Ὁμιλία 6/6/2023
Εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς ἑορτάζομεν τὴν εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐν τῷ κόσμῳ ἐπιδημίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γενομένην τὴν πεντηκοστὴν ἡμέραν μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀψευδὴ ὑπόσχεσίν Του.
Ἡ Ἁγία ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἑορτές, οἱ ὁποῖες ἀνάγονται ὡς τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ προβάλλει ὡς νέα δυναμικὴ ἀφετηρία τῆς ὑλοποιήσεως καὶ ὁλοκληρώσεως τοῦ θείου σχεδίου, τῆς ἀνακαινήσεως καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ Πανάγιον πνεῦμα-ὁ Θεὸς Παράκλητος, ὑπὸ ὁρατὴ μορφὴ πυρίνων-γλωσσῶν, κατῆλθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, ὡς συνεχιστὴς τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς Του: «καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. Α΄ 4-5).
Ἡ μορφὴ τοῦ πυρὸς (ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν) δηλώνει τὴν δύναμη τοῦ Λόγου, τοῦ ἐνδιάθετου καὶ τοῦ φωνούμενου, ποὺ δινόταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ στοὺς ἀγράμματους Μαθητὰς καὶ δι’ αὐτῶν σ’ ὅλον τὸν κόσμον. Εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς θεότητος, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ κατὰ Θεία Οἰκονομία γινόταν ὁρατὴ σὰν φωτιὰ καὶ σὰν γλῶσσες.
Ἠ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετέβαλε τοὺς ἀγραμμάτους μαθητὰς σὲ διδασκάλους τῆς οἰκουμένης. Τοὺς κατέστησε θεοφόρους καὶ θεόπτες, ὥστε νὰ μεταδώσουν εἰς ὅλον τὸν κόσμον αὐτὸ ποὺ ἐμπειρικὰ καὶ χαρισματικὰ κατανοούσαν πλέον στὴν πληρότητά του: ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σαρκωμένος καὶ Ἀναστημένος Θεός, ἡ ἀληθινή, αἰώνια, ζωή, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ συνέχει καὶ ἀνακεφαλαιώνει τὰ πάντα. Καὶ τώρα, ὁ Πατὴρ Θεὸς, Παρακλήσει τοῦ Υἱοῦ, ἀποστέλλει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα διανεμούμενον ὡς πύρινες γλῶσσες, τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ στὸν καθένα προσωπικὰ καὶ σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, προσκαλώντας ὅλο τὸν κόσμο σὲ ἑνότητα πνευματική.
Οἱ πνευματοφόροι μαθητὲς ἁγίασαν καὶ κατέκτησαν τὴν οἰκουμένη μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης.
Μὲ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἀλήθεια ὁλόκληρη, δόθηκε ἅπαξ στὴν Ἐκκλησία μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου, καὶ ὅποιος ἐλκύει μὲ τὸν πόθο καὶ τὸν ἀγώνα του, τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀποδέκτης αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀποκαλύφθηκε κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἀδιἀκοπη ἀλυσίδα τῶν Ἁγίων μεταφέρει σὲ κάθε ἐποχὴ ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιμένει στὸ νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς Ἁγίους, ποὺ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴν πεῖρα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ὄχι μὲ διανοητικὰ κατασκευάσματα.
Μποροῦμε νὰ μιλᾶμε καὶ γιὰ τὴν προσωπική μας Πεντηκοστή. Ὑπάρχει καὶ τὸ «προσωπικὸ ὑπερῶο», ὁ νοῦς, ποὺ κάθε φορὰ, ὅταν ὁ Θεὸς κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία Του στὴ ζωή μας, φωτίζεται καὶ ἔχουμε μιὰ προσωπικὴ Πεντηκοστή.
Ἐμεῖς ἄραγε εὑρισκόμεθα, ὁμοθυμαδόν, ἐν εἰρήνη καὶ μὲ πόθον ἀποκτήσεως τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τοῦ πρώτου σκοποῦ τῆς ζωῆς μας (Ἅγιος Σεραφείμ) καὶ ζοῦμε μὲ ὅτι ὁμολογοῦσε, προσευχόμενοι μὲ τὸ:
«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Καὶ ὅταν αὐτὸ συμβῆ, τότε ζοῦμε καὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους καὶ γιὰ τὸ περιβάλλον μας, σὲ μιὰ κατάσταση ἁγιότητος.
Ὁ Θεῖος φωτισμὸς κάνει τὴ συνειδητοποίηση τῆς προσωπικῆς ἀναξιότητας, νὰ συμπλέει παράδοξα μὲ τὴ λεπτοτάτη εὐαισθησία τῆς συνείδησης· κι αὐτὴ ἡ σύμπλευση λαμβάνει χώρα, ἐνώπιον τῆς δόξας μιᾶς ὑπέρτατης συνείδησης ποὺ ἀφυπνίζει ἐντός μας τὴν δική μας συνείδηση ἑνώπιον τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὁ Θεῖος φωτισμὸς μπορεῖ νὰ συνεγείρει στὸ ὕψιστο σημεῖο τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, δίνοντάς του ταυτόχρονα σαφὴ συναίσθηση τῆς ἀσημαντότητάς του.
Ἡ πυρίμορφη ἀκτινοβολία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνείδηση, αὐτὴ ποὺ μᾶς φλογίζει, ὅταν ἡ ἁγιότητά Του ἐπενεργεῖ πάνω μας, ἀπαιτώντας ἀπὸ μᾶς νὰ γίνουμε ἅγιοι, ὅπως Ἅγιος εἶναι Ἐκεῖνος. Ὁ ἄνθρωπος ἔμπλεος ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ -τὴν ὑπέρτατη συνείδηση- μεταβάλλεται σὲ καιομένη βάτο· ἢ, μπροστὰ σὲ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο αἰσθανόμεθα σὰν νὰ εὐρισκόμεθα ἐνώπιον μιᾶς καιομένης βάτου. Ἡ συστολὴ καὶ τὸ δὲος ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ἐνώπιον τῆς ἁγιότητας ξεπερνᾶ κάθε συστολὴ καὶ δέος ποὺ μποροῦν νὰ προκαλέσουν πρόσωπα ἀνθρώπινα· εἶναι ἄλλης τάξεως καὶ φανερώνει ξεκάθαρα στὰ μάτια μας τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό καὶ ταυτόχρονα μᾶς σαγηνεύει.
Αὐτὴ ἡ τέλεια θεία καθαρότητα δὲν δημιουργεῖ μονάχα τὴ συστολή, ἀλλὰ μᾶς προσελκύει κιόλας καὶ προξενεῖ δέος, ἀλλὰ καὶ χαρά. Ξυπνάει τὴ βούληση νὰ καθαρθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν λήθαργό μας χάριν μιᾶς ὕπαρξης γεμάτης ζωτικότητα, μιᾶς ὕπαρξης ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πηγή κάθε ὕπαρξης:τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη τὴ ζέση τῆς φιλανθρωπίας Του.
Ὁ ἐσώτερός μας ἑαυτός βρίσκεται πλέον ἐλεύθερος νὰ ζήσει μία ἀληθινὴ ζωή, μέσα σὲ μία οὐσιαστικὴ κοινωνία. Ὅσοι αἰσθάνονται συγχωρημένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπελευθερωμένοι ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας ἔχουν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Αὐτὸ δὲν συνεπάγεται ἀπρέπεια ἢ θρασύτητα, ἀλλὰ ἁπλὰ τὴν ἀθώα εἰλικρίνεια τοῦ παιδιοῦ ποὺ δὲν εἶναι προσκολλημένο στὴν ἁμαρτία. Εἶναι μιὰ ἀνυπόκριτη εἰλικρίνεια ἐμποτισμένη μὲ βαθιὰ ἐμποσύνη στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἄλλους: ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ ἐγώ του κὰι προσκολλᾶται στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἄλλους· δρᾶ κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ τοῦ ἀνοίγουν τὴν πόρτα τους.
Ἡ συνείδηση αἰσθάνεται χαρὰ μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀγαπητικῆς συνείδησης ἑνὸς ἄλλου προσώπου. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη μορφή ἀμοιβαίας συνύπαρξης δύο συνειδήσεων.
Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνεχὴ ἀνακαίνιση τῆς χαρᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀναπαύεται. Ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸν ὅποῖο ἀναπαύεται ὁ Θεὸς καὶ ἀντανακλᾶ τὸ ἄπειρο τοῦ φωτὸς τῆς θείας συνηδείσεως. «Ὁ Θεὸς ὁ Ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος».
Πρόκειται γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Θεῷ καὶ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ θεία συνείδηση καὶ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου γίνονται διαφανεῖς ἡ μία γιὰ τὴν ἄλλη καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται ἀμοιβαῖα. Βεβαιώνοντας αὐτὴ τὴν ἀλληλοδιείσδυση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ λαμβάνει χώρα χωρὶς σύγχυση τῶν δύο.
Ὁ Χριστιανισμὸς φανέρωσε τὴν κλίση κάθε ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν κλίση ὁλόκληρης τῆς κτίσης νὰ καθρεφτίζει αὐτὴ τὴν ἁγιότητα. Ἡ ἀνθρώπινη φύση συνεπῶς μπόρεσε νὰ γίνει τόπος φανέρωσης τοῦ ἄπειρου φωτὸς - ἢ ἀλλιῶς φανέρωσις τῆς ἀβυθομέτρητης συνείδησης–τῆς θείας ὑπόστασης.
Ἡ θεία ὑπόσταση -ἡ ἄπειρη συνείδηση τῆς θείας ὑπόστασης- μπόλιασε γιὰ πάντα τὴν ζωὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, χωρὶς νὰ συρρικνωθεῖ. Ἡ ζωὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἐμβαπτίζεται ἀδιάκοπα στὸν ὠκεανὸ τῆς ἄπειρης συνείδησης τῆς θείας ὑπόστασης, χωρὶς νὰ διαλύεται.
Συνεπῶς, ἡ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, συνίσταται σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ διαρκὴ πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Θεῷ, σ’ αὐτὴ τὴν ἀμοιβαία ἀλληλοπεριχώρηση τῆς συνείδησης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ «συνείδηση» -φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν κοινωνεῖ ἐν πλήρει εἰλικρινείᾳ, ὅταν χάνει τὸ διαφανὲς τῆς συνειδήσεώς του, τότε ἀμαυλώνει καὶ ἀλλοιώνει τὴν ἀληθινὴ φύση του, τὸν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ χαρακτήρα του καὶ τὴν ἱκανότητά του νὰ εἶναι ὑπεύθυνος καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του. Ἀλλίμονο, μὴ γένοιτο!
Ἐπιμέλεια-Διασκευὴ κειμένων π. Γεώργιος Καλαντζῆς