Ὁμιλία 13/12/2022

Ἡ ἀποψινὴ συνάντησις εἶναι ἡ τελευταία τῆς χρονιὰς, καὶ ταπεινὰ εὔχομαι σὲ ὅλους, νὰ ἑορτάσωμεν καὶ γιὰ ἐμᾶς Χριστούγεννα, νὰ παρακαλέσωμεν τοὺς ἁγίους ποὺ ἑορτάσαμε σήμερα, ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Παναγίαν μας νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὴν ἀποστασία μας, γιὰ νὰ βιώσουμε ὅτι ὁ Κύριός μας καὶ Σωτήρας μας πολὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ ἀνακληθῆ καὶ στὴν δική μας ψυχὴ-φάτνη.

Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ Μητρόπολις τῶν ἑορτῶν καὶ τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνακαινήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς πραγματώσεως τῆς ἀνακαινήσεως ὅλης τῆς δημιουργίας καὶ τὸ νὰ ἀνακαινοῦνται χάριτι Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ συνεργίᾳ τοῦ ἀνθρώπου «τὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Στὴ Θεία Λειτουργία συμβιώνουμε μαζὺ τὸν Κύριον καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ὅλη σωτήρια πορεία-προσφορά Του ἀπὸ τὴν Ἐνανθρώπηση (στὴν προσκομιδὴ ὑπάρχει συνήθως ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως) μέχρι τοῦ νὰ ἀτενίσουμε τὴν μέλουσα Βασιλεία («εἴδομεν τὸ φῶς, ἐλάβαμεν Πνεῦμα ἐπουράνιον»), ὅλοι μαζὺ ὁμοῦ καὶ ἕνας ἕκαστος , σὲ ἐνότητα μὲ τὸν Χριστόν.

Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εὐρίσκεται σὲ στενὸ σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὸ Ἱερὸ Βάπτισμα. Τὸ ἔργο τῆς ἑνότητος καὶ τῆς ἀνακαινήσεως καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐτελέσθη μία φορὰ διὰ τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ ἐν συνεχεία διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ συνεχίζει ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς. Αὐτὴ τρέφει τὸν πιστὸ μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Τὸν ἐνισχύει καὶ τὸν προάγει. Τὸν συνενώνει στενὰ μὲ τὸν Σωτῆρα καὶ τὸν ὁδηγεῖ σταθερὰ στὴν θέωσι.
Ἡ θεία μυσταγωγία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος εἶναι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ συγχρόνως τῆς ἑνότητος μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Θεία Κοινωνία ζοῦμε ξανὰ τὸ θαῦμα τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ διαρκὴς συνάντησις τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ὑψηλότερο πνευματικὸ κόσμο, εἰσέρχεται στὴν πραγματική του ζωή.
Στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας λαμβάνει χώραν ἀμοιβαίως ἀλληλοενοίκησις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τῶν πιστῶν, στὸ σύνολο, στὴν ἐκκλησία καὶ ἑνὶ ἐκάστω. Οἱ πιστοὶ ἑνώνονται μυστικῶς μαζὶ μὲ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως καὶ μεταξὺ τους (ἐδῶ ὁ Γάμος, ἐδῶ ἡ ἐν Χριστῷ φιλία καὶ ἀγάπη). Ἔτσι ἀποτελεῖται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὸ μυστικὸ σῶμα τῶν Ἁγίων, πέραν τοῦ ὅποιου γένους, τῆς φυλῆς, τῆς χώρας, τῆς ἠπείρου, τῆς ὅποιας καταγωγῆς, τῆς ὅποιας καταστάσεως.

Οἱ πιστοί, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γινόμεθα τὸ μυστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ στενὴ καὶ ἄμεσο σχέσι μαζί Του, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν σάρκωσι ἡνώθη μὲ τὴν θεία Του φύσι.
Διὰ νὰ λυτρωθῆ τὸ δικό μας σῶμα, πρέπει νὰ δεχθῆ τὴν χάρι τοῦ θεοδόχου ἐκείνου σώματος του Σωτῆρος.
Ὅταν θὰ γίνη ἕνα μετὰ τοῦ θεϊκοῦ σώματος, τότε θὰ γίνῃ ἄφθαρτο, ἡ ἀνθρώπινη φύσις διὰ τῆς κοινωνίας της μὲ τὴν θεότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θὰ θεοποιηθῆ καὶ θὰ εἶναι σάρκα Θεοῦ κατὰ χάριν.

Ἡ Θεία Εὐχαριστία συνίσταται ἀπὸ οἶνον καὶ ἄρτον, τὰ πλέον προσιτὰ πρὸς προσληψιν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς συγκαταβαίνοντας κατακιρνᾶται, δηλ. ἑνώνεται καὶ ἀναμιγνύεται μὲ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν πιστέψει σ’ Αὐτὸν.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὁμιλεῖ διὰ τὴν μυστιὴ ἕνωσι τῶν πιστῶν μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μεταξύ των καὶ χρησιμοποιεῖ φράσεις ποὺ διακρίνονται διὰ τὴν ὑπερβολική τους παραστατικότητα καὶ ζωηρότητα καὶ δριμὺ πάθος. Βάζει ὁ ἱερὸς πατὴρ τὰ ἑξῆς λόγια στὸ στόμα τοῦ Κυρίου:

«Κατεδίωξά σε καὶ ἐπέδραμον, ἵνα σε κατάσχω· ἥνωσά σε καὶ συνῆψα ἐμαυτῷ. Φάγε με εἶπον, πίε με, συμπλέκομαί σοι, τρώγομαι, λεπτύνομαι κατὰ μικρόν, ἵνα πολλὴ ἡ ἀνάκρασις γένηται καὶ ἡ μίξις καὶ ἡ ἕνωσις. Τὰ γὰρ ἑνούμενα ἐν οἰκείοις ἕστηκεν ὅροις· ἐγὼ δὲ συνυφαίνομαί σοι. Οὐ βούλομαι λοιπὸν εἶναί τι μέσον. Ἒν εἶναι βούλομαι τὰ ἀμφότερα».
[Ἑρμηνεία: σὲ κατεδίωξα, ἔκαμα ἐπιδρομή, ἐγὼ ὁ Θεὸς σου, διὰ νὰ σὲ κατέχω δικό μου, ἐσένα τὸν ἄνθρωπο. Σὲ ἥνωσα μὲ τὸν Ἑαυτό μου καὶ ἦλθα σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μαζί σου. Σοῦ εἶπα:φάγε με, πίε με. Συμπλέκομαι μαζί Σου.
Γίνομαι γιὰ σένα τὸν ἄνθρωπο μοναδικὴ τροφὴ, διαμοιράζομαι καὶ τεμαχίζομαι μὲ ἄπειρες μερίδες, ὥστε καὶ ἡ ἀνάκρασις καὶ ἡ μίξις καὶ ἡ ἕνωσις νὰ γίνεται ὅσο εἶναι δυνατὸν περισσότερη σὲ ἄκτασι μεταξύ μας. Διότι ἐκεῖνα ποὺ ἐνώνονται μεταξύ τους δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν φυσική τους ἰδιότητα. Ἐγὼ ὅμως συνυφαίνομαι μαζί σου. Δὲν θέλω νὰ ὑπάρχη κάτι ἀνάμεσά μας. Ἕνα ἐπιθυμῶ νὰ εἴμεθα οἱ δύο ὁμοῦ, δηλ. ἐγὼ καὶ Σύ].
Στὸ ἱερὸ αὐτὸ μυστήριο, σύμφωνα πάλι μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, πραγματοποιεῖται ἡ ἑνότης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὸν Χριστὸν καὶ συγχρόνως μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας:
«Διὸ καὶ ἀναγκαῖον μαθεῖν τὸ θαῦμα τῶν μυστηρίων. Ἓν σῶμα γινόμεθα καὶ μέλη, φησίν, ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ. Τοῦτο γὰρ γίνεται διὰ τῆς τροφῆς ἧς ἐχαρίσατο βουλόμενος ἡμῖν δεῖξαι τὸν πόθον, ὃν ἔχει περὶ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο ἀνέμιξεν ἑαυτὸν ἡμῖν καὶ ἀνέφυρε τὸ σῶμα Αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς, ἵνα ἓν τι ὑπάρξωμεν, καθάπερ σῶμα κεφαλῇ συνημμένον».
[Ἑρμηνεία: Εἶναι ἀνάγκη, τονίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, νὰ μάθουμε τὸ θαῦμα τῶν μυστηρίων, τὶ ποιεῖται διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς τροφῆς ποὺ μᾶς ἐχάρισε. Θέλοντας ἔτσι νὰ μᾶς δείξη τὸν πόθο ποὺ ἔχει γιὰ μᾶς. Δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀνέμιξε τὸν ἑαυτό Του μέσα σὲ μᾶς καὶ ἀνέμειξε τὸ δικό Του σῶμα μὲ τὸ δικό μας, γιὰ νὰ γίνουμε μία ὕπαρξις μαζὶ Του, ὅπως τὸ σῶμα εἶναι ἄρρηκτα καὶ ὀργανικὰ ἑνωμένο μὲ τὴν κεφαλὴ].
Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιον Κύριλλο, ἀποτελεῖ τὴν συνέχεια τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου. Και, ὅπως ἐκεῖ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Κυρίου ἐθεώθη, ἐπειδὴ ἡνώθη μὲ τὸν Θεὸν-Λόγον, καὶ ἔγινε ζωοποιός, ἔτσι καὶ στὴν Θεία Εὐχαριστία, αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μυστικῶς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστόν, θεοῦται, τρέφεται ἀοράτως καὶ συγχρόνως δέχεται τὸ σπέρμα τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μὲ τὰ ἑξῆς ὡραιότατα λόγια ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἕνωσι καὶ τὴν θέωσι αὐτή:
«Προσέλθωμεν αὐτῷ πόθῳ διακαεῖ, καὶ τὸ σῶμα ὑποδεξώμεθα· καὶ ἐπιθέντες ὀφθαλμοὺς καὶ χείλη τοῦ θείου ἄνθρακος μεταλάβωμεν, ἵνα τὸ πῦρ τοῦ ἐν ἡμῖν πόθου προσλαβὸν τὴν ἐκ τοῦ ἄνθρακος πύρωσιν, καταφλέξη ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας, καὶ φωτίσῃ ἡμῶν τὰς καρδίας καὶ τῇ μετουσίᾳ τοῦ θείου πυρὸς πυρωθῶμεν καὶ θεωθῶμεν».
[Ἑρμηνεία: Ἂς προσέλθωμεν μὲ φλογισμένο τὸν πόθο πρὸς Αὐτὸν, τὸν Κύριό μας, καὶ ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ ἀφοῦ ἐγγίσουμε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ τὰ χείλη καὶ λαχταρίσουμε μὲ τὴν καρδιά, ἂς λάβωμε ἐντὸς μας τὸν θεῖον ἄνθρακα. Ἔτσι ὁ ἐσωτερικός μας πόθος διὰ τὸν Κύριον ποὺ ὁμοιάζει μὲ φωτιά, θὰ γίνη ὅλος ἱερὴ φλόγα, θὰ γίνη πῦρ, μόλις γευθῆ ἡ ὑπαρξίς μας τὸν θεϊκὸ ἄνθρακα. Τὶς ἁμαρτίες μας θὰ τὶς καταφλέξη. Τὶς καρδιές μας θὰ τὶς φωτίση. Καὶ μὲ τὴν συμμετοχή μας στὸ θείο πῦρ θὰ «πυρωθῶμεν καὶ θεωθῶμεν»].
Ἐκεῖνος ποὺ προκαλεῖ τὴν διαίρεσι εἶναι ὁ διάβολος, ποὺ γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο ἀκριβῶς τῆς διαιρέσεως ἐπιστρατεύει ὅλες του τὶς δυνάμεις. Καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πολλὲς φορὲς γινόμεθασυνεργοὶ τοῦ διαβόλουμὲ τὸ νὰ ἔχουμε σὰν δόγμα τὸ «λαμβάνειν» καὶ ὄχι τὸ «διδόναι», σὲ ὅλες τὶς ἐκδόσεις του, καὶ ἀντὶ τὸ «διακονῆσαι» τοῦ Κυρίου μας, τὸ «διακονηθῆναι», προβάλλοντας πάντοτε τὸ ἐγὼ καὶ ὄχι τὸ ἐμεῖς καὶ ζῶντας μὲ Ἕνα γιατὶ καὶ ἕνα παράπονο. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ καλλίτερη ἀντιμέτωπισις στὸ διαβολικὸ αὐτὸ ἔργο.

Γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίγνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ, καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν τῆς πίστεως».
Κάθε χριστιανὸς ἑπομένως ποὺ δὲν λαμβάνει μέρος στὴ λειτουργικὴ σύναξι τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴν κοινὴ ζωὴ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ συμμετέχη στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κοινὴ τροφὴ ποὺ χαρίζει τὴν ὄντως ζωὴ καὶ καταστρέφει τὶς σατανικὲς δυνάμεις, κρατάει τὸν θάνατο, χαρίζει τὴν ἔνθεο ζωή, καὶ καθιστᾶ φανερὴ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Διὰ τῆς Θεὶας Εὐχαριστίας ἡ ψυχὴ καθαίρεται, ἐξυψώνεται, ἁγιάζεται, τρέφεται μυστικὰ καὶ ἀφθαρτίζεται. Τὸ εἶναι μας ὅλο, ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα μας, δέχεται τὸ σπέρμα τῆς ἀφθαρσίας καὶ ἀναστάσεως. Μὲ ἕνα λόγο, ὁ ἄνθρωπος συμπλέκεται μὲ τὸν Χριστόν, «μετακιρνᾶται» σὲ θεία ποιότητα καὶ θεοποιεῖται.
Τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι κεντρικό στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπό τίς ἀρχές της καὶ τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία καί ἡ πνευματικότητα ἐκφράζονται μέ ἀναφορές στά ἔργα ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, μέχρι καὶ τῶν συγχρόνων ὁσίων ἁγίων Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ἐφραίμ Κατουνακιώτου, Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ (προσωπικὴ ἐμπειρία).

Τὶς ὑψηλὲς αὐτὲς ἔννοιες τὶς εὐρίσκομε στὴ διδασκαλία περὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδιαιτέρως στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐφέτος στὶς συνάξεις μας κυρίως ἀναφερόμεθα καὶ ὁ ὁποῖος τοποθέτησε τὴν Θεία Εὐχαριστία στὸ κέντρον τῆς πνευματικῆς ζωῆς.


Ἡ βασική ἰδέα τοῦ ἁγίου Συμεών σχετικά μέ τή Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ἑξῆς: ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία μὲ τὸ νὰ ἔχει γίνη συγγενής ὁ Κύριός μας μὲ τὴν Θεία Ἐνανθρώπησὶ Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἑνώνει μέ τό Σῶμα Του καί μέ τήν Ἐκκλησία πού εἶναι ἐπίσης τό Σῶμα Του, ὅταν κοινωνοῦμε ἐνσυνείδητα μᾶς καθιστὰ συμμετόχους τῆς Θεότητός του παντοῦ καὶ πάντοτε, ὅλους, ἀλλὰ καὶ τὸν καθένα μας προσωπικά.
Συγγενής γάρ ἅπαξ ἡμῶν γεγονώς (ὁ Χριστός) τῇ σαρκί αὐτοῦ (μὲ τὴ Θεία Ἐνανθρώπηση) καί συμμετόχους τῆς θεότητος αὐτοῦ ἡμᾶς ἐργασάμενος ἀπ’ ἀρχῆς ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, ἀλλά καί ἐφ’ ἑνί ἑκάστω, τῶν πάλαι ἁγίων ἐγένετο καί μέχρι τοῦ νῦν ἀεί γίνεται.
Χάρη στήν Θεία Κοινωνία γινόμαστε φορεῖς τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ («σύσωμοι καὶ σύναιμοι»). ... Συνανακιρνάμενος ἀρρήτως, καί θεοποιῶν ἡμᾶς ὡς συσσώμου Αὐτοῦ καί σάρκα ὄντες ἐκ τῆς σαρκός Αὐτοῦ καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ.
Κατά τόν ἅγιο Συμεών αὐτή ἡ πραγματική ἐνσωμάτωση εἶναι πνευματική, εἶναι τό μεγάλο μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πρός τόν ἄνθρωπο, καὶ τὸ μέγα Μυστήριον τῆς μεταξύ μας ἐνότητος.
Μυστήριον τῆς ἀφράστου οἰκονομίας Αὐτοῦ, φρίκης ἁπάσης γέμον.
Ἅπαντες οἱ εἰς αὐτόν πιστεύοντες ἐσόμεθα ἕν πνεῦμα καί ἕν σῶμα.
Καί οἱ πιστοί πού εἶναι βαπτισμένοι καὶ γίνονται κοινωνοί τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἶναι προορισμένοι γιά τή σωτηρία:
Πρό τῶν αἰώνων προώρισεν (ὁ Θεός) ἵνα ὅσοι πιστεύωσιν εἰς αὐτόν καί βαπτισθῶσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ, ἤγουν εἰς ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί φάγωσι τό ἄχραντον σῶμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καί πίωσι τό τίμιον αἷμα αὐτοῦ, δικαιωθῶσιν ἀπό τῆς ἁμαρτίας, καί ζωῆς αἰωνίου μέτοχοι γένωνται.
Αὐτό μπορεῖ νά τό καταλάβει κανείς μονάχα ἐὰν ἀγωνίζεται γιὰ τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν, τὴν αἴσθησι τῆς ἐνσυνείδητης ἐμπειρίας καὶ ἑλκόμενος ἀπό τήν συνεχῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἰ βούλει δέ γνῶναι ὡς ἀληθῆ τά λεγόμενα, γενοῦ τῇ ἐργασίᾳ τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν-κατὰ χάριν τέλειος καί οὕτω μετάλαβε τῶν ἁγίων· καί γνώσεις τηνικαῦτα τῶν λεγομένων σοί τήν δύναμιν ἀκριβῶς.
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι πάντοτε παροῦσα στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ γι’ αὐτὸ εἶπε «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων» καὶ δὲν εἶπε ὁ «καταβάς».
Ἵνα δέ μή νομίζωμεν ὅτι τό πᾶν ἐστι τοῦ ὁρωμένου ἄρτου τούτου ἕνεκεν πολλαχῶς εἴρηκεν (ὁ Χριστός): "Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων" καί οὐκ εἶπεν "ὁ καταβάς", ἀλλ' ὁ καταβαίνων καί νῦν καί καθ' ὥραν καί πάντοτε παραγενόμενος.
Ἡ ἐνσυνείδητη ψυχῇ τε καὶ καρδίᾳ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς δραστικότητάς της, τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος, ἄλλως δέν μετέχουμε στή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Χάρις μένει ἀνενέργητη, γι’ αὐτὸ ἐπιμένει ὁ ἅγιος Συμεών, ἡ συμμετοχὴ στὴν Θεία Κοινωνία νὰ εἶναι «ἐν αἰσθήσει καὶ γνώσει» καὶ μάλιστα μετὰ δακρύων.
Εἰ ἐν αἰσθήσει καί γνώσει, τῶν τοιούτων μετέχντες ἀξίως· ἰδού δή ἄξιος γέγονας τῆς τοιαύτης τραπέζης.
Ἑνοῦνται Θεῷ οἱ ἀξίως καί ἐν γνώσει καί θεωρίᾳ τοῦ μυστηρίου ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθίοντες τούτου καί ἐκ τούτου τοῦ ποτηρίου πίνοντες εὐαισθήτῳ ψυχῇ καί καρδίᾳ.
Ὁ ἅγιος Συμεών ἐπιμένει πολύ στόν πνευματικό χαρακτῆρα τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ συμβουλεύει νὰ μὴ μένωμεν εἰς τὸ φαινόμενο, ἀλλὰ νὰ κατανοοῦμε καὶ νὰ αἰσθανόμεθα μὲ τὴν πνευματικὴ ὄραση, ὅτι ἡ ὁλίγη μερίδα ποὺ λαμβάνομεν στὴν Θεία Κοινωνία εἶναι θεοποιηθεῖσα καὶ πραγματικὸς Χριστός, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων καὶ ἄρτος ἀθανασίας.
Ἵνα μηδέν σωματικόν ὑποπτεύσῃς μήτε τί γήινον ἐννοήσῃς, ἀλλά καί αὐτόν τόν μικρόν ἄρτον, τήν ὀλίγην μερίδα θεοποιηθεῖσαν, τοῖς νοεροῖς ὄμμασι ὁρᾶς καί γενομένην ὅλην ὁμοίαν τῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνοντι ἄρτῳ, ὅς ἐστι Θεός ἀληθής καί ἄρτος καί πόμα ζωῆς ἀθανάτου...
Μόνο ἡ ἐνσυνείδητη κοινωνία μέ τό θεωμένο Σῶμα «ζωοποιεῖ»:
Τοίνυν, σύ αὐτός ὁ πιστός σώματος τεθεωμένου μεταλαμβάνεις, εἰ ἔχειν εὐαισθήτως ἐν ἑαυτῷ τοῦ Κυρίου λέγοντος: Ὁ τρώγων τόν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνοντα ἄρτον ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα.
Καί ἀκόμη περισσότερο τήν θεωρεῖ τροφήν τῶν ἀγγέλων, τόν οὐράνιον ἄρτον, ἐξ ὧν πᾶσαι αἱ ἄυλοι δυνάμεις τῶν οὐρανῶν τρεφόμεναι ἀκηράτως ζωοῦνται.

Ὁ Συμεών μακαρίζει ἐκείνους πού κοινωνοῦν καθημερινά καί μέ ἐπίγνωση:
Μακάριοι οἱ τόν Χριστόν καθ’ ἑκάστην μετά τοιαύτης ἐσθίοντες θεωρίας καί γνώσεως, ὅτι αὐτοί καθαρθήσονται ἀπό παντός ρύπου ψυχῆς τέ καί σώματος.
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι Πάσχα, εἶναι πέρασμα ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ κόσμο στὸν νοητό κόσμο, γιὰ νὰ συμβασιλέψης μὲ τὸν Χριστό καὶ τότε ὅλη σου ἡ ζωὴ εἶναι ἑορτή, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἑορτὴ ἀλλὰ ἀφορμὴ γιὰ Πάσχα (Νῦν ἀπολύεις…):
Ἐάν οὕτω μέν ἑορτάζῃς, οὕτω δέ καί τῶν θείων μυστηρίων μεταλαμβάνῃς, ἔσται σοί ἅπας ὁ βίος ἑορτή μία, καί οὐδέ ἑορτή, ἀλλά ἑορτῆς ἀφορμή καί Πάσχα.
Καί ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι μένει ἔκθαμβος, πῶς αὐτός ὁ ἀνάξιος ἀξιώθηκε ἰερουργῶντας τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γενόμενος διάκονος τῆς Ἁγίας Τριάδος, μιᾶς διακονίας ἀνωτέρας καί αὐτῆς τῶν ἀγγέλων, μὲ τὸ νὰ ἀξιώνεται ὄχι ἁπλῶς νὰ Τὸν ἀγγίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ Αὐτο-προσφέρεται ὡς τροφή, ὁ Κτίστης καὶ Δεσπότης τῶν ἀπάντων, ὁ καὶ ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ ὑπάρχων ἀπρόσιτος.
Πῶς ἐγώ, ὁ ταπεινός γενέσθαι ἠξιώθην τῶν θείων μυστηρίων ἱερουργός καί λειτουργός τῆς ἀχράντου Τριάδος; Πῶς ὁ τοῖς Σεραφίμ ἀπρόσιτος ὑπάρχων, ὁ πάντων κτίστης, ποιητής καί δεσπότης κατηξίωσας καί κρατεῖν καί ἐσθίειν καί τό αἷμά σου τό πανάγιον πίνειν...

Τό μεγάλο μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ὅπου ὁ Θεός, ὁ ἀπρόσιτος καί ἀνέκφραστος, θεᾶται καί ἐσθίεται ἀπό τούς ἀνθρώπους, προσεγγίζεται ἀπό τόν ἅγιο Συμεών μέ τά ἀκόλουθα λόγια, ὅπου προσπαθεῖ νά δώσει μίαν ἔκφραση στό ἀνέκφραστο:
καί ἔχειν ἐν καρδίᾳ μου, Χριστέ, καταξιοῦμαι, καί διαμένω ἄφλεκτος χαίρων ἅμα καί τρέμων καί ἀνυμνῶν σου τήν πολλήν, Χριστέ, φιλανθρωπίαν;
Καί θαυμάζων ἀναφωνεῖ ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό Μέγα Μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ποὺ μὲ τὴν θυσίαν τοῦ θανάτου Του («Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωὴν χαρισάμενος»), κατήργησε τὸν θάνατον καὶ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ μὲ τὴν Ἐνανθρώπισίν του καὶ τὴν Ἀνάστασιν Του, προσέφερε λύτρωσιν σὲ ὅλο τὸ γένος μας.
Ἀπέθανε (ὁ Χριστός) καί τῷ ἑαυτοῦ θανάτῳ ἀνεῖλε τόν θάνατον. ... Ἐμβαλών γάρ ἐν τῷ θανατηφόρῳ ἰῷ καί τῷ δηλητηρίῳ τῆς ἁμαρτίας τήν ἄρρητον τῆς Θεότητος αὐτοῦ καί τῆς σαρκός ζωοποιόν ἐνέργειαν, ὅλον τό γένος ἡμῶν ἐλυτρώσατο.

Τέλος, ἡ Θεία Εὐχαριστία περικλείει βαθύτατο ἐσχατολογικὸ νόημα. Τὴν ἄποψι αὐτὴ τὴν ἀναπτύσσει ἰδιαιτέρως ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοινωνῆ τῶν ἀχράντων μυστηρίων παίρνει τὸν ἀρραβῶνα τῆς ἀπορρήτου κοινωνίας μετὰ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Ἔτσι ὁ πιστὸς, ἐνῶ εὑρίσκεται στὴν γῆ καὶ ζῆ στὸν παρόντα αἰῶνα, εἶναι συγχρόνως μέτοχος τῆς καινῆς ζωῆς καὶ πολίτης τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σὰν κοινωνία δική Του μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἤδη ὑπάρχει μεταξὺ Χριστοῦ καὶ πιστῶν, κυρίως στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας».
Εἴθε ὅλοι μας νὰ μετέχουμε στὴν Θεία Κοινωνία ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν (διὰ τῆς νήψεως καὶ τῆς μετανοίας), τὴν ἐν αἰσθήσεσει καὶ γνώσει, ἤτοι ἐνσυνείδητη συμμετοχὴ, διὰ νὰ λαμβάνουμε ἀπὸ τώρα τὴν χαρὰ «τοῦ ἀρραβῶνος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν.

Διασκευὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ»
Ἐπιμέλεια κειμένου: π. Γεωργίου Καλαντζῆ