Ὁ φυσικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε στὴν πρωτόπλαστη φύση, δὲν ἦταν κάτι θελημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Κάτι τέτοιο, θὰ ἦταν ἀνάξιο τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τοῦ δημιουργοῦ, νὰ πλάσει δηλαδὴ ὄντα ποὺ νὰ εἶχαν μέσα τους τὸν σπόρο τῆς διάλυσης καὶ τῆς φθορᾶς. Θὰ ἔμοιαζε μὲ ἀρχιτέκτονα, ποὺ κατασκεύασε οἰκοδόμημα ἑτοιμόρροπο καὶ σαθρό, τὸ ὁποῖο στὴν πρώτη ἀντιξοότητα θὰ σωριαζόταν σὲ ἐρείπια.
Ὁ θάνατος ἑπομένως δὲν ἦταν ἐνταγμένος στὸ δημιουργικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ μὴν ἀποθάνει (posse non mori). Αὐτὸ θὰ συνέβαινε στὸ μέτρο ποὺ αὐτὸς θὰ τηροῦσε τὴ σωστὴ σχέση του πρὸς τὸν Θεό, δηλαδὴ μὲ ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη θὰ στρεφόταν πρὸς τὸ ἀγαθό, μένοντας πιστὸς στὴν τήρηση τοῦ θελήματος καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφθαρσία καὶ ἡ ἀθανασία θὰ χορηγοῦνταν τότε σὰν δῶρο στὴν παγιωμένη στὸ ἀγαθὸ καὶ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ, ὅμως, δυστυχῶς δὲν συνέβη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν παρέμεινε πιστὸς στὸν ἄφθαρτο λόγο τῆς φύσης του, δὲν τήρησε τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ μὲ αὐτὸ ἔχασε τὴ δυνατότητα νὰ μείνει ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος. Ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν παραβάτη. Ὁ θάνατος ἦταν ἡ μοιραία καὶ ὀδυνηρὴ συνέπεια τῆς πρώτης ἁμαρτίας. Ὁ Θεὸς χάλασε τὴν ἀτίθαση φύση, διέλυσε τὸν σύνδεσμο ψυχῆς καὶ σώματος καὶ παρέδωσε τὸ ὑλικὸ τῆς ψυχῆς περίβλημα στὴ φθορὰ καὶ τὴ διάλυση. Ἔτσι ἀνέκοψε τὴ νομὴ τῆς ἁμαρτίας διαλύοντας τὸ σκεῦος, γιὰ νὰ μὴ μείνει τὸ κακὸ ἀθάνατο ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ νεκρὸς δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ κάνει τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία.
Μιᾶς καὶ χάλασε ἡ πρωτόκλιτη φύση, ὁ θάνατος, ὡς ποινὴ καὶ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, μεταδόθηκε ἔκτοτε κληρονομικὰ σ’ ὁλόκληρο τὸ καταγόμενο ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ μόνος ποὺ δὲν εἶχε λόγο νὰ πεθάνει ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν, ὁ ἄσπιλος καὶ ἀναμάρτητος. Καὶ πέθανε μὲν στὸν σταυρό, θεληματικὰ ὅμως καὶ ἑκούσια, γιὰ ν’ ἀφανίσει τὴ φθορὰ καὶ τὴ νέκρωση καὶ νὰ ντύσει τὴν πεσμένη φύση μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ ὑπάρχουν μὲν στὴ Γραφὴ περιπτώσεις δικαίων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν πέθαναν. Ἔτσι ὁ Ἐνώχ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς ἀρετῆς του εὐαρέστησε στὸν Θεό, ἀφοῦ ἔζησε 365 ἔτη «οὔχ ηὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκε αὐτὸν ὁ Θεός». Ὁμοίως ὁ προφήτης Ἠλιοῦ ἀνελήφθη σὲ ἅρμα πύρινο «ἐν συσσεισμῷ εἰς τὸν οὐρανόν». Ἡ ἐξαίρεση ὅμως ἀπὸ τὸν καθολικὸ νόμο τοῦ θανάτου τῶν δικαίων αὐτῶν ἀνδρῶν δὲν εἶναι τελεσίδικη καὶ ὁριστική, ἀλλὰ μόνο προσωρινή. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ ἐπανέλθουν καὶ πάλι στὴ γῆ γιὰ νὰ δώσουν τὴ μάχη ἐνάντια στὸν Ἀντίχριστο, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς θανατώσει. Ἐπίσης, κατὰ τὴ Γραφὴ ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων μέλλουν νὰ ἐξαιρεθοῦν ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο. Αὐτὸ θὰ γίνει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία. Ὅσοι θὰ ζοῦν τότε στὴ γῆ δὲν θὰ προλάβουν νὰ κοιμηθοῦν, ἀλλὰ θὰ ὑποστεῖ μετάλλαξη ἡ φύση τους «ἐν συντόμῳ, ἐν ρυπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι». Μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν «οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα».
Ὁ πνευματικὸς δὲ θάνατος ἀφορᾶ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ θάνατός της εἶναι πνευματικὸς ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτή, διὰ τῆς συνεχοῦς κατεργασίας τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀμετανοησίας, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ λυτρωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νεκρώνεται πνευματικὰ καὶ τελικὰ χάνεται στὴν αἰώνια κόλαση. Γύρω ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς θανάτους καὶ ὅ,τι μέλλει νὰ ἐπακολουθήσει μετὰ ἀπὸ αὐτά, πλέκεται τὸ δράμα τῆς ζωῆς ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ φυσικὸς θάνατος, ἀντίθετα, εἶναι μὲν καὶ αὐτὸς τραγικὸς καὶ ἐπώδυνος, κυρίως γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα, ἐνῶ, σὲ ὅσους ζοῦν μὲ συνέπεια, τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀγαθὰ τὰ ἄφθαρτα τῆς Θείας Βασιλείας.
Βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἀποτελεῖ κυριώδη βάση καὶ προϋπόθεση τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ οἰκοδομήματος. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ψυχή, ἦταν δηλαδὴ σὰν τὰ ὑπόλοιπα ἔνζωα ὄντα, τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη περατώνεται μὲ τὸ φυσικὸ τέλος τους, καὶ χάνονται ὁριστικά, κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει λόγος περὶ ἀληθινῆς πνευματικότητας, τὸ δὲ σχέδιο τῆς Θείας περὶ τὸν ἄνθρωπο οἰκονομίας, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἦταν μύθευμα.
Στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες ἡ ἀρετὴ δὲν ἀμείβεται ποτὲ τελείως, οὔτε καὶ ἡ κακία τιμωρεῖται. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει, οἱ καλοὶ καὶ οἱ ἐνάρετοι πολλὲς φορὲς καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θλίβονται, ἐνῶ οἱ κακοὶ εὐημεροῦν καὶ θριαμβεύουν. Ἡ ἀντινομία ὅμως αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ οὔτε πρὸς τὴν ἰδέα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, οὔτε καὶ πρὸς τὸ αἴσθημα τῆς νέμεσης ποὺ ὑπάρχει στὶς ψυχές μας, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἠθικῆς τάξης, νὰ ἀμείβεται, δηλαδὴ, τὸ καλὸ καὶ νὰ τιμωρεῖται τὸ κακό.
Ὅτι ἡ ψυχὴ μετὰ θάνατο δὲν ἐπιζεῖ ἁπλά, ἀλλὰ διατηρεῖ καὶ ὅλες τὶς ψυχικές της ἰδιότητες, τὴν ἀνάμνηση τῆς προτέρας της ζωῆς καὶ τὰ ἐπὶ γῆς συμβαίνοντα, μαρτυρεῖται τρανῶς στὴν Ἁγία Γραφή. Κλασικὴ περίπτωση εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ φέρονται ἐπιζῶντες μετὰ θάνατο. Ὁ πλούσιος, ὁ σκληρὸς καὶ ἀνάλγητος, ἔχει πλήρη συναίσθηση τῆς κατάστασής του στὸν ᾅδη. Φλέγεται καὶ ὑποφέρει στὸν τόπο τῆς βασάνου. Βλέπει καὶ ἀναγνωρίζει τὸν φτωχὸ Λάζαρο ποὺ ἀπολαμβάνει τὴν ὕψιστη εὐδαιμονία στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἀναπολεῖ δὲ καὶ τὰ ἐγκόσμια. Θυμᾶται τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς πέντε ἀδελφούς του. Ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτούς, ζητῶντας ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει στὸν κόσμο τὸν Λάζαρο νὰ τοὺς κηρύξει γιὰ τὴ μεταθανάτια πραγματικότητα, νὰ γίνουν καλοὶ καὶ νὰ μὴν καταλήξουν στὰ αἰώνια κολαστήρια.
Στὴ μεταμόρφωση δὲ τοῦ Σωτήρως παρευρέθησαν ζῶντες ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, οἱ ὁποῖοι συνελάλουν μετ’ αὐτοῦ.
Τὸ δόγμα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἀποτελεῖ θεμελιώδη πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν πίστη αὐτὴ καταρρέει ὅλο τὸ δογματικό της οἰκοδόμημα καὶ ὅλη ἡ ὑπόσταση καὶ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο της.
Καὶ εἶναι μὲν ἀληθὲς ὅτι στὴ Γραφὴ ὁ θάνατος χαρακτηρίζεται ὕπνος, καὶ οἱ νεκροὶ «κεκοιμημένοι». Ἡ ἀναφορὰ, ὅμως, αὐτὴ δὲν γίνεται γιὰ τὴν ἀθάνατη ψυχὴ ποὺ δὲν τὴν ἀγγίζει ἡ νέκρωση, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο φθείρει καὶ διαλύει ὁ θάνατος. Τὸ σῶμα εἶναι ποὺ κοιμᾶται στὸ μνῆμα.
Ὁ θάνατος ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη παράλληλη καταληκτική σημασία. Δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ κατάληξη τῆς φυσικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ ὁριστικὸ τέρμα τῆς ἠθικῆς ζωῆς καὶ ἀνέλιξης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή, ἂν καὶ μετὰ θάνατο διατηρεῖ ὅλες τὶς ἰδιότητες καὶ τὶς αἰσθήσεις της, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ νὰ προοδεύσει στὴν ἀρετὴ, οὔτε καὶ νὰ ὀπισθοδρομήσει στὴν κακία. Δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει γιὰ τὰ πονηρὰ ἔργα της καὶ νὰ ἀλλάξει τὴν ἠθική της κατάσταση. Ὅ,τι κουβάλησε μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, αὐτὸ καὶ θὰ ἔχει στὴ συνέχεια σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς αἰωνιότητας. Ὁ ἠθικὸς, ἑπομένως, προσδιορισμὸς καὶ ὁ αὐτοδιορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο μόνο τῆς παρούσας ζωῆς.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ συνειδητοποιεῖ στὶς ὀρθὲς διαστάσεις του τὸν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Εἶναι τὸ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀνοίξει εἴτε τοὺς ἀμαράντινους θησαυροὺς τῆς Θείας Βασιλείας εἴτε τὰ ἐρεβώδη σκοτάδια τῶν αἰώνιων κολαστηρίων!
Τὰ σημαντικότατα αὐτὰ διδάγματα ἀναδεικύονται πλούσια στὴν Ἁγία Γραφή. Στὴ μνημονευθεῖσα παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ἀποκλείεται κάθε ἐνδεχόμενο ἐπανόδου στὴν παλιὰ ζωὴ τῆς γῆς καὶ σὲ ὅποια ἄλλη δραστηριότητα ἠθικῆς ἀλλαγῆς της. Ὁ Λάζαρος δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει στὸν κόσμο καὶ νὰ γίνει κήρυκας τῆς σωτηρίας. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ πλουσίου θὰ σωθοῦν μόνο ἄν εἶναι πιστοὶ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ πείθονται στὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν δικαίων. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας. Ὁ οὐρανὸς μετὰ θάνατο δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλώσει χέρι βοήθειας στὴ γῆ. Ὅ,τι ἔκανε ὁ ἄνθρωπος καλὸ ἢ κακὸ ἐδῶ, μὲ αὐτὸ θὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Θεὸ γιὰ νὰ κριθεῖ. Τίποτε ἄλλο. Ἄλλωστε ὑπάρχει μέγα χάσμα, διαχωρίζον τοὺς δύο κόσμους τῆς οὐράνιας πραγματικότητας, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ ὁ ἕνας νὰ μεταπηδήσει στὸν ἄλλο καὶ νὰ μεταβληθοῦν οἱ ὅροι καὶ οἱ συσχετισμοὶ τῆς ἐπέκεινα τοῦ τάφου ζωῆς.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ παρὼν χρόνος ζωῆς εἶναι αὐτὸς ποὺ προσδιορίζει τὴν τύχη τοῦ ἀνθρώπου στὴν αἰωνιότητα ἐξαίρεται εὐκρινῶς καὶ στὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Οἱ πέντε φρόνιμες φόρεσαν τὰ νυμφικά τους, ἄναψαν τὶς γαμήλιες λαμπάδες τους καὶ περίμεναν ξάγρυπνες τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀγαπημένου. Κι ὅταν ξαφνικὰ ἀντήχησε στὸ μέσο τῆς νύχτας ἡ ἔλευσή Του, εὐφρόσυνα τὸν ὑποδέχτηκαν καὶ περιχαρεῖς εἰσῆλθαν μαζί του στοὺς γάμους καὶ ἔκλεισε ἡ θύρα. Οἱ ἄλλες πέντε, οἱ μωρὲς καὶ ἄτσαλες, τὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα κοιμόνταν, ἀνέμελες γιὰ τὴ μεγάλη ὑπόθεση τοῦ Νυμφίου καὶ τῶν γάμων. Ἡ ψυχή τους ἦταν δοσμένη ἀλλοῦ, στὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου καὶ στὶς ματαιότητες τῆς ζωῆς. Κι ὅταν ξαφνικά ἦλθε ἡ κρίσιμη ὥρα κι ἀντήχησε ἡ ἔλευση τοῦ Ἀγαπημένου, αὐτὲς ἀτημέλητες καὶ μὲ σβησμένα τὰ λυχνάρια τους, δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Νυμφίο. Κι ὅταν στὴ συνέχεια προσπάθησαν κι αὐτὲς νὰ εἰσέλθουν στὸν νυμφῶνα, βρῆκαν τὶς πόρτες κλειστές. Κτύπησαν, ἀλλὰ κανένας δὲν τοὺς ἄνοιξε. Ἄκουσαν μόνο τοὺς δριμεῖς λόγους τοῦ Κυρίου «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς», γιὰ νὰ συνεχίσει «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥρα ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». Τὸ δίδαγμα εἶναι ὅτι γίνεται κανεὶς ἄξιος νὰ εἰσέλθει στὴ χαρὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅταν ἑτοιμάζεται ἐνόσω βρίσκεται στὴ ζωή, ἀποτινάσσοντας ἀπὸ τὴν ψυχή του τὴ νάρκωση τῆς ἁμαρτίας καὶ στολίζοντάς την παράλληλα μὲ τὶς θεῖες ἀρετές, ἔχοντας πάντα ἀναμμένη τὴ λαμπάδα της μὲ τὸ λάδι τῶν καλῶν ἔργων. Τὴν ξαφνικὴ ὥρα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Νυμφίου, ποὺ συμβολικὰ σημαίνεται διὰ τοῦ θανάτου, εἶναι πιὰ πολὺ ἀργὰ γιὰ τὸν εὐτρεπισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τὴν εἴσοδό της στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἴδιο πνεῦμα προτρέπει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας», καὶ «ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας».
Τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια ἐξαίρει πλούσια καὶ ἡ ἱερὴ τῆς Ἐκκλησίας παράδοση. Ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι σαφής. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει ὅτι προθεσμία γιὰ μετάνοια καὶ ἄφεση ἔχουμε μόνο στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ ὅτι μετὰ θάνατο, αὐτοὶ ποὺ πέθαναν σὲ ἁμαρτίες δὲν μποροῦν νὰ δοξάζουν τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ ὀδύρωνται. Ὁ δὲ ἱερός Βασίλειος παρατηρεῖ χαρακτηριστικά: «τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὁ παρὼν ἐστι καιρός, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἡ δικαία κρίσις καὶ ἡ ἀνταπόδοσις».
Ἐπεξεργασία κειμένου π Σάββας Γεωργιάδης, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀνδρέα Θεοδώρου «Βασικὴ δογματικὴ διδασκαλία».
(Σύναξη 17/5/2022)