Ὁμιλία 9-5-2023

Τὴν ἑορτὴν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς τὴν ἑορτάζομεν μεγαλόπρεπα διὰ τὴν τιμὴν τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς σύνδεσμον καὶ τῶν δύο,ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ποὺ ὁ θεῖος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης περιγράφει ὅτι: «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε» (Ἰωάν. ζ΄ 14).
Ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μιὰ ἑορτὴ γιὰ νὰ εἶναι ζωή. Ζοῦμε ὅταν ἑορτάζουμε, ὅταν ζοῦμε μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν ἐκζήτηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Λέγει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅτι ἀφ’ οὗ ἐποίησε τὸ εἰς τὸν Παράλυτον θαῦμα, ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, διὰ τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἐμελέτουν καὶ νὰ τὸν φονεύσουν καὶ ἐνῶ ἐγένετο συζήτησις περὶ Αὐτοῦ, ἐὰν ἔλθῃ ἢ δὲν ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν, ὁ Εὐαγγελιστὴς ρητῶς λέγει: «Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσαζούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ ἐδίδασκεν» (Ἰωάν. ζ΄ 14).
«Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ζ΄ 16), ὁ ὁποῖος καὶ ἐνώπιον ὅλων ἐπεβαίωσε τοῦτο, λέγων: «Οὖτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» (Ματθ. γ΄ 17). Καὶ ὁ Ἰωάννης δι’ ἐμὲ εἶπεν: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29) καὶ κράζων προσκαλεῖ ὅλους μας: «Ἐὰν τίς διψᾶ ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφὴ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος, τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος τοῦ Ἁγίου».

Ὁ δὲ Ἰησοῦς κατὲδειξεν ὅτι ἀδίκως ζητοῦσιν Αὐτὸν νὰ ἀποκτείνωσιν ὡς τοῦ Νόμου δῆθεν καταφρονητήν, ἐπειδὴ ἐθεράπευσε τὸν Παράλυτον ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου, ἐφ’ ὅσον καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐνομοθέτησε νὰ καταλύεται τὸ Σάββατον, ὅταν πρόκειται περὶ τῆς Περιτομῆς.
Δὲν εἶναι νὰ μένουμε εἰς τὸ γράμμα τοῦ Νόμου, ἀλλὰ εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Νόμου. Τὸ Σάββατον ἐγένετο γιὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον.

Πολλὰ λοιπὸν περὶ τούτου διδάξας αὐτοὺς καὶ ἀποδείξας ἑαυτὸν ἴσον τῷ Πατρί καὶ δοτῆρα τοῦ Νόμου, παρὰ ταῦτα λιθοβολεῖται ὑπ’ αὐτῶν, ἀλλ’ οὐδεὶς λίθος ἤγγισεν Αὐτὸν εἰς τὸ ἐλάχιστον.

Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Τὰ μῆλα καὶ οἱ ἄλλοι καρποὶ τῶν ὀπωροφόρων δένδρων εὐχαριστοῦν τὸν φάρυγγα τοῦ σώματος μὲ τὴν γλυκείαν γεῦσιν των· οἱ δὲ θεῖοι λόγοι τῶν Ἁγίων Διδασκάλων ἀνάμικτοι μὲ ἀγάπην, ὅταν ἀπευθύνωνται πρὸς τὴν ἀκοήν μας, γλυκαίνουν τὸν λάρυγγα τῆς ψυχῆς μας. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ συλλέξῃ τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, ἀφοῦ δοκιμάσῃ αὐτοὺς, ἐπαινεῖ τὰ δένδρα, τὰ ὁποῖα τοὺς παρήγαγον, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ συνάξῃ εἰς τὸν κάλαθον τῆς ἀκοῆς του τὰ θεῖα λόγια τῶν διδασκάλων καὶ θὰ τὰ ἐμβάλῃ εἰς τὸν νοῦν του, ἀφοῦ γευθῇ τὴν γλυκύτητα τῶν λόγων, ἐπαινῶν τὸν διδάσκαλον ὡς εἶπε ὁ προφήτης Δαυΐδ: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου!» (Ψαλμ. ριη΄ 103).

Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφώτατος Σολομῶν τοὺς καλοὺς λόγους παρομοιάζει μὲ μελόπιτταν καὶ λέγει σχετικῶς: «Κηρία μέλιτος λόγοι καλοὶ» (Παρ. ιστ΄ 24), διότι ὅπως ὁ φάρυγξ διὰ τῆς γεύσεως μπορεῖ νὰ διακρίνῃ τὰ νόστιμα φαγητὰ ἀπὸ τὰ ἐπιβλαβῆ, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς γνωρίζει νὰ διακρίνῃ τοὺς ὠφελίμους λόγους ἀπὸ τοὺς ἐπιβλαβεῖς, καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Ἰώβ: «Λάρυξ μὲν σῖτα (φαγητὰ) γεύεται, νοῦς δὲ ρήματα διακρίνει.
Ὁ Κύριος ἔχει τὸν ἰδικόν Του κῆπον, τὸν ἐπίγειον παράδεισον, τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ διάφορα εἴδη δένδρων, δηλαδὴ Πατέρας-Διδασκάλους, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ κάθε Ἅγιος προσφέρει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας του τοὺς καρποὺς τῶν λόγων αὐτοῦ. Ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων ὁμοιάζει μὲ θαλερὰν ἐλαίαν, ἡ ὁποία εἶναι φορτωμένη μὲ καρπούς, δηλαδὴ μὲ τὰ ἔργα τῆς εὐλαβείας. Ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων εἶναι ὡς ἕνας φοίνιξ στεφανωμένος μὲ τοὺς κλάδους τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Διὰ τοῦτο λέγει: «Δίκαιος ὡς φοίνιξ ἀνθίσει» (Ψαλμ. Ϟα΄ 13). Κάποιος ἄλλος ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁμοιάζει μὲ μῆλον, τὸ ὁποῖον παρέχει δύο εὐχαριστήσεις εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸ εὐχάριστον ἄρωμά του καὶ τὴν γλυκύτητά του: «Ὡς μῆλον τοῦ δρυμοῦ, οὕτως ἀδελφιδὸς μου ἀναμέσον τῶν υἱῶν (Ἰσραήλ)» (Ἆσμα β΄ 3). Λέγει ἀκόμη: Ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθησα, καὶ καρπὸς αὐτοῦ γλυκὺς ἐν λάρυγγί μου (αὐτόθι).

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ μὲ παρακινεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη μου πρὸς σᾶς νὰ ὁμιλήσω, ἀφοῦ πάρωμεν ἐκ τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου λόγους-ἀποσπάσματα, ὅπως θὰ ἐπαίρναμεν μερικοὺς χουρμάδες, καὶ ἀφοῦ δοκιμάσωμεν τὴν γεῦσιν των, ἄς προσπαθήσωμεν νὰ διεγείρωμεν τὴν προσοχήν μας· διότι οὕτω θὰ σπεύσωμεν μὲ πνευματικὴν προθυμίαν πρὸς τὰ καλλίκαρπα δέντρα, τοὺς Ἁγίους Πατέρας.
Καὶ ὁ καθένας μας διαπιστώνει πόσον ἀπολαμβάνουμε καὶ μὲ πόση εὐχαρίστηση παρακολουθοῦμε ὅταν βρεθοῦμε κοντὰ μὲ κάποιον ἢ ἀκοῦμε κάποιον ποὺ ἔπαθε τὰ θεῖα καὶ ὄχι μόνον τὰ ἔμαθε, μὲ κάποιον ποὺ τὰ ζεῖ καὶ ὄχι ἁπλῶς τὰ διαβάζει; (Σεβασμ. Σιατίστης π. Παῦλος).

Πρῶτον ὅταν λέγῃ ἑορτὴν, δὲν ἐννοεῖ ἐκείνην ἡ ὁποία μᾶς διασκεδάζει κοσμικῶς καὶ ἐγωϊστικῶς, ὅπου ὅλοι μεθοῦν καὶ διασκεδάζουν σκορπίζοντας τὸν χρόνον καὶ τὴν ζωήν μας καὶ κάμνουν διαφόρους ἀσχημίας. Ἐννοεῖ ἑορτὴν ἁγίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν προσευχαὶ καὶ ὑμνωδίαι καὶ παρακλήσεις καὶ ἄσματα θεϊκὰ καὶ οἱ ψυχὲς δοκιμάζουν ἀγαλλίασιν. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸ οἱ γιορτές μας ἂς εἶναι συνδεδεμένες μὲ τοὺς Ἁγίους μας. Νὰ ἑορτάζουμε τὴν ὀνομαστικὴ μας ἑορτή, γιορτάζοντας τὸν Ἅγιόν μας καὶ ὄχι τὰ γενέθλια ποὺ εἶναι ξενόφερτο καὶ ἐγωϊστικὸ πρᾶγμα. Νὰ ἑορτάζομεν μὲ τὶς ἑορτὲς μας καὶ τὰ «πανηγύρια» τῶν προγόνων μας, οἰκογενειακὰ, μὲ φίλους, μὲ καλὰ ἀνταμώματα ποὺ εἶναι εὐλογημένα καὶ ἀπὸ ἐμᾶς διαμορφωμένα καὶ ὄχι μὲ διασκεδάσεις κονσέρβες εἰς τὰ κέντρα, ποὺ μᾶς ἐπιβάλλονται καὶ μὲ τελετὲς σκοπιμότητας καὶ προκατασκευασμένες (προκάτ) ὡς τὰ λεγόμενα φεστιβάλ).
Ἡ λέξις διασκέδαση μόνη της δηλώνει τὸ σκόρπισμα τοῦ νοῦ καὶ τοῦ εἶναι μας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μετὰ τὴν ἀναφορὰν του εἰς τὸ βαθύτερον νόημα τῶν ἑορτῶν καὶ τῆς σημασίας καὶ τῆς ἱερότητος τοῦ ἱεροῦ, καταλήγων εἰς τὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὰ πάντα καὶ ἱερὸν καὶ ἱερεὺς καὶ θυσία (θυσιάζων καὶ θυσιαζόμενος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός).
«Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίαδασκε» (Ἰωάν. ζ΄ 14), δεικνύων εἰς ὅλους τὸν τύπον τῆς προσευχῆς διδάσκων ὁ Λόγος τὸν λόγον τῆς διδασκαλίας Του καὶ πολλοὶ μὲν Τὸν ἤκουον, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐκ τῶν Ἰουδαίων κατενόει τὴν διδασκαλίαν Του. Αὐτοὺς ἐννοοῦσε καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβίδ ὅταν ἔλεγεν: «Ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐ βλέπουσιν· καὶ ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούωσι» (Ψαλμ. ρλδ΄ 16).
«Ὢ τῆς ἀνυπερβλήτου φιλανθρωπίας Αὐτοῦ. Ἐκεῖ ὅπου ἐλιθοβολεῖτο, ἐπλούτιζε μὲ τὴν διδασκαλίαν Του ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἐλιθοβολοῦσαν. Ὁ Χριστὸς παρέθετε τὰ διδάγματα τῆς Χάριτος, ὄχι διὰ τῆς καταργήσεως τοῦ Νόμου, ἀλλὰ διὰ τῆς συμπληρώσεως τοῦ Νόμου. Ὁ Ἴδιος ἐφώναξεν: «Δὲν ἦλθον διὰ νὰ καταργήσω τὸν Νόμον, ἀλλὰ διὰ νὰ τὸν συμπληρώσω» (Ματθ. ε΄ 17).

Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἥπλωνεν ἐπάνω των τὰς πτέρυγας τῆς φιλανθρωπίας Του, αὐτοὶ δὲν ἤθελον νὰ σκεπασθοῦν καὶ παραπονούμενος λέγει: «Πόσας φοράς, ἠθέλησα νὰ συγκεντρώσω πλησίον μου τὰ τέκνα σας, ὅπως ἡ ὄρνις μαζεύει κοντά της τὰ πουλάκια της, καὶ δὲν ἠθελήσατε!» (Ματθ. κγ΄ 33-38).
Καὶ γιὰ νὰ ἔλθουμε εἰς τὴν ἐποχή μας, στὴν εὐθύνη τοῦ καθενός μας, διότι γιὰ κάθε ἐποχὴ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ σὲ κάθε στιγμὴ ὑπάρχει ἑορτὴ-πρόσκληση, ὑπάρχει ἱερὸν ὅπου καὶ ὁ Κύριος ὑπάρχει πάντα ἐκεῖ διδάσκων καὶ ἐμεῖς ὁ καθένας μας, προσκαλεῖται ὡς ἀκροατὴς. Πόσο προβληματιζόμεθα;

Ἀπόψε ἀντὶ ἄλλου προβληματισμοῦ ἂς συμπροβληματιστοῦμε μὲ τοὺς προβληματισμοὺς ἑνὸς στοχαστὴ τοῦ καιροῦ μας.

«Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἐρευνήσουμε καὶ νὰ στοχαστοῦμε σοβαρά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι κάτι ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Κάτι, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ, κάτι ποὺ δὲν μετριέται, διότι εἶναι πολύ μεγάλο.

Ἂς ἀναφερθοῦμε στὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος Θεὸς κατὰ χάριν, ἂς ἀναφεθοῦμε στὴν Ἀνάστασι καὶ στὴν κατάργησιν τοῦ θανάτου.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀναφερθοῦμε μόνο στὸ Ἀνθρώπινο, ποὺ ἔφερε ὁ Ιησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Προϋπῆρχε ἐν μέρει μὲν κι αὐτό, ἀλλὰ ὄχι στὴν ἁπαλότητα καὶ ἐσωτερικότητα ποὺ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς μορφῆς, τῶν πράξεων, τῶν λόγων καὶ τοῦ ἦθους ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Κανένας δὲν εἶχε ἀτενίσει «τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ», ὅπως ὁ Ἰησοῦς. Οὔτε «τὰ παιδία» καὶ τὴν γυναῖκα, οὔτε τοὺς φτωχοὺς τοῦ πνεύματος, μὲ ὅση ἁγνότητα καὶ τρυφερότητα τοὺς κοίταξε ὁ Ἰησοῦς.
Κανένας, πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, δὲν εἶχε πεῖ: «μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἢ «μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε» ἢ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν» ἢ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» ἢ «ὁ ἀναμάρτητος ἡμῶν πρῶτος βαλέτω λῖθον».
Ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο, πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, αὐτὴ ἡ ματιά, αὐτὸς ὁ λόγος, αὐτὸ τὸ ἦθος, ποὺ γεννᾶ ἐλευθερία καὶ ἐλπίδα, τὸ ὁποῖον παρέδωσε ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29).

Ἐρωτᾶται, ὅμως, ἔμεινε, τάχα, στὸν κόσμο ὅ,τι ἔφερε στοὺς ἀνθρώπους ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου;
Ἔμεινε. Καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅταν κοιτάζουμε τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων, τῶν γνωστῶν καὶ τῶν ἀγνώστων, ὅταν μελετᾶμε τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα ἐπωνύμων Ἁγίων, τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ ἢ τὸν Συμεών, τὸν Νέο Θεολόγο, ἢ τὸν Φραγκῖσκο τῆς Ἀσίζης, ἢ τὸν Μάξιμο τὸν Γραικό. Τὸ βλέπουμε στὴν «Περίβλεπτο» τοῦ Μυστρᾶ ἢ στὸ «Πρωτᾶτον» τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ἔργα ποιητῶν, ζωγράφων, δημιουργῶν, ποὺ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἦθος ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός.
Τὸ βλέπουμε ὅταν συλλογιστοῦμε σὲ τί ὕψος ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ποτὲ τὸ πνεῦμα μας, ἂν δὲν εἶχε γίνει τὸ Ἀνθρώπινο, ὅ,τι ἔγινε μὲ τὴ μορφή, τὶς πράξεις, τοὺς λόγους καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ πόσα ἀκόμη θὰ μπορούσαμε νὰ θυμηθοῦμε ποὺ ἡ ἀκοὴ ἢ ἡ ὅρασή μας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὰ βρεῖ στὸν κόσμο, ἂν δὲν εἶχε πεῖ ὁ Ἰησοῦς: «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε», καὶ δὲν εἶχε στείλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα πάλι παραμένει. Ἔγινε, τάχα, ἡ οἰκουμένη καλύτερη, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε –σὲ ὅση ἔκταση ἔγινε– χριστιανική;
Πάντοτε –κάθε στιγμὴ– σημειωνόταν (ἀνέκαθεν) κάτι τὸ ἀπόλυτα νέο. Ἀλλά, τὴν ὥρα τούτη, τὸ νέο ἀπαιτεῖ νἆναι ἀπολύτως «ἀπόλυτο», καὶ ἀπαιτεῖ νὰ παραμερίσει, νὰ πνίξει τὸ καθετί, ποὺ ἔχει γενεαλογία.

Εἶναι τεράστια σήμερα τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Αὔριο μπορεῖ νὰ ἀποδειχθοῦν τερατώδη. Κι ἔχουν, ἀπὸ σήμερα, τὴν τάση νὰ ἀρνηθοῦν τὸ καθετί, ποὺ ὑπῆρξε. Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ξεπερνοῦν τὴν ἴδια τὴν βούληση ἐκείνων, ποὺ τὰ πραγματοποιοῦν. Αὐτὸ –εἰδικὰ αὐτὸ– συμβαίνει γιὰ πρώτη φορά. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ξεπερνάει τὸν ἄνθρωπο. Τί θ’ ἀπογίνει ὁ ἄνθρωπος; Τί θ’ ἀπογίνει τὸ Ἀνθρώπινο μέσα στόν ἄνθρωπο;
Τὰ συστήματα, τὰ πρωτόκολλα, οἱ μηχανὲς ποὺ ἔγιναν, καὶ ποὺ μέλλει νὰ γίνουν, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κινδυνεύουν νὰ κυριαρχήσουν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ προβληματιζόμεθα. Ποιός ἀποφασίζει; Ποιός κυβερνᾶ ποιόν; Οἱ μηχανές, τὰ πρωτόκολλα, τὰ συστήματα ἢ ὁ ἄνθρωπος;

Τὸ μέγα, λοιπόν, ἐρώτημα εἶναι ἂν τὸ «Ἀνθρώπινο», ὅπως τὸ ἔχει ἐνσαρκώσει στὴν ὑπέρτατη μορφή του ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θὰ ἐξακολουθήσει –ἔστω καὶ σὰν ἐξαίρεση (ἡ ἀνθρωπότητα δικαιώθηκε πάντοτε στὶς ἐξαιρέσεις), ἔστω καὶ σὰν ἕνα «φυλαχτό», σὰν κρυφὸ ἀντιστάθμισμα τοῦ πολικοῦ ἢ σεληνιακοῦ ψύχους– νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο τὸ ἀνθρώπινο.
Ὁ μέγας λοιπὸν κίνδυνος, ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπισημανθεῖ, εἶναι αὐτός, ὅτι στὴν ἀκρότατη ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ πολικοῦ ἢ σεληνιακοῦ ψύχους περιέχεται ἤδη, δυνάμει, μιὰ φοβερόττατη ἀκρότητα.

Βρισκόμαστε στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου καὶ ὅταν ἀκόμα εἴμαστε μακριά του, ἂν βαδίζουμε πρὸς αὐτὸ, χωρὶς ἔγνοια ἀναστροφῆς.
Τὰ γνωρίσματα τῆς πορείας αὐτῆς εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἄλλοτε, ἕως χθές, ἔμοιαζαν νἆναι –καὶ ἦταν– γνωρίσματα προόδου, πρὸς τὸ φῶς, πρὸς τὴν ἀλήθεια, πρὸς τὴν κατάργηση τῶν προλήψεων, πρὸς τὴν δικαιοσύνη, πρὸς τὴν βασιλεία τῆς ἐπιστήμης, ἐνῶ τὴν ὥραν τούτη τὸ ἀπολύτως ἀπόλυτο νέο, φαίνεται νὰ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου, χωρὶς ἔγνοια ἀναστροφῆς. Ὁ Γαλιλαῖος δοκιμάσθηκε βαρειά, ἐπειδὴ εἶπε τὴν ἀλήθεια.
Σήμερα, δὲν καταδιώκεται ὁ ἐρευνητὴς τῶν φυσικῶν κόσμων, ὁ ἐφευρέτης, ὁ ἐπινοητὴς ἔστω καὶ ἑνὸς μέσου ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς καὶ γενοκτονίας (πύραυλος, ἀτομική βόμβα, ἀέριο, ἰός). Δὲν καταδιώκεται, οὔτε στὴν Δύση οὔτε στὴν Ἀνατολή.

Σήμερα ἀπομονώνεται καὶ ἐκτοπίζεται ὅλο καὶ περισσότερο –καὶ αὔριο θὰ καταδιώκεται– ὁ ποιητὴς (ἂν θὰ ὑπάρχει ἀκόμα), ὅποιος θὰ διατηρεῖ τὴν δύναμη νὰ ὀνειροπολεῖ, νὰ κοιτάζει μὲ παιδικὰ μάτια, ποὺ ξέρουν νὰ θαυμάζουν τὴν Φύση (ἂν θὰ ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἡ Φύση), ὅποιος θὰ αἰσθάνεται τὸ «Ἀνθρώπινο» μέσα του σὰν κάτι τὸ ἱερὸ καὶ ἀνεξήγητο, ὅποιος θὰ βλέπει στὸν πόνο ἢ στὴν ἀγάπη ἢ στὸν θάνατο ἕνα μυστήριο, ὅποιος θ’ ἀγαπάει τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν, ὅποιος θἄχει ἀκόμα τὴν δύναμη, νὰ θέλει νὰ εἶναι ὁ διψὼν ὕδωρ ἀθανασίας, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι «ἄνθρωπος» καὶ ὄχι ἀντικείμενο πρὸς χρησιμοποίηση, νὰ θέλει νὰ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα γρανάζι μηχανῆς παραγωγῆς, νὰ μὴν θέλει νὰ εἶναι ἕνα ἁπλό νούμερο ἑνὸς ἀφηρημένου, ἀσφυκτικὰ στριμωγμένου «ἀνθρώπινου εἴδους».

Ἔτσι τὸ μέγα ζήτημα εἶναι νὰ διασωθεῖ τὸ «Ἀνθρώπινο» μέσ’ στὸν ἄνθρωπο. Δὲν θὰ διασωθεῖ στὴν Σελήνη ἢ στὸν Ἄρη. Θὰ διασωθεῖ ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοὺς διψῶντας ὕδωρ ἀθανασίας καὶ βοῶντας, «Τοὺς οἰκτιρμούς Σου δώρισε ἡμῖν Χριστὲ ὁ Θεός, Σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Εἴθε νὰ βρεθοῦμε στοὺς διψῶντας καὶ βοῶντας. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι».

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης, πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας· ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Ἐπιμέλεια-Διασκευή κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς