Στὴν προηγούμενη συνάντηση-ὁμιλία (16-1-2024) μὲ τὴν ἀναφορὰ εἰς τοὺς ἑορτάζοντας ἁγίους καὶ ἰδιαἰτερα στὴν συνάντηση τοῦ ὁσίου Παύλου τοῦ Θηβαίου μὲ τὸν ἅγιο Ἀντώνιον τὸν Μέγα, εἴδαμε ζωντανὰ στὴν πράξη νὰ ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη, ὁ ζῆλος, τὸ ἄφημα τῶν Ἁγίων εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματα αὐτοῦ τοῦ ἀφήματος, καὶ διερωτηθήκαμε ποιος εἶναι ὁ δικός μας ζῆλος καὶ ἡ δική μας ἀγάπη πρὸς τὸν Σωτήρα μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Θεό μας καὶ τοὺς Αὐτὸν ἀγαπήσαντες.
Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ παρὸν κείμενο ποὺ εἶναι συμβουλὲς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου ἐπεξεργασμένες ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο π. Συμεὼν Κραγιόπουλο, ὁ ὁποῖος δὲν ἀσχολεῖτο μὲ τὰ πνευματικὰ-μὲ τὰ θεῖα, ἀλλὰ ἔπασχε τὰ θεῖα, θὰ βοηθήσει κι ἐμᾶς νὰ διακρίνουμε τὴν δική μας πνευματικὴ κατάσταση καὶ νὰ συμβάλλει, χάριτι Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, στὸ κάποιο ξεκίνημά μας.
Ἡ πνευματικὴ ἐργασία, ἡ οὐσιαστικὴ προσπάθεια ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεόν, πρέπει νὰ γίνεται μυστικά στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μὴ γίνεται ἀντιληπτή, ὄχι μόνο ἀπ’ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ οὔτε κι ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Δηλαδὴ μυστικά, μὲ θεῖον ἔρωτα.
Ὁ ἅγιος Πορφύριος λέει: «Νὰ προσεύχεσθε ἁπλὰ μὲ χαρὰ, νὰ μὴν σκέπτεσθε τὰ ὠφέλη αὐτῆς τῆς μυστικῆς οὐσιαστικῆς ἐπικοινωνίας, δηλαδὴ τί θὰ χαρίσει ὁ Θεὸς μέσα στὴν ψυχή μας».
Ξέρουμε, βέβαια, ὅτι ὁ Θεὸς χαρίζει στὴν ἐπαφὴ μαζί Του, τὴν χάρι Του καὶ ὅ,τι καλόν, ἀλλὰ νὰ εἶναι σὰν νὰ μὴν τὸ ξέρουμε, νὰ μὴν τὸ περιμένουμε.
Νὰ ζοῦμε μέσα μας τὴν πνευματικὴ κατάσταση στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας μὲ χαρὰ, δοξολογικὰ χωρὶς λογισμούς, ὑπολογισμοὺς καὶ σκοπιμότητες.
Ὁ ἅγιος Πορφύριος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τὸ: «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου, τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Ὁ Χριστός γιὰ ἄλλο λόγο τὸ λέει, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Πορφύριος τὸ παίρνει αὐτὸ καὶ τὸ χρησιμοποιεῖ ἐδῶ, προκειμένου νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἔχουμε ὁ καθένας μας δύο ἑαυτούς.
Ὁ ἕνας εἶναι ἀπὸ δεξιὰ, εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ ἀριστερά, εἶναι ὁ πεπτωκός. Καλὸ εἶναι λοιπὸν νὰ μὴν παίρνει εἴδηση ὁ κακός, ἂς ποῦμε, ὁ ἀπὸ ἀριστερά, ὁ πεπτωκὸς τί κάνει ὁ ἄλλος ὁ καλός, ὁ ἀπὸ τὰ δεξιά, ὁ νέος ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν ἀθόρυβα λέγεται ἡ εὐχή, ὅταν ὑπάρχει αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καί, διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ, καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, τοὺς ὅποιους συνανθρώπους μας. Διότι ἂν πάρει εἴδηση ὁ ἀπὸ ἀριστερὰ παλαιὸς ἑαυτός μας, θὰ τὰ κάνει θάλασσα.
Καὶ ὅπως εἶναι τώρα στὰ χρόνια μας οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι λίγο πολὺ ἔχουμε ἀρρωστημένη κατάσταση. Δηλαδὴ ἄλλοι ἔχουμε μιὰ κάποια μελαγχολία, μιὰ κάποια κατάθλιψη. Ἄλλοι συνέχεια ἔχουμε μιὰ κακία, ἕνα μίσος, μιὰ ζήλεια, καθὼς συνέχεια ἔχουμε μέσα μας παράπονα, ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι εἴμεθα ἀδικημένοι, ὅτι σὲ ἄλλους, ποὺ δὲν εἶναι κατ’ ἐμᾶς καὶ καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔρχονται ὅλα καλὰ, ἐνῶ σ’ ἐμᾶς ὄχι. Καὶ κυριαρχεῖ μέσα μας αὐτὴ ἡ κακὴ πλευρὰ τῶν συναισθημάτων, τὰ ὁποῖα ἐν πολλοῖς δημιουργοῦν κακία. Λοιπόν, ἂς μὴν προσέχουμε τὸ κακό, τὴν κακὴ πλευρά, ἂς μὴν μᾶς βασανίζει πέραν τοῦ δέοντος ἡ ὅποια κακὴ μας κατάσταση. Νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε τόσο ὅσο χρειάζεται καὶ κατὰ τὰ ἄλλα «ἑαυτοὺς καὶ ἀλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Παραδινόμαστε εἰς τὸν Χριστὸν ὁπόταν δὲν μᾶς ἀγγίζει οὔτε διάβολος, οὔτε ἁμαρτία, οὔτε θάνατος.
Γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ κατορθωτό, γιὰ νὰ γίνονται τὰ πράγματα πιὸ ἀποτελεσματικά, πιὸ ἁπλά, πιο εὐκολα, χρειάζεται κυρίως ταπείνωση. Ὅποιος δὲν ἔχει ταπείνωση ἢ δὲν θέλει νὰ ἔχει ταπείνωση, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀγωνιζόμεθα ἐπιτυχῶς πάντοτε.
Ὅμως καὶ μὲ αὐτὴ τὴν λίγη ταπείνωση, ἀπὸ τὸν ὅποιο πόνο νὰ προσπαθοῦμε καὶ ἂς ἀποτυγχάνουμε, θὰ βοηθούμεθα τουλάχιστον ἀπὸ τὴν ταπείνωση τῆς ἀποτυχίας. Ταπεινώνεται σιγὰ-σιγά, καὶ μετὰ δὲν ἔχει δυσκολία νὰ ἀφεθεῖ στὸν Χριστό. Ὅταν δὲν εἶσαι ταπεινός, δὲν μπορεῖς νὰ ἀφεθεῖς στὸν Χριστό, ὁπότε προσπαθεῖς μόνος σου νὰ γίνεις καλός, γιατί ἔτσι ὤν, βουτηγμένος μέσα στὰ πάθη, φρονεῖς ὅτι ὡς μὴ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ὡς ὑπερήφανος, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πάει στὸν Χριστὸ ἔτσι ἁμαρτωλὸς ὅπως εἶναι, γεμάτος πάθη, γεμάτος ἀρρωστημένες καταστάσεις καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀγωνίζεται μόνος νὰ διορθωθεῖ.
Πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων παθαίνουμε αὐτὸ τὸ πράγμα, ἐπειδὴ ὄχι ἁπλῶς δὲν εἴμεθα ταπεινοί, ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ ταπεινωθοῦμε. Ἂς τὸ προσέξουμε. Ὅταν μιὰ ζωὴ συνηθἰζουμε στὴν ὑπερηφάνεια, στὸ νὰ ἔχουμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, συνηθίζουμε στὸ ὅτι ναὶ μὲν ἔχουμε ἀδυναμίες καὶ καταστάσεις κακές, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν πήραμε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀγωνισθούμε, νὰ παραδοθοῦμε ταπεινωμένοι εἰς τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἐὰν ἀγωνισθοῦμε, ζητώντας τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας μας καὶ τῶν Ἁγίων, ποὺ αὐτὸ εἶναι κάτι ἄλλο, εἶναι μιὰ στροφὴ ἀλλαγῆς, τότε θὰ ἐπιτευχθοῦν σπουδαῖα πράγματα μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων μας καὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐὰν δὲν κάνουμε αὐτὴ τὴν στροφὴ πρὸς τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους, πνιγόμαστε μέσα στὴν ἔπαρσή μας, μέσα στὴν ἔλλειψη τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας. Κατὰ βάθος τὸ νὰ κρατᾶς ἔστω ἕνα πάθος εἶναι μιὰ γλύκα, καὶ παρακαλεῖς νὰ τὸ πάρει ὁ Θεὸς κατὰ τρόπο ποὺ νὰ μὴν αἰσθανθεῖς ἐσὺ ὅτι στερεῖσαι τὴ γλύκα αὐτή.
Πάρα πολλὲς φορὲς θέλουμε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ κοιμηθοῦμε τὸ βράδυ καὶ τὸ πρωὶ νὰ εἴμεθα ἅγιοι -ταπεινοί, πράοι, καλοσυνάτοι, σπλαχνικοί, ὅλο προσευχή, ὅλο ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Θὰ τὸ θέλαμε, ἀλλὰ δὲν γίνεται μόνο του, χωρὶς νὰ μᾶς στοιχίσει, χωρὶς νὰ θυσιάσουμε αὐτὴ τὴν γλύκα τοῦ πάθους, τὴν ἀπόλαυσή μας, τὴν ὑπέρηφάνεια μας, τὴν ἠδονήν, γι’ αὐτό θέλουμε νὰ γίνει στὰ κλέφτικα, μόνο του. Γιὰ νὰ μὴ ζήσει ἡ ὅλη ὕπαρξή μας τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπαρνηθήκαμε αὐτό, τὴν γλύκα τοῦ πάθους, αὐτὸ τὸ μὴ καλὸ. Ἐνῶ πρέπει νὰ ἐγκαταλήψουμε τὴν ἁρρωστημένη ζωὴ τῶν παθῶν καὶ νὰ τρέξουμε στὸν Χριστὸ νὰ Τὸν βροῦμε, νὰ κατανοήσουμε ὅτι καὶ πρίν, ἀλλὰ νὰ τώρα πολὺ μᾶς ἀγαπᾶ, νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε καὶ ἐμεῖς, καὶ τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη Του θὰ μᾶς ἀξιώνει καὶ νὰ χαιρόμαστε καὶ νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ καὶ αἰώνια.
Χρειάζεται τέχνη, γιὰ νὰ μὴν παίρνει εἴδηση ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ σαρκικός, τὸ νὰ μὴν ἀφήνουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο νὰ ἀσκεῖ ἐπιρροὴ στὸ εἶναι μας.
Παράδειγμα: Ἔπιασες τὸν ἑαυτό σου νὰ ἔχεις, ἂς ποῦμε, κακία μέσα σου, ἕνα μίσος, μιὰ ἐκδικητικότητα, δὲν ξέρω τί ἄλλο, ξεπέρασέ το. Ἄσ’ το· ἂς εἶναι ἔτσι, ἄστο νὰ πέσει κάτω. Τρέξε στὸν Χριστό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ ὁ Χριστὸς σὲ δέχεται. Δὲν διώχνει κανέναν ὁ Χριστὸς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης· ὄχι ἁπλῶς δίνει ἀγάπη, ἀλλὰ ὁ ἴδιος εἶναι ἀγάπη.
Ἐπιμένει σ’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος: «Ἂσ’ τον τὸν κακὸ ἑαυτό σου, ἄσ’ τον. Τί τὸν ψάχνεις; Λέει κανείς: «Νά, μοῦ βγαίνει ἀπὸ μέσα μου, μὲ πνίγει το δίκαιον…». Σοῦ βγαίνει ἀπὸ μέσα σου, διότι ταυτίζεσαι μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό σου καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα βγάζεις ἄχτι ἐσύ, σὰν νὰ θέλεις νὰ τὸν ἐκδικηθεῖς, καὶ νοιώθεις μιὰ εὐχαρίστηση κάνοντας ἔτσι. Ἐνῶ μπορεῖς ἁπλὰ ἔτσι νὰ πεῖς: «Τί δουλειά ἔχω ἐγὼ τώρα μ’ αὐτόν, τὸν παλαιὸ ἑαυτό μου- μόνο κακὸ θὰ μοῦ κάνει. Λοιπόν, ἄσ’ τον ἐκεῖ. Ἂς νομίζει ὅ,τι νομίζει. Ἐγὼ μὲ τὸν καλὸ ἑαυτό μου μπορῶ νὰ ἀρχίσω νὰ λέω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό» καὶ νὰ τρέχω στὸν Χριστό».
Καθὼς ἀφοσιώνεσαι στὸν Χριστό, ἔρχεται ἡ χαρά, ἡ χάρις
Γιὰ παράδειγμα, ἐπιθυμοῦμε νὰ γευθοῦμε μιὰ χαρὰ καὶ τὸ ζητᾶμε ἀπ’ τὸν Θεό; Ποιό εἶναι ἐδῶ τὸ μυστικό; Ἔστω κι ἂν τὴν ἐμπιστευόμαστε, τὴν χαρὰ τὴν θεωροῦμε καλή, ἀγαθή, ὡς κι ἂν τὴ ζητᾶμε τὴ χαρὰ καὶ λέμε, «δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ μοῦ τὴ δώσει ὁ Θεός». Αὐτὴ ἡ στάση τὰ χαλάει ὅλα. Τὴν ὥρα ποὺ ἔχουμε μιὰ πεποίθηση, μιὰ ἀπαίτηση οὐσιαστικά, ὅτι θὰ μᾶς τὴ δώσει ὁ Θεός -τὴν ὥρα ποὺ ἔτσι φρονοῦμε, ζεῖ καὶ βασιλεύει τὸ ἐγώ. Ναὶ μὲν σκεπτόμεθα τάχα πνευματικά, ἐνεργοῦμε πνευματικά, προσευχόμεθα, ἀλλὰ βαθύτερα ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό μας, δηλαδὴ τὸν παλαιό, τὸν ἐξ ἀριστερόν: «Ἀφοῦ τὸ ζητῶ ἐγώ, θὰ μοῦ τὸ δώσει ὁ Θεός». Καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὴ δίνει. Δὲν τὸ δίνει ὁ Θεὸς, διότι ἡ χαρὰ ποὺ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς αἴτημα, γίνεται θέλημα, γίνεται ἀπαίτησις καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς δὲν τὸ δίνει.
Καὶ αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ τὴ δώσει αὐτὴ τὴ χαρά, ἀλλὰ ὅλο τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ δική μας μὴ ἁπλότης καὶ ἁπαλότης. Δηλαδὴ -πῶς νὰ τὸ ποῦμε;- ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὸ δώσει, Αὐτὸς θὰ τὸ δώσει. Ὄχι ὅτι μᾶς τὸ δίνει ἐπειδὴ ἐμεῖς τάχα ἐνεργοῦμε σωστά, παίρνουμε τὴ σωστὴ στάση, ἐπιμένουμε, πιστεύουμε, καὶ σὰν νὰ Τὸν ἐξαναγκάζουμε. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πράγμα, αὐτὸ τὸ αἴτημα, αὐτὴ ἡ χαρά, ποὺ διδομένη εἶναι χάρις Θεοῦ, θὰ ἔρθει τὴν ὥρα ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε ἐμεῖς καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε· θὰ ἔρθει ἔτσι ποὺ θἐλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ εἶναι μεγάλο μυστικὸ γενικῶς νὰ ἀφήνεται κανεὶς στὸν Θεό.
Τὸ ἄφημα εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ Θεοῦ
Ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸ Θεό, ἡ σχέση μας μαζί Του, ἡ ἔκφρασις μας στὴν ἐπικοινωνία μας μαζί Του διὰ τῆς προσευχῆς, εἶναι 1) εἴτε ὡς δοῦλοι, 2) εἴτε ὡς μισθωτοὶ καὶ 3) εἴτε ὡς εὐγνώμονα παιδιά Του.
Ὅλοι μας, ὅμως, καὶ ἀρκετὲς φορές, θεωροῦμε ὅτι, ἄμα ἀναφερόμεθα στὸν Χριστό καὶ ἀκολουθοῦμε τυπικὰ τὶς ἐντολές Του, ἀπαιτοῦμε νὰ ἔχουμε χαρά, νὰ ἔχουμε εὐτυχία. Καὶ ἀγωνιζόμεθα νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἔχουμε χαρά. Ὄχι· ἔτσι θὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό, χωρὶς μέσα μας νὰ πολυπραγμονοῦμε, χωρὶς νὰ βιαζόμαστε νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε τὸ συντομότερο. Ξέρει ὁ Θεὸς πότε καὶ πῶς θὰ τὸ κάνει.
Κατὰ κανόνα ἔρχεται ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔκανες ὅτι ἔκανες -προσευχήθηκες ὅσο προσευχήθηκες, το ζήτησες ὅσο τὸ ζήτησες- καὶ μετὰ ξεχάστηκες, ἀλλὰ ὡστόσο ὅμως ἔχεις πάρει μιὰ στάση ἀφοσιώσεως καὶ ἐμπιστοσύνης στὸν Χριστό. Καὶ καθὼς ἀφέθηκες ἔτσι στὸν Θεό, τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ θὰ ἔρθει τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ δὲν τὸ περιμένεις, καὶ θὰ ἔρθει ἔτσι ἀθόρυβα, μαλακά, ἁπαλὰ καὶ ἁπλά.
Ὅταν λείπει ἡ ἁπλότης καὶ λέμε, «θὰ κάνω αὐτὸ κι ὁ Θεὸς θὰ μοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητῶ, θὰ κάνω ἐκεῖνο, θὰ κάνω τὸ ἄλλο…», δὲν γίνεται.
Ναί, νὰ κάνω τοῦτο, τὸ ἄλλο, ἀλλὰ μὲ τόση ἁπαλότητα, ὥστε κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ τὸ ζητῶ νὰ μὴν τὸ παίρνω εἴδηση. Πρακτικὰ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀφήνομαι στὸν Θεό: «Ξέρει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς».
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς οὔτε μᾶς παιδεύει, οὔτε μᾶς τυρανεῖ, οὔτε μᾶς ἐκδικεῖται, οὔτε θέλει νὰ μᾶς βασανίζει; Γι’ αὐτὸ καὶ λέμε ὅ,τι κι ἂν ἐπιτρέψει ὁ Θεός, μόνο γιὰ καλὸ εἶναι. Καὶ τὸ χειρότερο πράγμα νὰ σοῦ συμβεῖ, ἐὰν εἶναι παραχώρησις Θεοῦ, διότι μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ δική μας εὐθύνη καὶ ἐκδικητικότητα τοῦ διαβόλου, προσπάθησε νὰ τὸ δεχθεῖς, θὰ εἶναι γιὰ καλό, μόνο γιὰ καλό· δὲν κάνει ὁ Θεὸς κακό. Καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται κακό, φαίνεται ἔτσι, διότι εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση ἡ ψυχή μας καὶ χρειάζεται λίγο νὰ στριμωχθεῖ, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ στραφεῖ μὲ ταπείνωση πρὸς τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε ἡ σχέσις μας νὰ εἶναι ὄχι ἀπὸ τὸν φόβο, ὁπότε λειτουργοῦμε ὡς δοῦλοι, ἢ ἀπὸ σκοπιμότητα καὶ συμφέρον «ὁπότε λειτουργοῦμε ὡς μισθωτοί, ἀλλὰ ἀπὸ ἄφημα, ἀπὸ ἀπὸλυτη ἐμπιστοσύνη, ἀπὸ κατανόηση τῆς ἄπειρης ἀγαπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἀγαπώντάς Τον καὶ ἐμεῖς, ὁπότε λειτουργοῦμε ὡς υἱοί.
Ὅταν ἀφηνόμαστε ἐν λευκῷ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ κάνουμε ἁπλὰ, ἁπαλὰ τὸ καθετί, λαμβάνουμε ἀποτέλεσμα. Δὲν θὰ κάνεις τίποτα μὲ σκοπιμότητα. Δηλαδὴ σὰν νὰ λές: «Τώρα ἐγὼ τὸ πῆρα ἀπόφαση ὅτι θὰ γίνω καλὸς χριστιανός. Τώρα ἐγὼ ἔβαλα ἀρχή. Τώρα ἐγὼ ἔτσι ἀλλιῶς...». Τίποτε. Κάνε ὅ,τι ἔχεις κουράγιο νὰ κάνεις. Μετάνοιες θέλεις νὰ κάνεις; Ψάλσιμο; Κάνε τα, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὑποχρεώνεις τὸν Θεό, ὅτι θὰ τὸν ἐξαναγκάσεις. Ἀσ’ το. Ξέρει ὁ Θεὸς πότε, ξέρει ὁ Θεὸς πόσο, ξέρει ὁ Θεὸς πῶς θὰ ἀνταποκριθεῖ.
Νὰ μὴ λέμε, «θὰ τὸ κάνω ἔτσι, γιὰ νὰ ἔλθει αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα», προσευχόμεθα ἁπλὰ καὶ δὲν σκεπτόμεθα τὶ θὰ χαρίσει ὁ Θεὸς μὲς στὴν ψυχή σας. Νὰ προσευχόμεθα χωρὶς ὑπολογισμούς, ἀλλὰ ἐκφράζοντας τὴν ἀφωσίωσή μας καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τὴν ἀγάπη Του, ἀγαπῶντας Τον.
Συμβαίνει ὅμως πολλὲς φορές, ἐνῶ προσευχόμεθα, νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀλλοῦ ὁ νοῦς μας, ἀλλοῦ εἶναι ἡ καρδιά μας. Ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ στόμα μας, ἡ γλώσσα μας λέει λόγια προσευχῆς, δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν προσευχή. Πόσες καὶ πόσες φορὲς πάλι προσευχόμεθα, ἀλλὰ προσευχόμεθα μὲ ἀπαίτηση καὶ ἀνυπομονησία. σώνει καὶ καλὰ νὰ ἐξαναγκάσουν τὸν Θεό. Εἶναι λάθος αὐτό.
Ὁ Θεὸς οὔτε τσιγκούνης εἶναι, οὔτε φτωχὸς καὶ δὲν ἔχει ἢ δὲν θέλει νὰ δώσει. Καὶ ὅλο τὸ μυστκὸ εἶναι νὰ τὸν ἀφήσουμε ἐλεύθερο τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του, ὄχι νὰ ἐμποδίζουμε τὴν ἐλευθερία Του. Ὁ Θεὸς δὲν παθαίνει ἀπὸ μᾶς τίποτε. Γιὰ μᾶς δὲν εἶναι καλό. Ἀφηνόμαστε λοιπὸν ἐν λευκῷ καὶ ἄνευ ὅρων στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ καμιὰ φορὰ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ μιὰ μέρα καὶ δυὸ μέρες καὶ μιὰ βδομάδα καὶ ἕνα μήνα καὶ ἕνα χρόνο… Καλούμεθα νὰ κάνουμε ὑπομονή. Ὄχι ὅτι ἔχει ὁ Θεὸς τίποτε μαζί μας, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ διορθωθεῖ ἡ δική μας στάση, νὰ πάρουμε τὴ σωστὴ στάση ἀπέναντι στὸν Θεό.
Ξέρουμε, βέβαια, ὅτι ὁ Θεὸς χαρίζει πρωτίστως τὴν ἐπικοινωνία μαζί Του. Ἐκεῖνος θὰ μᾶς δώσει καὶ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν εἰρήνην Του καὶ τὴν χαρὰν Του καὶ κυρίως τὴν χάριν Του, τὴν λύτρωσή μας, τὴν παρουσία Του. Πότε, πόσο, πῶς, δὲν κρατοῦμε ζύγι καὶ μεζούρα, νὰ μετρήσουμε, νὰ δοῦμε… Ἀφηνόμαστε ἐν λευκῷ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γινόμεθα πραγματικὰ ταπεινοί, πραγματικὰ πιστοί, πραγματικὰ ἀπαρνούμεθα τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας καὶ λειτουργοῦμε ὡς εὐγνώμονα παιδιά Του, ὡς υἱοὶ καὶ ὄχι ὡς δοῦλοι ἢ ὡς μισθωτοί.
Ἔτσι, ὅταν λέμε τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», νὰ τὴ λέμε ἁπαλά, ἁπλὰ καὶ νὰ μὴν σκεπτόμεθα τίποτ’ ἄλλο παρὰ μόνο τὴν εὐχή. Δηλαδή, ὅλο τὸ μυστικὸ στὴν εὐχή, ὅπως διδάσκουν καὶ οἱ παλαιότεροι πατέρες, εἶναι νὰ λέει κανεὶς τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό», προσέχοντας τὶς λέξεις: «Κύριε», εἶναι ὁ Κύριος· «Ἰησοῦ Χριστέ», εἶναι ὁ Χριστός· «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ», εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔγινε ἔτσι καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου· «ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Ναί, ἐλέησόν με τὸν «ἁμαρτωλό. Τὸ λέει αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἀφήνει στὸν Θεὸ πῶς θὰ τὸν ἐλεήσει.
Ὅλο τὸ μυστικὸ -ἢ μᾶλλον ἕνα ἀπὸ τὰ μυστικὰ τῆς εὐχῆς ἢ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς εὐχῆς- εἶναι νὰ λὲς τὴν εὐχὴ καὶ τὸ μυαλό σου καθόλου νὰ μὴν ἔχει καμιὰ εἰκόνα, καμιὰ παράσταση. Τίποτε. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ ἔτσι, καθὼς ταπεινώνεται κανεὶς καὶ ἀφήνεται μὲ ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται τὸ ἀποτέλεσμα, λαμβάνει τὴ χάρη καὶ τὴ χαρά. Πόση θὰ λάβει καὶ πότε θὰ τὴ λάβει καὶ πῶς θὰ τὴ λάβει, πάλι ὁ Χριστὸς τὸ ξέρει.
Μόλις ἐσὺ πᾶς πρὸς τὸν Χριστό, ἀμέσως ἡ χάρη ἀρχίζει νὰ ἔρχεται ἐλεύθερα
Νὰ μὴ σκέπτεσθε τίποτ’ ἄλλο, λέει ὁ ἅγιος Πορφύριος, παρὰ μόνο τὴν εὐχή. Αὐτὰ εἶναι πολὺ λεπτὰ πράγματα καὶ χρειάζεται νὰ ἐπενεργήσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, οὔτε νὰ τὰ ποῦμε μποροῦμε, οὔτε νὰ τὰ καταλάβουμε μποροῦμε, οὔτε φέρνουν οἱ ὅποιες ἐνέργειές μας κάποιο ἀποτέλεσμα. «Ἀφοῦ ἡ χάρις εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ πάντα καὶ ἂν δὲν μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ χάρη Του, τίποτε δὲν μπορῶ νὰ κάνω μόνος μου, ζητῶ ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του».
Μόλις δεῖ ὁ Θεὸς ὅτι ἐμεῖς εἰλικρινά, ἔντιμα, ἀληθινὰ θέλουμε τὸ ἀληθινό, θέλουμε ἀκριβῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ ἡ συνείδησίς μας μᾶς πληροφορεῖ, ἐκεῖνο ποὺ θέλει ὁ Θεός, ἀμέσως ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς κυβερνάει τὴν ζωὴ μας καὶ ὄχι ἐμεῖς. Ἐμεῖς τρέχουμε στὸν Θεό, ποὺ εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ πάντα καὶ μᾶς ἀγαπάει, μᾶς δέχεται, μᾶς δίνει τὴ χάρη Του, μᾶς σώζει. Ἀλλὰ περιμένει νὰ πᾶμε ἀνιδιοτελῶς, νὰ πᾶμε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἁπλότητα, μὲ ἀγαθότητα. Ἡ καρδιά μας νὰ εἶναι ἁπλή, ὄχι διπλὴ καὶ ἀνειλικρινής· ἀγαθὴ κι ὄχι πονηρὴ καὶ ἰδιοτελής. Ἀλλὰ ἂς σκεφτοῦμε, παρακαλῶ. Πόσο ἔχουμε ἀγαθὴ καρδιά; Ἁπλὴ καρδιά; Πόσο ἔχουμε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια;
Μόλις ἐσὺ κάνεις τὴ σωστὴ κίνηση, πᾶς δηλαδὴ πρὸς τὸν Χριστό, ἀμέσως, τρόπον τινά, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει νὰ ἔρχεται ἐλεύθερα.
Τὴν ἁπλὴ καὶ ἀγαθὴ ψυχὴ τὴν ἐπιζητοῦν καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀναπαύονται σ’ αὐτή, τὴν πλησιάζουν χωρὶς φόβο, χωρὶς ὑποψία. Καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀγαθὴ ψυχή ζεῖ μὲ ἐσωτερικὴ εἰρήνη, ἔχει ἀγαθὴ σχἐση μ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μ’ ὅλη τὴν κτίση. Ἡ ἀγαθὴ ψυχή, ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος, ὁ ἔντιμος, ὁ εἰλικρινής, ἔχει εἰρήνη μέσα του, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει καλὴ σχέση μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ ὅλη τὴν κτίση.
Λάμπει δηλαδὴ τὸ καλό, ἡ καλὴ κατάσταση, καὶ ἀναλόγως ἐπηρεάζει καὶ τὸν ὅποιον ἄνθρωπο. Ὁ ἀγαθὸς, ὁ καλοκάγαθος ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κυρίως ἀγαθότητα καὶ ἁπλότητα ἑλκύει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ.
Κυρίως ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ ἁπλότητα ἑλκύουν τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ· εἶναι οἱ προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἔλθει ὁ Θεὸς καὶ «μονὴν εὑρήσει»· γιὰ νὰ βρεῖ τρόπον τινὰ ὁ Θεὸς τὸ σπιτάκι του, καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ὅταν ὅμως δὲν ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἁπλότητα, τὴν ἀγαθότητα· ἂν μὴ τι ἄλλο, τουλάχιστον νὰ ἔχουμε μιὰ ἐπίγνωση: «Πὼ πώ, ἐγὼ ποὺ εἶμαι τόσο πολὺ βρώμικος, τόσο πολὺ ὑπερήφανος, τόσο πολὺ ἐγωιστής. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι τόσο ἀγαθὸς Θεὸς ποὺ τὰ παραβλέπει αὐτὰ καὶ ἂν πάμε σ’ Αὐτὸν μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια, μᾶς δέχεται». Ὁπότε ταπεινωνόμαστε περισσότερο καὶ ἡ ταπείνωση τὰ ἔχει ὅλα μετά: καὶ ἀγαθότητα καὶ ἁπλότητα καὶ μετάνοια καὶ ἄλλες καλὲς προϋποθέσεις.
Ἡ ταπείνωσις δὲν εἶναι μιὰ ἀρετή, εἶναι κατάσταση ψυχῆς ποὺ ἀναπαύεται ὁ Θεός. Ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅμως καὶ τὶς πονηρίες τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας, διότι διαφορετικὰ πολὺ θὰ ταλαιπωρούμεθα. Ὅταν ἀφήνουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, τὸν κακὸ ἑαυτό σου, ἂς ποῦμε, καὶ ἁλωνίζει μέσα μας, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ὅταν ἀφήνουμε τὸν διάβολο νὰ ἁλωνίζει, πῶς θὰ βροῦμε ἄκρη, πῶς θὰ βροῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἔχουμε κοινωνία μαζί Του;
Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις -πρέπει ὅμως νὰ τὸ καταλάβουμε- ἀκόμη καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο ἐὰν παρεμβαίνεται, καὶ τὸ μεγάλυτερο κακὸ ἐὰν μᾶς ἔχει συμβεῖ ἢ νὰ ἔχουμε κάνει, ταπεινωνόμεθα καὶ σέρνουμε μὲ μετάνοια, ταπείνωση καὶ δάκρυα τὸν ἑαυτό μας καὶ τρέχουμε στὸν Χριστὸ ταπεινά. Πάλι ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς προσέξει και θὰ μᾶς πεῖ: «Δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ἡμᾶς, Ἐγὼ γιὰ σένα ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ νὰ μπορεῖς ἐσὺ νὰ ξαναποκτήσεις τὸ «κατ’ εἰκόνα, νὰ ξαναγίνεις παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ἀδελφός Μου, νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ ἀπολαμβάνεις ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς».
Εἴθε νὰ συμβεῖ γιὰ τὸν καθένα μας. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀγωνίζου καὶ πάλιν ἀγωνίζου, θὰ ἔλθει ἡ ὡφέλεια» τοῦ ἀειμνήστου π. Συμεὼν Κραγιόπουλου.
Ἐπιμέλεια κειμένου π. Γεώργιος Καλαντζῆς