Ὁμιλία 17/1/2023
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μᾶς συμβουλεύουν γιὰ τὸ ξεκίνημα τῆς νέας χρονιᾶς
Καλὴ χρονιὰ καὶ εὐλογημένη.
Λίγα λόγια γιὰ τὸν παρόντα ἱστορικὸν χρόνον καὶ τὴν σημασία του.
Περί τῆς Θεολογίας τοῦ χρόνου
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ἄκτιστος, ὁ μόνος ἀδημιούργητος. Ὁ Θεὸς στὴν οὐσία, ὄχι ἁπλῶς δὲν ἔχει χρονικὴ ἀρχή, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐκτὸς τοῦ χρόνου. Εἶναι ὁ μόνος Ὤν καὶ Ὑπάρχων ἐκτὸς χωροχρόνου ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἀνεξάρτητος τοῦ κόσμου, ὡς ὑπάρχων πρὸ αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ ὑπάρχει ἐλευθέρως καὶ ὄχι ἔκ τινος ἄλλης αἰτιότητος ἤ ἀνάγκης, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ λογικὰ καὶ ἄλογα κτίσματα, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίσι, τὰ ὁποῖα ἦλθαν εἰς τὴν ὕπαρξι μόνον ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «ἡ μετάβασις ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι εἰς τὸ εἶναι, εἶναι τροπή τις καθ' ἥν τὸ μὴ ὑπάρχον, Θείᾳ δυνάμει φέρεται εἰς τὸ εἶναι». (τρέπομαι > τροπή).
Πρὶν ἀπὸ τὸ «ἐν ἀρχῇ» τῆς Γενέσεως, δὲν λαμβάνει χώρα καμμία μεταβολή, δὲν συνεχίζει πρὸς τὰ πίσω, πρὸς τὸ παρελθόν, ἡ γραμμὴ τοῦ χρόνου, εἶναι κίνησις εὐθεία καὶ πρὸς τὰ ἐμπρός. «Τοῦ χρόνου βέβαια προηγεῖται ἡ πάντοτε παροῦσα ἄχρονος καὶ ὑπέρχρονος αἰωνιότης».
Ὁ χρόνος λοιπὸν κάποτε ἄρχισε, «ἐν ἀρχῇ ἔσται ὅτε ὁ χρόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. Ι΄, 6). Στὸν μέλλοντα αἰῶνα θὰ εἶναι μία ἡμέρα ἀνέσπερος, ἡ αἰωνιότης.
Ὁ χρόνος ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ δὲν ἐξισοῦται μὲ τὴν αἰωνιότητα, ἡ ὁποία δὲν ἔχει οὔτε ἀρχήν, οὔτε ἀλληλοδιαδοχὴν οὔτε τέλος καὶ οὔτε τὸ σύνολον τοῦ χρόνου συμπίπτει μὲ τὴν αἰωνιότητα.
Ὁ χρόνος ὑπάρχει καὶ εἶναι ἕνα σπουδαιότατο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει δοθῆ γιὰ πολλοὺς βέβαια λόγους, ἀλλὰ ὁ πρώτιστος λόγος δὲν εἶναι τόσο γιὰ τὴν καθημερινότητά μας, εἶναι γιὰ νὰ μεγιστοποιήσωμε, ἐντὸς τοῦ παρόντος χρόνου, ὁ καθένα μας, τὴν προσωπικὴ αἰωνία πνευματικὴ ἀποκατάστασι καὶ σωτηρία μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατ' ἐξοχὴν ἀξία καὶ σημασία τοῦ χρόνου ποὺ μᾶς ἔχει δοθῆ σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, προκειμένου νὰ προαγόμεθα πνευματικά. Νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὶς ἀποστασίες μας, νὰ μετανοιώνουμε.
Γρέφεται στὴν Ἀποκάλυψη: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐὰν τίς ἀκούση τῆς φωνῆς μου καιὶ ἀνοίξη τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. Γ', 20). Ἀναμένει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συναντήση σὲ ὁποιαδήποτε χρονικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ τὸ εὐκταῖο.
Εἶναι ἀνάγκη πρὸ παντὸς ἄλλου νὰ τονισθεῖ ὅτι τὸ πιὸ σημαντικὸ γιὰ μᾶς εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε πραγματικά, καὶ νὰ ἐπιστρέψωμε ἀπὸ τὶς ὅποιες ἀποστασίες μας, ν’ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄχρονος καὶ ἀκατάληπτος Θεὸς νὰ μᾶς συναντήση.
Πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρη ἡ μεταμόρφωσις τοῦ χρόνου ποὺ μᾶς χαρίστηκε, νὰ μποροῦμε νὰ βιώσουμε ἐν χρόνῳ τὸν Αἰώνιο, τὸν Ἄχρονο ἐνανθρωπήσαντα Θεὸ Λόγο καὶ νὰ καταστοῦμε θεοὶ κατὰ χάριν.
Ὁ «συμπεπυκνωμένος χρόνος» τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ λεγόμενος «λειτουργικὸς χρόνος», ἐμπειρικὰ καὶ ὀντολογικὰ μᾶς εἰσάγει, σὲ ἄλλες διαστάσεις καὶ νὰ ἐναγκαλιζόμεθα μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία ἐνέργεια. Διὰ τοῦτο ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνωμε ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν, καὶ ἐπέρασε καὶ εἰσήχθη σαρκὶ θεληματικῶς μέσα στὴν ἀνθρώπινη ταλαίπωρη ἱστορία μας. Κατὰ τὸν λειτουργικὸν χρόνον, εὑρισκόμεθα στὸν μέλλοντα αἰώνα, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν Χριστὸν, τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἀγγέλους. Εἶναι φανερὴ ἡ σημασία καὶ ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Λειτουργία.
Καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ προαναφερθεὶς λειτουργικὸς χρόνος, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τὰ πάντα -παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον- ἕνα ἀδιάκοπο παρόν, ἕνα αἰώνιο «σήμερον», εἶναι μία ἀστήρευτος Ζωοδόχος Πηγή. Ὅταν λέμε «σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου», «σήμερον ὁ Δεσπότης πρὸς τὸ βάπτισμα ἐπείγεται», «σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», δὲν τὸ λέμε τυχαία, δὲν λέγεται ποιητικὴ ἀδείᾳ, οὔτε εἶναι ἕνα καλολογικὸ στοιχεῖο. Ἔχει τὸ νόημά του. Αὐτὸ τὸ «σήμερον» γιὰ τὸν καθένα μας, εἶναι ἡ στιγμή τῆς συναίσθησις τῆς ἀποστασίας μας, εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς θύρας.
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ μᾶς ὠφελεῖ εἶναι ὅτι κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ πρέπει ὅλοι μας νὰ βάζωμε νέα ἀρχὴ μετανοίας. Ἡ ἀναβολὴ τῆς μετανοίας εἶναι ματαίωσις, ἡ δὲ ματαίωσις καταστροφή.
Εὔχομαι σὲ ὅλους μας καλὴ καὶ καρποφόρα νέα χρονιά, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραὶ εἰσι» (Ἐφεσ. Ε', 16). Ὅλοι μας νὰ θέλουμε νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ ὡς τὸ τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας.
Καλὴ Χρονιά. Καλὴ Μετάνοια. Καλὴ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἀποστασία μας.
Γιὰ τὴν φετεινὴ χρονιὰ εἴχαμε ἀναφέρει ὅτι θὰ ἀναφερόμεθα στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νεὸν Θεολόγον. Ἂς μὴν μᾶς παρασύρει ἡ ἐπικαιρότητα καὶ παραλείψωμεν και σήμερα τὴν ἀναφορά μας στὸν ἅγιο Συμεών. Γι’ αὐτὸ θὰ διαβάσουμε μιὰ περίληψη ἀπὸ τὸν β’ λόγο ἀπὸ τὰ ἄπαντα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου - ΛΟΓΟΣ Β΄
Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον αὐτεξούσιον, ἅγιον, ἀπαθῆ, καὶ ἀναμάρτητον, «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» Αὐτοῦ. Ἐπειδὴ τὸ ἄτρεπτον, καὶ ἀναλλοίωτον εἶναι ἴδιον μόνης τῆς ἀνάρχου, καὶ ἀκτίστου Θεότητος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθη μὲν τρεπτός, καὶ ἀλλοιωτός, ἀλλὰ ὅμως εἶχε τὸν τρόπον, καὶ ἠμποροῦσε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ τρέπεται, μηδὲ νὰ ἀλλοιώνεται.
Ὅμως ἀφ’ οὗ παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐτράπη εἰς φθορὰν καὶ θάνατον καὶ ἔγινε τυφλός, παράφρων καὶ ἀσύνετος καὶ παρακαλεῖ: «Ἀποκάλυψον καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου Σου. Καὶ συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολὰς Σου».
Εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν κατάστασιν ἐκατήντησεν ὁ ἄνθρωπος καὶ διὰ τοῦτο ἐχρειάσθη νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς καὶ ἔκαμε τόσην ἀκριβῆ ἕνωσιν τῆς θεότητος, καὶ ἀνθρωπότητος, ὥστε ὁποὺ τὰ δύο ταῦτα ἄκρως ἐναντία, ἤγουν ἡ θεότης καὶ ἡ ἀνθρωπότης, νὰ εἶναι ἕνα, καὶ πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔγινεν ὡσὰν φῶς μὲ τὸ νὰ ἑνωθῆ μὲ ἐκεῖνο τὸ λαμπρότατον καὶ ἀνέσπερον φῶς τοῦ Θεοῦ («εἴδωμεν τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινόν….» ψάλλομεν στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας), διατὶ ἡ θεία χάρις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁποὺ εἶναι μαζὶ μὲ αὐτὸν ποὺ ζεῖ τὴν Θεία Λειτουργία, καρποφορεῖ τὸ εὖ εἶναι, ἤγουν ἀγάπην, χαράν, εἰρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, ἀγαθωσύνην, πίστιν, πραότητα καὶ ἐγκράτειαν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε ὅποιος δὲν ἔχει ἀκόμη αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτὸς δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ. «Εἰ δὲ τίς πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστι Χριστοῦ». Καὶ ὅλη του ἡ ἐπιμέλεια καὶ ὁ ἀγώνας πρέπει νὰ εἶναι διὰ νὰ ἀποκτήση τοῦ εὖ εἶναι, τοῦ πνεύματος τοῦ Χριστοῦ, νὰ καρποφορήση τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὅτι τοῦτο εἶναι ὁ πνευματικὸς σκοπός κάθε ἀνθρώπου (Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ).
Ἔτσι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἔρχεται πάλιν εἰς τὸ εὖ εἶναι, καθὼς ἦτον καὶ πρότερον, διὰ τῆς οἰκειοποιήσεως ἀπὸ τὸν καθένα μας τῆς δωρεᾶς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν εἶναι κανένας ἄλλος τρόπος, οὔτε καμμία ἄλλη δύναμις, ἢ σοφία ἢ κόπος ἢ μόχθος εἰς τὸ νὰ ἔλθη πάλιν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὸς τὸ εὖ εἶναι καὶ νὰ γένη καθὼς ἐξ ἀρχῆς ἐδημιουργήθη, ἀλλὰ εὑρίσκεται εἰς μόνον τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ καθενός μας.
Ὁ ὅποιος ἀγώνας, ἡ ὅποια προσπάθεια, πρέπει νὰ γίνωνται ὄχι διὰ νὰ ἔλθωμεν εἰς τὸ εὖ εἶναι, ἀλλὰ διὰ νὰ φυλάξωμεν τὸ εὖ εἶναι, ὁποὺ ἐλάβαμεν δωρεὰν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅτι ὁ θησαυρὸς εἶναι δυσκολοφύλακτος, καὶ πρέπει νὰ προσέχωμεν καλὰ διὰ νὰ ἔχωμεν τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸν Χριστόν.
Καὶ γὰρ «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθησαν, Χριστὸν ἐνεδύσαντο».
Ὁμοίωσις δὲ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ πραότης, ἡ δικαιοσύνη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰς ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ φιλανθρωπία. Καὶ ἡ μὲν ἀλήθεια θεωρεῖται εἰς ὅλα τὰ λόγια, ἡ δὲ πραότης εἰς ὅλας τὰς ἀντιλογίας. Ὅτι ὁ πράος εὑρισκόμενος ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἐπαίνους καὶ τὶς κατηγορίας φυλάττεται ἀπαθὴς καὶ οὔτε εἰς τοὺς ἐπαίνους ὑπερηφανεύεται οὔτε εἰς τὰς κατηγορίας λυπεῖται. Ἡ δὲ δικαιοσύνη θεωρεῖται εἰς ὅλα τὰ ἔργα. Ἡ δὲ ταπείνωσις εἶναι ὡσὰν ἕνας θησαυρὸς ἀδαπάνητος ὁποὺ φυλάττεται μέσα εἰς ἐκεῖνον τὸν νοῦν ὁποὺ εἶναι πληροφορημένος πῶς μὲ τὴν δύναμιν τῆς χάριτος ὁποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Χριστόν, εὑρίσκονται εἰς αὐτὸν, αὐτοὶ οἱ χαρακτῆρες-τὰ γνωρίσματα, ἤγουν ἡ ἀλήθεια, ἡ πραότης καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ἡ δὲ φιλανθρωπία εἶναι ὁμοίωσις Θεοῦ, ὡσὰν ὁποὺ εὐεργετεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς καὶ καλοὺς καὶ κακοὺς καὶ γνωρίμους καὶ ἀγνωρίστους καθὼς εὐεργετεῖ ὅλους καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους καὶ βρέχει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἕνωσιν αὐτὴν τῆς θεότητος μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, βασιλεύει ἡ θεότης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καθὼς εἶναι γεγραμμένον «ἔντεινε καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης».
Ὅθεν ἂς σπουδάσωμεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ νὰ γένωμεν ὅμοιοι μὲ τὸν Χριστὸν διὰ νὰ ἀξιωθοῦμεν τῆς Βασιλείας Του.
Θὰ ἦτο ὅμως παράλειψη ἐὰν δὲν κάναμε καμία ἀναφορὰ εἰς τὸν ἅγιον Ἀντώνιον τὸν Μέγα ποὺ ἑορτάζει σήμερα.
Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας
(Σύντομη Βιογραφία)
Ὁ μέγας Ἀντώνιος, ὁ κορυφαῖος τῶν ἀσκητῶν, ἄκμασε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, γύρω στὸ ἔτος 330 μ.Χ., ἦταν σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καὶ ἔγραψε λεπτομερῶς τὸ βίο του.
Ἔφτασε στὸν ὕψιστο βαθμὸ τῆς ἀρετῆς καὶ ἀπάθειας, καὶ ἐνῶ ἦταν ἀγράμματος καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος, εἶχε οὐράνιο δάσκαλο τὴ σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φωτίζει τοὺς ἁλιεῖς καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸ φωτισμό της δίδαξε πολλὲς καὶ ἱερὲς καὶ πνευματικὲς συμβουλὲς καί ὅσοι θὰ τίς προσέξουμε πολὺ θά ὡφελιθοῦμε πνευματικά.
Μερικὲς ἀπὸ τὶς συμβουλὲς γιὰ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐνάρετη ζωὴ
Ὁ Θεός μας στὰ ἐπουράνια χάρισε τὴν ἀθανασία καὶ τὰ ἐπίγεια τὰ ἔβαλε μέσα στὴ μεταβολή. Γι’ αὐτὸ ἄνθρωπε, νὰ μὴν παρασύρεσαι ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα τοῦ βίου στὰ ἐπουράνια καὶ νὰ θυμᾶσαι τὰ οὐράνια ἀγαθά.
Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, ὡς πλουσιόδωρος καὶ ἀγαθὸς ποὺ εἶναι, τοῦ ἔδωσε καὶ τὴ δύναμη, ἂν θέλει, νὰ γίνεται ἀρεστὸς σ’ Αὐτόν καὶ νὰ ὁμοιάση σ’ Αὐτόν.
Ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐννόησε ὅτι τὸ σῶμα εἶναι φθαρτὸ καὶ λιγόχρονο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἐννοεῖ καὶ τὴν ψυχὴ ὅτι ἔχει θεϊκὴ καταγωγή καί ὅτι εἶναι ἀθάνατη καὶ πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ ἐννόησε τί εἶναι ἡ ψυχή, ζεῖ μὲ σωστὸ καὶ θεάρεστο τρόπο βλέποντας νοερὰ τὸ Θεό καὶ σκέφτεται τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὴν ψυχή.
Ἄνθρωπος, κατὰ κυριολεξία, λέγεται ἢ ἐκεῖνος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὀρθά τὸ λογικό του, ἢ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται συμβουλὴ γιὰ τὴ διόρθωσή του.
Ἀναισθησία καὶ μωρία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὸ κακὸ γεννιέται ἀπὸ τὴν ἄγνοια, ἐνῷ τὸ ἀγαθὸ ἔρχεται στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ σῴζει τὴν ψυχή. Ἂν λοιπὸν δὲν προσπαθεῖς νὰ πραγματοποιεῖς τὰ δικά σου θελήματα, ἀλλὰ παραμένεις ἄγρυπνος καὶ γνωρίζεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχεις τὸ νοῦ σου προσηλωμένο στὶς ἀρετές. Ἂν ὅμως φροντίζεις νὰ ἱκανοποιεῖς τὶς κακές σου ἐπιθυμίες γιὰ χάρη τῆς ἡδονῆς, τότε εἶσαι σὰν μεθυσμένος καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ χάνεσαι σὰν τὰ ἄλογα ζῷα.
Οἱ καπετάνιοι μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια κατευθύνουν μὲ προσοχὴ τὸ πλοῖο γιὰ νὰ μὴν προσκρούσει πάνω σε σκόπελο ἢ σὲ ὕφαλο. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν τὴν ἐνάρετη ζωή, πιστεύουν ὅτι οἱ ἀληθινοὶ καὶ θεῖοι νόμοι περιορίζουν τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες, καὶ μὲ ἡνίοχο τὸ λογικὸ κυβερνιοῦνται ἀπὸ τὸ νοῦ, καὶ ἀναχαιτίζουν τὰ πάθη τους, καὶ δὲν χάνονται μὲ τὸ νὰ παρασύρεται ἡ λογικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη.
Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος φροντίζει νὰ εἶναι εὐσεβής, νά ζεῖ ὀρθὰ καὶ θεάρεστα, ἀγαπᾷ τὸ Θεό καί δὲν κατηγορεῖ κανένα γιὰ τὶς ἁμαρτίες των παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του.
Πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ οἴηση καὶ κάθε κούφια ματαιοδοξία καὶ νὰ φροντίζουν μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους νὰ διορθώνουν τὴ ζωή τους καὶ τὴν ἐσωτερική τους διάθεση πρὸς τὸ καλύτερο, πρὸς τὸ Θεό.
Τὰ δὲ πρόσκαιρα τὰ ἀπολαμβάνουν ὅπως τὰ δίνει καὶ θέλει ὁ Θεός, καὶ τὰ χρησιμοποιοῦν μὲ σύνεση, μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὰ εἶναι μετριότατα καὶ πονετικά. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Στεφάνι ἀθανασίας καὶ ἀρετὴ καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ὑποφέρει μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστία τὶς συμφορὲς ποὺ τοῦ τυχαίνουν καὶ νὰ ἐλέγχει τοὺς λογισμούς.
Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μετρημένη καὶ περιορισμένη ζωή, καὶ γλυτώνουν ἀπὸ κινδύνους, καὶ νικοῦν τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, βρίσκουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Θεὸ εὔκολα.
Ἡ λογικὴ καὶ ἐνάρετη ψυχὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμα, τὴ φωνή, τὸ γέλιο, ἀπὸ τὸ ποῦ συχνάζει καὶ μὲ ποιοὺς συναναστρέφεται, γιατί ὁ νοῦς ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Θεό, σὰν προσεκτικὸς θυρωρὸς ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στὶς κακὲς καὶ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις καὶ κινήσεις.
Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος πολεμεῖται ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη ποὺ εἶναι: κενοδοξία, λύπη, θυμός, δειλία και διὰ μέσου των αἰσθήσεων: ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση καὶ ἁφή.
Ἡ ἀσυλλόγιστη ψυχή, ἐνῷ εἶναι ἀθάνατη καὶ πρέπει νὰ κυριαρχεῖ πάνω στὸ σῶμα, πέφτοντας σὲ ἀναισθησία καὶ μωρία, φροντίζει μόνο γιὰ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲν ἐλέγχουν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς κακὲς πράξεις τους καὶ τὸ κάνουν μόνο ὅταν εἶναι παρόντες καὶ μὲ διάκριση. Ὅταν ὅμως δὲν εἶναι παρόντες δὲν τοὺς κατηγοροῦν, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς ἄλλους ἐπιτρέπουν νὰ τοὺς κατηγορήσουν.
Κᾶνε καλὸ σ’ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀδικεῖ καὶ θὰ ἔχεις φίλο τὸ Θεό. Ποτὲ καὶ σὲ κανένα μὴν κατηγορεῖς τὸν ἐχθρό σου.
Ἂν φροντίζουμε νὰ θεραπεύομε τὶς σωματικὲς ἀτέλειες γιὰ νὰ μὴ μᾶς εἰρωνεύονται ὅσοι μᾶς βλέπουν, πολὺ περισσότερο εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νὰ φροντίζομε νὰ θεραπεύομε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ μέλλομε νὰ κριθοῦμε μπροστὰ στὸ Θεό. Ἔχοντας τὸ αὐτεξούσιο, μποροῦμε νὰ μὴν πραγματοποιήσομε τὶς πονηρὲς πράξεις ποὺ ἐπιθυμοῦμε. Ἔτσι ἂν ἀγωνιζόμαστε, θὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἄξιοι τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζήσομε σὰν ἄγγελοι καὶ ἐπὶ τῆς γῆς.
Οἱ θλίψεις καὶ τὰ λυπηρὰ ποὺ συμβαίνουν στὴ ζωή, γίνονται ἀφορμὴ στοὺς ἀνδρείους καὶ ἄξιους ἀγωνιστὲς νὰ στεφανωθοῦν.
Ἔχοντας τὸ νοῦ σου στὸ Θεό, εἶσαι εὐσεβής, δηλαδὴ χωρὶς φθόνο, ἀγαθός, ἐγκρατής, πρᾶος, εἶσαι κοινωνικὸς καὶ προσφέρεσαι ὅσο μπορεῖς σ’ ὅλους.
Νὰ ἀποφεύγεις νὰ μιλᾷς γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια στοὺς πολλούς. Οἱ λόγοι γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια ἔχουν λίγους ἀκροατές, τὸ ὅμοιο χαίρεται μὲ τὸ ὅμοιό του.
Ἐλευθέρους νόμιζε ὅσους ἔχουν τὴ ζωὴ καὶ τοὺς τρόπους ἐλεύθερους, διότι ἐλευθερία καὶ εὐτυχία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πραγματικὴ καθαρότητα καὶ ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν προσήλωση τῶν προσκαίρων.
Ὅταν μὲ εὐχαριστία πλαγιάσεις, φέρνοντας μπροστά σου τὶς εὐεργεσίες καὶ τὴν τόση πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γεμίζεις ἀπὸ καλὲς σκέψεις χαίρεσαι καὶ εὐφραίνεσαι περισσότερο. Καὶ γίνεται ὁ ὕπνος τοῦ σώματος, νηφαλιότητα καὶ ἀγρυπνία τῆς ψυχῆς.
Νὰ ὑπενθυμίζεις στὸν ἑαυτό σου ὅτι πρέπει ἀκατάπαυστα νὰ φανερώνεις-νὰ ἀποδεικνύεις μὲ τὸν χρηστὸ καὶ ἐνάρετο βίο σου ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα σου.
Ἡ λογικὴ ψυχὴ φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ ξεφύγει ἀπὸ ὅσα τὴν βλάπτουν καὶ δὲν ὁδηγοῦν πουθενά, τὴν οἴηση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἀπάτη, τὸ φθόνο, τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὰ παρόμοια ἔργα ποὺ εἶναι δαιμονικὰ καὶ κακῆς προαιρέσεως. Ὅλα κατορθώνονται μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἐπίμονη προσοχὴ καὶ μελέτη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία δὲν τρέχει στὶς κακὲς ἡδονές.
Πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ οἴηση καὶ κάθε κούφια ματαιοδοξία καὶ νὰ φροντίζουν μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους νὰ διορθώνουν τὴ ζωή τους καὶ τὴν ἐσωτερική τους διάθεση πρὸς τὸ καλύτερο, καὶ ν’ ἀποκτοῦν νοῦν ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Θεό.
Ἄνθρωπος ἐλεύθερος εἶναι ὅποιος δὲν σκλαβώνεται στὶς ἡδονὲς ἀλλὰ κυριαρχεῖ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια πάνω στὸ σῶμα του καὶ ἀρκεῖται μὲ μεγάλη εὐχαριστία σὲ ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ Θεός, ἔστω καὶ ἂν εἶναι πολὺ λίγα. Γιατί ὅταν βρεθοῦν σύμφωνοι ὁ νοῦς ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ καὶ ἡ ψυχή, τότε εἰρηνεύει καὶ το σῶμα, ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ θέλει. Τότε κάθε ἁμαρτωλὴ σωματικὴ κίνηση καὶ ἐπιθυμία σβήνεται.
Ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὴν πλεονεξία καὶ περιφρονεῖ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή· καὶ οὔτε τὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἀκαταστασία καὶ τὸ λιγόχρονο τῆς ζωῆς συλλογίζεται, οὔτε τὸν θάνατο ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτος καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ δῶρα νὰ τὸν δελεάσει. Ἂν εἶναι γέρων ἀπρόσεκτος καὶ ἀσυλλόγιστος, τότε εἶναι σὰν τὸ σάπιο ξύλο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ σὲ τίποτε.
Ὅταν ἔχομε πρῶτα δοκιμάσει ἐκεῖνα ποὺ μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς στενοχωροῦν, τότε αἰσθανόμαστε ἐντονώτερα τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐχαρίστησι. Λόγου χάρη, δὲν πίνει κανεὶς εὐχάριστα ἂν δὲν διψάσει, οὔτε τρώει εὐχάριστα ἂν δὲν πεινάσει, οὔτε κοιμᾶται μ’ εὐχαρίστηση ἂν δὲ νυστάξει πάρα πολύ, οὔτε χαίρεται πραγματικὰ ἂν πρωτύτερα δὲ λυπηθεῖ. Ἔτσι οὔτε τὰ αἰώνια ἀγαθά θὰ ἀπολαύσομε ἂν δὲν καταφρονήσομε τὰ πρόσκαιρα καὶ λιγόκαιρα.
Τὸ λογικὸ πρέπει νὰ εἶναι ὑπηρέτης τοῦ νοῦ. Ὅ,τι θέλει ὁ νοῦς, ἐξηγεῖ καὶ ἐκφράζει τὸ λογικό.
Ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὰ ἐπουράνια· τίποτε δὲν τὸν σκοτεινιάζει παρὰ μόνο ἡ ἁμαρτία. Στὸν καθαρὸ νοῦ τίποτε δὲν εἶναι ἀκατανόητο, ὅπως καὶ γιὰ τὸν λόγο τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ ἐκφράσει.
Ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τοῦ σώματος εἶναι θνητός, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς καλῆς χρήσεως τοῦ νοῦ καὶ τοῦ λογικοῦ καὶ τῆς Θεϊκῆς καταγωγῆς τῆς ψυχῆς καθίσταται ἀθάνατος.
Ἐνῷ σωπαίνεις σκέφτεσαι, κι ὅταν σκεφτεῖς μόνον μιλᾷς σωστά, γιατί μέσα στὴ σιωπὴ ὁ νοῦς γεννᾷ τὸ λόγο. Εὐχάριστος λόγος ποὺ προσφέρεται στὸ Θεό, εἶναι σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει τὰ ἀσυλλόγιστα εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχει νοῦ, γιατί δὲ μιλᾷ ἔπειτα ἀπὸ σκέψη. Ἀλλὰ σκέψου καὶ κοίταξε τί συμφέρει νὰ κάνεις γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου, καὶ μίλα καὶ πράξε ἀνάλογα.
Ὁ λόγος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ νοῦ ἔπειτα ἀπὸ σκέψη καὶ εἶναι ψυχωφελής, εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ὁ λόγος ποὺ εἶναι γεμάτος φλυαρία καὶ συζητεῖ χωρὶς νὰ σκεφθῆ ἂν αὐτὸς ποὺ λέγει εἶναι ὠφέλιμα καὶ θεάρεστα, εἶναι δαιμονικὸς καὶ ματαιοπονεῖ. Γιατί ζητᾷ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὠφελοῦν, κομπάζοντας μάταια, σὰν νὰ θέλει νὰ ἀντλήσει νερὸ μὲ τὸ κόσκινο.
Κανένας δὲ βλέπει τὸν οὐρανὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει ὅσα αὐτὸς περιέχει, παρὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος ποὺ φροντίζει νὰ ζεῖ ἐνάρετα καὶ συλλογίζεται καὶ δοξάζει Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ ποὺ, μετὰ τὴν «πτώση» γιὰ νὰ τὸν σώσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή, τὸν ἀναγέννησε μὲ τὴν Ἐνανθρώπησι. Γιατί γνωρίζει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ ὅτι χωρὶς τὸ Θεὸ τίποτε δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς εἶναι σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε πρᾶγμα, ἐπειδὴ εἶναι ἀπεριόριστος. (Ἅγιος Πορφύριος)
Ἡ ὅραση τοῦ σώματος εἶναι τὰ μάτια ἐνῷ ἡ ὅραση τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Καὶ ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς μάτια εἶναι τυφλὸ καὶ δὲ βλέπει τὸν ἥλιο ποὺ φωτίζει τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει καλὸ καὶ φρόνιμο νοῦ καὶ ἐνάρετη ζωή, εἶναι τυφλὴ καὶ δὲν κατανοεῖ τὸ Θεό, τὸ δημιουργὸ καὶ εὐεργέτη τῶν ὅλων, οὔτε Τὸν δοξάζει, οὔτε μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἀφθαρσία Του καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Ὁ Θεὸς ὡς ἀγαθὸς καὶ πλουσιόδωρος, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἐλευθερία νὰ κάνει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Τοῦ ἔδωσε ἀκόμη καὶ γνώση γιὰ νὰ παρατηρεῖ τὸν κόσμο καὶ τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ γνωρίσει Ἐκεῖνον ποὺ ὅλα τα δημιούργησε γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ βέβηλο ὅμως καὶ ἀσεβῆ, ἐπιτρέπεται νὰ θέλει καὶ νὰ μὴν ἐννοεῖ τὸ Θεό. Στὸν ἄνθρωπο χαρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τόση ἐλευθερία, ὥστε νὰ μπορεῖ δηλαδὴ καὶ νὰ ἀπιστεῖ καὶ νὰ ἀρνῆται νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ φρονεῖ ἀντίθετα πρὸς αὐτή. Τόση ἐξουσία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πάνω στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό.
Προσταγὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅσο μεγαλώνει τὸ σῶμα, νὰ γεμίζει ἡ ψυχὴ ἀπὸ νοῦ, γιὰ νὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ καὶ νὰ διαλέξει. Ἡ ψυχὴ ὅμως ποὺ δὲν διαλέγει τὸ καλό, δὲν ἔχει νοῦ καὶ θεωρία. Ἑπομένως ὅλα τα σώματα ἔχουν ψυχή, ὅλες οἱ ψυχὲς ὅμως δὲν ἔχουν καθαρὸ νοῦ. Γιατί ὁ νοῦς ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ ὑπάρχει στοὺς φρόνιμους καὶ ὅσιους καὶ δίκαιους καὶ καθαροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ ἐλεήμονες καὶ εὐσεβεῖς. Καὶ ἡ παρουσία τέτοιου νοῦ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ πλησιάσει τὸ Θεό.
Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς τὴν ψυχὴ εἶναι νεκρό, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ χωρὶς τὴν ἐπιτηδειότητα νὰ νοεῖ, εἶναι ἀκαλλιέργητη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κληρονόμος τοῦ Θεοῦ.
Ἀπ’ ὅλα τα δημιούργηματα, ὁ Θεὸς ἀκούει μόνο τὸν ἄνθρωπο καὶ μόνο στὸν ἄνθρωπο φανερώνεται. Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεὸς μέσα ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του. Τὰ θνητὰ εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ ἀθάνατα. Ἀλλὰ τὰ ἀθάνατα ὑπηρετοῦν τὰ θνητά· μὲ ἄλλα λόγια τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς φυσικῆς ἀγαθότητας τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ.
Γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεὸς μεταμορφώνεται. Γίνεται Δημιουργὸς (Πλάστης τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»). Ἐνανθρωπίζεται (ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ πεπτωκότα, εἰς Θεὸν κατὰ χάριν). Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀντάξιος προσκυνητὴς τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε, διὰ πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ φθάσουμε νὰ γίνουμε ἄξιοι προσκυνηταὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἐπμέλεια κειμένου: π. Γεωργίου Καλαντζῆ