ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ  14/6/2022

Βασικὸ δόγμα τῆς ὀρθόδοξης ἐσχατολογίας εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἡ ἀνάσταση θὰ εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι θ’ ἀναστηθοῦν ἐκ τῶν νεκρῶν. Καὶ οἱ μέν δίκαιοι, ὅσοι δηλαδὴ ἔζησαν σωστὰ τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, θ’ ἀναστηθοῦν ἔνδοξοι στὴν αἰώνια ζωή, οἱ δὲ ἄδικοι, ὅσοι δὲν ἐντάχθηκαν σωστὰ στὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, θὰ κατακριθοῦν εἰς «κόλασιν αἰώνιον».
Ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ τὸν συνεκτικὸ ἱστὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τὸ φωτεινὸ κέντρο καὶ τὴ γλυκειὰ ἐλπίδα τοῦ πληρώματος, ποὺ τόσο σκληρὰ ἀγωνίζεται ἐνάντια στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κακότητα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Ἀλήθεια, ἄν δὲν ὑπῆρχε ἀνάσταση νεκρῶν, ἄν τὰ πάντα καλύπτονταν ἀπὸ τὸν μηδενισμὸ τοῦ θανάτου, τί νόημα θὰ εἶχε ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ ζωή μας, ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ ὄντος;

Τὸ δόγμα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ διδασκαλία καθαρὰ χριστιανική. Σ’ αὐτὴν ἀνάγεται κανεὶς μόνο μὲ τὴν πίστη. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος δὲν μπορεῖ νὰ τὴν προσεγγίσει. Οἱ σοφοὶ τῆς γῆς δὲν μποροῦν μὲ τὴ διάνοια καὶ τὸ μυαλό τους νὰ κατανοήσουν πῶς τὰ σώματα τόσων μυριάδων νεκρῶν, τὰ ὁποῖα διαλύθηκαν καὶ χάθηκαν, εἶναι δυνατὸν νὰ συναρμοστοῦν καί, ἑνούμενα μὲ τὶς οἰκεῖες τους ψυχές, ν’ ἀποτελέσουν καὶ πάλι τὸν ἀνθρωπον σὲ μιὰ νέα διάσταση ζωῆς.

Εἶναι ἐνδεικτικὴ ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων στὴν Ἀθήνα, ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πνύκα, κηρύσσοντας τὴ νέα χριστιανικὴ θρησκεία, τοὺς μίλησε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Οἱ ἄνθρωποι πιθανὸν νὰ εἶχαν μέσα τους κάποια ἰδέα περὶ ἐπιβίωσης τῆς ψυχῆς μετὰ θάνατο, ὅμως τὸ ἄκουσμα περὶ ἀνάστασης σωμάτων νεκρῶν τοὺς φάνηκε ἀφόρητο καὶ ἀποκρουστικό. Ἄλλοι τὸν διέκοψαν λέγοντάς του νὰ τοὺς τὰ ξαναπεῖ μιὰ ἄλλη φορά, ἐνῶ ἄλλοι τὸν χλεύασαν.

Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Κυρίου ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση ἦταν, ὅπως φαίνεται, διαδεδομένη. Ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, πίστευε στὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της: «οἶδα -εἶπε στὸν Κύριο- ὅτι ἀναστήσεται (ὁ Λάζαρος) ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
Ὅμοια ὁ Κύριος προειδοποιεῖ στὸ τέταρτο εὐαγγέλιο ὅτι «Ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». Ὅποιος ἀληθινὰ πιστεύει στὸν Χριστὸ «ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἀναστήσῃ αὐτοῦ (ὁ Πατήρ) ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».

Στὸ ἴδιο πνεῦμα μὲ τὸν Διδάσκαλο κινούμενοι καὶ οἱ ἀπόστολοι περιλαμβάνουν στὸ κήρυγμά τους τὴν ἀνάσταση σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικότερα στοιχεῖα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ κατηγορήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους στὸν στρατηγὸ τοῦ ἱεροῦ, ὅτι κήρυσσαν τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Στὴν πρώτη Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δημιουργήθηκε ζήτημα σοβαρὸ γύρω ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα τῆς Κορίνθου. Ὁρισμένοι Κορίνθιοι, ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς προφανῶς ἐπιδράσεις, ἀμφισβητοῦσαν τὴ δυνατότητα ἀνάστασης τῶν νεκρῶν, θεωρῶντας τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας παράλογο. Δημιουργήθηκε ζήτημα σοβαρό, τὸ ὁποῖο διετάραξε τὴν εἰρήνη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς διευθέτηση τοῦ ζητήματος παρενέβη ὁ Παῦλος, γράψας πρὸς Κορινθίους τὴν πρώτη του ἐπιστολή. Τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι καθαρὰ ζήτημα ἀναγόμενο στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο βασικὰ στηρίζεται στὴ μυστικὴ ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἤδη στὸ ἱερὸ βάπτισμα οἱ πιστοὶ γινόμαστε σύμφυτοι «τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα». Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῶν πιστῶν μὲ τὴν ἀόρατη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι βαθιά, ἀδιάλυτη καὶ ἀδιάπτωτη. Ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ συνυπάρχει καὶ τὸ μυστικὸ σῶμα Του. Ἄν δὲ ὁ Κύριος ἀνεστήθη ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀκολουθία ἄμεση θὰ εἶναι καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματός Του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν κεφαλή Του. Εἶναι ἡ γλυκιὰ πίστη καὶ ἐλπίδα μέσα στὴ σκοτεινιὰ καὶ τὴν ξηρότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ὁ θριαμβικὸς τόνος καὶ ἡ ἰδιότητα ποὺ σφραγίζουν ἀνεξίτηλα τὴ χριστιανικὴ ταυτότητα.

Τὸ βασικότερο ἐπιχείρημα στὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν εἶναι ἡ θεία παντοδυναμία. Ὁ συλλογισμὸς εἶναι ἁπλός. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔπλασε ἐκ τοῦ μηδενὸς τὰ ὄντα μὲ ἕνα παντοκρατορικὸ λόγο Του, δὲν μπορεῖ ὁ Ἴδιος τὰ ἀνθρώπινα σώματα, ποὺ διέλυσε ὁ θάνατος, νὰ τὰ φέρει καὶ πάλι στὸ εἶναι, πνευματικὰ καὶ ἄφθαρτα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ναί, δύναται νὰ τὸ κάνει, «ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα».
Ἄν πραγματικὰ πιστεύεις στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ δεχτεῖς ἤρεμα καὶ ἱκανοποιημένος τὸ δόγμα τῆς ἀνάστασης, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὶς βασικότερες ἀλήθειες τῆς θείας ἀποκάλυψης. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δύναται τὰ πάντα, δὲ θὰ μπορέσει ν’ ἀναστήσει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀπὸ τὴν ἀφάνεια τοῦ τάφου, τὸ ὁποῖο ἁγίασε μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του, τὸ ἔκανε μέλος Του καὶ τὸ ἀνέδειξε ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἄν πάλι δὲν πιστεύεις στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἄπειρη παντοδυναμία Του, τότε καμιὰ πρόσβαση δὲ μπορεῖς νὰ ἔχεις στὸ ἀπόρρητο θεῖο μυστήριο. Δὲν θὰ νιώσεις ποτὲ μέσα σου τοὺς κραδασμοὺς τῆς μεγάλης θριαμβικῆς χαρᾶς ποὺ ἔφερε στὴν πλάση ἡ ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ, σὰν ἐκμηδένιση τῆς νέκρωσης καὶ τοῦ θανάτου.

Ποιὸ ὅμως θὰ εἶναι τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο θὰ ἀναστηθεῖ ἐκ τῶν νεκρῶν; Θὰ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ ποὺ φέραμε στὴ γῆ ἢ θὰ εἶναι διαφορετικό; Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ θὰ εἶναι καὶ τὰ δύο, καὶ ὅμοιο καὶ ἀνόμοιο. Κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὸ εἶδος του τὸ ἐξ ἀναστάσεως σῶμα θὰ εἶναι ταυτούσιο μὲ αὐτὸ τῆς ἐπίγειας οἰκονομίας ζωῆς. Θὰ εἶναι τὸ δικό μας σῶμα, τὸ ἥμισυ τῆς ὑπόστασής μας, τὸ ὁποῖο μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, μὲ τὸ ὁποῖο ζήσαμε κι ἐξελιχθήκαμε στὴ γῆ καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς ἔκλεψε ὁ θάνατος καὶ ἀπέκρυψε ὁ τάφος. Δὲ θὰ εἶναι σῶμα ξένο καὶ ἀλλότριο, γιατὶ κάτι τέτοιο θὰ ἔφθειρε τὸ νόημα τῆς ἀληθινῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν. Ἐν τούτοις τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι ὅμοιο μὲ τὸ δικό μου, θὰ εἶναι συγχρόνως καὶ ἀνόμοιο. Θὰ προσλάβει νέες ἰδιότητες, πνευματικές, θὰ εἶναι εὐγενέστερο, λεπτότερο, φωτεινότερο καὶ ἐνδοξότερο, χωρὶς τὴν παχύτητα καὶ τὶς ὑλικὲς ἀπαιτήσεις καὶ ἀνάγκες, ποὺ διατηροῦσε κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Θὰ εἶναι σύμμορφο μὲ τὴ νέα πνευματοποίηση τῶν πάντων, μὲ τὸν καινό, ἄφθαρτο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ.
Θὰ ὑπάρξει, λοιπόν, ποιοτικὴ μεταβολὴ τοῦ ἐξ ἀναστάσεως σώματος, χωρὶς ὅμως οὐσιώδη μεταχώρηση καὶ μεταλλαγή. Περὶ τῆς μεταβολῆς αὐτῆς πρῶτος μᾶς μίλησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μαζὶ μὲ τὸ ἀναπαραγωγικὸ σύστημα θὰ καταργηθεῖ καὶ τὸ σύστημα λήψης καὶ πέψης τροφῶν. Ὁ Θεός, λέγει, κατὰ τὴ μέλλουσα οἰκονομία ζωῆς, μέλλει νὰ καταργήσει καὶ τὴν κοιλίαν καὶ τὰ βρώματα. Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ τρῶνε ἐκεῖ, ἀλλ’ οὔτε θὰ ἔχουν καὶ τὰ ἄλλα φυσικὰ παθήματα τῆς γῆς.

Τὴ λεπτότητα τοῦ ἀναστάσιμου σώματος βλέπουμε στὴν πράξη ἐκφρασμένη στὸ σῶμα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Ἡ παχύτητα τῶν τοίχων δὲ μπόρεσε νὰ ἐμποδίσει τὴ διείσδυσή Του. Οἱ τοῖχοι καὶ οἱ κλειστὲς πόρτες τοῦ δωματίου, ὅπου οἱ μαθητὲς ἦσαν συνηγμένοι γιὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων, δὲν ἦταν ἰσχυρὲς νὰ ἐμποδίσουν τὴν παρουσία τοῦ Διδασκάλου ἐνώπιον τῶν μαθητῶν. Καὶ γιὰ νὰ καθησυχάσει τοὺς ταραγμένους διαλογισμούς τους τοὺς εἶπε: «ἴδετε τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας». Τέλος, γιὰ νὰ κάμψει τελείως τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἔκπληξή τους, τοὺς ζήτησε νὰ τοῦ δώσουν κάτι νὰ φάει: «ἔχετέ τι βρώσιμον ἐθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγε». Στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση ἔχουμε δύο τινά, φαινομενικὰ ἀντίθετα μεταξύ τους. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἑνὸς μπαίνει στὸ δωμάτιο κεκλεισμένων τῶν θυρῶν χωρὶς νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν παχύτητα τῆς ὕλης, κι ἀφ’ ἑτέρου λαμβάνει ὑλικὴ τροφή, τὴν ὁποία τρώει πραγματικὰ καὶ ὄχι εἰκονικὰ ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Του. Οὐσιαστικὰ ὅμως δὲν πρόκειται περὶ πραγματικῆς ἀντίθεσης. Ἄν παραλείψουμε τὶς διάφορες θεολογικὲς τοποθετήσεις πρὸς ἐξήγηση τοῦ φαινομένου, πρέπει ν’ ἀρκεστοῦμε ἁπλὰ στὴν πραγματιστικὴ ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ἄλλωστε στὴν ὅλη ὑπόθεση εἶναι ἐμφανὴς ἡ παρέμβαση τῆς οἰκονομικῆς παιδαγωγίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίδειξη τοῦ Κυρίου, πραγματικὴ στὴν οὐσία της καὶ ὄχι φαινομενικὴ παράσταση, εἶχε σκοπὸ νὰ πιστοποιήσει στοὺς ἀμφιβάλλοντας μαθητὲς τὸ μέγα καὶ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς ἔγερσης. Γιὰ τὴν πιστεύουσα συνείδηση αὐτὸ εἶναι ἀρκετό.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ ἐξ ἀναστάσεως σῶμα χαρακτηρίζει «πνευματικόν». Τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸ προβάλλει στοὺς πιστοὺς τῆς Κορίνθου, οἱ ὁποῖοι δυσπιστοῦσαν στὸ δόγμα τῆς ἀνάστασης. Ὁ κόκκος σίτου -τοὺς λέει- γιὰ νὰ ζωοποιηθεῖ πρέπει προηγουμένως νὰ σπαρεῖ στὴ γῆ. Κι ἐνῶ σπείρεται κόκκος γυμνός, ὁ Θεὸς τοῦ δίνει «σῶμα καθὼς ἠθέλησε». Βλαστάνει δηλαδὴ καὶ γίνεται στάχυς ὡραῖος καὶ καρπερός. Ἔτσι, καὶ τὸ σῶμα τὸ ἀνθρώπινο. Μόλις πεθάνει, ρίχνεται στὸν τάφο γυμνὸ καὶ λεηλατημένο. Μὲ τὴν ἀνάσταση ὅμως γίνεται ἀλλιώτικο, «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».
Τὸ σῶμα, τέλος, ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ ἐκ τῶν νεκρῶν, θὰ εἶναι «ἔνδοξον». Φυσικὰ πρόκειται περὶ τοῦ σώματος τῶν δικαίων. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐβεβαίωσε ὅτι οἱ δίκαιοι τότε (κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου) «ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν».