Ὁμιλία 31/1/2023
Λόγος τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
"Περὶ τῆς ἀνάγκης ἀποκτήσεως τῆς θείας σφραγῖδος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ὅσοι εἴμεθα ἀσφράγιστοι καὶ δὲν ἔχομεν εἰς τὸν ἑαυτὸν μας τὴν σφραγίδα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρστοῦ, ἂς τρέξωμεν τὸ ὀγλιγωρότερον διὰ νὰ σφραγισθοῦμεν. Διατὶ ὁ θάνατος δὲν ἐξουσιάζει ταῖς ψυχαῖς ὁποὺ εἶναι σφραγισμέναις μὲ τὸ πανάχραντον αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Παναγίου του Πνεύματος καὶ ὁ διάβολος οὔτε κἂν τολμᾶ νὰ κοιτάξη τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ (μὲ τὴν ὁποίαν σφραγίζει τὰ ἐδικά του πρόβατα.
Διὰ τοῦτο ἂς ἐπιμεληθοῦμεν μὲ προθυμίαν καὶ ἂς κάμωμεν ὅλα τὰ ἔργα ὁποὺ εἶναι εὐάρεστα εἰς τὸν Χριστόν, διὰ νὰ σφραγισθοῦμεν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ λάβωμεν ἔλεος ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ γένωμεν ἄξιοι νὰ γνωρίσωμεν τὰ μυστήρια Του).
Εἶπεν ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Τοῦτο ὅταν τὸ ἀκούωμεν νὰ στοχαζώμεθα, μὲ νοερὰ ἐσωτερικὴ αἴσθησι, χωρὶς δισταγμὸ, ἀνίσως εἴμεθα στὴν πραγματικότητα «πτωχοὶ τῷ Πνεύματι», ἂν ἀποκτήσαμε ἀληθινὴ ταπείνωσι, ὥστε ὁποὺ νὰ εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Πάλιν εἶπεν ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται».
Ἀλλὰ ἂς προσέχουμε, παρακαλῶ, διὰ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τοῦ λόγου.
Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ὁποὺ προσέχει μὲ ἐπιμέλειαν πάντοτε εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ὅταν συλλογισθῆ τὸ ὕψος των, δηλαδὴ τὴν ἄμωμον πολιτείαν καὶ καθαρότητα, ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν, θέλει εὕρη τὸν ἑαυτόν του πὼς εἶναι πολλὰ ἀδύναμος, νὰ φθάση εἰς ἐκεῖνο τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητα τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τὴν προσέλκυσιν τῆς θείας Χάριτος.
Τότε, χωρὶς ἄλλο πάσχει τὸ πένθος ἐκεῖνο ὅπου εἶναι ἐπ’ ἀληθείας Μακαριώτατον καὶ εἶναι ἀρραβὼν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἐπειδὴ ἡ μὲν πίστις εἶναι ὑπόστασις ἐλπιζομένων. Τοῦτο τὸ πένθος εἶναι παρουσία Θεοῦ, ὁποὺ χαρίζει τὴν ταπεινοφροσύνην. Ἡ ὁποία αὐξάνει καὶ πολαπλασιάζεται ἕως εἰς τριάκοντα καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν εἰς τὰς ψυχὰς ἐκείνων ὁποὺ ἀγωνίζονται καὶ καρποφορεῖ εἰς τὸν πιστὸν, καρπὸν ἅγιον, τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ταπείνωσις καὶ τὸ μακάριον αὐτὸ πένθος ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ ἔλλαμψις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὁποὺ εἶναι ἔλλαμψις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ γνῶσις τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπου εἶναι αὐτά, ἐκεῖ εἶναι καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Τοῦτο, ἀδελφοί μου, εἶναι τὸ ἀληθινὸν ἐκτύπωμα τῆς σφραγῖδος τοῦ Χριστοῦ. Διατὶ λέγει ὁ Θεός, «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἤ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους».
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ μακάριον πένθος πηγάζει καὶ ἡ πηγὴ τῶν δακρύων, τὰ ὁποῖα δάκρυα ξεπλύνουν τὴν ψυχὴν νοερῶς ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν ἁμαρτημάτων καὶ κατατροπώνουν τοὺς δαίμονας. Ἀπὸ τὰ δάκρυα καρποφορεῖται εἰς τὸν πιστὸν, ἡ πραότης, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ χρηστότης, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστις, ἡ ἐγκράτεια, ἀπὸ τὰ δάκρυα προξενεῖται καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸν διὰ αὐτούς. Τὸ νὰ χαιρόμεθα εἰς τοὺς πειρασμούς, τὸ νὰ καυχόμεθα εἰς τὰς θλίψεις. Τὸ νὰ στοχαζόμεθα ὡσὰν εἰδικάς μας τὰς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων καὶ νὰ κλαίωμεν διὰ αὐτάς καὶ τὸ νὰ βαίνωμεν τὴν ζωήν μας, εἰς θάνατον, διὰ τοὺς ἀδελφούς μας μὲ προθυμίαν.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεὴς καὶ πλήρης καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἄλλην χρείαν ἀπὸ ἡμᾶς, ἔξω μόνον τὴν σωτηρίαν μας. Καὶ σωτηρία μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γένη ἀλλέως παρὰ μόνον ὅταν ἀλλοιωθῆ ὁ νοῦς μας νὰ γένη ἀλλοιώτικος, νοῦς ἔνθεος μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
Νοῦς ἔνθεος, ἀπαθὴς καὶ ἅγιος, ἀποκτᾶται διὰ μέσου τῆς ἀληθινῆς ταπεινώσεως, τοῦ Μακαρίου πένθους καὶ τῆς ἀδιστάκτου πίστεως εἰς τὸν Χριστόν, ὁπόταν κατοικεῖ ὁ Χριστός μας μέσα μας καὶ γίνεται ὁ νοῦς μας ἔνθεος.
Ὅθεν ἂς ἰδοῦμεν, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἐξετάσωμεν κατὰ ἀκρίβειαν τὸν ἑαυτόν μας καὶ ἂς στοχασθοῦμεν μὲ βαθειὰ αἴσθησιν ἀνίσως εὑρίσκεται εἰς ἡμᾶς ἡ σφραγὶς τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἂν βλέπομεν τὰ ἐναντία, καὶ ὅτι ὁ πλάνος κόσμος ζῆ εἰς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν εἰς μεγάλην ὑπόληψιν τὰ προσωρινὰ πράγματα τοῦ κόσμου, καὶ εἰς ταῖς θλίψες, ὁποὺ μᾶς ἔρχονται ἀδημονοῦμεν καὶ εἰς τὶς ἀτιμίες λυπούμεθα, καὶ πάλιν εἰς τὶς τιμὲς καὶ εἰς τὸν πλοῦτον καὶ εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τὴν κοσμικὴν καὶ σαρκικὴν χαιρόμεθα νὰ εὐφραινόμεθα, σημαίνει ὅτι δὲν ἔχωμεν τὴν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἀλλοίμονον διὰ τὴν ἀγνωσίαν καὶ σκότωσιν ὁποὺ ἔχομεν καὶ παραμένωμεν εἰς τὸν κόσμον τῶν παθῶν καὶ φρονοῦμεν τὰ γήινα. Ἐνῶ λέγει ὁ Ἀπόστολος «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον, μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, ὅτι οὐδεὶς δύναται Θεῷ δουλεύειν καὶ κατὰ ἄνθρωπον ζῆν». Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἀδελφοί μου, ὅτι κανένα ἄλλο δὲν εἶναι εἰς τὸν κόσμον καλλίτερον ἀπὸ τὸ νὰ μὴ θέλη τίποτε περισσότερον ἀπὸ τὴν «ἀναγκαίαν χρείαν» τοῦ σώματος. Λέγει ὁ Θεῖος Ἀπόστολος «ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Εἰ δὲ χρειαζόμεθα καὶ τίποτε περισσότερον ἀπὸ αὐτά, Ἐκεῖνος ἐξάπαντως θέλει δώσει καὶ αὐτὸ εἰς ἡμᾶς ὁποὺ πιστεύομεν καὶ ἐλπίζομεν εἰς Αὐτόν.
Λοιπὸν ἂς ἀφήσωμεν ὅλα τὰ ἄλλα τῆς προσκαίρου ζωῆς, ἤγουν τὴν κενοδοξίαν, τὸν φθόνον, τὴν φιλονεικίαν, τὴν μάχην, τὸν δόλον, τὸν γογγυσμόν, τὴν ἐρίθειαν, τὸ ψεῦδος, τὸν ὅρκον, τὴν ἀδικίαν, τὴν πλεονεξίαν, τὴν ὕβριν, τὴν συκοφαντίαν, τὴν κατηγορίαν, τὴν κατάκρισιν, τὴν διαβολήν, τὴν ὑπερηφάνιαν, τὴν μισανθρωπίαν, τὴν ἔχθραν, τὴν πανουργίαν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅσα ἐδίδαξεν ὁ διάβολος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δημιουργοῦνται ἐξ αἰτίας τῆς πλεονεξίας μας, τῆς ψεύτικης ἀνάγκης μας, πέραν τῆς ἀναγκαίας χρείας.
Ἂς ποθήσωμεν ἐξ ὅλης μας τῆς ψυχῆς, ἐκεῖνα ὁποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεὸς νὰ ἀγαποῦμεν. Ἂς ποθήσωμεν πτωχείαν πνευματικήν, ἤγουν τὴν Ταπείνωσιν. Ἂς ποθήσωμεν τὸ Μακάριον πένθος παντοτινὸν νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ νὰ θεωροῦμεν ὡς ἀπαραίτητον μόνον τὴν ἀναγκαίαν χρείαν, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἡ παρηγορία εἰς ἐκείνους ὁποὺ θέλουν νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεόν.
Ἀπὸ αὐτὰ ἀνάπτει εἰς τὴν ψυχὴν καὶ ὁ θεῖος ζῆλος, ὁ ὁποῖος δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἡσυχάση ὁλότελα, ἀλλὰ γεμίζει τὴν ψυχήν του ἀπὸ ἀνδρείαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ ὑπομένη ἕως τέλους εἰς τοὺς πειρασμοὺς καὶ εἰς τὰς θλίψεις.
Διατὶ ἀφ’ οὗ ἡ ψυχὴ ἀναχωρήση ἀπὸ τὸ κορμί, δὲν ἠμπορεῖ πλέον οὔτε νὰ βλέπη διὰ μέσου αὐτοῦ, οὔτε νὰ βλέπεται ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ πάντοτε ἔχει τὸν νοῦν της μοναχά εἰς τὰ ἀόρατα, καὶ καμμίαν φροντίδα δὲν ἔχει πλέον διὰ ὅσα εὑρίσκονται εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.
Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἂς φύγωμεν τὴν πλάνην τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν ψεύτικην χαράν του καὶ ἀπόλαυσιν καὶ ἂς προστρέξωμεν εἰς μόνον τὸν Χριστὸν ὁποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ ὁ Λυτρωτὴς τῶν ψυχῶν. Ναὶ παρακαλῶ, ἂς ἀγωνισθοῦμεν τώρα ὁποὺ εἴμεθα εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν νὰ ἀξιωθοῦμεν νὰ Τὸν ἰδοῦμεν ἐδῶ μὲ αἴσθησιν τῆς ψυχῆς μας. Διατὶ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἔχομεν τὸν Θεὸν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐκ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἐλάβομεν ἐξ Αὐτοῦ».
Ἐπιβεβαίωσις αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ὅτι ἐὰν προστρέξωμεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ Θεὸν μας καὶ τὸν ἀγαπήσωμεν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ἐξ ὅλης διανοίας καὶ διὰ τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, τοῦ Μακαρίου πένθους καὶ μὲ τὸ νὰ ἀρκούμεθα εἰς τὴν ἀναγκαίαν μόνον χρείαν , θεωρώντας την ὡς τὸ καλλίτερον ἀγαθὸν τοῦ κόσμου ὅτι ὁ Θεὸς, ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, θὰ ἔλθη καὶ θὰ σκηνώσει καὶ ἐν ἡμῖν, εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔως καὶ τῶν καινοφανῶν Ἁγίων.
...καὶ ἂς ἀνοίξωμεν τὶς καρδιὲς γιὰ νὰ κατανοήσωμεν πῶς ζεῖ καὶ διδάσκει ὁ ἅγιος Παΐσιος γιὰ τὴν θεϊκὴν τὴν ἀληθινὴν χαρά.
Ἅγιος Παΐσιος
Ὅπου Χριστός, ἐκεῖ χαρὰ ἀληθινή
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸ φυσικὸν εἶναι ἡ χαρά. Ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε λύπη· ἔδωσε μόνο χαρά.
Ὅταν ὁ νοῦς δὲν εἶναι στὸν Θεό, δὲν θὰ νιώσει τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς ξεχνᾶ τὸν Χριστὸ καὶ γυρίζει συνέχεια στὶς ἀπασχολήσεις καὶ στὶς μέριμνες, σταματάει ἡ πνευματικὴ ἐργασία. Τότε βάλε λοιπὸν μπρὸς τὴν εὐχὴ καὶ τὴν σιγανὴ ψαλμωδία καὶ μετὰ ὁ νοῦς θὰ γνωρίζει καὶ θὰ τρέχει γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό.
Μόνον κοντὰ στὸν Χριστὸ βρίσκει κανεὶς τὴν πραγματική, τὴν γνήσια χαρά, γιατὶ μόνο ὁ Χριστὸς δίνει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ πραγματική. Ὅπου Χριστός, ἐκεῖ χαρὰ ἀληθινὴ καὶ ἀγαλλίαση παραδεισένια. Ὅσο εἴμεθα μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, δέν μποροῦμε νὰ ἔχουμε πραγματικὴ χαρά. Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ κάνουν ὄνειρα: «θὰ φτιάξω αὐτό, θὰ φτιάξω τὸ ἄλλο, θὰ πάω ἐδῶ, θὰ πάω ἐκεῖ», μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνουν τιμὲς ἢ νὰ τρέχουν στὶς διασκεδάσεις καὶ νὰ νομίζουν ὅτι χαίρονται, ἀλλὰ ἡ χαρὰ ποὺ νιώθουν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γεμίσει τὴν ψυχή τους. Αὐτὴ ἡ χαρά εἶναι ὑλική, κοσμικὴ χαρὰ καὶ ἀπὸ ὑλικὲς χαρὲς δὲν γεμίζει ἡ ψυχή, καὶ ὁ ἄνθρωπος μένει μ’ ἕνα κενὸ στὴν καρδιά του. Εἶδες τί λέει ὁ Σολομῶν; «Ἔχτισα σπίτια, φύτεψα ἀμπέλια, ἔκανα κήπους, μάζεψα χρυσάφι, ἀπέκτησα ὅ,τι πόθησε ἡ καρδιά μου, ἀλλὰ στὸ τέλος κατάλαβα ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι μάταια». «Ματαιότης ματαιότητος, τὰ πάντα ματαιότης». (στὸ σχολεῖο – ἐκδρομὲς – ξενύχτι).
Ἡ κοσμικὴ χαρὰ δίνει κάτι τὸ πρόσκαιρο, δὲν δίνει αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ πνευματικὴ χαρά. Ὅσοι πέρασαν πρῶτα ἀπὸ τὴν Σταύρωση καὶ ἀναστήθηκαν πνευματικά, ζοῦν τὴν πασχαλινὴ χαρά. «Πάσχα, Κυρίου Πάσχα»! Καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ Πεντηκοστή! Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκεῖ πραγματώνεται ὁ τελικὸς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀπόλαυσις οὐρανίων Χαρῶν.
Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ ὑπάρχουν οὐράνιες χαρές, ἀλλὰ οἱ οὐράνιες -οἱ πραγματικὲς χαρὲς δὲν ἐκφράζονται, μόνο βιώνονται.
Γιὰ νὰ ἔρθεις στὴν κατάσταση ποὺ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ χωρέσεις-νὰ ἀντέξεις τὴν χαρά σου, οὔτε νὰ τὴν ἐκφράσεις, χρειάζεται νὰ προσέξεις τρία πράγματα: νὰ κινῆσαι ἁπλὰ σὲ ὅλες σου τὶς ἐκφράσεις, νὰ μὴν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή. Ἄν κάνεις αὐτά, θὰ ἔρθει ὥρα ποὺ θὰ νιώθεις τόση χαρὰ ποὺ θὰ λὲς: «παλάβωσα!».
Ἡ ἐσωτερικὴ χαρὰ ἔρχεται μὲ τὴν ἐσωτερικὴ τακτοποίηση καὶ δίνει φτερὰ στὴν ψυχή. Ὅταν ζεσταθῆ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία, τὴν ἐγρήγορση γιὰ τὴν παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν μελέτη καὶ τὴν εὐχή, θερμαίνεται ἡ ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος παραβλέπει τὰ ἐξωτερικὰ καὶ κάνει ἅλματα πνευματικὰ καὶ δὲν ἐπηρεάζεται, ἄν καὶ ἀκόμα βρεθεῖ καὶ σὲ δύσκολο περιβάλλον.
Γιατὶ κινεῖται σὲ ἄλλη ἀτμόσφαιρα· βρίσκεται ἔξω ἀπὸ ὅποιο περιβάλλον. Καὶ ἐπειδὴ κινεῖται σὲ ἄλλη ἀτμόσφαιρα, τὸ ὅποιο περιβάλλον δὲν τὸν ἐνοχλεῖ. Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶνε ἄλλη γλῶσσα ποὺ αὐτὸς δὲν τὴν γνωρίζει καὶ γι’ αὐτὸ δὲν καταλαβαίνει τὶ λένε. Εἶναι ἀφοσιωμένος στὴν γλῶσσα ποὺ γνωρίζει καὶ ἔτσι ἀρχίζει τὸ ἐσωτερικὸ φτερούγισμα. Χτυπάει ἡ καρδιά, μὲ παλμό. Ὅταν ὑπάρχει φτερούγισμα ἐσωτερικό, εἶναι πανηγύρι τότε ἡ ζωή. Ἡ καρδιὰ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς μέριμνες καὶ ἔτσι φθάνει σ’αὐτὴ τὴν κατάσταση νὰ σκιρτᾶ ἀπὸ πνευματικὴ χαρά.
Ἡ θεϊκὴ χαρὰ ἔρχεται μὲ τὸ δόσιμο.
Γιὰ νὰ χαίρεται κανεὶς ἀληθινά, πνευματικά, πρέπει νὰ ἀγαπάει καὶ γιὰ νὰ ἀγαπάει πρέπει νὰ πιστεύει. Δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀγαποῦν, δὲν θυσιάζονται καὶ δὲν χαίρονται. Ἄν πίστευαν, θὰ ἀγαποῦσαν, θὰ θυσιάζονταν καὶ θὰ χαίρονταν. Ἀπὸ τὴν θυσία βγαίνει ἡ μεγαλύτερη χαρά.
Ἡ ἀγάπη ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της καὶ προηγεῖται, ἐνῶ ἡ χαρὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ὅταν δίνεις τὴν ἀγάπη, τότε ἔρχεται ἡ χαρά. Δίνει ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος καὶ δέχεται χαρὰ· ἀνταμείβεται δηλαδὴ μὲ τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει. Ἡ χαρὰ ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παίρνει, εἶναι χαρὰ ἀνθρώπινη. Ἐνῶ ἡ χαρὰ ποὺ νιώθει, ὅταν δίνει, εἶναι θεϊκή. Ἡ θεϊκὴ χαρὰ ἔρχεται μὲ τὸ δόσιμο!
Ἡ ἐσωτερικὴ χαρά, ἡ θεία παρηγοριά, ποὺ νιώθει μέσα του εἶναι πληροφορία ὅτι εἶναι συμφιλιωμένος μὲ τὸν Θεό.
Μερικὲς φορές, ξαφνικά, χάνεται ἡ πνευματικὴ χαρά, ἡ θεία παρηγοριά. Συμβαίνει ὅταν τὶς παίρνει ὁ Θεὸς γιὰ παιδαγωγία, κι ἐσὺ μετὰ τὶς ἀναζητᾶς καὶ καταβάλλεις περισσότερο ἀγῶνα, καὶ προχωρᾶς πιὸ πολὺ πνευματικά.
Λίγο φιλότιμο νὰ δεῖ ὁ Θεός, λίγη καλὴ θέληση, καὶ δίνει πλούσια τὴν Χάρη Του καὶ σὲ μεθάει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή. Ἡ πνευματικὴ ἀλλοίωση ποὺ δέχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀγαλλίαση ποὺ νιώθει στὴν καρδιά του, ὅταν τὸν ἐπισκέπτεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτη.
Εἶναι φθηνὸ νὰ ζητᾶμε πνευματικὲς χαρές· αὐτὲς ἔρχονται μόνες τους, ὅταν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις. Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι συνέχεια χαρούμενος, αὐτὸ ἔχει φιλαυτία. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σταυρωθεῖ ἀπὸ ἀγάπη· πρῶτα σταυρώθηκε καὶ μετὰ ἀναστήθηκε.
Τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν ἐργάζονται οὔτε γιὰ οὐράνιο μισθό, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ πνευματικὲς χαρὲς σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Γιατὶ τὰ παιδιὰ δὲν πληρώνονται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ ὅλη ἡ περιουσία τοῦ Πατέρα τους εἶναι δική τους. Ἄλλο τὰ θεία δῶρα ποὺ θὰ προσφέρει ὁ Θεὸς σὰν Καλὸς Πατέρας καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ στὴν αἰώνια.
Πρέπει ὅλα ὁ πιστὸς νὰ τὰ ἀντιμετωπίζει πνευματικά. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀρρώστιες καὶ ὁ δοκιμασίες δὲν πρέπει νὰ τοῦ ἀφαιροῦν τὴν χαρά.
Καὶ ὅταν κανεὶς δὲν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ περνάει δοκιμασίες, στενοχώριες καὶ πτώσεις ἀκόμη, πάλι μπορεῖ νὰ εἶναι χαρούμενος. Ἐὰν σκεφθεῖ ὅτι οἱ στενοχώριες αὐτὲς εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ τὰ πάθη του, τότε τὶς δέχεται μὲ χαρά, ὅπως ὁ ἄρρωστος δέχεται εὐχάριστα τὸ πικρὸ φάρμακο μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ γίνει καλά.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπομένει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ μαρτύριο, πλημμυρίζει ἡ καρδιά του ἀπὸ θεὶα παρηγοριά. Τὸ ἴδιο καὶ ὅταν συμμετέχει στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου. Ὅσο δηλαδὴ σκέφτεται ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ πονάει, τόσο ἀνταμείβεται μὲ θεία ἀγαλλίαση. Πονάγει - ἀγάλλεται. Καὶ ὅσο περισσότερο πονάει, τόσο μεγαλύτερη χαρὰ ἔχει. Νιώθει σὰν νὰ τὸν χαϊδεύει ὁ Χριστὸς καὶ νὰ τοῦ λέει: «Μὴ στενοχωριέσαι, παιδάκι μου, γιὰ μένα».
Ἡ σταύρωση προηγεῖται πάντοτε τῆς ἀναστάσεως καὶ φέρνει νίκη. Ὁ σταυρὸς φέρνει δόξα. Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀνέβηκε πρῶτα στὸν Γολγοθὰ μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ ἀφοῦ Σταυρώθηκε, μετὰ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἀνέβηκε στὸν Πατέρα. Καὶ τώρα ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστὸς γλυκαίνει τὶς πίκρες τῶν ἀνθρώπων μὲ τὶς πνευματικὲς χαρὲς καὶ ὁ καθ’ οἰονδήποτε τρόπον σταυρωμένος ἄνθρωπος ὅταν ἐνθυμεῖται εὐγνωμόνως τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ὅτι γιὰ μᾶς, γιὰ τὸν καθένα μας, ἐνηθρώπισε καὶ ἔπαθε, ἀπολαμβάνει θεία παρηγοριὰ καὶ γίνεται παράδειγμα γιὰ ὅλους.
Ὁ Καλὸς μας Ἰησοῦς πῆρε μαζὶ μὲ ὅλη τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καὶ ὅλες τὶς πίκρες καὶ μᾶς ἄφησε τὴν χαρά, τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση, τὴν ὁποία αἰσθάνεται ὅποιος ἔχει ἀπεκδυθεῖ τὸν παλαιὸ του ἄνθρωπο καὶ ζεῖ πλέον μέσα του ὁ Χριστός. Τότε ζεῖ μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου ἐπὶ τῆς γῆς, καθὼς λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».
Εὔχομαι ταπεινὰ γιὰ ὅλους, διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων νὰ ζοῦμε τὴν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωήν. Εὔχεσθε καὶ σεῖς γιὰ μένα. Καληνύκτα.
Ἐπιμέλεια κειμένου: π. Γεώργιος Καλαντζῆς