(Ὁμιλία 21-6-2022)

Ἡ ἀντιμετώπισις τῶν πειρασμῶν μὲ ταπείνωσιν καὶ χωρὶς ταραχὴν, εἶναι δυνατὴ χάριν τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἦρθε τὸ καλοκαίρι, ποὺ εἶναι καιρὸς πειρασμῶν ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν εὐκαιριῶν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος κυρίως ὑπεύθυνος καὶ διὰ τὶς εὐκαιρίες καὶ διὰ τοὺς πειρασμούς.

Ὁ ἄνθρωπος πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», ἐμφύσημα-πνοὴ τοῦ Θεοῦ, εἶναι στὸν πυρὴνα του πνεῦμα καὶ ἑπομένως τὸ μόνο δημιούργημα ποὺ εἶναι ἰκανὸ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεὸν. «Πνεῦμα» ὁ Θεὸς καὶ οἱ προσκυνοῦντες-ἐπικοινωνοῦντες Αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία προσκυνεῖν. Μετὰ ὅμως τὴν «πτώση» κατεστράφη τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» καὶ αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία κατέστη ἀδύνατη.
Ἀλλὰ παρενέβη ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν Θεία Ἐνανθρώπιση καὶ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος-ὁ Πανταχοῦ Παρῶν καὶ τὰ Πάντα Πληρῶν καὶ πάλιν κατέστη δυνατὴ αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.
«Δόξα σοι ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.Δόξα τῇ φιλανθρωπία Σου Κύριε!»


Ἑκεῖνο ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ διακόψει τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἡ ἀποστασία μας, δὲν εἶναι οἱ πειρασμοί. Οἱ πειρασμοὶ, δίκην πυρετοῦ, φανερώνουν τὴν ἀσθένειαν-τὴν ἀποστασία μας, τὴν προσωπική μας πραγματικὴ «πτώση».

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος βεβαιώνει ὅτι ἡ πνευματικὴ προκοπὴ εἰς τοὺς πειρασμοὺς φαίνεται.

Πρέπει ὁ πιστὸς νὰ ἑτοιμάσῃ εἰς πειρασμοὺς τὴν ψυχὴν του διὰ νὰ μὴ ξενίζεται ποτὲ εἰς ὅσα τῆς συμβαίνουν, μὲ τὸ νὰ εἶναι βέβαιος, ὅτι δὲν γίνεται τίποτε χωρὶς Θεοῦ θέλημα. Καὶ ἐπειδὴ μὲ θέλημα Θεοῦ γίνονται ὅλα πάντοτε εἰς ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς, διότι πάντα ὅσα κάμνει ὁ Θεὸς εἰς ἡμᾶς, διὰ τὸ συμφέρον μας τὰ κάμνει διότι μᾶς ἀγαπᾷ καὶ μᾶς λυπᾶται. Καὶ χρεωστοῦμεν, καθὼς εἶπεν ὁ Ἀπόστολος, «εἰς πάντα νὰ εὐχαριστοῦμεν» τὴν ἀγαθότητά Του καὶ νὰ μὴ λυπούμεθα ποτὲ εἰς ὅσα μᾶς συμβαίνουν, ἀλλὰ νὰ τὰ δεχώμεθα χωρὶς ταραχὴν, μὲ ταπεινοφροσύνην καὶ ἐλπίδα εἰς τὸν Θεὸν, πιστεύοντες, ὅτι πάντα ὅσα κάμνει ὁ Θεὸς εἰς ἡμᾶς, μᾶς ἀγαπᾷ καὶ οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ γένουν αὐτὰ ἀλλέως καλύτερα.

Αὐτὸς εἶναι ἡ βρύσις τῆς σοφίας, καὶ ἠξεύρει πῶς νὰ μᾶς κυβερνήσῃ καὶ ὅτι δὲν ἀδυνατεῖ εἰς τίποτε, διότι, περισσότερον ἀπὸ τὴν δύναμίν μας, δὲν ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ πειραχθοῦμεν. Εἶναι τόσον ἐλεήμων ὁ Θεός, ὅπου δὲν παραβλέπει οὕτε τὴν παραμικρὰν θλῖψιν ἡμῶν. Δὲν ἁμαρτάνομεν ἀπὸ ταῖς συμφοραῖς, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα ἀνυπομόνητοι καὶ δὲν θέλωμεν νὰ βαστάξωμεν παραμικρὰν θλῖψιν ἢ νὰ πάθωμεν τίποτε ἔξω ἀπὸ τὸν σκοπόν μας.
Εἶναι μερικοὶ, ὅπου κολυμβοῦν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐὰν ἠξεύρουν τὴν τέχνην νὰ κολυμβοῦν, ὅταν ἔρχεται τὸ κῦμα καταπάνω τους, σκύπτουν καὶ διαβαίνουν ὑποκάτω του ἕως οὐ νὰ περάσῃ· καὶ ἔτσι λοιπὸν κολυμβοῦν χωρὶς βλάβην.. Ἔτσι εἶναι καὶ εἰς τοὺς πειρασμοὺς, ἐὰν τοὺς βαστάξῃ κανεὶς μὲ ὑπομονὴν καὶ ταπείνωσιν, τοὺς περνᾷ χωρὶς βλάβην· εἰδὲ ἐναντιωθῇ καὶ ταραχθῇ, καὶ εὑρίσκει πολλὰς ἀφορμὰς πρὸς τοῦτο, τοῦ λόγου του μόνον σκοτώνεται, φέροντας τὸν πειρασμὸν καταπάνω του· καὶ ἀντὶς νὰ ὠφεληθῇ, διότι πολλὰ ὠφελοῦσιν οἱ πειρασμοὶ ἐκεῖνον, ὅπου τοὺς ὑπομένει χωρὶς ταραχὴν, μάλιστα βλάβεται.

Ἐὰν δὲ καὶ πάθος καὶ ἁμαρτία μᾶς ἐνοχλήσῃ, δὲν πρέπει νὰ ταρασσώμεθα οὔτε εἰς αὐτό, διότι τὸ νὰ ταραχθῇ κανεὶς ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὸ πάθος, εἶναι ἀγνωσία καὶ ὑπερηφανία. Διατί ξενίζεται ὁ ἁμαρτωλός, ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν; Διατὶ ταράσσεται; Ἐνήργησας αὐτήν, τὴν ἔχεις, διὰ τοῦτο σὲ ταράσσει. Μάλιστα ὑπόμεινον, ἀγωνίσου, παρακάλεσον τὸν Θεὸν, διότι ἀδύνατον εἶναι νὰ μὴν ἔχῃ θλῖψιν ἀπὸ τῆν ἁμαρτίαν, ἐκεῖνος ὅπου τὴν πράξῃ.
Ἐὰν τὸ λοιπὸν ταπεινωθῇ εἰς τὸν Θεὸν καὶ βαστάξῃ τὸν ζυγὸν τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πειρασμοῦ μὲ εὐχαριστίαν καὶ ἀγωνισθῇ μικρόν, τὸν γλυτώνει ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς ὑπομονὴν εἰς τὴν θλῖψιν τοῦ πειρασμοῦ, ὅπου τοῦ συμβαίνει καὶ νὰ μὴ φεύγῃ ἀπ’ αὐτὸν, ἀλλὰ νὰ τὴν βαστάζῃ μὲ ταπείνωσιν, ὡσὰν ὅπου χρεωστεῖ νὰ πειράζεται καὶ νὰ λογιάζῃ πὼς δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὸ βάρος αὐτοῦ. ἀλλὰ μάλιστα καὶ νὰ πολυκαιρίσῃ καὶ νὰ ζήσῃ καὶ νὰ στερεωθῇ καταπάνω του ὁ πειρασμός, κἂν ἠξεύρῃ τὴν αἰτίαν, κἂν δὲν τὴν ἠξεύρῃ, ἀλλὰ μόνον νὰ πιστεύῃ, ὅτι δὲν γίνεται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἄκριτον οὔτε ἄδικον, καὶ νὰ δύναται νὰ λέγει ὡς ἐκεῖνος ὁ ἀδελφὸς ὅστις λυπούμενος καὶ κλαίωντας, ἐπειδὴ ἐπῆρεν ὁ Θεὸς τὸν πειρασμὸν ἀπ’ αὐτὸν, ἔλεγε «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ πειραχθῶ καμπόσον;».

Πάλιν εἶναι γραμμένον, ὅτι μαθητὴς μεγάλου γέροντος ἐπολεμήθη εἰς πορνείαν· καὶ βλέποντάς τον ὁ γέρων πὼς ἔκαμνε κόπον, λέγει του· «θέλεις νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν νὰ σὲ ἐλαφρώσῃ ἀπὸ τὸν πειρασμόν;» Καὶ ἐκεῖνος εἶπεν, «ἂν καὶ κοπιάζω, ἀββᾶ, ἀλλὰ βλέπω ἀπὸ τὸν κόπον καρπὸν-ὡφέλειαν εἰς τὸν ἑαυτό μου· μάλιστα δὲ παρακάλεσον τὸν Θεὸν νὰ μοῦ δώσῃ ὑπομονήν»· ἰδού, ἐτοῦτοι εἶναι ὅπου θέλουν ἐν ἀληθείᾳ νὰ σωθοῦν. Τοῦτο εἶναι σωτηρία, τὸ νὰ βαστάξῃ μὲ ταπεινοφροσύνην τὸν ζυγὸν τοῦ πειρασμοῦ. Ὅμοιον εἶναι ἐκεῖνο ὅπου λέγει ὁ ἀδελφός, ὅτι βλέπω καρπὸν εἰς τὸν ἑαυτό μου, καὶ ὁ γέρων τοῦ εἶπε, «σήμερον ἐγνώρισα, ὅτι εὐρίσκεσαι εἰς προκοπὴν καὶ μὲ ἐπέρασες»· διότι, ὅταν ἀγωνισθῇ κανεὶς νὰ μὴ πράξῃ τὴν «ἁμαρτίαν καὶ ἀρχίσῃ νὰ πολεμῇ καὶ μὲ τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς τῆς διανοίας, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀγωνίζεται καὶ μὲ τὴν θλῖψιν τῶν ἀγώνων ἀπὸ ὀλίγον-ὀλίγον καθαρίζεται καὶ γυρίζει εἰς τὸ κατὰ φύσιν. Εἰς τόσον ὅτι, καθὼς εἴπαμεν, ἀπὸ ἀγνωσίας καὶ ὑπερηφανίας ταράσσεται κανείς, ὅταν πειράζεται ἀπὸ κανένα πάθος· μάλιστα δὲ πρέπει νὰ ἠξεύρῃ τὰ μέτρα του μὲ ταπείνωσιν καὶ νὰ ὑπομένῃ δεόμενος, ἕως οὖ νὰ κάμῃ ὁ Θεὸς ἔλεος εἰς αὐτόν· διότι, ἐὰν δὲν πειραχθῇ κανείς, καὶ νὰ ἰδῇ τὴν θλῖψιν τῶν παθῶν, δὲν ἀγωνίζεται νὰ καθαρισθῇ ποτέ.

Λέγει δὲ καὶ ὁ ψαλμὸς περὶ τούτου. Πρῶτα ἀνατέλλουν οἱ πονηροὶ λογισμοί, ἔπειτα φανερώνονται τὰ πάθη, καὶ ἂν ἐναντιωθεῖς-ἀγωνισθεῖς τότε ἐξολοθρεύονται. Ταῦτα πάντα εἶναι εἰς εκείνους ὅπου ἀγωνίζονται. Ἡμεῖς δὲ κάμνοντες τὴν ἁμαρτίαν καὶ πάντοτε ἐνεργοῦντες τὰ πάθη, δὲν γνωρίζομεν, οὔτε πότε ἀνατέλλουν οἱ πονηροὶ λογισμοί, οὐδὲ πότε φαίνονται τὰ πάθη, διὰ νὰ ἀγωνισθοῦμεν πρὸς αὐτά, ἀμὴ ἀκόμη εἴμεθα κάτω εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἰς τὴν ἐλεεινὴν πλινθοποιΐαν τοῦ Φαραώ. Καὶ τίς νὰ ἤθελε μᾶς δείξει κἂν νὰ ἐγροικούσαμεν νὰ καταλάβωμεν τὴν πικρὰν δουλείαν, διὰ νὰ ταπεινωθοῦμεν καὶ νὰ σπουδάξωμεν νὰ ἐλευθερωθοῦμεν; Τὰ θεωροῦμε φυσικὰ καὶ ὄχι πειρασμικά.

Οἱ Πατέρες, ἠξεύροντες τοῦτο, ἐνδυναμώνουν τὸν ἄνθρωπον μὲ ταῖς διδασκαλίαις τους, καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ φοβηθῇ. Καὶ ἄλλος μὲν λέγει ἔπεσες, ἀνάστα· καὶ πάλιν, ἂν ἔπεσες, πάλιν σηκώσου, καὶ τὰ λοιπά. Ἄλλος δὲ πάλιν λέγει, ἡ δύναμις ἐκείνων, ὅπου θέλουν νὰ κατορθώσουν τὰς ἀρετάς, τοῦτο εἶναι· ὅτι, ἐὰν πέσουν νὰ μὴν φοβηθοῦν καὶ ἀπελπισθοῦν, ἀλλὰ πάλιν νὰ ἀγωνίζονται καὶ καθ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους ἔτσι, μὲ τοιαύταις νουθεσίαις, δίδει χεῖρα βοηθείας εἰς ἐκείνους ὅπου θλίβινται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸν καὶ ἀγωνίζονται.

Ἡ ψυχή, ὅταν παύσῃ ἀπὸ τὴν πρᾶξιν τῆς ἁμαρτίας καὶ περάσῃ τὴν νοητὴν θάλασσαν, πρῶτον θέλει νὰ κοπιάσῃ ἀγωνιζόμενη καὶ πολλὰ θλιβομένη, καὶ ἔτσι μὲ τὶς θλίψεις θέλει εἰσέλθη εἰς τὴν ἁγίαν ἀνάπαυσιν, διότι μὲ πολλαῖς θλίψεις θέλομεν εἰσέλθη εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν· διότι οἱ θλίψεις κινοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν, καθὼς οἱ ἄνεμοι κινοῦν τὴν βροχήν. Καὶ καθὼς ἡ πολλὴ βροχή, ἂν εἶναι τὰ σπαρτὰ τρυφερὰ τὰ σαπίζει καὶ χάνουν τὸν καρπόν τους, οἱ δὲ ἤρεμοι ἄνεμοι τὰ ξηραίνουν ἀπὸ ὀλίγον-ὀλίγον καὶ τὰ στερεώνουν, ἔτσι εἶναι καὶ εἰς τὴν ψυχήν, ἡ ἄνεσις. ἡ ἀμεριμνία καὶ ἡ ἀνάπαυσις τὴν ἀχαμνίζουν καὶ τὴν διαλύουν, οἱ δὲ πειρασμοὶ τὴν σφίγγουν καὶ τὴν σμίγουν μὲ τὸν Θεόν, καθὼς λέγει ὁ Προφήτης, «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν Σου». Εἰς τόσον ὅτι, καθὼς εἴπαμεν, δὲν πρέπει νὰ ταρασσώμεθα, οὐδὲ νὰ βαρυνώμεθα εἰς τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ νὰ ὑπομένωνμεν καὶ νὰ εὐχαριστοῦμεν εἰς τὶς θλίψεις, καὶ νὰ ἀναζητοῦμεν νὰ εὕρωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμεν διαπαντὸς μὲ ταπείνωνσιν, διὰ νὰ κάμῃ ἔλεος εἰς τὴν ἀσθένειάν μας καὶ νὰ μᾶς σκεπάσῃ ἀπὸ παντὸς πειρασμοῦ.
Διότι ὅπως λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν βρῆς τὸ Ἕνα τὰ βρίσκεις ὅλα. Τὸ χαίρεσαι καλύτερα ὅταν τὸ χάνεις. Γιατὶ ζῆς μὲ τὴ στέρησή του τὸ ἀδιάστατο τῆς χάριτός του. Νοιώθεις τὴν ἀξία του. Τὸ βλέπες ἀπὸ μιὰ ἄλλη πλευρά.

Τὸ ψεύτικο καὶ ὅταν τὸ ἔχης, σοῦ λείπει, σὲ βασανίζει. Καὶ ὅταν δὲν τὸ ἔχης, σ’ ἀφήνει στὸ κενό, στὴν ἀπελπισία.
Τὸ ἀληθινὸ εἶναι πολυσήμαντο μὲ ἀτελείωτες ἐφαρμογὲς καὶ προεκτάσεις, τὸ ἔχεις, τὸ χαίρεσαι, τὸ χάνεις, τὸ ἀναζητᾶς μὲ νοσταλγία.
Τὸ ἔχεις καὶ ἔχεις τὸ πᾶν. Ἀγαπᾶς ὅλους. Χαίρεσαι κάθε χαρὰ ὄντως.
Τὸ χάνεις καὶ φανερώνεται ἄφθαρτο μπροστὰ καὶ μέσα σου.
Τὸ ἀρνεῖσαι καὶ δὲν σὲ ἀρνεῖται αὐτό. Τὸ διώχνεις καὶ ἔρχεται.
Τὸ ἀναγκάζεις νὰ φύγη καὶ φεύγει (εἶναι ἡ ἄκρα εὐγένεια). Καὶ βασανίζεσαι μόνος σου.
Αὐτὸς ποὺ ἔνοιωσε, ἐκεῖνο ποὺ ἔζησε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ, καὶ μὲ τὴν ἀμέλειά του τὸ ἔχασε, «αὐτὸς μόνος οἶδεν ἐν ποίᾳ ταλαιπωρίᾳ κατελείφθη».

Τὸ μήνυμα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ εἶναι ὅτι τὸ ἕνα καὶ ἀληθινό, δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τὴ φθορά. «Ὅπου θέλει πνεῖ». Γίνεται οἰκεῖο μὲ τοὺς ξένους. Βρίσκει τοὺς μακρινούς. «Καὶ οὐκ ἔστιν ὅς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ». Ὅλα εἶναι δικά του.
Περνᾶ τὶς φυλακὲς τῶν συστημάτων. Παραμερίζει τὴ φενάκη τῶν ἰδεολογιῶν καὶ βρίσκει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖ ποὺ εἶναι. Ἔχει κάτι νὰ τοῦ πῆ, ἄσχετα ἄν νομίζη ὅτι πιστεύει ἢ ὄχι, ἄσχετα ἂν ἀνήκη σὲ κεῖνο ἢ στὸ ἄλλο στρατόπεδο, τὴν ἰδεολογία ἢ κοσμοθεωρία. Οἱ ἀπόψεις καὶ δοκιμασίες μας δὲν μποροῦν νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ἔσωθεν τῆς φύσεώς μας, τὸ ἐνφύσημα, τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ κατ’ εἰκόνα ἀμαυρώνεται, ἀλλὰ δὲν χάνεται. Ἐντὸς ἡμῶν εὑρίσκεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὸ χέρι μας εἶναι ἡ σωτηρία μας. Καλὸν ἀγῶνα. Καλὸ καλοκαίρι.

Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς