Ενοριακές συνάξεις-Ομιλίες

Καλὴ κι εὐλογημένη χρονιὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο.

Εὑρισκόμεθα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων καὶ ὅλου τοῦ Δωδεκαημέρου, τοῦ νέου ἔτους καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους μας ποὺ ὁ καθένας μας ἀντιμετωπίζει γιὰ τὶς γενικὲς καὶ τὶς προσωπικές δυσκολίες. Παρὰ ταῦτα, καὶ ἐνῶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους, κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ἔνοιωσε ὁλόκληρο τὸ βάθος τῆς εὐλογίας τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ μὴν βίωσε τὸ «ἔνθα ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων καὶ ἡ ἀπέραντη ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον», καὶ νὰ μὴν ποτνιάστηκε ἐκ τῆς παλιγενεσίας ὡς ἠξιώθη ὁ Χριστοτερπής λαός, ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζήσαμε κάτι ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, εἴτε ὡς χαρὰ εὐχαριστοῦντες, εἴτε ὡς δάκρυ πόνου παραπονούμενοι.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι προτοῦ παρέλθει ἡ ἐπιρροὴ ἀπὸ τὰ ἑορταστικὰ γεγονότα, νὰ μετατραποῦν οἱ ὅποιες ἐπιρροὲς καὶ τὰ ὅποια γεγονότα σὲ διαχρονικὰ βιώματα καὶ διαχρονικὲς ἀποφάσεις.

Τὰ Χριστούγεννα, μὲ μία λέξη, μὲ μία φράση, εἶναι ἡ νέα ἀνθρωπότητα. Ἡ γέννηση τοῦ νέου τύπου ἀνθρώπου. Ἔχουμε νέα δημιουργία. Νέα πλάση, μὲ γνώρισμα τὴν ἀπόλυτη ταπείνωση. «Καινούργιος κόσμος μέσα στ᾿ ἄχυρα γεννιέται», λέει ὁ ποιητής τῶν καιρῶν μας. Ἐπειδὴ ὁ πρῶτος Ἀδάμ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἀποστασία συμπαρέσυρε ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀποστασία, στὴν χωρὶς Θεὸ ζωή, στὴν ἀπώλεια, ἔρχεται τώρα διὰ τοῦ Νέου Ἀδὰμ, τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ θεραπεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.

Τὰ Χριστούγεννα, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, εἶναι ἡ προϋπόθεσις γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Εἶναι ἡ ἀνόρθωσις καὶ ἀνακαίνισις τῆς ἀποτυπωμένης βασιλικῆς εἰκόνας τῆς θείας μεγαλειότητος στὸν ἄνθρωπο (τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν»), ἡ ὁποία ἦταν ἀμαυρωμένη καὶ θαμμένη, καὶ ἡ εὕρεσίς της γίνεται αἰτία χαρᾶς καὶ τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων (ὁσάκις ἐν μετανοία πραγματώνεται ἡ εὔρεσις, ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό).

Μὲ ἀφθάστου ὕψους ποιητικὲς καὶ πνευματικὲς ἐκφράσεις ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι ὅ,τι εἶναι, εἰσέρχεται ὁλόκληρος στὴ χρονικὴ καὶ τοπικὴ σχετικότητα, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν πτῶση τῶν πρωτόπλαστων. Διότι πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ὁρατὴ κτίσις καὶ ἡ κορωνίς της, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἦταν ὑποταγμένη στὴ ματαιότητα καὶ τὴ φθορά, στὸν περιορισμὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ ὑπαγόταν στοὺς νόμους τῆς Θείας κυριαρχίας καὶ ἀνέπνεε στὸν ἀέρα τῆς Θείας μακαριότητος.

Ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα στὴν οἰκονομία τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως ἄρχισε ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του, ἀπὸ τὴν ὁποίαν «ἐδανείσθη σάρκα ὁ πλουτῶν τὰ σύμπαντα».

Ὑπῆρξαν ἐποχές ποὺ οἱ ἄνθρωποι διερωτῶντο γιὰ τὴν ἐποχή τους ἐὰν ὑπάρχουν ἅγιοι. Ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ὁμολογήσουμε ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ὅτι -ἀμέσως ἤ ἐμμέσως- ἔχουμε ἐμπειρία τῆς παρουσίας τους. Ἀλλὰ τὸ μεγάλο μας ἐρώτημα εἶναι, γιατί ὁ Θεὸς ἐπιστράτευσε γιὰ τὸν οὐρανὸν τοὺς Ἁγίους τῶν ἡμερῶν μας. Μήπως γιὰ νὰ μὴν τοὺς βεβηλώσουμε μὲ τὴν ἀναίσχυντο ἀποστασία μας. Ἐπίσης διερωτώμεθα καὶ φοβούμεθα μήπως μὲ τὸν ἐγωϊστικὸ τρόπο ποὺ ζοῦμε καὶ τὸν ὀρθολογιστικὸ τρόπο ποὺ διαλογιζόμεθα -τρόπος μὴ ἅγιος, καταντήσαμε ἀνάπηροι καὶ ἀνίκανοι νὰ ἀντιληφθοῦμε τὶς εὐκαιρίες νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί τους, τοὺς προσπερνᾶμε, τοὺς ἀγνοοῦμε καὶ ποὺ περισσότερον τοὺς περιφρονοῦμε, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ, προσεύχονται ἀενάως γιὰ μᾶς καὶ μᾶς εὐεργετοῦν μυστικῶς καὶ ἀθορύβως.
Ἐμεῖς ὅμως, τὸν Θεὸν καὶ τοὺς γνωστοὺς ἤ ἀνωνύμους φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἁγίους, τοὺς θυμόμαστε συνήθως στὶς θλίψεις, ἢ σὲ γεγονότα τραγικὰ ποὺ μπορεῖ νὰ βροῦν τὸν καθένα μας.

Ὅταν χάριτι Θεοῦ ἐπικοινωνήσεις μὲ κάποιον τρόπο μὲ ἁγίους, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ἀμέσως τὴν ἐπιρροή, κάθεσαι μαζί τους, ἀκοῦς, δὲν κάνεις τίποτε, μόνον ὑφίστασαι τὴν ἀθόρυβη εἰρήνη τῆς θείας ζωῆς τους, ποὺ σὲ θωπεύει, σὲ θεραπεύει, σοῦ ἐπουλώνει τὶς πληγές. Συγκροτεῖ τὸ εἶναι σου, καλλιεργεῖ τὴν ψυχή σου, οὐσιοποιεῖ τὴν ὑπόστασή σου. Σὲ κάνει εὐαίσθητο, σοῦ χαρίζει παρηγοριά, πλησμονὴ ζωῆς. Νοιώθεις «σκεῦος ἐκλογῆς». Περνᾶς συνειδητὰ σὲ χῶρο καὶ χρόνο λειτουργικό. Ἡσυχάζεις, καὶ σιωπηλὰ ἢ κραυγαλέα δοξολογεῖς ἀέναα Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ Ω, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο στὸν κόσμο.
Δὲν ὑπάρχουν μικροὶ καὶ μεγάλοι Ἅγιοι. Ὑπάρχουν μόνο ἀληθινοὶ Ἅγιοι. Ὁ ἀληθινός Ἅγιος εἶναι ἀείζωος, ἄσχετα ἂν εἶναι παλαιὸς ἢ σημερινός, γραμματισμένος ἢ ἀγράμματος. Ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωντάνιας τοῦ Πνεύματος καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τὶς διαφορὲς τῆς «μορφώσεως».Διαπερνᾶ τὸ κτιστὸ καὶ ὁρατὸ μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη, ἀκόμη καὶ τὰ ἱμάτια τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου εὐωδιάζουν, καὶ τὸ πρόσωπό του ἀστράφτει ὡς τὸ φῶς.