Ἡ παροῦσα ἑβδομάδα εἶναι πλούσια σὲ μνῆμες Ἁγίων. Ξεκίνησε μὲ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Ταξιαρχῶν, σήμερα μὲ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, συνεχίζει μὲ τὴν μνήμη τοῦ νεοφανοῦς ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καπποδόκου ποὺ ὁ Ναός μας κατέχει θησαυρόν, τεμάχιον τῶν ἁγίων λειψάνων του καὶ θὰ ἔχουμε καὶ ἀγρυπνία ἀπόψε καὶ ἐν συνεχείᾳ ἑορτάζομεν τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, τὸν ἅγιο Μηνᾶ καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομον.
Oἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, διὰ τῶν ὁποίων συνεχίζεται ἡ ἁγία θεανθρωπίνη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἀποτελοῦντες ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ = τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ εἶναι σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ μέλη μεταξύ των καὶ μὲ ἐμᾶς ἐφ΄ ὅσον ἀξιωνώμεθα νὰ λειτουργούμεθα ὡς δυνάμει καὶ ἐμεῖς ἅγιοι ἐν πορείᾳ, ἐν τῷ γίγνεσθαι.
Ὅπου δὲ εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖ εἶναι καὶ ὅλος ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, καθὼς καὶ ὅλοι ὅσοι ἀξιονώμεθα νὰ μετέχουμε τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ μετ’ αὐτῶν καὶ ἡμῶν («ὁ Θεὸς ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», «Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν»)· ἐκεῖ καὶ ὅλη ἡ αἰωνία Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλη ἡ αἰωνία Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλη ἡ αἰωνία Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλη ἡ αἰωνία Ζωὴ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ «ὁ θάνατος οὐκ ἔστι ἔτι» εἰς αὐτούς. Ἐνίκησαν κάθε θάνατον, κάθε ἁμαρτίαν, κάθε πάθος, κάθε δαίμονα, κάθε ἅδην. Ὅταν εἴμεθα μὲ τοὺς Ἁγίους κανένα εἶδος θανάτου δὲν ἠμπορεῖ νὰ μᾶς βλάψη, διότι οἱ ἅγιοι εἶναι σὰν ἀλεξικέραυνα κατὰ τοῦ θανάτου.
Καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς βροντοφωνεῖ μαζὶ μὲ τὸν θεῖον Ἀπόστολον τὴν ἀλήθειαν: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. 2, 20), βιοῦντες τὴν πνευματικὴν χαράν, ὅπου δὲν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγός, ἀλλὰ «εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14, 17).
Ὅποιος ἐδιάβασε καὶ ἐβίωσε τοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» αἰσθάνεται καὶ καταλαβαίνει μὲ ὅλην τὴν ὕπαρξίν του, ὅτι μόνον «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἔφ. 3, 18) ἠμπορεῖ νὰ γνωρίση Χριστὸν τὸν Θεόν, καὶ ὅλα τὰ ἐν Αὐτῷ καὶ τὰ περὶ Αὐτοῦ, καὶ ὅσα πηγάζουν ἀπ’ Αὐτὸν (Ἔφ. 3, 18-19).
Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπὸ τὸν πρῶτον μέχρι τοῦ τελευταίου, μὲ ὁλόκληρον τὴν ζωήν των μαρτυροῦν αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν: ὅτι μέσα εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὁ ἄνθρωπος διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν μεταμορφώνεται εἰς «θεὸν κατὰ χάριν», εἰς κατὰ χάριν θεάνθρωπον.
Ἡ μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου εἰς θεάνθρωπον κατὰ χάριν διὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ μετάπλασίς του εἰς θεὸν κατὰ χάριν, εἶναι, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων, τέχνη τεχνῶν, ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, φιλοσοφία φιλοσοφιῶν. Δι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοί μας τὴν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον ζωὴν ὀνομάζουν ἀληθινὴν σοφίαν καὶ τὴν ἐνασχόλησιν μὲ αὐτὴν, ζῶσα ἀληθινὴν φιλοσοφίαν. Ὁ δὲ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας ὀνομάζει τοὺς ἁγίους, «φιλοσόφους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τέλος, ἀπὸ τοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὕπαρξις μὲ τὰς πλέον μεγάλας διαστάσεις: ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν Θεόν μέχρι τὸν διάβολον, καὶ δύναται νὰ γίνῃ καὶ θεὸς κατὰ χάριν, καὶ διάβολος κατὰ τὴν ἐλευθέραν βούλησίν του. Μέσα εἰς κάθε ἁμαρτίαν ὑπάρχει καὶ ἡ παρεμβολὴ τοῦ διαβόλου. Διὰ τῆς φιλαμαρτίας καὶ τῆς ἑκουσίας καὶ ἐπιμόνου παραμονῆς εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὁ ἄνθρωπος βαθμιαίως δημιουργεῖ θεληματικῶς τὴν δαιμονοποίησιν του, τὴν κόλασιν διὰ τὸν ἑαυτὸν του. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρὴ κόλασις. Ἀντιθέτως, μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται τὸν Χριστόν, καὶ μεταμορφώνεται βαθμιαίως εἰς ἄνθρωπον χριστοφόρον καὶ χριστοειδή, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4, 13. Κόλ. 1, 28).
Εἰς τὸν γήινον κόσμον μας, ἡ μόνη ἄφθαρτος, βεβαία, ἀνεκμηδένιστος καὶ ἡ μόνη ἁγία καὶ ἀθάνατος πραγματικότης εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός· αὐτὸ γενώμεθα καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἂν εἴμεθα μετ’ Αὐτοῦ, ἂν ζῶμεν ἐν Αὐτῷ, διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Ἄνευ Αὐτοῦ οἱ ἄνθρωποι εἶναι φαντάσματα, εἶναι σκιά, ποὺ τοὺς διασκορπίζει ἡ κάθε ἁμαρτία, ὁ κάθε θάνατος, ὁ κάθε διάβολος. Μέσα εἰς κάθε ἅγιον «τὰ πάντα ἐν πᾶσι» εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ὅλη Του ἡ πραγματικότης, ὅλη ἡ ἀθανασία Του, ὅλη ἡ αἰωνιότης Του.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅλαι αἱ καθημεριναὶ ἀκολουθίαι της, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία διαρκὴς πρόσκλησις εἰς αὐτό: Ὁ κάθε πιστὸς καὶ ὅλοι ἡμεῖς καλούμεθα νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν ἅγιον, ποὺ ἐορτάζομεν τὴν τάδε ἡμέραν, ζῶντες μέσα εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν μετάνοιαν καὶ βιοῦντες ὁλόκληρον τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων κατὰ τὸ δυνατόν, ὅπως ἐκεῖνοι ἐβίωσαν τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. «Μιμηταί μου γίνεσθαι, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Κορ. 11, 1. 4, 16). Αὐτὸ παραγγέλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος καὶ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ ἡμᾶς. Διότι ὅλοι ἔχομεν κληθῆ εἰς τὴν ἁγιότητα, εἰς τὴν ἁγίαν πολιτείαν, εἰς τὴν ἁγίαν ζωὴν (Θέσσ. 4, 3, 7). Διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Πετρ. 1, 15-16). Τὴν ἁγίαν ὅμως ζωὴν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὴν ζῶμεν μόνοι μας, ἀλλὰ πάντοτε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», μὲ τὴν βοήθειαν καὶ τὴν καθοδήγησίν των, διὰ μέσου τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν, χάριτι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δι’ αὐτὸ καὶ παρακαλοῦμεν ὁμολογοῦντες καὶ ὑποσχόμενοι ὅπως «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», διὰ πρεσβειῶν «τῆς ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων». Κάθε ἐκκλησιαζόμενος ἄνθρωπος εἶναι καὶ αὐτὸς Ἅγιος ἐν τῷ γίγνεσθαι, ἐν πορείᾳ ἐνῶ οἱ Ἅγιοι εἶναι τετελειομένοι.
Οἱ Ἅγιοι δείχνουν πολυαρίθμους ἀλλὰ πάντοτε βεβαίους δρόμους σωτηρίας, φωτισμοῦ, ἁγιασμοῦ, μεταμορφώσεως, χριστοποιήσεως, θεώσεως· δείχνουν ὅλους τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ἀνθρωπίνη φύσις κατανικᾶ τὴν κάθε ἁμαρτίαν· τὸ κάθε πάθος· τὸν κάθε θάνατον· τὸν κάθε δαίμονα. Καὶ ἀπὸ ἕναν φίλαυτον, φιλόζῳον, ἰδιοτελῆ, ἄπιστον, ἄθεον, ὑπερήφανον, φιλάργυρον, ἐμπαθῆ, ἕνα κακοῦργον, ἕνα διεφθαρμένον, ὀργίλον, πονηρόν, ὕπουλον, χαιρέκακον, φθονερόν, κενόδοξον, φιλόδοξον, κακοήθη, ἅρπαγα καὶ ἀνελεήμονα, πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος Ἅγιος, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
(Διασκευὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος» τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς,
ὑπὸ τοῦ π. Γεωργίου Καλατζῆ)
Περὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ ἐαυτοῦ μας
Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
Ὁ σήμερα ἑορταζόμενος Ἅγιος Νεκτάριος μέσα ἀπ’ ὅσα ἔγραψε καὶ ὑπέγραψε ὡς Μητροπολίτης Πενταπόλεως καὶ καθηγητὴς τῆς Ριζαρείου Σχολῆς στὴν Ἀθήνα στὶς 9/9/1904, στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου του μέ τίτλο «Γνῶθι σ’ αυτόν», θὰ μποροῦσε νὰ ληφθῆ ἀπὸ τὸν καθένα καὶ σήμερα ὡς προσωπικὸ πρόγραμμα σὲ ὅποια θέση καὶ κατάσταση καὶ ἄν εὐρισκόμεθα.
Γράφει ὁ Ἅγιος: «Στὸν ἄνθρωπο ἔχει ἐμφυτευθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ δυνατότητα νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σὰν ζωντανὴ ὕπαρξη μὲ νοῦ, καὶ ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ἔχοντας ἐλεύθερη βούληση, ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα γιὰ γνώση. Ὁ Θεὸς δημιουργώντας τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ Τὸν ἀναζητήσει, νὰ Τὸν προσεγγίσει, νὰ Τὸν γνωρίσει καὶ νὰ Τὸν ἀγαπήσει. Αὐτὲς οἱ ἠθικὲς δυνάμεις δοσμένες πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Θεό, ἀποτελοῦν ἰδιαίτερο γνώρισμα-δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ δέον βαθιὰ μέσα του νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὶς ἀκολουθεῖ καὶ τὶς ἀναγνωρίζει σὰν ἕναν ἠθικὸ νόμο. Ὡστόσο γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, ὀφείλει προηγουμένως νὰ γνωρίσει καλὰ τὸν ἑαυτό του, γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν γνωρίζει καλὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ γνωρίσει, καὶ ἐπομένως αὐτὸς ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν Θεό, οὔτε Τὸν ἐπιζητᾶ, οὔτε Τὸν ἀγαπάει, οὔτε Τὸν λατρεύει.
Ὁ ἄνθρωπος, πλάσμα ἀληθινὰ ὑψηλῆς περιωπῆς, ὡς ὃν ἠθικῶς λογικό, πλασμένο κατ' εἰκόνα Θεοῦ μὲ ἐλευθερία καὶ αὐτεξούσιον, ἔχει προοριστεῖ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Θεό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὀφείλει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Δίχως τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, πλανιέται μέσα στὶς ἴδιες του τὶς σκέψεις, αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ ποικίλα πάθη, τυραννιέται ἀπὸ ὁρμητικὲς ἐπιθυμίες, καταγίνεται μὲ πολλὰ καὶ μάταια, διανύει ζωὴ ἄτακτη καὶ πολυπράγμονη, παραπαίει στὸν δρόμο τῆς ζωῆς του σὰν τὸν ὁδοιπόρο ποὺ χάθηκε στὴν ἔρημο, καὶ σὲ κάθε του βῆμα προβληματίζεται, σκοντάφτει καὶ πολλάκις πέφτει καὶ συντρίβεται.
Ὅποιος ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀγνοεῖ καὶ τὸν Θεό. Αὐτὸς δὲ ποὺ ἀγνοεῖ τὸν Θεό, ἀγνοεῖ ὁλότελα τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ὅποιος δὲν γνωρίζει τὸν Θεὸν δὲν γνωρίζει στ' ἀλήθεια τὴ φύση τῶν πραγμάτων καὶ πῶς ἔχουν αὐτὰ καθεαυτά καὶ εἶναι ἀνήμπορος νὰ τὰ ἐκτιμήσει καὶ νὰ διακρίνει τὰ εὐτελὴ ἀπὸ τὰ πολύτιμα.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ καταλάβει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἀνάγκη προηγουμένως νὰ τὸ θελήσει, θέτοντας τὸν ἑαυτό του ὑπὸ μελέτη καὶ ἔρευνα.
Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τοποθετηθεῖ ἀπὸ τὴ Θεία Ἀγαθότητα σὲ μιὰ τέτοια ὑψηλὴ θέση, ὀφείλει νὰ ἔχει τὴ θέληση νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό, καὶ τότε δύναται νὰ κατανοήσει αὐθεντικὰ καὶ τὴ φύση τῶν ὄντων καὶ πῶς εἶναι αὐτὰ καθεαυτά.
Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, καταλαβαίνει καλά τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὸν ἑαυτό του, πρὸς τὸν πλησίον του, πρὸς ὅλη τὴ δημιουργία. Κατανοεῖ ὅτι ἡ εὐσέβεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ σύνεση, πρέπει νὰ γίνουν σ' αὐτὸν τὰ μόνα ἀγαπητὰ καὶ ἐπιθυμητὰ ἀγαθά, καὶ μὲ αὐτὰ νὰ δοκιμάζει, νὰ προεξετάζει καὶ νὰ ἐνεργοποιεῖ τὶς σκέψεις, τὶς ἀποφάσεις, τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς πράξεις του.
Σὲ αὐτὸν ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔχει ἀξιωθεῖ νὰ γνωρίσει καὶ τὸν Θεό, ἡ εὐσἐβεια καὶ ἡ σύνεση ἔχει ἀναδειχθεῖ σὲ τρόπο ζωῆς καὶ ἀρχὴ κατανόησης τῶν πραγμάτων.
Τὸ οὐσιαστικὸ νόημα τοῦ «δικαίου» -ὡς τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ- ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό του. Ἡ δὲ ἐξάσκηση τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀγὰπη καὶ ἐλευθερία γίνεται ὁδηγός του στὸ ἀγαθό.
Στὸν ἄνθρωπο ποὺ γνωρίζει σὲ βάθος τὸν ἑαυτό του, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀλήθεια κατανοοῦνται σὰν Θεῖο ἰδίωμα. Ἀκολούθως ἕλκεται ἀπ' αὐτὰ τὰ ὁποῖα τὸν ὁδηγοῦν στὴν κατὰ τὸ δυνατόν, τελειότητα καὶ τὸν ἐξομοιώνουν μὲ τὸν Θεό.
Σὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸ «γνῶθι σαυτόν», ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ τὸν ἀληθινό της χαρακτήρα καὶ τὸν ἀναδεικνύει ἀληθινὸ ἐπιστήμονα, καὶ τοῦ διδάσκει τὰ Θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα, τὰ πνευματκὰ καὶ τὰ ὑλικά, καθὼς καὶ τὰ αἴτια τους, ἀνυψώνοντάς τον ἔτσι ἐγγύτερα πρὸς τὸν Θεό καὶ τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ἐπιστήμη χωρὶς ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀποπλανᾶ τὸν ἐρευνητὴ ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων.
Ἡ ἄγνοια τῆς ἀληθινῆς φύσης τῶν πραγμάτων καὶ τῶν Θεϊκῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων, καὶ τῆς λειτουργίας τῶν φυσικῶν νόμων συνεπάγεται μύρια δεινά. Ἡ ἄγνοια, παραπλανημένη ἀπὸ τὴ φιλαυτία -αὐτοῦ τοῦ χωρὶς ἔλεος ἄσπονδου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου- γίνεται αἰτία πολλῶν κακῶν στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἐξαπατᾶ καὶ ἐπιφέρει ἀθεράπευτα κακά.
Ἡ φιλαυτία γεννᾶ τὴν ἔπαρση, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία, ἐκ τῶν ὁποίων γεννιέται ἡ διάθεση νὰ θέλει κανεὶς νὰ αὐτενεργεῖ μὲ ἀδιακρισίαν καὶ νὰ ἐπιβάλλεται καταπιέζοντας τοὺς ἄλλους καὶ εὐτελίζοντας τὸν ἑαυτόν του.
Ἐπίσης γεννιέται ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὸ προσωπικὸ συμφέρον, τὰ ὁποῖα ἐξάπτουν καὶ ὅλα τὰ συγγενικά, σύντροφα πάθη, ἀπομακρύνουν τὶς ὠφέλιμες γνῶμες καὶ ὑποκινοῦν τὸν ἄνθρωπο, τὶς μὲν δικές του κακίες νὰ τὶς μικραίνει ἀπὸ ἀνόητη φιλαυτία ἢ καὶ νὰ τὶς καλύπτει ἐπιμελῶς, τὶς δὲ ἀρετὲς ὅμως ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ προσεγγίσει, νὰ τὶς οἰκειοποιεῖται ὡς δικές του χωρὶς νὰ τὶς ἔχει κατακτήσει, καὶ τὶς ἐπιδεικνύει μὲ φιλαρέσκεια, καυχόμενος γι' αὐτές.
Γι' αὐτὴ τὴν ἀπάτη, ποὺ τὴ γεννᾶ ἡ φιλαυτία καὶ ὁ ἐγωισμός, ὁ Πλάτων μᾶς λέει: «Τὸ νὰ ἐξαπατᾶς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ μόνος σου εἶναι ὅτι χειρότερο».
Εἶναι δυσχερὴς ἡ ἄμυνα σ' αὐτὸ τὸν πονηρὸ πόλεμο, στὸν ὁποῖο ἡ φιλαυτία ἐπιτίθεται μὲ χαϊδέματα καὶ κολακεῖες, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ σὲ ἐξαπατᾶ κάθεται πάντοτε τόσο κοντά σου καὶ ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ χαϊδεύει καὶ αὐτὸς ποὺ χαϊδεύεται, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Ἀπείρων κακῶν γίνεται αἰτία αὐτὸς ποὺ ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας, τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀλαζονείας. Πολλὲς φορές, ἐνῶ σφάλλει στὴν ἐκτίμηση διαφόρων καταστάσεων, ὑπερηφανεύεται ὅτι δῆθεν τὶς ἐκτίμησε μὲ ἀκρίβεια, κρίνοντάς τες ὅμως ἀπὸ ἐσφαλμένη θέση.
Πράγματι, ἡ ἄγνοια εἶναι δεινὸ κακὸ καὶ ἀποβαίνει αἰτία πολλῶν κακῶν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ φροντίζουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' αὐτή, μέσω τῆς ἐπιμελημένης γνώσης τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων, μὲ συνεχῆ ἀναφορὰ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ θὰ γίνουμε τελειότεροι θὰ ἀναδειχθοῦμε μακάριοι καὶ στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. Τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι πολὺ δύσκολο καὶ ἀπαιτεῖ συντονισμένη φροντίδα καὶ πολλὴ ἐπιμέλεια.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ἐπ' αὐτοῦ τὰ ἐξῆς: «Πράγματι, φαίνεται ὅτι τὸ νὰ γνωρίζεις τὸν ἑαυτό σου σὲ βάθος, εἶναι τὸ δυσκολώτερο ὅλων. Γιατί ὅπως ὁ ὀφθαλμὸς ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἔξω, ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς μας, ἐνῶ διακρίνει εὔκολα τὰ τῶν ἄλλων, ἀργεῖ νὰ καταλάβει τὰ δικά του».
Τὴν ἀνάγκη νὰ γνωρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τὴ δίδαξε τόσο ἡ Θρησκεία ὅσο καὶ ἡ φιλοσοφία.
Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ ἐαυτοῦ τους, ἐπαινοῦνται ὡς σοφοὶ στὶς Παροιμίες. Ὁ συγγραφέας τους, ὁ Σολομῶν, λέει: «Οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες καλοῦνται σοφοὶ» καὶ συμβουλεύει: «Γνῶθι σαυτὸν καὶ περιπάτει ἐν ὁδοῖς καρδίας σου ἄμωμος».
Ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος ὅρισε σὰν ἀρχὴ κάθε ἀρετῆς, τὸ «γνῶθι σαυτόν».
Ὁ Ξενοφῶν λέει: «Αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν τοὺς ἑαυτούς τους, πράττουν τὰ κατάλληλα γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ τὸ γενικὸ καλό. Σὲ ὅσα ὅμως δὲν μποροῦν νὰ ἐπιβλέψουν-νὰ γνωρίσουν τὴν ὀρθότητά τους, ἀπέχουν, παραμένοντας ἔτσι ἀναμάρτητοι καὶ ἀποφεύγοντας νὰ συμπεριφερθοῦν ἄπρεπα».
Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς συμβουλεύει λέγοντας: «Ἂν θέλεις νὰ γνωρίσεις τὸν Θεό, φρόντισε πρώτον νὰ γνωρίσεις τὸν ἑαυτό σου».
Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος ἀποφαίνεται: «Ἡ ἀκριβὴς κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, σὲ χειραγωγεῖ πρὸς τὴν κατανόηση τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεῖος Χρυσόστομος μᾶς λέει: «Τὸ νὰ ἀγνοεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν παραφροσύνη καὶ τὴ σύγχυση, διότι τὸ μὲν ἕνα εἶναι ἀρρώστια ἀπὸ ἀνάγκη, τὸ δὲ ἄλλο ἀπὸ διεφθαρμένη θέληση».
Καὶ σ’αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἄς ἀκούσουμε καὶ ἕνα ἄλλο λόγο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου μὲ ἔμεση σύγχρονη ἀναφορὰ καὶ ἴσως κατανοήσουμε ἐὰν εὐρισκόμεθα σὲ ἔγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἤ σὲ παραφροσύνη.
«Τίποτε ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν νὰ μὴν σὲ στενοχωρῇ, οὔτε νὰ σὲ ταράζῃ. Ἕνα πρᾶγμα μόνον εἶναι φοβερό, ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τὰ ἄλλα, ἂν ἐσὺ ἐπαγρυπνῆς καὶ εἶσαι προσεκτικός, θὰ γίνουν ἀφορμὴ πολὺ μεγάλου κέρδους, καὶ θὰ σοῦ χαρίσουν πλουσιοπάροχα τὰ ἀπερίγραπτα οὐράνια ἀγαθά». (Ἱερὸς Χρυσόστομος).
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ ποὺ τονίζουν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι δηλαδὴ πίσω ἀπὸ κάθε φυσικὸ κακὸ βρίσκεται ἡ ἁμαρτία, διότι αὐτὴ διαταράσσει τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ κατὰ συνέπεια καὶ μὲ τὴν κτίση. Ἡ σωτηρία μας, λοιπόν, σὲ κάθε περίπτωση βρίσκεται πρῶτα ἀπὸ ὅλα στὴν μετάνοια. Μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν προσευχὴ θὰ ἀποκαταστήσουμε τὴν σχέση μας μέ τὸν Θεό, θὰ νοιώσουμε τὴν ἀληθινὴ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια καὶ θὰ ἀντιμετωπίσουμε κάθε δυσάρεστο καὶ τὴν παρούσα μάστιγα τῶν ἐπακολουθούντων δεινῶν ἔνεκα τοῦ κορωνοϊοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς παραπέμπει στὸ γεγονὸς τῶν Τριῶν Παίδων ἐν τῇ καμίνῳ καὶ στὴν προσευχὴ τους ποὺ άναφέρθηκαν στὴν ἀποστασία τους καὶ μόνον καὶ ἐν μετανοίᾳ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν λύτρωσή τους:
«Κὺριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας, εἶσαι ἄξιος νὰ ὑμνῆσαι, νὰ εὐλογῆσαι καὶ νὰ δοξάζεσαι στοὺς ἀπεράντους αἰῶνες. Εἶσαι δίκαιος σὲ ὅλα ὅσα ἔκανες σ’ ἐμᾶς,... διότι ἁμαρτήσαμε, Σὲ ἐγκαταλείψαμε καὶ δὲν ὑπακούσαμε τὶς ἐντολές Σου... Μᾶς παρέδωσες αἰχμαλώτους... Σὲ ἱκετεύουμε ὅμως, χάριν τοῦ ἁγίου ὀνόματός Σου, νὰ μὴν μᾶς παραδώσης σὲ πλήρη καταστροφή... Μὴ μᾶς στερήσης τὸ ἔλεός Σου. Λύτρωσέ μας μὲ τοὺς θαυμαστούς τρόπους Σου, δοξάζοντας ἔτσι, Κύριε, τὸ ὄνομά Σου».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνει: «Ἂν ἐπαγρυπνοῦμε καὶ εἴμεθα προσεκτικοί, ὅποια δυσάρεστα μᾶς συμβαίνουν συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀποστασίας, καὶ ἐὰν ὁμογνωμοῦντες μετανοιώνουμε θὰ ξεπεραστοῦν καὶ θὰ γίνουν ἀφορμὴ μεγάλου κέρδους».
Ὁ ἀνωτέρω χρυσοστομικὸς λόγος εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρος καὶ παρήγορος γιὰ μᾶς καὶ μᾶς προτρέπει:
Νὰ λειτουργήσουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ πίστῃ ὁμογνωμούντες ὅλοι, ἄρχοντες, σύστημα ὑγείας, νοσοῦντες, φοβισμένοι, ἑμβολιασμένοι, ἀνεμβολίαστοι, μὲ σύνεση καὶ συνέπεια, γιὰ νὰ ξεπεραστοῦν τὰ προβλήματα καὶ ὅλες οἱ ἄμεσες, ἀλλά καὶ οἱ παράπλευρες συνέπειες καὶ δυσκολίες ἐξ αἰτίας τοῦ κορωνοϊοῦ, ὄχι ἁπλῶς μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερο κακό, ἀλλὰ κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, μὲ κέρδος καὶ πολλαπλῆ ὡφέλεια.
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ πρεσβειῶν ὅλων τῶν Ἁγίων νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ γνωρίσουμε ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεὸν γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε χάριτι Θεοῦ μετὰ διακρίσεως ἐλεύθεροι, εἰρηνικοὶ καὶ ἑνωμένοι.
Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς