Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο, ὁ Θεὸς δὲν θέλει γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ «βόδια», ἄμυαλους, ἀπείραστους, ἀσόφους, ἀλλὰ σοφούς· ὄχι σοφοὺς κατὰ τὴν κοσμικὴ ἔννοια, ἀλλὰ σοφοὺς στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ δαίμονος, κατὰ τοῦ κόσμου καὶ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ των. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γίνη ἀγωνιστὴς πάνω σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο τὸν περίπλοκο, γιὰ νὰ γίνεται σοφὸς καὶ πτυχιοῦχος τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας, μὲ τὸ νὰ μαθαίνει τὴν τέχνη τῶν τεχνῶν καὶ τὴν ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Ἔτσι, ἀνεβαίνει καὶ γίνεται πραγματικὰ κληρονόμος τῆς αἰωνίου ἀφθάρτου Βασιλείας.
Ὁ καλὸς Θεός, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν Θρόνο τῆς Χάριτος, σὰν καλὸς Πατέρας, γιὰ νὰ δώσει τὴν πραγματικὴ υἱοθεσία στὸ παιδί Του καὶ νὰ γίνουμε κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ, θὰ μᾶς περάσει ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς σκληρᾶς δοκιμῆς. Ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλοιῶς, ὅλοι θὰ περάσουμε ἀπὸ δοκιμασία, ἀνάλογα μὲ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Βλέπουμε, καὶ κατὰ τὰ χρόνια τῶν Πατέρων, ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔβγαζαν πανεπιστήμια καὶ σχολές· π.χ. ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ποὺ δὲν ἤξερε νὰ διαβάσει, ἦταν ὁ ταλαντοῦχος καὶ πτυχιοῦχος τῶν «πνευματικῶν» καὶ πῆρε τὴν πρώτη θέση μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν, γιατὶ ἔγινε κατὰ Θεὸν σοφός.
Γιὰ νὰ γίνουμε, λοιπόν, πτυχιοῦχοι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ δώσουμε ποικίλες μάχες, νὰ πάρουμε πολλὰ μαθήματα. Ὅπως τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο ἔχουν πολλὰ μαθήματα, μαθηματικά, χημεία, φυσικὴ κ.ἄ., καὶ σὲ ὅλα πρέπει νὰ δώσουν τὴν μάχη τῶν ἐξετάσεων, γιὰ νὰ περάσουν, ἔτσι κι ἐμεῖς δίνουμε ἐξετάσεις ὁ καθένας μας εἰς τὸ πῶς θὰ πάρει τὸ πτυχίο καὶ τὸν καλό βαθμό.
Τὸ θέμα εἶναι πῶς θὰ πολεμήσουμε τοὺς λογισμούς, τὴν φαντασία, τὶς εἰκόνες καὶ πῶς θὰ τηρήσουμε ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον.
Μᾶς διδάσκει ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Πατέρες ὅτι «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται οἱ πονηροὶ διαλογισμοί» (Ματθ. ιε΄ 19). Ἐκ τῆς καρδίας, λέει, ξεπηδοῦν ὅλα τὰ ἄσχημα. Ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ ρίζες, ἀκανθώδη ριζίδια.
Ποιός μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ, κατὰ τοὺς Πατέρες, ὅτι ἐτήρησε τὴν καρδιά του ἀμόλυντη;
Λέγει ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν: «Καὶ ὁ θέλων ἀνασπᾶσαι αὐτὰ τὰ ἀκανθώδη ριζίδια, αἱμορραγεῖ καὶ πονεῖ». Ἂν δὲν αἱμορραγήσει καὶ δὲν πονέσει, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ὁ ἄνθρωπος δὲν θεραπεύεται.
Παίρνει τὴν τσιμπίδα ὁ γιατρός, ὁ Θεός, τρόπον τινά, καὶ τραβάει τὶς ρίζες αὐτὲς μία-μία. Κι ὅταν τὶς ξερριζώνει, ἡ καρδιὰ νοιώθει πόνο καὶ χύνει αἷμα. Ἀπὸ τὴν στιγμή ὅμως ποὺ δὲν θὰ δεχθεῖ αὐτὴν τὴν ἰατρικὴ ἐπέμβαση, ποὺ θὰ ἀντιδράσει στὸν πόνο καὶ στὸ ξερρίζωμα τῶν ριζῶν, τῶν παθῶν θὰ μείνει ἐμπαθής.
Βεβαίως ἡ σάρκα ἔχει τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς, τὴν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου, τὴν ἀνάγκη τοῦ ἐνδύματος.
Κοντὰ σ’ αὐτὰ ἔχει καὶ τὴν φυσικὴ περίπτωση τῆς αὐξήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», λέγει ἡ Γραφή. Ἔτσι ξεσηκώνεται ἡ φύση καὶ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, ζητεῖ τὰ δικά της, τὴν ἱκανοποίησή της. Ὁ πόλεμος εἶναι φυσικός, διότι τὰ πάθη εἶναι ἐσπαρμένα μέσα στὴν φύση, εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ μὲ τὴν δική της συγκατάθεση ἔρχεται ὁ δαίμονας καὶ μπαίνει τιμονιέρης στὴν σκέψη, στὴν φαντασία, μᾶς φέρνει εἰκόνες, ἐξωθεῖ τὴν κατάσταση, μᾶς στριμώχνει πρὸς τὴν ἁμαρτίαν.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ, ἀγωνιζόμεθα ἐναντίον τῶν κακῶν φαντασιῶν, μαχόμενοι νὰ τὶς σβήσουμε, γιατὶ αὐτὲς γεννοῦν τοὺς βρώμικους λογισμούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, μὲ τὴν νηστεία κατὰ δύναμιν καὶ τὴν ἐγκράτεια, τὶς μετάνοιες, τὸν κανόνα καὶ τὴν ἀγρυπνία, δείχνουμε τὴν προαίρεσή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι θέλουμε νὰ καθαρισθοῦμε, νὰ ἁγνισθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ὄχι ὅτι οἱ προσπάθειες αὐτὲς θὰ φέρουν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητος, ἀλλὰ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνουμε «Συνεργοὶ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. γ΄ 9) στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας.
Ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι βρώμικη, βρώμικα θὰ εἶναι καὶ τὰ ἔργα μας καὶ τὰ μάτια μας καὶ οἱ σκέψεις μας καὶ οἱ κινήσεις μας καὶ τὰ πάντα.
Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ εἴμεθα πάνοπλοι, νηφάλιοι, ἔξυπνοι, νὰ εἴμεθα ἐπίσκοποι, ὥστε μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς εἰκόνας, «τὰκ» ἐμεῖς νὰ τὴ σβήνουμε, ὁπότε ὁ ἐχθρὸς θὰ ἀρχίσει νὰ παθαίνει ἧττα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἔρχεται πάλι νὰ κάνει τὴν ἀντιπαράστασή του καὶ τὸν πόλεμο, οἱ δαίμονες νὰ ἡττῶνται, νὰ ἀφοπλίζονται ἀμέσως καὶ νὰ ἀπελαύνωνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὰ διάφορα ἄλλα πάθη μας, τὸν φθόνο, τὴν ζήλεια, τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωϊσμό, τὴν κατάκριση, τὴν ἀργολογία κ.λπ.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α΄ Κορ. δ΄ 7). Ὅ,τι ἔχεις ἀπὸ Θεοῦ τὸ ἔλαβες. Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε ὅλα καὶ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴν γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος· «Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη», χάριν ἡμῶν, τοῦ καθενός μας.
Στὴν ἀρχὴ τὰ πάθη δὲν ξεσηκώνονται ὅλα μαζί, ἀλλὰ ἕνα-ἕνα ξεσηκώνεται. Σήμερα σὲ πολεμάει αὐτό; Χτύπα το. Αὔριο θὰ σὲ πολεμήσει ἐκεῖνο; Χτύπα ἐκεῖνο. Καὶ σιγὰ-σιγὰ χτυπῶντας, χτυπῶντας γίνεται ἡ καταστολὴ τῶν παθῶν κι ἐσὺ θὰ ἀναχθῆς πνευματικά.
Πάντοτε οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸν ἴδιο ἀγῶνα. Καὶ μεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουμε τοὺς ἴδιους πολέμους, γιατὶ εἶναι ἴδια τὰ δαιμόνια, δὲν ἔχουν ἄλλαξει. Ἔρχονται, λοιπόν, καὶ μᾶς πολεμοῦν, ὅπως τοὺς πατέρες τοὺς παλαιούς. Μὰ ἐκεῖνοι ἦταν λεβέντες, γιατὶ νικοῦσαν καὶ γινόντουσαν μεγάλοι. Ἐμεῖς χάνουμε καὶ τὸν καιρό μας κι ὁ διάβολος ποὺ εἶναι πάρα πολὺ τεχνίτης, χαίρεται. «Ἄσ᾿ τον, λέει, τὸν χαζεύω τώρα». Ὁ χρόνος περνάει καὶ τὸ κάθε τὶ ἄσχημο στεριώνει μέσα μας. Θὰ μεγαλώσει, θὰ μεγαλώσει καὶ ἀπὸ μυρμηγκάκι θὰ γίνει λιονταράκι! Μετὰ θὰ γίνει λέοντας μεγάλος καὶ ὅταν ἀντιληφθοῦμε, ὅτι πιὰ μᾶς ἔφερε βόλτα καὶ μᾶς ἔχει τυλίξει γιὰ τὰ καλά, θὰ σηκώσουμε τὸ ἀνάστημα, δῆθεν γιὰ νὰ ἀντικρούσουμε, ἀλλὰ θὰ συναντήσουμε ἰσχὺν λέοντος. Καὶ λέγει ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ: «Μὲ λέοντα καταπιάστηκες νὰ πολεμήσης; Πρόσεξε νὰ μὴ σοῦ συντρίψη τὰ κόκκαλα.
Λέγει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος: «Καὶ τί εἶναι ἕνας λόγος, ποὺ θὰ πῶ ἢ μία σκέψι νὰ τὴν σκεφθῶ; Ναί, ἀλλὰ ἡ μία σκέψις θὰ φέρη τὴν ἄλλη καὶ ὁ ἕνας λογισμὸς τὸν ἄλλο· ἡ μία ὑποχώρησις τὴν ἄλλη κι ἔτσι σιγὰ–σιγὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἐμπαθής».
Ἐμεῖς οἱ σημερινοί, ἐπειδὴ ἔχουμε τὸν ἐγωισμὸ ἀχτύπητο, δὲν τὸν πολεμήσαμε γιὰ νὰ σπάσει λίγο, τώρα μᾶς φουντώνει ποικιλοτρόπως καὶ σκανδαλιζόμεθα ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Χίλια δυὸ μᾶς βάζει στὸ μυαλό μας καὶ γινόμεθα ἐμπαθεῖς καὶ ἀρχίζουμε μόνον νὰ ἀποκλαιώμεθα ὅλοι μας καὶ νὰ λέμε ὅτι δὲν πᾶμε καλά. Δὲν ἔχουμε ἀγάπη, δὲν ἔχουμε φιλαδελφία.
Ἂν χάσουμε τὴν ἀγάπη, χάσαμε τὸν Θεό. Ὅλα θὰ τὰ ἀφήσουμε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπη νὰ τὴν πάρουμε, διότι ἀλλοιῶς θὰ πάρουμε τὸ μῖσος.
Τὸ πάθος θέλει ἀντιμετώπιση. Ἔτσι, οὕτως ἢ ἄλλως θὰ ὑποχωρήσει. Ἀρκεῖ, ἐκεῖ ἐπάνω στὸ στρίμωγμα καὶ στὴν πίεσι, ἐσὺ νὰ μὴν ὑποχωρήσεις. Ἀντιστάσου καὶ θὰ ὑποχωρήσει τὸ πάθος, γιατὶ αὐτὸς ποὺ σὲ πολεμάει εἶναι δαίμονας, εἶναι προσωπικὸ ὄν, ἔχει μία ἄλφα δύναμη καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ πολεμήσει. Μόλις τὸ ἐξαντλήσει αὐτὸ τὸ ὅριο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, θὰ ὑποχωρήσει οὕτως ἢ ἄλλως. Μόλις ὑποχωρήσει ὁ πόλεμος, ἔρχεται καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Νὰ κάνουμε ταμεῖο κάθε μέρα.
Νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ βλέπουμε ποῦ εἴμεθα ἐμπαθεῖς, ποιό πάθος μᾶς νικάει· ἡ συνείδηση μᾶς τὸ δείχνει. Ἡ πυξίδα μοῦ τὸ δείχνει, ὅτι ἐδῶ εἶσαι ἀδύνατος. Παίρνω ἀπόφαση ἄμεσα νὰ τὸ πολεμήσω αὐτὸ τὸ πάθος. Τὴν ἄλλη μέρα μοῦ δείχνει κάπου ἄλλου. Πολέμα κι ἐκεῖνο, μοῦ λέει ἡ συνείδηση καὶ πολεμῶντας τὸ ἕνα, πολεμῶντας τὸ ἄλλο, σιγά-σιγά βλέπω καλυτέρευσι στὸν ἑαυτό μου. Λέγανε τότε οἱ παπποῦδες μας: «Ἔργασαι στὰ νειᾶτα σου, νὰ ἔχης στὰ γεράματά σου».
Ἕνας νεώτερος εἶχε πόλεμο καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεό: «Θεέ μου, ἐλάφρωσέ με ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο». Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ τοῦ ἔδωσε ἐλευθερία. Καὶ κάποτε πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο γέροντα, ἔμπειρο, ποὺ πέρασε πολλά, «θαλασσόλυκο» ποὺ λέμε, καὶ τοῦ λέει:
- Γέροντα ἀναπαύθηκα ἐκ τῶν παθῶν.
- Τί εἶπες;
- Νά, ξεκουράστηκα· δὲν μὲ πολεμάει ἐκεῖνο, ἐκεῖνο. Τὸν κοίταξε «βλοσυρῷ τῷ ὄμματι», μὲ ἕνα μάτι, ἂς ποῦμε, καρφωτὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Ἀπὸ τώρα ἀνάπαυση, ἀπὸ τώρα σύνταξη μειωμένη; Λάθος! Πρῶτα παρεκάλεσες μόνος σου τὸν Θεὸ νὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ ἀνάπαυσις. Τώρα πήγαινε στοὺς πατέρες νὰ τοὺς πεῖς νὰ κάνουν προσευχὴ γιὰ σένα· νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ νὰ γυρίσουν πίσω τὰ πάθη· νὰ πολεμήσεις, νὰ ἀναχθεῖς πνευματικῶς καὶ νὰ πάρεις σύνταξη μεγάλη μεθαύριο. Ὄχι ἀπὸ τώρα σύνταξη!
Καὶ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, νὰ μὴν εἰσακούεται ἡ προσευχὴ ποὺ κάνουμε γιὰ τὸν ἄλφα–βῆτα πόλεμο, διότι πολεμῶντας καὶ μνημονεύοντας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἁγιάζεται ὁ νοῦς, τὸ στόμα καὶ ἡ καρδιά, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἔχοντας τὸν πόλεμο ἀναγκάζεσαι νὰ κάνεις προσευχή: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με Παναγία μου» καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα ποὺ φωνάζεις, αὐτὸ φέρνει καὶ τὴν ἁγιότητα.
Κι ἂν μάθουμε γράμματα, κι ἂν διαβάζουμε, κι ἂν μελετοῦμε, τίποτε δὲν κάνουμε, ἂν δὲν μάθουμε νὰ πολεμοῦμε τὸν λογισμὸ καὶ τὴν φαντασία, καὶ νὰ ἔχουμε μεταξύ μας ἀγάπη καὶ νὰ θυσιαζώμεθα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. «Ἐσὺ νὰ μὴ μοῦ κάνεις, ἐγὼ θὰ σοῦ κάνω ἐξυπηρέτηση». Αὐτὸς εἶναι ὁ Εὐαγγελικὸς νόμος.
Νίκα τὸ κακὸ μὲ τὸ καλό.
Νὰ κοιτάξουμε τὰ δικά μας. Δὲν ἔχουμε καμμία δουλειὰ νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὸ τί κάνει ὁ ἄλλος, ὁ ὅποιος ἄλλος. Καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή.
Θέλω νὰ πῶ ὅτι ἔτσι ἐβίαζαν τὸν ἑαυτόν τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καὶ προχώρησαν καὶ ἔφθασαν στὸν οὐρανό. Ποιός ἅγιος μᾶς ἔχει γλυτώσει ἀπὸ μεγάλα κακὰ κι ἐμεῖς δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται ἡ βοήθεια!
Νὰ ζητᾶμε τὶς εὐχὲς καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, διότι μεριμνοῦν γιὰ μᾶς. Ὅσο μποροῦμε νὰ τηροῦμε αὐτὰ ποὺ μᾶς διδάσκουν οἱ πατέρες μας, δηλαδὴ νὰ μαχώμεθα ἐναντίον τῶν φαντασιῶν, ἐναντίον τῶν λογισμῶν, νὰ ἔχουμε μεταξύ μας ἀγάπη, προσοχή, νὰ μὴν κατακρίνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν σπρώχνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν πτῶση, νὰ κάνουμε τὸν κανόνα μας καὶ τὰ καθήκοντά μας, γιατί αὔριο θὰ πεθάνουμε.
Δὲν εἶναι τὸ θέμα τῆς ἡλικίας, εἶναι θέμα τῆς ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε πότε θὰ παρθεῖ ἡ ἀπόφαση, νὰ τὴν ἔχουμε συχνὰ στὸ μυαλό μας, ὅτι θὰ πεθάνουμε, ὅτι θὰ περάσουμε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Ἑπομένως, ἂς τακτοποιούμεθα ἀπὸ τώρα, ἂς προπαρασκευασθοῦμε, γιὰ νὰ περάσουμε σωστὰ στὸν ἄλλο κόσμο ποὺ θὰ ζήσουμε αἰώνια. Πίστεψέ το ὅτι φεύγεις ἀπὸ τὴν ζωὴ κι ἀφήνεις πίσω τὸν κόσμο, ὁριστικά.
Τὰ λέμε, τὰ πιστεύουμε, καὶ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ λέμε, σὰν νὰ εἶναι μιὰ θεωρία, μιὰ ἄποψη ἑνὸς ἁπλοῦ φιλοσόφου, στὸν ἀέρα λόγια. Καὶ ὅμως εἶναι ἀλήθεια, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε, νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ λέμε: «Μήπως δὲν θὰ ξημερώσω;». Ξημέρωσε. «Θὰ νυχτώσω; Τουλάχιστον τὴν τελευταία ἡμέρα ἄς κάνω κάτι». Μοῦ ἦρθε ἕνας κακός λογισμός; Ἀμέσως νὰ τὸν διώξω. Γιατί νὰ τὸν ἀφήσω; Ἐκεῖ ποὺ θὰ κάνω πέντε ἀργολογίες, νὰ πῶ πέντε εὐχές, δώδεκα «Κύριε ἐλέησον».
Ἄς μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεὸς, ἄς μᾶς συγχωρέσει γιὰ ὅ,τι κάνουμε. Νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεό νύχτα - μέρα, νὰ φωνάζουμε «ἥμαρτον». Καὶ ὅταν σφάλλουμε σέ κάτι νὰ σηκώνουμε τὰ μάτια καὶ νὰ λέμε: «Συγγνώμη, ἔσφαλα». Καὶ μετά νὰ τρέχουμε στὸν πνευματικό, νὰ τὸ ἐξομολογούμεθα, νὰ φεύγει, νὰ μήν τὸ ἔχουμε μέσα μας. Καὶ ἐάν ξαναπέφτουμε, νὰ τὸ ξαναλέμε, νὰ τὸ ξεκαθαρίζουμε. Κι ἄν κάνουμε ἔτσι, τότε θὰ περάσουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ περάσουμε στὸν Παράδεισο καὶ σ’ αὐτήν τὴν ἀνάπαυση. Ἄνθρωποι εἴμαστε. Θὰ πέσουμε, ἀλλὰ νὰ σηκωθοῦμε. Ὄχι ἀπελπισία, ὄχι ἀπόγνωση.
Ἡ Παναγία μας, ἡ Μάνα μας, οἱ Ἅγιοι τὰ ἀδέλφια μας, πρεσβεύουν ἀκατάπαυστα γιὰ μᾶς, ὁ Κύριός μας ἐνηνθρώπησε γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει συγκληρονόμους Του καὶ ὁ εὔσπλαγχνος Πατέρας μας, πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι.
Ἀποσπάσματα ἀπὸ ὁμιλίες τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου-Ἀριζονίτου.
Ἐπιμέλεια-Διασκευὴ κειμένου π. Γεώργιος Καλαντζῆς