Ὁμιλία 18-5-2022
Τὴν ἑορτὴν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς τὴν ἑορτάζομεν μεγαλόπρεπα διὰ τὴν τιμὴν τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς σύνδεσμον καὶ τῶν δύο,ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ποὺ ὁ θεῖος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης περιγράφει: «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε» (Ἰωάν. ζ΄ 14). [Ἀναφερόμενος εἰς τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν κατὰ τὴν ἑβραϊκὴ Πεντηκοστή, τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας].
Περὶ τῆς ἑορτῆς ταύτης τῆς Σκηνοπηγίας προστάζει ὁ Μωϋσῆς ὡς ἑορτὴν κατ’ ἔτος λεγομένην τῶν σκηνῶν, πρὸς ἐνθύμησιν, ὅτι ἐξελθόντες ἀπὸ τὴν Αἰγυπτον τεσσαράκοντα ἔτη παρέμειναν ἐν τῇ ἐρήμῳ κατοικοῦντες εἰς σκηνὰς καὶ ὄχι εἰς οἰκίας καὶ πόλεις.
Λέγει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅτι ἀφ’ οὗ ἐποίησε τὸ εἰς τὸν Παράλυτον θαῦμα, ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, διὰ τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἐμελέτουν καὶ νὰ τὸν φονεύσουν καὶ ἐνῶ ἐγένετο συζήτησις περὶ Αὐτοῦ, ἐὰν ἔλθῃ ἢ δὲν ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν, ὁ Εὐαγγελιστὴς ρητῶς λέγει: «Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσαζούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ ἐδίδασκεν» (Ἰωάν. ζ΄ 14).
Ὁ δὲ Ἰησοῦς κατὲδειξεν ὅτι ἀδίκως ζητοῦσιν Αὐτὸν νὰ ἀποκτείνωσιν ὡς τοῦ Νόμου δῆθεν καταφρονητήν, ἐπειδὴ ἐθεράπευσε τὸν Παράλυτον ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου, ἐφ’ ὅσον καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐνομοθέτησε νὰ καταλύεται τὸ Σάββατον, ὅταν πρόκειται περὶ τῆς Περιτομῆς.
Πολλὰ λοιπὸν περὶ τούτου διδάξας αὐτοὺς καὶ ἀποδείξας ἑαυτὸν ἴσον τῷ Πατρί καὶ δοτῆρα τοῦ Νόμου, παρὰ ταῦτα λιθοβολεῖται ὑπ’ αὐτῶν, ἀλλ’ οὐδεὶς λίθος ἤγγισεν Αὐτὸν εἰς τὸ ἐλάχιστον. Φεύγων δὲ ἐκεῖθεν εὗρε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλόν, τὸν ὁποῖον καὶ ἐθεράπευσεν. (Τὸ Σάββατο ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατο)
Μὲ ἀναφορὰ εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Τὰ μῆλα καὶ οἱ χουρμάδες καὶ οἱ ἄλλοι καρποὶ τῶν ὀπωροφόρων δένδρων εὐχαριστοῦν τὸν φάρυγγα τοῦ σώματος μὲ τὴν γλυκείαν γεῦσιν των· οἱ δὲ θεῖοι λόγοι τῶν Ἁγίων Διδασκάλων ἀνάμικτοι μὲ ἀγάπην, ὅταν ἀπευθύνωνται πρὸς τὴν ἀκοήν μας, γλυκαίνουν τὸν λάρυγγα τῆς ψυχῆς μας. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ συλλέξῃ τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, ἀφοῦ δοκιμάσῃ αὐτοὺς, ἐπαινεῖ τὰ δένδρα, τὰ ὁποῖα τοὺς παρήγαγον, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ συνάξῃ εἰς τὸν κάλαθον τῆς ἀκοῆς του τὰ θεῖα λόγια τῶν διδασκάλων καὶ κατόπιν θὰ τὰ ἐμβάλῃ εἰς τὸν νοῦν του, ἀφοῦ γευθῇ τὴν γλυκύτητα τῶν λόγων αὐτῶν, ἐπαινῶν τὸν διδάσκαλον ὁ ὁποῖος εἶπε τοὺς λόγους αὐτούς, λέγει: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου!» (Ψαλμ. ριη΄ 103).
Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφώτατος Σολομῶν τοὺς καλοὺς λόγους παρομοιάζει μὲ μελόπιτταν καὶ λέγει σχετικῶς: «Κηρία μέλιτος λόγοι καλοὶ» (Παρ. ιστ΄ 24), διότι ὅπως ὁ φάρυγξ διὰ τῆς γεύσεως μπορεῖ νὰ διακρίνῃ τὰ νόστιμα φαγητὰ ἀπὸ τὰ ἐπιβλαβῆ, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς γνωρίζει νὰ διακρίνῃ τοὺς ὠφελίμους λόγους ἀπὸ τοὺς ἐπιβλαβεῖς, καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Ἰώβ: «Λάρυξ μὲν σῖτα (φαγητὰ) γεύεται, νοῦς δὲ ρήματα διακρίνει.
Ὁ Κύριος ἔχει τὸν ἰδικόν Του κῆπον, τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ διάφορα εἴδη δένδρων, δηλαδὴ Πατέρας-Διδασκάλους, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ καθεὶς προσφέρει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας του τοὺς καρποὺς τῶν λόγων αὐτοῦ. Ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων ὁμοιάζει μὲ θαλερὰν ἐλαίαν, ἡ ὁποία εἶναι φορτωμένη μὲ καρπούς, δηλαδὴ μὲ τὰ ἔργα τῆς εὐλαβείας. Ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων εἶναι ὡς ἕνας φοίνιξ στεφανωμένος μὲ τοὺς κλάδους τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Διὰ τοῦτο λέγει: «Δίκαιος ὡς φοίνιξ ἀνθίσει» (Ψαλμ. Ϟα΄ 13). Κάποιος ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁμοιάζει μὲ μῆλον, τὸ ὁποῖον παρέχει δύο εὐχαριστήσεις εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸ εὐχάριστον ἄρωμά του καὶ τὴν γλυκύτητά του: «Ὡς μῆλον τοῦ δρυμοῦ, οὕτως ἀδελφιδὸς μου ἀναμέσον τῶν υἱῶν (Ἰσραήλ)» (Ἆσμα β΄ 3). Λέγει ἀκόμη: Ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθησα, καὶ καρπὸς αὐτοῦ γλυκὺς ἐν λάρυγγί μου (αὐτόθι).
Καὶ ὁ καθένας μας διαπιστώνει πόσον ἀπολαμβάνουμε, μὲ πόση εὐχαρίστηση παρακολουθοῦμε ὅταν βρεθοῦμε κοντὰ μὲ κάποιον ἢ ἀκοῦμε κάποιον ποὺ ἔπαθε τὰ θεῖα καὶ ὄχι μόνον τὰ ἔμαθε, μὲ κάποιον ποὺ τὰ ζεῖ καὶ ὄχι ἁπλῶς τὰ διαβάζει; (Σεβασμ. Σιατίστης π. Παῦλος).
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ μὲ παρακινεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη μου πρὸς σᾶς νὰ ὁμιλήσω, ἀφοῦ πάρωμεν ἐκ τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου λόγους-ἀποσπάσματα, ὅπως θὰ ἐπαίρναμεν μερικοὺς χουρμάδες, καὶ ἀφοῦ δοκιμάσωμεν τὴν γεῦσιν των, ἄς προσπαθήσωμεν νὰ διεγείρωμεν τὴν προσοχήν μας· διότι οὕτω θὰ σπεύσωμεν μὲ πνευματικὴν προθυμίαν πρὸς τὰ καλλίκαρπα δέντρα, τοὺς Ἁγίους Πατέρας.
Εἰς τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον λέγῃ ὁ θεῖος Εὐαγγελιστής: «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκεν» (Ἰωάν. ζ΄ 14). Πρῶτον ὅταν λέγῃ ἑορτὴν, δὲν ἐννοεῖ ἐκείνην ἡ ὁποία ἑορτάζεται κοσμικῶς καὶ ἐγωϊστικῶς, ὅπου ὅλοι μεθοῦν καὶ διασκεδάζουν καὶ κάμνουν διαφόρους ἀσχημίας. Ἐννοεῖ ἑορτὴν ἁγίαν, ἐκείνη ἡ ὁποία ἁρμόζει εἰς τοὺς ἀληθινοὺς Χριστιανοὺς. εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν προσευχαὶ καὶ ὑμνωδίαι καὶ παρακλήσεις καὶ ἄσματα θεϊκὰ, τὰ ὁποῖα ἐνδυναμώνουν τὰς ψυχάς καὶ οἱ ψυχὲς δοκιμάζουν ἀγαλλίασιν καὶ ἅγια σκιρτήματα».
(Οἱ γιορτές μας ἂς εἶναι συνδεδεμένες μὲ τοὺς Ἁγίους μας. Νὰ ἑορτάζουμε τὴν ὀνομαστικὴ μας ἑορτή, γιορτάζοντας τὸν Ἅγιόν μας καὶ ὄχι τὰ γενέθλια ποὺ εἶναι ξενόφερτο καὶ ἐγωϊστικὸ πρᾶγμα. Νὰ ἑορτάζομεν μὲ τὶς ἑορτὲς μας καὶ τὰ «πανηγύρια» τῶν προγόνων μας, οἰκογενειακὰ, μὲ φίλους, μὲ καλὰ ἀνταμώματα ποὺ εἶναι εὐλογημένα καὶ ὄχι μὲ διασκεδάσεις κονσέρβες εἰς τὰ κέντρα, ποὺ μᾶς ἐπιβάλλονται καὶ δὲν διαμορφώνουμε ἐμεῖς καὶ μὲ τελετὲς σκοπιμότητας καὶ προκατασκευασμένες (προκάτ) ὡς τὰ λεγόμενα φεστιβάλ).
«Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν». Ἱερὸν εἶναι τόπος εἰς τὸν ὁποῖον κατοικεῖ μόνον ὁ Θεὸς. Ἱερὸν εἶναι ναὸς κτισμένος διὰ κατοικίαν τοῦ Θεοῦ, ὅπου συγκατοικεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ εἰρήνη, ἡ πίστις καὶ ἡ σωφροσύνη. Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ὁ Ἱερεὺς, ὁ ὁποῖος προσφέρει τὴν ἀναίμακτον θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν, νὰ εἶναι εἰρηνικὸς, γαλήνιος, ἀφιλοχρήματος, χωρὶς δόλον καὶ σκοπιμότητες, ὥστε πρῶτον νὰ βάλῃ τὸν Θεὸν εἰς τὴν ψυχήν του καὶ κατόπιν νὰ κάμῃ καὶ τὸν λαὸν συμμέτοχον τῆς ἐμπειρίας του. Ἱερὸν ἠμπορεῖ νὰ λέγεται καὶ νὰ εἶναι καὶ ἡ ψυχὴ παντὸς ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι καθαρή. «Οἰκήσω γὰρ ἐν ὑμῖν καὶ ἐμπεριπατήσω», λέγει ὁ Κύριος (Λευιτ. κστ΄ 12). Ἱερὸν δὲ πραγματικῶς ἅγιον, καὶ ἱερεὺς καὶ θυσία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς, εἰς τὸν ὁποῖον, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, κατοικεῖ σωματικῶς ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας. Πρὸς τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Πατήρ: «Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ἐβρ. ε΄6). Ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ θὰ γονυπετύσουν πάντες καὶ πᾶσα γλῶσσα, τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν καταχθονίων θὰ τὸν δοξολογήσῃ (Φιλιπ. β΄ 10).
Ἐδῶ ἂς ἀρκεσθοῦμε εἰς τοῦτο μόνον, ὅτι ὁ Μελχισεδὲκ ἦτο εἰς τύπον Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δι’ αὐτὸ ἡ Γραφὴ παρέλειψε νὰ ἀναφέρει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του καὶ τὸν ἀφῆκε χωρὶς νὰ ἀναφέρῃ τὴν γενεαλογίαν του, διὰ νὰ ἴδωμεν εἰς ἐκεῖνον ὡς μέσα εἰς καθρέπτην τὸν πραγματικῶς χωρὶς πατέρα καὶ μητέρα καὶ γενεαλογίαν ὑπάρχοντα Χριστόν.
Καὶ ὅτι παρακινούμενος ἀπὸ προφητικὸν πνεῦμα καὶ ἐπειδὴ προεγνώρισε τὴν θυσίαν, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ προσταχθῇ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἄρτον καὶ οἶνον νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, μιμούμενος κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν μέλλοντα νὰ ἔλθῃ ἐπὶ τῆς γῆς Χριστὸν προσέφερε θυσίαν μὲ ἄρτον καὶ οἶνον. Ἐνῶ εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων ἡ ἱερατικὴ τάξις τοῦ Ἀαρὼν προσέφερε εἰς τὸν Θεὸν θυσία, ὄχι μὲ ἄρτον καὶ οἶνον, ἀλλὰ μὲ μόσχους καὶ ἀμνοὺς καὶ τὸν ἐδόξαζε μὲ αἱματηρὰς θυσίας».
Περὶ τοῦ Μελχισεδέκ, ποὺ εἶναι ἕνα πρόσωπον τῆς Π. Διαθήκης, προτύπωσις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ περὶ τῶν προτυπώσεων καὶ γενικώτερα περὶ τύπων καὶ περὶ συμβόλων τῆς Π. Διαθήκης, ἴσως σὲ ἄλλη εὐκαιρία γίνει ἰδιαίτερος λόγος καὶ ἀναφορὰ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μετὰ τὴν ἀναφορὰν του εἰς τὸ βαθύτερον νόημα τῶν ἑορτῶν καὶ τῆς σημασίας καὶ τῆς ἱερότητος τοῦ ἱεροῦ, καταλήγων εἰς τὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὰ πάντα καὶ ἱερὸν καὶ ἱερεὺς καὶ θυσία (θυσιάζων καὶ θυσιαζόμενος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός), συνεχίζει τὰ περὶ τῆς διδασκαλίας.
«Ἀνέβη εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἤνοιξε, δι’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἤκουον, τοὺς ποταμοὺς τῆς διδασκαλίας του, σταθεὶς εἰς μέρος ὑψηλόν, ὡσὰν νὰ ἐκράτει σάλπιγγα καὶ εἶπε λόγους γεμάτους ἀπὸ φιλανθρωπίαν Θεοῦ. Ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἁρμόζουν εἰς τὸν Χριστόν· διότι ἔργον τοῦ Λόγου εἶναι τὸ νὰ λαλῇ καὶ ἔργον τοῦ Διδασκάλου εἶναι τὸ νὰ καὶ νὰ λέγῃ ὅσα εἶναι ὠφέλιμα διὰ τοὺς ἀκροωμένους. Ὢ τῆς ἀνυπερβλήτου φιλανθρωπίας Αὐτοῦ. Ἐκεῖ ὅπου ἐλιθοβολεῖτο, ἐπλούτιζε μὲ τὴν διδασκαλίαν Του ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἐλιθοβολοῦσαν. Ὁ Χριστὸς παρέθετε τὰ διδάγματα τῆς Χάριτος, ὄχι διὰ τῆς καταργήσεως τοῦ Νόμου, ἀλλὰ διὰ τῆς συμπληρώσεως τοῦ Νόμου. Ὁ Ἴδιος ἐφώναξεν: «Δὲν ἦλθον διὰ νὰ καταργήσω τὸν Νόμον, ἀλλὰ διὰ νὰ τὸν συμπληρώσω» (Ματθ. ε΄ 17).
«Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε» (Ἰωάν. ζ΄ 14), δεικνύων εἰς ὅλους τὸν τύπον τῆς προσευχῆς διδάσκων ὁ Λόγος τὸν λόγον τῆς διδασκαλίας Του καὶ πολλοὶ μὲν Τὸν ἤκουον, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐκ τῶν Ἰουδαίων κατενόει τὴν διδασκαλίαν Του. Αὐτοὺς ἐννοοῦσε καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβίδ ὅταν ἔλεγεν: «Ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐ βλέπουσιν· ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούωσι» (Ψαλμ. ρλδ΄ 16). Ἀνέβη εἰς τὸ ἱερὸν διὰ νὰ ἁπλώσῃ τὰ δίκτυα τῆς οὐρανίου διδασκαλίας Του καὶ συλλάβῃ λογικὸν ἐξ ἀνθρώπων κυνήγιον. Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν, ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι κατέβησαν ὡς πρὸς τὴν πίστιν.
Ἀποροῦσαν μὲν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον: «Πῶς αὐτὸς γνωρίζει γράμματα χωρὶς νὰ μάθῃ γράμματα;» (Ἰωαν. ζ΄ 15). Ἐθαύμαζον, ἀλλὰ δὲν ἐπίστευον· ἔμενον κατάπληκτοι ἐμπρὸς εὶς τὴν ὑπερβολὴν τῆς σοφίας, ἀλλὰ δὲν μετέβαλλον τὴν γνώμην των. Ἔβλεπον τὸν ἰατρόν, ὁ ὁποῖος παρουσίαζεν εἰς αὐτοὺς τὰ φάρμακα τῆς θεραπείας των, καὶ ἐνῷ ἦσαν ἄρρωστοι, δὲν ἐδέχοντο τὴν θεραπείαν Του. Ἔβλεπον ἐμπρός των ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε καὶ αὐτοὶ ἐπροτιμοῦσαν τὴν αἰχμαλωσίαν. Ἐνῷ εἶχον ἐν μέσῳ αὐτῶν τὸ λιβάδι, τὸ ὁποῖον ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ ὅλα τὰ καλά, αὐτοὶ ἐμάζευον τὰς ἀκάνθας. Ἐνῷ ὁ λιμὴν τῆς σωτηρίας ἦτο ἐμπρὸς των, αὐτοὶ ἐναυαγοῦσαν. Ἐνῷ ἡ σοφία ἔχυνεν ἄφθονον εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν διδασκαλίαν, αὐτοὶ δὲν ἤθελον νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν βοὴν τῶν παθῶν των. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἥπλωνεν ἐπάνω των τὰς πτέρυγας τῆς φιλανθρωπίας Του, αὐτοὶ δὲν ἤθελον νὰ σκεπασθοῦν καὶ παραονούμενος λέγει: «Πόσας φοράς, ἠθέλησα νὰ συγκεντρώσω πλησίον μου τὰ τέκνα σας, ὅπως ἡ ὄρνις μαζεύει κοντά της τὰ πουλάκια της, καὶ δὲν ἠθελήσατε!» (Ματθ. κγ΄ 33-38).
«Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ζ΄ 16), ὁ ὁποῖος καὶ ἐνώπιον ὅλων ἐπεβαίωσε τοῦτο, λέγων: «Οὖτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» (ΜΑτθ. γ΄ 17). Καὶ ὁ Ἰωάννης δι’ ἐμὲ εἶπεν: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29) καὶ κράζων προσκαλεῖ ὅλους μας: «Ἐὰν τίς διψᾶ ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφὴ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος, τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος τοῦ Ἁγίου».
Καὶ γιὰ νὰ ἔλθουμε εἰς τὴν ἐποχή μας, στὴν εὐθύνη τοῦ καθενός μας, διότι γιὰ κάθε ἐποχὴ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ σὲ κάθε στιγμὴ ὑπάρχει ἑορτὴ-πρόσκληση, ὑπάρχει ἱερὸν ὅπου καὶ ὁ Κύριος ὑπάρχει πάντα ἐκεῖ διδάσκων καὶ ἐμεῖς ὁ καθένας μας, προσκαλεῖται ὡς ἀκροατὴς. Πόσο προβληματιζόμεθα;
Ἀπόψε ἀντὶ ἄλλου προβληματισμοῦ ἂς συμπροβληματιστοῦμε μὲ τοὺς προβληματισμοὺς ἑνὸς στοχαστὴ τοῦ καιροῦ μας.
«Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἐρευνήσουμε καὶ νὰ στοχαστοῦμε σοβαρά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι κάτι ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Κάτι, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ, κάτι ποὺ δὲν μετριέται, διότι εἶναι πολύ μεγάλο.
Ἂς μὴν ἀναφερθοῦμε στὸ Θεῖο, τὸ Ἄπειρο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀσύλληπτο. Οὔτε αὐτὸ μετριέται, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶχε ποτὲ λείψει ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὸ εἶχαν ἀτενίσει ἢ ἀκούσει πολλοί, ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἰώβ, ὁ Δαυίδ, οἱ Προφῆτες. Τὸ εἶχαν διαισθανθεῖ καὶ ἄλλοι, στὴν Ἑλλάδα ἢ σ’ ἄλλες χῶρες καὶ σ’ ἄλλες ἠπείρους.
Ἂς ἀναφερθοῦμε στὸ Ἀνθρώπινο, ποὺ ἔφερε ὁ Ιησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Προϋπῆρχε ἐν μέρει κι αὐτό, ἀλλὰ ὄχι στὴν ἁπαλότητα καὶ ἐσωτερικότητα ποὺ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς μορφῆς, τῶν πράξεων, τῶν λόγων καὶ τοῦ ἦθους ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Κανένας δὲν εἶχε ἀτενίσει «τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ», ὅπως ὁ Ἰησοῦς. Οὔτε «τὰ παιδία», ὅπως ὁ Ἰησοῦς. Οὔτε τὴν γυναῖκα, οὔτε τοὺς φτωχοὺς τοῦ πνεύματος, μὲ ὅση ἁγνότητα καὶ τρυφερότητα τοὺς κοίταξε ὁ Ἰησοῦς.
Κανένας, πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, δὲν εἶχε πεῖ: «μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἢ «μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε» ἢ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν» ἢ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» ἢ «ὁ ἀναμάρτητος ἡμῶν πρῶτος βαλέτω λῖθον».
Ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο, πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, αὐτὴ ἡ ματιά, αὐτὸς ὁ λόγος, αὐτὸ τὸ ἦθος, ποὺ γεννᾶ ἐλευθερία καὶ ἐλπίδα, τὸ ὁποῖον παρέδωσε ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29).
Ἐρωτᾶται, ὅμως, ἔμεινε, τάχα, στὸν κόσμο ὅ,τι ἔφερε στοὺς ἀνθρώπους ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου;
Ἔμεινε. Καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅταν κοιτάζουμε τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων, τῶν γνωστῶν καὶ τῶν ἀγνώστων, ὅταν μελετᾶμε τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα ἐπωνύμων Ἁγίων, τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ ἢ τὸν Συμεών, τὸν Νέο Θεολόγο, ἢ τὸν Φραγκῖσκο τῆς Ἀσίζης, ἢ τὸν Μάξιμο τὸν Γραικό. Τὸ βλέπουμε στὴν «Περίβλεπτο» τοῦ Μυστρᾶ ἢ στὸ «Πρωτᾶτον» τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ἔργα ποιητῶν, ζωγράφων, δημιουργῶν, ποὺ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἦθος ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός.
Τὸ βλέπουμε ὅταν συλλογιστοῦμε σὲ τί ὕψος ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ποτὲ τὸ πνεῦμα μας, ἂν δὲν εἶχε γίνει τὸ Ἀνθρώπινο, ὅ,τι ἔγινε μὲ τὴ μορφή, τὶς πράξεις, τοὺς λόγους καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβει ὁ Ντοστογιέφσκι -καὶ νὰ ζήσει μέσα του- τὸν Ἀλιόσα, ἂν δὲν εἶχε πορευθεῖ ὁ Ἰησοῦς «εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν», ἐκεῖ ὅπου τὸν εἶδαν ὁ Τζιοβάννι Μπελλίνι καὶ ὁ Γκρέκο, ἐκεῖ ὅπου τὴν φωνή Του -τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»- τὴν ἄκουσε, καθαρότερα ἀπὸ κάθε ἄλλον καὶ τὴν ἀπέδωσε σ’ ἕνα λυρικώτατο ὀρατόριο ὁ Μπετόβεν.
Καὶ πόσα ἀκόμη θὰ μπορούσαμε νὰ θυμηθοῦμε ποὺ ἡ ἀκοὴ ἢ ἡ ὅρασή μας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὰ βρεῖ στὸν κόσμο, ἂν δὲν εἶχε πεῖ ὁ Ἰησοῦς: «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε», καὶ δὲν εἶχε στείλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα πάλι παραμένει. Ἔγινε, τάχα, ἡ οἰκουμένη καλύτερη, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε –σὲ ὅση ἔκταση ἔγινε– χριστιανική;
Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι λαοὶ ποὺ στοὺς κόλπους τους δὲν ἐπικράτησε ὁ Χριστιανισμός, μεγάλοι λαοί, ὅπως οἱ Ἰνδοὶ καὶ οἱ Κινέζοι, φανέρωναν –πρὶν εἰσβάλουν στὴν ζωή τους οἱ «ἰδεολογίες», ποὺ καὶ αὐτὲς γεννήθηκαν στὴν χριστιανικὴ οἰκουμένη– κατεῖχαν καὶ ἐξέφραζαν χριστιανικώτερο ἦθος ἀπὸ τοὺς λαοὺς τῆς χριστιανικῆς Οἰκουμένης. Ἀλλὰ δὲν ξέρουμε, τί θἆταν ἡ «χριστιανικὴ οἰκουμένη», πόσο βαρύτερο θἆταν τὸ σκότος τῶν παθῶν, ἂν δὲν εἶχε ἀσκηθεῖ ἡ ὅραση τῶν χριστιανικῶν λαῶν στὸ ἀντίκρυσμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Δὲν τὸ ξέρουμε. Μπορεῖ τὰ πάντα νἄτανε ἀκόμα χειρότερα.
Καὶ τί θὰ γίνει αὔριο; Πατήσαμε τὸ κατώφλι ἑνός μέλλοντος, ποὺ ἀπειλεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὁλόκληρο τὸ παρελθόν, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὸ φωτεινὸ καὶ τὸ ζοφερό, ὅλους τοὺς πόνους τῶν γενεῶν, ποὺ πέρασαν, ὅλες τὶς ἁμαρτίες (καὶ ποῦ ξεπετάχτηκαν κι ἀπὸ αὐτὲς ἄνθη, ἔστω καὶ ἐκ τοῦ κακοῦ) καὶ ὅλες τὶς ἀρετές τους. Κάτι τὸ ἀπόλυτα νέο σημειώνεται στὸν κόσμο.
Πάντοτε –κάθε στιγμὴ– σημειωνόταν (ἀνέκαθεν) κάτι τὸ ἀπόλυτα νέο. Ἀλλά, τὴν ὥρα τούτη, τὸ νέο ἀπαιτεῖ νἆναι ἀπολύτως «ἀπόλυτο», καὶ ἀπαιτεῖ νὰ παραμερίσει, νὰ πνίξει τὸ καθετί, ποὺ ἔχει γενεαλογία.
Εἶναι τεράστια σήμερα τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Αὔριο μπορεῖ νὰ ἀποδειχθοῦν τερατώδη. Κι ἔχουν, ἀπὸ σήμερα, τὴν τάση νὰ ἀρνηθοῦν τὸ καθετί, ποὺ ὑπῆρξε. Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ξεπερνοῦν τὴν ἴδια τὴν βούληση ἐκείνων, ποὺ τὰ πραγματοποιοῦν. Αὐτὸ –εἰδικὰ αὐτὸ– συμβαίνει γιὰ πρώτη φορά. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ξεπερνάει τὸν ἄνθρωπο. Τί θ’ ἀπογίνει ὁ ἄνθρωπος; Τί θ’ ἀπογίνει τὸ Ἀνθρώπινο μέσα στόν ἄνθρωπο;
Τὰ συστήματα, τὰ πρωτόκολλα, οἱ μηχανὲς ποὺ ἔγιναν, καὶ ποὺ μέλλει νὰ γίνουν, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κινδυνεύουν νὰ κυριαρχήσουν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ προβληματιζόμεθα. Ποιός ἀποφασίζει; Ποιός κυβερνᾶ ποιόν; Οἱ μηχανές, τὰ πρωτόκολλα, τὰ συστήματα ἢ ὁ ἄνθρωπος;
Τὸ μέγα, λοιπόν, ἐρώτημα εἶναι τὸ «Ἀνθρώπινο», ὅπως τὸ εἶχε ἐνσαρκώσει στὴν ὑπέρτατη μορφή Του ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἐξακολουθήσει –ἔστω καὶ σὰν ἐξαίρεση (ἡ ἀνθρωπότητα δικαιώθηκε πάντοτε στὶς ἐξαιρέσεις), ἔστω καὶ σὰν ἕνα «φυλαχτό», σὰν κρυφὸ ἀντιστάθμισμα τοῦ πολικοῦ ἢ σεληνιακοῦ ψύχους– νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο τὸν ἀνθρώπινο.
Ὁ μέγας λοιπὸν κίνδυνος εἶναι αὐτός. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπισημανθεῖ. Στὴν ἀκρότατη ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ πολικοῦ ἢ σεληνιακοῦ ψύχους περιέχεται ἤδη, δυνάμει, μιὰ πιὸ φοβερὴ ἀκρότητα. Βρισκόμαστε στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου καὶ ὅταν ἀκόμα εἴμαστε μακριά του, ἂν βαδίζουμε πρὸς αὐτὸ, χωρὶς ἔγνοια ἀναστροφῆς.
Τὰ γνωρίσματα τῆς πορείας αὐτῆς εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἄλλοτε, ἕως χθές, ἔμοιαζαν νἆναι –καὶ ἦταν– γνωρίσματα προόδου, πρὸς τὸ φῶς, πρὸς τὴν ἀλήθεια, πρὸς τὴν κατάργηση τῶν προλήψεων, πρὸς τὴν δικαιοσύνη, πρὸς τὴν βασιλεία τῆς ἐπιστήμης. Ὁ Γαλιλαῖος δοκιμάσθηκε βαρειά, ἐπειδὴ εἶπε τὴν ἀλήθεια.
Σήμερα, δὲν καταδιώκεται ὁ ἐρευνητὴς τῶν φυσικῶν κόσμων, ὁ ἐφευρέτης, ὁ ἐπινοητὴς ἔστω καὶ ἑνὸς μέσου ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς καὶ γενοκτονίας (πύραυλος, ἀτομική βόμβα, ἀέριο, ἰός). Δὲν καταδιώκεται, οὔτε στὴν Δύση οὔτε στὴν Ἀνατολή.
Σήμερα ἀπομονώνεται καὶ ἐκτοπίζεται ὅλο καὶ περισσότερο –καὶ αὔριο θὰ καταδιώκεται– ὁ ποιητὴς (ἂν θὰ ὑπάρχει ἀκόμα), ὅποιος θὰ διατηρεῖ τὴν δύναμη νὰ ὀνειροπολεῖ, νὰ κοιτάζει μὲ παιδικὰ μάτια, ποὺ ξέρουν νὰ θαυμάζουν τὴν Φύση (ἂν θὰ ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἡ Φύση), ὅποιος θὰ αἰσθάνεται τὸ Ἀνθρώπινο μέσα του σὰν κάτι τὸ ἱερὸ καὶ ἀνεξήγητο, ὅποιος θὰ βλέπει στὸν πόνο ἢ στὴν ἀγάπη ἢ στὸν θάνατο ἕνα μυστήριο, ὅποιος θ’ ἀγαπάει τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν, ὅποιος θἄχει ἀκόμα τὴν δύναμη, νὰ θέλει νὰ εἶναι ὁ διψὼν ὕδωρ ἀθανασίας, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι «ἄνθρωπος» καὶ ὄχι ἀντικείμενο πρὸς χρησιμοποίηση, νὰ θέλει νὰ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα γρανάζι μηχανῆς παραγωγῆς, νὰ μὴν θέλει νὰ εἶναι ἕνα ἁπλό νούμερο ἑνὸς ἀφηρημένου, ἀσφυκτικὰ στριμωγμένου «ἀνθρώπινου εἴδους».
Ἔτσι τὸ μέγα ζήτημα εἶναι νὰ διασωθεῖ τὸ Ἀνθρώπινο μέσ’ στὸν ἄνθρωπο.
Δὲν θὰ διασωθεῖ στὴν Σελήνη ἢ στὸν Ἄρη. Θὰ διασωθεῖ ἐπὶ τῆς Γῆς ἀπὸ τοὺς διψῶντας ὕδωρ ἀθανασίας καὶ βοῶντας, τοὺς οἰκτιρμούς Σου δώρισε ἡμῖν Χριστὲ ὁ Θεός, Σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Εἴθε νὰ βρεθοῦμε στοὺς διψῶντας καὶ βοῶντας. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης, πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας· ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς