Ὁμιλία 27/3/2023
Ὅλοι οἱ ἔχοντες συγκεκριμένη καὶ συνειδητὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουμε πολλὲς δυνατότητες καὶ ἀφορμὲς γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὰ τῆς πίστεώς μας καὶ τῆς λατρείας, ἀλλὰ ἀποτελοῦμε μιὰ μικρὴ μειοψηφία, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀγνοοῦν καὶ τὰ πλέον αὐτονόητα γιὰ τὴν πίστη μας καὶ τὰ τελούμενα.
Εἴμεθα ὑπόχρεοι ἀπέναντι τοῦ ὅποιου περιβάλλοντός μας –«πόλις ἐπάνω κειμένη»-, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας, διότι ὡς δυνάμενοι πολλὰ νὰ γνωρίσουμε «πολλὰ δαρεισώμεθα».
Στὸ παρελθόν, στὶς ὀρθόδοξες χῶρες ὁλόκληρη ἡ κοινωνία ἀποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ρυθμὸ ζωῆς καὶ μὲ τὸ συνδυασμὸ ποὺ εἶχε στὰ ἔθιμα, τὴ νομοθεσία, τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανόνες ζωῆς, ὑπενθύμιζαν στὰ μέλη τῆς κοινωνίας τὶς θρησκευτικὲς περιόδους καὶ τὶς ἑορτὲς καὶ κυρίως τὴν περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς.
Σήμερα ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἔχει ριζικὰ ἀλλοτριωθεῖ ἀπὸ ξεχωριστοὺς κανόνες κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῆς πίστεως καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ραδιοφώνου, τῆς τηλεόρασης καὶ κυρίως τοῦ ἴντερνετ -τὴν πολυμέριμνά μας καὶ ὄχι μόνον, καὶ ὅλα αὐτὰ διαποτίζουν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅλης μας τὴν καθημερινότητα καὶ ζοῦμε σὲ μιὰ πραγματικὴ πνευματικὴ «σχιζοφρένεια».
Ἕνα σπάσιμο δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας σὲ δύο κομμάτια: τὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸ κοσμικό, ποὺ ἔχουν ὅλο καὶ λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση.
Κατὰ συνέπεια ζητιέται ἀπὸ μᾶς μιὰ νέα προσπάθεια, νὰ σκεφτοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναλάβουμε προσωπικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ «ἐξωτερικὸ» καὶ τὸ «ἐσωτερικό».
Εἶναι ἀνάγκη γιὰ βία καὶ συγχρόνως γιὰ νήψη γιὰ μιὰ αὐτοσυγκέντρωση στὸ ἐσωτερικὸ εἶναι μας, γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία αὐτὴ μόνη, μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ὑψηλὲς πραγματικότητες, ποὺ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε ἐντελῶς.
Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς στοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ» τοῦ Ντοστογιέφσκι λέει: «ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις εἶναι σωσμένος γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Εἶναι αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ ζεῖ».
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ περίοδος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι εὐκαιρία νά ξαναβροῦμε τὸν δρόμο μας, νὰ ἐπιστρέψουμε εἰς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό μας. Νὰ ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ «θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ζωῆς χορηγός», καὶ δι’ Αὐτοῦ σὲ ὅλα, ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη Του καὶ τὸ ἔλεός Του.
Νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὴν ἀποστασία μας καὶ νὰ παρακαλέσωμεν: Φιλάνθρωπε Κύριε, μὴ μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας!
Ἡ Ἀναφορὰ εὶς τὸ περιεχόμενο καὶ τὰ τελούμενα κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς βοηθοῦν σὲ μιὰ βαθύτερη κατανόηση τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ μιὰ πιὸ συνειδητὴ συμμετοχὴ στὴ ζωή της.
Ἡ μετάνοια, ξέρουμε ὅλοι, εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία βιώνεται ἡ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ πρώτη λέξη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμά Του, ἦταν «μετανοεῖτε!» (Ματθ. δ΄ 17). Μέσα στὸ συνωστισμὸ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν καθημερινὴ ζωή μας δὲν ἔχουμε χρόνο οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τί εἶναι μετάνοια.
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ δίνει ἀπαντήσεις διότι εἶναι, ὄχι μόνον μία ὑπέροχη προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, ἀλλὰ μιὰ ἀσφαλὴς πορεία καὶ πρὸς τὶς πηγὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Μὲ τὴν νηστεία, τὶς ἰδιαίτερες ἀκολουθίες-τὶς προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες, τοὺς Χαιρετισμούς, τοὺς κατανυκτικοὺς Ἑσπερινούς, τῶν Κυριακῶν καὶ τὴν γενικώτερη πλούσια λατρεία αὐτῆς τῆς περιόδου, δεχόμαστε ἐσωτερικὲς μυστικὲς ἀπαντήσεις γιὰ τὰ λάθη μας καὶ κατανοοῦμε καὶ τὸ τί εἶναι μετάνοια.
Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, «ἡ Ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν».
Τὸ Πάσχα εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μιὰ γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μιὰ ἑτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε, εἶναι ἕνα συνεχὲς εἶναι, εἶναι μιὰ χωρὶς τέλος ζωή, εἶναι ἡ «Ἀνάστασις». Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μιὰ φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο καὶ λαμπροφόρο» καὶ ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά γνωρίζει ὅτι: «Νῦν τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια».
«Ἑορτάζομεν θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἄδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν». (Ἅγιος Πορφύριος)
Μὲ τὸ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μετόχους τῆς Ἀναστάσής Του. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης -στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἅγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου- λέμε θριαμβευτικά: «Ἀνέστη Χριστὸς, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕναν ὁρισμένο ἀριθμὸ ἀπὸ τυπικοὺς κανόνες καὶ διατάξειςκαὶ ἕνα πλῆθος ἰδιαιτέρων ἀκολουθιῶν, ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά, ἀλλὰ εἶναι κυρίως «κάτι ἄλλο», κάτι χωρὶς τὸ ὁποῖο ὅλες αὐτὲς οἱ τυπικὲς διατάξεις χάνουν πολὺ ἀπὸ τὸ νόημά τους. Αὐτὸ τὸ «κάτι ἄλλο» εἶναι σὰν μιὰ «ἀτμόσφαιρα», σὰν ἕνα «κλίμα», μιὰ κατάσταση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος ἡ ὁποία, μὲ τὴ νηστεία καὶ τὶς ἀρκετὲς μετάνοιες, μὲ τὴ λατρεία, μὲ τὶς ποικίλες ἐναλλαγὲς ποὺ παρουσιάζονται στὴ λειτουργικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς περιόδου, γιὰ ἑπτὰ ἑβδομάδες, διαπερνᾷ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας.
Αἰσθανόμεθα κάτι ἄλλο ποὺ μοιάζει μὲ μιὰ περίεργη χαρά, ποὺ ἔχει ὅμως μιὰ σοβαρότητα, ποὺ μοιάζει καὶ μὲ λύπη καὶ ποὺ οἱ Πατέρες ἔτσι τὴν ὀνομάζουν «χαρμολύπη». Καὶ ὅταν κάποιος, ἔστω καὶ ἂν ἔχει περιορισμένες γνώσεις γιὰ τὴ λατρεία, μπεῖ στὴν Ἐκκλησία ὅσο διαρκοῦν οἱ ἀκολουθίες τῆς Μ. Σαρακοστῆς, σχεδὸν ἀμέσως θὰ καταλάβει αὐτὴ τὴν κάπως ἀντιφατικὴ ἔκφραση. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, μιὰ κάποια ἤρεμη θλίψη διαποτίζει τὴν ἀκολουθία: τὰ ἄμφια εἶναι σκοῦρα, οἱ ἀκολουθίες διαρκοῦν περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι συνήθως καὶ εἶναι πιὸ μονότονες. Τὰ ἀναγνώσματα καὶ οἱ ψαλμοὶ ἐναλλάσσονται, ὁ ἱερέας βγαίνει, λέει πάντοτε τὴν ἴδια σύντομη εὐχὴ καὶ ὅλο το ἐκκλησίασμα συνοδεύει κάθε αἴτηση αὐτῆς τῆς προσευχῆς μὲ μετάνοιες. Ἔτσι γιὰ ἀρκετὴ ὥρα στεκόμαστε σ’ αὐτὴ τὴ μονοτονία, σ’ αὐτὴ τὴν ἤρεμη θλίψη.
Σιγὰ σιγὰ ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε ἢ μᾶλλον νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι αὐτὴ ἡ θλίψη στὴν πραγματικότητα εἶναι «εὐθυμία» καὶ ὅτι μιὰ μυστηριώδης μεταμόρφωση πρόκειται νὰ συμβεῖ μέσα μας. Οἱ θόρυβοι καὶ οἱ ἀναστατώσεις τῆς ζωῆς, ποὺ συνήθως γεμίζουν τὶς μέρες, ἀκόμα καὶ τὶς νύχτες μας, δὲν ἔχουν εὔκολο δικαίωμα εἰσόδου, σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση δὲν ἔχουν παντοδυναμία. Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀγωνίας, ποὺ μᾶς ἔγινε οὐσιαστικὰ δεύτερη φύση, ἐξαφανίζονται καὶ ἀρχίζουμε νὰ νιώθουμε ἐλεύθεροι, ἀνάλαφροι καὶ εὐτυχισμένοι. Ἡ εὐτυχία ἔρχεται ἀπὸ τὴν ψυχή μας ποὺ ἔχει, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ντοστογιέφσκυ, «ἀγγίξει ἕναν ἄλλο κόσμο».
Ὅσο βιώνουμε αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἐλευθερία, ὅσο γινόμαστε «ἀνάλαφροι καὶ εἰρηνικοί», μιὰ ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ φωτίζει τὸ εἶναι μας, ὅπως φωτίζει τὶς βουνοκορφὲς ἡ πρωινὴ ἡλιαχτίδα, ἐνῷ ἀκόμα στὴν κοιλάδα εἶναι σκοτάδι.
«Χαρμολύπη» λοιπὸν εἶναι: ἡ θλίψη γιὰ τὴν ἐξορία μου, γιὰ τὴν ἀποστασία μου, γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχω κάνει στὴ ζωή μου·ὅμως εἶναι καὶ χαρὰ γιὰ τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγγνώμη Του, ἡ χαρὰ γιὰ τὴν ξαναγεννημένη ἐπιθυμία μας γιὰ τὸ Θεό, ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ πατρικό μας σπίτι.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀτμόσφαιρα δημιουργεῖται ἐκ τῆς λατρείας στὴν περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ ποὺ ἔχει βαθύτατη ἐπίδραση στὴν ψυχή μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάστασις ποὺ χάριτι Θεοῦ, ἀξιωνώμαστε νὰ ζήσουμε ὁ καθένας μας κάποτε. Ἂς παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δωρίζεται συχνότερα.
Θὰ ἦτο μεγάλη παράλειψις ἐὰν δὲν κάναμε ἀναφορὰ σὲ κάποιους Ἁγίους ποὺ ἔπαθαν τὰ θεῖα καὶ ἡ κατάστασις αὐτὴ ἔχει μονιμοποιηθεῖ ὡς ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἑορτάζει διπλά, στὴν μνήμη του καὶ τὴν δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, σὰν συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (†1359)
Μέγας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνα.
Βλαστὸς ἁγίας οἰκογενείας. Γεννήθηκε τὸ 1296 στὴν Κων/πολη. Ὁ πατέρας του ἦταν συγκλητικὸς τῶν ἀνακτόρων καὶ τελείωσε τὴ ζωή του ὡς μοναχός, καθὼς καὶ ἡ μητέρα του καὶ τὰ ἀδέλφια του. Ὁ ἴδιος ἀπὸ μικρὸς ζοῦσε ὡς μοναχὸς καὶ συνεχῶς στοχαζόταν τὴν ἀναχώρησή του.
Μετὰ ἀπὸ λαμπρὴ μόρφωση, ποὺ ἔλαβε στὴν πατρίδα του, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ δύο ἀδελφούς του, ὅπου «ἐπρόβαλε τὴν Θεοτόκον ὁδηγὸν ὁμοῦ καὶ προστάτην καὶ μεσίτριαν, καὶ ἔβανεν Αὐτὴν ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ζήτει τὴν βοήθειάν της κάθε στιγμὴν καὶ ὥραν μὲ δεήσεις καὶ προσευχὰς, καὶ κυρίως μὲ τὸ ”φώτισόν μου τὸ σκότος”».
Μὲ μεγάλη ἀσκητικότητα καὶ πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ἀπέκτησε πλούσια χαρίσματα καὶ τὸ «τῶν δακρύων τὸ εἶχεν εἰς ὅλον τὸν καιρὸν τῆς ζωῆς του».
Ἐπιδρομὲς βαρβάρων, τὸ 1334, τὸν φέρνουν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου χειροτονεῖται ἱερεύς, καὶ στὴ Βέροια, ὅπου συνεχίζει τὰ ἔνθεά του κατορθώματα. «Τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, οὔτε αὐτὸς εὔγαινεν ὁλότελα ἔξω, οὔτε κανένα ἄλλον ἐδέχετο μέσα εἰς τὸ κελλίον του· τὸ Σάββατον μοναχὰ καὶ τὴν Κυριακὴν εὔγαινε διὰ νὰ ἱερουργῆ τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ νὰ συνομιλῆ πνευματικῶς».
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δοξάσθηκε περισσότερο ὁ ἅγιος εἶναι στὰ πολύτιμα καὶ σοφώτατα συγγράμματά του. Μὲ αὐτὰ ἔθεσε τὶς δογματικὲς βάσεις τοῦ ἡσυχασμοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ κύριος ἀπολογητής. Γράφει περὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς ἀντιησυχαστές, ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, τὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο, Ὁμολογία Πίστεως, ἀντιρρητικά, βίους ἁγίων καὶ ἄλλα.
Γιὰ τοὺς πολύχρονους αὐτοὺς ἀγῶνες του, ὑπέμεινε πολλοὺς πειρασμούς, φυλακὲς καὶ ἐξορίες. Ἔμεινε ὅμως ἀπτόητος «ὁ θεῖος μυστολέκτης Γρηγόριος». Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ τοῦ ἁγίου συνεχίσθησαν καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπερίγραπτου φανατισμοῦ τῶν Λατίνων, σχετικὰ μὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸ πρόσωπό του. Ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσσαλονίκης (1347–1359) ἐπιτέλεσε σημαντικὸ ποιμαντικὸ ἔργο. Στὴ Θεσσαλονικη ἀξιώθηκε μακαρίου τέλους στὶς 14-11-1359. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν: «Τὰ ἐπουράνια εἰς τὰ ἐπουράνια» καὶ «φῶς πολὺ καὶ παράδοξον ἐγέμισε τὸ κελλίον ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκείτετο τὸ ἱερὸν τοῦ Ἁγίου Λείψανον».
Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του ἔγινε τὸ 1368. Ὁ βίος καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγίου ἐγράφησαν ἀπὸ τὸν μαθητή του ἅγιο Φιλόθεο τὸν Κόκκινο, λίγο μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἐγκώμιο συνέθεσε ὁ πατριάρχης Νεῖλος καὶ κανόνες ἔγραψαν οἱ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ Γεννάδιος ὁ Σχολάριος, ἐνῶ νέα πλήρη ἀκολουθία συνέγραψε καὶ ὁ σύγχρονός μας, ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Πλούσια βιβλιογραφία ὑπάρχει γιὰ τὸν πολυτιμημένο ἅγιο, γιὰ τὸν ἔνθεο βίο του καὶ τὰ θεόπνευστα ἔργα του.
Τὰ τίμια λείψανά του φυλάγονται στὸν πρὸς τιμή του μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας εἶναι συμπολιοῦχος μὲ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Πολλὲς εἰκόνες ὑπάρχουν σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Ἡ μνήμη τοῦ θεοφόρου πατρὸς πανηγυρίζεται στὶς 14 Νοεμβρίου καὶ τὴ Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ὡς προστάτη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας, ποὺ ἰδιαιτέρως καὶ πανηγυρικὰ μὲ τὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν αὐτὴν τὴν περίοδο παρακαλοῦμε, τοῦ ἁγίου Γερασίμου προστάτου τῆς ἐνορίας, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ ἀναφέραμε, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, εἰς τὸν ὁποῖον ἀναφερόμεθα ἐφέτος στὶς συνάξεις καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ἀληθινὴ μετάνοια, τὴν μόνη ἐλπίδα τῆς Σωτηρίας.
Καλὸ ὑπόλοιπο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ καλὴ Ἀνάσταση!
Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς