστου τυράννου τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου τοῦ βασιλεύσαντος κατὰ τὰ ἔτη 308 -323. Ἦσαν δὲ οὗτοι στρατιῶται ἐκλεκτοί, ἐνάρετοι καὶ γενναῖοι, διακρινόμενοι καὶ τιμώμενοι ἀπὸ ὅλους διὰ τὰς ψυχικὰς καὶ σωματικὰς ἀρετάς των. Διότι αἱ θεοφιλεῖς καὶ θεάρεστοι ἀρεταὶ ἐξασφαλίζουν εἰς τοὺς ἐργάτας αὐτῶν μεγάλην τιμή.
Τούτων τῶν Ἁγίων τοὺς ἄθλους ἄς μιμηθοῦμε ἵνα ἐννοήσουμε ὅτι πολλάκις ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δύναται περισσότερον νὰ παρακινήση τὸν ἄνθρωπον εἰς ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς.
Ἦσαν δὲ οὗτοι ἀνδρειότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄνδρας τῶν ἄλλων ταγμάτων καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ κατὰ τὸ σῶμα. Πρὸς τούτοις δὲ, ἦσαν καὶ Χριστιανοὶ εὐσεβεῖς, τὸν Χριστὸν ὁμολογοῦντες Θεὸν ἀληθῆ.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν διέλαθεν τῆς προσοχῆς τοῦ πονηροτάτου ἐκείνου ἡγεμόνος, ὅστις προσκαλέσας αὐτοὺς, ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς κολακεύῃ, λέγων: «Πάντοτε καὶ οἱ τεσσαράκοντα εἶσθε πειθαρχικοὶ εἰς τὰς βασιλικὰς ὑπηρεσίας, γεγονὸς ποὺ τόσον ἐγὼ ὅσον καὶ πάντες οἱ συστρατιῶται σας ὁμολογοῦμεν. Ἀλλὰ πρέπει τὴν ὁμόνοιαν αὐτὴν καὶ τὴν συμφωνίαν νὰ τὴν δείξετε καὶ σήμερον πρὸς τοὺς βασιλικοὺς ὁρισμούς, μὲ τὸ νὰ ἔλθετε πρῶτοι νὰ θυσιάσετε καὶ νὰ προσκυνήσετε τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους προσκυνεῖ ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες».
Καὶ ὁ μὲν ἡγεμὼν ταῦτα ἔλεγε κολακεύων τοὺς Ἁγίους, ἐκεῖνοι δὲ πρὸς τοὺς τοιούτους ἀπατηλοὺς λόγους τοῦ ἡγεμόνος μὲ συντομίαν καὶ φρόνησιν ἀπεκρίθησαν: «Ἡμεῖς, ὦ ἡγεμών, ἀληθῶς, ὡς λέγεις, ἐμαχόμεθα καὶ ἐκινδυνεύομεν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, μετὰ πάσης προθυμίας. Ἀλλ᾿ ἐὰν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ φθαρτοῦ βασιλέως κατεφρονούσαμεν καὶ τὴν ζωήν μας, δὲν πρέπει τώρα νὰ ἀγωνισθῶμεν μετὰ περισσοτέρας προθυμίας ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως; Ἡμεῖς μίαν τιμὴν ἔχομεν, τὴν εὐσέβειαν, ἕν χάρισμα βέβαιον γνωρίζομεν, τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, μίαν ζωὴν ἔχομεν, τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμών, μετὰ ἀπὸ ἀλεπάλληλα βασανιστήρια διέταξε νὰ δέσουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λαιμὸν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν γυμνοὺς εἰς τὴν λίμνην. Εἶναι δὲ ἐκεῖ, εἰς τὴν Σεβαστείαν, λίμνη μεγάλη καὶ βαθεῖα, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ δριμὺ ψῦχος τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ἦτο ὅλως δι᾿ ὅλου παγωμένη. Οἱ Ἅγιοι ἀφ᾿ οὗ ἤκουσαν τὴν προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος, μετὰ χαρᾶς ἐξεδύθησαν, βιαζόμενοι ποῖος νὰ ἀπορρίψη πρωτύτερα τὸ ἔνδυμά του.
Ἡμεῖς σήμερον, μόνον ἀκούοντες τὴν τιμωρίαν ἐκείνην, πληρούμεθα φόβου καὶ φρίττομεν, ἐκεῖνοι ὅμως οὐδόλως ὑπελόγισαν αὐτήν, ἀλλὰ διηγωνίζοντο ποῖος νὰ εὑρεθῇ πρωτύτερα μέσα εἰς τὴν λίμνην.
Ἡμεῖς δὲ ἂς μὴ συναγωνιζόμεθα ποία μάρκα ἐνδύματα νὰ ἀγοράσωμεν ἢ ποίαν διασκέδασιν ἢ εὐκολίαν ἀπολαύσωμεν, ἀλλὰ ἂς ἀπεκδυθῶμεν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου διὰ τὸν Παράδεισον.
“Δριμὺς εἶναι ὁ χειμὼν” τῆς ἐκδικήσεως καὶ τοῦ θυμοῦ καὶ τοῦ παραπόνου, ἀλλὰ “γλυκὺς εἶναι ὁ Παράδεισος” τῆς συγχωρήσεως καὶ τῆς ἀγάπης.
Ἂς εἰρηνεύωμεν λοιπὸν θεληματικῶς, ἂς μὴ φοβούμεθα οὔτε καὶ τὸν θάνατον καὶ ἂς ἀναθέτωμεν πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Τρία περιστατικὰ ἱδιαίτερα:
Α) Εἰς τοιαύτην κατάστασιν εὑρισκόμενοι οἱ μὲν τριάκοντα ἐννέα ὑπέμειναν γενναίως. Εἷς δέ, μὴ δυνάμενος νὰ ὑπομείνη τὸ μέγα ἐκεῖνο ψῦχος, ἐξῆλθε τῆς λίμνης καὶ ἐβάδισε διὰ νὰ εἰσέλθη εἰς παρακείμενον λουτρόν.
Β) Ὁ δεσμοφύλαξ Ἀγλάιος, θαυμάζων καὶ ἐκπληττόμενος, εἶδε ὅτι κατήρχοντο ἐξ οὐρανοῦ τεσσαράκοντα στέφανοι καὶ ἐπήδησεν εἰς τὴν λίμνην, κράζων: «Χριστιανὸς εἰμὶ καὶ ἐγὼ» καὶ δεόμενος εἶπε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξου καὶ ἐμὲ τὸν ἀνάξιον καὶ συναρίθμησόν με εἰς τὸν χορὸν τῶν Ἁγίων σου».
Τοῦτο ἰδόντες οἱ Ἅγιοι ἤρχισαν νὰ εὐχαριστοῦν μεγαλοφώνως τὸν Θεὸν λέγοντες: «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἰ ὁ Θεὸς, ὁ ποιῶν θαυμάσια» (Ψάλμ. oς΄ 14-15).
Γ) Εἷς δὲ ἐκ τῶν Ἁγίων, Μελίτων ὀνόματι, ἦτο νέος, υἱὸς μονογενὴς, χριστιανῆς γυναικὸς χήρας, ἡ ὁποία ὄχι μόνον μὲ σχήματα καὶ μὲ λόγους τὸν ἐνεθάρρυνε, ἀλλά, ὅταν οἱ ὑπηρέται ὁδηγοῦσαν τοὺς ἁγίους, μὲ διαταγὴ τοῦ ἡγεμόνος τῆς ἀπεδόθη ἔτι ζῶν, ἐκείνη ἐσήκωσε τὸν υἱόν της εἰς τὸν ὦμον της καὶ ἔτρεχεν ὄπισθεν, ἵνα τοὺς φθάση, λέγουσα: «Πήγαινε καὶ σύ, τέκνον μου ἠγαπημένον, μὲ τοὺς συστρατιώτας σου, ἵνα μὴ μείνης μόνος ἀστεφάνωτος».
Αὐτὸ εἶναι, πολὺ συνοπτικά, τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα.
Πλεῖστοι μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες ἐξύμνησαν τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα. Μεταξὺ τούτων διακρίνονται ὁ Μέγας Βασίλειος (βλ. Ἕλλ. Πατρ. τόμ. 31ος, σ. 508-525), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος (ὅστις συνέγραψεν ἐγκωμιαστικὸν λόγον), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τοὺς Ἁγίους τούτους Μεγαλομάρτυρας ἰδιαιτέρως ἐτίμα ἡ οἰκογένεια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ γονεῖς τοῦ ὁποίου ὑπῆρξαν σύγχρονοι τῶν Ἁγίων, καὶ κατεῖχε καὶ Ἅγια Λείψανα τῶν Ἁγίων.
Ἂς παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες τους, ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὸ στάδιον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἀλήθεια εἶναι, ὅτι καθημερινὰ ὅλοι μας ἀντιμετωπίζουμε πλῆθος προβλημάτων, κι αὐτὸ εἶναι μιὰ σκληρὴ πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμμία ἀμφισβήτηση. Ἀρκετὲς φορές, μόλις ξημερώνει ἡ καινούργια μέρα, προστίθενται νέα δυσεπίλυτα προβλήματα στὰ ἤδη ὑπάρχοντα. Ἔτσι, δικαιολογημένα δημιουργεῖται φόβος μέσα μας, καθὼς ὅλο καὶ περισσότερα σύννεφα σκεπάζουν τὸν ὁρίζοντα τῆς ὅλης ζωῆς μας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅμως τὸν λόγον τοῦ Κυρίου μας: «θαρσεῖτε, ... μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ΄ 27), καὶ ὁ ἄνεμος κόπασε καὶ ἡ θαλασσοταραχὴ σταμάτησε.
Μαζὶ μὲ ὅλες τὶς καθημερινὲς ἐξωτερικὲς δυσκολίες ἔχουμε ἀκόμα νὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ τὶς ἐσωτερικὲς δυσκολίες, τοὺς διάφορους πειρασμοὺς, τὰ πάθη μας καὶ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ τῆς σωτηρίας μας. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς σὰν λιοντάρι βρυχᾶται καὶ ζητάει νὰ μᾶς καταπιεῖ (βλ. Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ὅμως ἀκούγεται ἡ φιλάνθρωπη φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. θ΄ 2).
Δὲν ἐπιτρέπεται στὸ Χριστιανὸ νὰ χάνει τὸ θάρρος του καὶ νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ συνεχεῖς φόβους, ἀνασφάλειες κι ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρο ἀπόγνωση, ὅ,τι κι ἂν τοῦ συμβαίνει. Γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ περιφρουρεῖ τὸ πλάσμα Του καὶ τὸ ἀσφαλίζει ἀπὸ κάθε κίνδυνο. «Τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐτὰ μετὰ κρίματος» (Ἰεζ. λδ΄ [34] 16).
Ἂς διώχνουμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴ ζωή μας ὅλους τοὺς φόβους, ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχονται, γιατὶ μᾶς δηλητηριάζουν καὶ κάμπτουν τὸ ἀγωνιστικό μας φρόνημα. Ὡς συνειδητοὶ Χριστιανοὶ προχωροῦμε μὲ ἐλπίδα καὶ θάρρος, ἐλπίζοντας προπάντων εἰς τὸν Παντοδύναμο Δημιουργό μας, τὸν Πάνσοφο καὶ φιλεύσπλαχνο Θεό καὶ Πατέρα μας, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μας Κύριο, τὴν Παναγία μητέρα μας, τὸν φύλακα ἄγγελλόν μας, τοὺς συνεχεῖς πρεσβευτὲς μας Ἁγίους μάρτυρας καὶ ὁσίους, ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα μας. Εἶναι μαζί μας, εἶναι φίλοι.
Ἂν θέλωμεν νὰ ζήσωμεν, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ἀληθινὰ χαρούμενοι, νὰ σώσωμεν τὴν ψυχή μας καὶ νὰ κερδίσωμεν τὴν αἰώνια ζωή, ἂς ἀποφασίσωμεν, ἐδῶ καὶ τώρα, ν’ ἀλλάξωμεν πορεία. Νὰ ὑπερνικήσωμεν τὴν τεμπελιά μας, τὴν ἀναβλητικότητά μας, νὰ κάνωμεν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ ποῦμε μὲ θέρμη καὶ πίστη: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν».
Δὲν κατακτᾶ κανεὶς τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴν πίστη, μόνο μὲ εὐσεβεῖς στοχασμούς, ἀλλὰ κυρίως μὲ ἀγωνιστικὴ προσπάθεια. Δὲν μᾶς μαθαίνουν οἱ λέξεις καὶ οἱ θεωρίες, ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας, τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπαρκτός, ἀληθινός, μεθεκτὸς (κοινωνήσιμος καὶ κοινωνούμενος), ἀλλὰ καὶ εὐγενής, δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται, μᾶς ἀφήνει νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε. Πρέπει ν’ ἀνοίξουμε τὸ παράθυρο τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ μπεῖ μέσα ὁ ἥλιος, τὸ φῶς, ὁ δροσερὸς ἀέρας τῆς θείας Χάριτος. (Ἅγιος Πορφύριος).
Τὸν ἑαυτόν μας, τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας, τὸν Θεόν, δὲν θὰ Τὸν γνωρίσουμε παρὰ μόνον μὲ καλὴ διάθεση, αἰσιοδοξία, χαρούμενη ἀγωνιστικότητα, καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα εἰς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ φτάσουμε σ’ ἕνα σκοπό, ἄν καθόμαστε στὴ νωχέλειά μας καὶ περιμένουμε, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Ἡ ζωή μας παρομοιάζεται συχνὰ μὲ τὸ ἔργο τοῦ κηπουροῦ. Τὴ γῆ ποὺ καλλιεργεῖς τὴν ἔχεις ἀπὸ τὸ Θεό. Τοῦ Θεοῦ δῶρα εἶναι καὶ ὁ σπόρος καὶ ἡ θέρμη τοῦ ἥλιου καὶ ἡ βροχὴ καὶ ἡ αὔξηση τοῦ φυτοῦ. Τὸ ἔργο, ὅμως, τῆς καλλιέργειας εἶναι δικό μας (τοῦ κηπουροῦ).
Ἄν θέλει ὁ κηπουρὸς νὰ ‘χει μιὰ πλούσια συγκομιδή, πρέπει νὰ δουλεύει συνεχῶς˙ νὰ καλλιεργεῖ, νὰ φυτεύει, νὰ βοτανίζει, νὰ ποτίζει, νὰ σκάβει. Ἀλλιῶς, ὅ,τι φύτεψε ἀπειλεῖται ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους. Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ σταματήσει τὴν ἐργασία. Ἀντίθετα ἔχει χρέος ὁ κηπουρὸς νὰ ‘ναι ἄγρυπνος καὶ ἕτοιμος γιὰ κάθε ἀπρόοπτο, ἀλλὰ πάντα νὰ ‘χει κατὰ νοῦ ὅτι ἡ συγκομιδὴ θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον, ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον».
Ὁ κῆπος ποὺ ἔχουμε χρέος νὰ φροντίζουμε καὶ γι’ αὐτὸν ν’ ἀγρυπνοῦμε ἐπάνω του διαρκῶς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας. Ἡ συγκομιδὴ εἶναι ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς, ἡ αἰώνια ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωῆ.
Ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι αἰώνια, γιατὶ εἶναι ἔξω ἀπὸ χρόνο καὶ τόπο καὶ ἐξωτερικὲς περιστάσεις. Αἰώνια ζωὴ σημαίνει ζωὴ ἀληθινῆς ἐλευθερίας, σημαίνει ζωὴ γεμάτη φῶς, ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν περιορίζεται ἀπὸ κανενὸς εἴδους ὅρια καὶ γι’ αὐτὸ προχωρεῖ καὶ ἐκτείνεται πρὸς τὰ ἐμπρὸς χωρὶς τελειωμό, χωρὶς τέρμα. Εἶναι μιὰ ἀτέλειωτη κατάσταση καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο, μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη, ὅπως καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος.
Ἡ αἰώνια ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ, ἀπὸ τούτη τὴ γῆ, ἀλλὰ δὲν ἔχει τέλος. Καμιὰ γήινη δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ νὰ τὴν κάνει νὰ πάψει νὰ ὑπάρχει. Τὴν αἰώνια ζωή, ὅμως, πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε ὄχι ἔξω ἀπὸ μᾶς καὶ γύρω μας, ἀλλὰ μέσα μας, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ ὁ ἀγώνας εἶναι κυρίως μὲ τὸν ἑαυτό μας. «Κινήσου ἀποφασιστικά, ἐγκαθίδρυσε μέσα σου τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ συνάψουν φιλία μαζί σου» (λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος).
Προσπάθησε μὲ μιὰ συνεχὴ ἐπίδοση στὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ μπεῖς στὸν ἐσώτατο θάλαμο τῆς καρδιᾶς σου καὶ τότε θὰ μπορέσεις νὰ ἀνακαλύψεις καὶ τὸν οὐράνιο θάλαμο. Γιατὶ καὶ οἱ δύο εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Μόλις μπεῖς στὸν ἕνα βρίσκεσαι καὶ στοὺς δυό. Τὰ σκαλοπάτια γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Οὐρανοῦ εἶναι μέσα σου, κρυμμένα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου. Ξεφορτώσου τὶς ἁμαρτίες σου, τὶς μιζέριες σου, τὰ παράπονά σου καὶ τότε θὰ βρεῖς μέσα σου τὶς σκάλες ποὺ θὰ σοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἀνέβεις πιὸ ψηλά. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Ὁ οὐράνιος θάλαμος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλοῦν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ζωῆ.
Ὅλα διαδραματίζονται στὴν καρδιά, μέσα στὴ βαθιὰ σιωπὴ ποὺ βασιλεύει μέσα μας. Ἕνα σοβαρὸ ζήτημα, στὸ ὁποῖο ἀποδίδουν μεγάλη βαρύτητα οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τοῦτο: «Κράτα κλειστὰ τὰ χείλη σου γιὰ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ μυστικά σου βάθη. Ἄν ἀνοίξεις ἤ χαλαρώσεις τὶς δικλίδες, φεύγει ἡ θερμότητα ποὺ κρύβεται μέσα σου, στὸ λέβητα θερμάνσεως - στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου. Μὴ λὲς τίποτε σὲ ἄλλους γιὰ τὶς καινούργιες σου ἀποφάσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐσωτερική σου πνευματικὴ ζωή. Δὲν χρειάζεται νὰ φλυαρεῖς γιὰ τὴν καινούργια ζωὴ ποὺ ἔχεις ἀρχίσει καὶ τὴ βαθιὰ ἐμπειρία ποὺ αἰσθάνεσαι. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι μυστικὴ στὴν οὐσία της. Εἶναι ὑπόθεση ἀνάμεσα σὲ σένα καὶ τὸ Θεό. Ἀνάμεσα στοὺς δυό σας μονάχα. Ἡ μοναδικὴ ἐξαίρεση μπορεῖ νὰ ‘ναι ὁ πνευματικός σου πατέρας».
Αὐτὴ ἡ σιωπὴ εἶναι πολὺ ἀναγκαία καὶ ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία. Γιατὶ καθένας ποὺ μιλάει γιὰ τὴν προσωπική του ζωὴ δίνει τροφὴ στὸ ναρκισσισμό του καὶ τὴ φιλαυτία του. Καὶ αὐτὰ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ κατανικηθοῦν!
Ἡ σιωπὴ βοηθάει τὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος βλέπει «ἐν τῷ κρυπτῷ». Μέσα ἀπὸ τὴ σιωπὴ ἀσκεῖται κανεὶς στὸ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, ποὺ ἀκούει ὅ,τι τοῦ λέμε χωρὶς νὰ χρειάζονται λόγια καὶ λέξεις. Αὐτὸς εἶναι τὸ στήριγμά μας καὶ σ’ Αὐτὸν πρέπει νὰ ‘χουμε ἀποθέσει ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη μας.
Ἔσο ἀγκυροβολημένος στὴν αἰωνιότητα, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ἀμφιβολία καὶ ἀμφισβήτηση.
Ὅσο γνωρίσουμε ποιός εἶναι ὁ ἀγώνας ποὺ ἔχουμε ἀρχίσει, καὶ ποιό σκοπὸ ἔχει, τότε θὰ καταλάβουμε καὶ γιατὶ ὁ ἀγώνας ὀνομάζεται «ἀόρατος πόλεμος».
Συνεπῶς θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖς πὼς κάθετί ποὺ συναντᾶς στὴν πορεία σου, μικρὸ ἢ μεγάλο, εὐχάριστο ἢ δυσάρεστο, εὔκολο ἢ δύσκολο, τὸ στέλνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σὲ βοηθήσει στὸν ἀγῶνα σου. Μονάχα Αὐτὸς γνωρίζει τί σὲ ὠφελεῖ καὶ ὅ,τι χρειάζεσαι σὲ κάθε περίσταση: ἐπιτυχίες, ἀναποδιές, πειρασμούς, πτώσεις. Τίποτε δὲ συμβαίνει τυχαῖα καὶ χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ πολύτιμη εὐκαιρία νὰ διδαχτεῖς ἀπ’ αὐτό. Πρέπει νὰ τὸ κατανοήσιες καλὰ μέσα σου αὐτό, γιατὶ ἔτσι μεγαλώνει ἡ ἐμπιστοσύνη σου στὸν Κύριο.
Ἕνα ἀκόμα παρόμοιο στοιχεῖο γι’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα ποὺ μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τοῦτο. Πρέπει νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕνα παιδί. Ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία, τὸν ὅποιον ἀγώνα σου, τὴν ὅποια κοινωνική σου θέση καὶ τὰ ὅποια τυχὸν ἀγαθὰ καὶ προσόντα σου, τὰ ὅποια λάθη σου, τὶς ὅποιες ἀστοχίες σου κάνε τα ἀναφορὰ εἰς τὸν Θεόν. Διότι ὅ,τι δὲν ἀναφέρεται εἰς τὸν Θεὸν μὲ εὐχαριστία ἢ μὲ μετάνοια, εἶναι περιττὸ βάρος, ἄκαρπο καὶ δὲν ἐλευθερώνει τὴ δραστηριότητα τῆς καρδιᾶς, καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιζήμιο (προκαλεῖ ὑπερηφάνεια ἢ ἀπελπισία).
Ὀφείλεις, λοιπόν, νὰ μπεῖς στὴν ὑπέρλογη λογικὴ νὰ θεωρεῖς ὅλες τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις σου μηδαμινὲς καὶ νὰ γίνεις «μωρός», γιὰ νὰ γίνεις σοφός. Πρέπει νὰ γίνεις φτωχός, γιὰ νὰ γίνεις πλούσιος. Πρέπει νὰ γίνεις «ἀσθενής», ἄν θέλεις νὰ γίνεις ἰσχυρός. Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι πρῶτος, «γίνου πάντων ἔσχατος», ἂν ραπιστεῖς στὴ δεξιά σου «στρέψον καὶ τὴν ἀριστεράν σου». Αὐτὴ ἡ ὑπέρλογη λογικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ συγκρίσεις, μὲ διεκδικήσεις καὶ συγκρούσεις καὶ ἐξισώνει τοὺς ἐχθροὺς μὲ τοὺς φίλους, τὸ θάνατο μὲ τὴ ζωή, τὸ χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα, τὸ ἄγχος μὲ τὴν ἐλπίδα, τὶς βαρειὲς ἐντολές μὲ τὸ «χρηστὸ ζυγό», ἡ ὑπὲρλογη αὐτὴ λογικὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεὸν κατὰ Χάριν.
Εἴθε ὅλοι μας, ἐδῶ καὶ τώρα, νὰ πάρωμεν τὴν ἀπόφασιν νὰ καταθέσωμεν τὴν θέλησιν μας καὶ νὰ ζητήσωμεν τὸ ἕλεος καὶ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.
Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς