Μετὰ τὴ χειροτονία του ἀναχώρησε γιὰ τὴ Μητρόπολη Καρδίτσας, ὅπου ἐπίσκοπος ἦταν ὁ πατριώτης του ὁ Ἰεζεκιἠλ. Διορίστηκε ἐφημέριος στὸ χωριὸ Προάστιο τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1935. Στὸ Προάστιο παρέμεινε 10 χρόνια.
Ἐκεῖ, ὡς βοηθὸς τοῦ Μητροπολίτη, ἀνέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπικὴ δράση. Περιόδευε στὰ χωριὰ γιὰ νὰ ἐξομολογεῖ τοὺς χριστιανοὺς καὶ γιὰ νὰ συλλέγει τρόφιμα γιὰ τοὺς ἀπόρους. Ἐκεῖ πέρασε τὰ δύσκολα χρόνια τῆς κατοχῆς, ὅπου συνέδραμε καὶ γλύτωσε κυριολεκτικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ διώκονταν, φυλακίζονταν καὶ πεινοῦσαν. Ἄνθρωποι σκελετωμένοι ἀπὸ τὴν πείνα, ὅπως μανάδες μὲ μωρά, μετελάμβαναν καὶ ἔπαιρναν τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δακρυσμένου π. Βησσαρίωνα, ποὺ ἔβλεπε ὅτι μὲ αὐτὰ προσπαθοῦσαν νὰ κρατηθοῦν στὴ ζωή.
Στὰ δύσκολα χρόνια τῆς κατοχῆς, ὁ μητροπολίτης Ἰεζεκιὴλ μὲ τὸν π. Βησσαρίωνα ἔδωσαν, ὡς πραγματικοὶ ἐκφραστὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅλες τὶς δυνάμεις τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ χειμαζόμενου λαοῦ.
Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ζοῦσε μέσα στὸν φόβο καὶ στὴν τρομοκρατία τοῦ κατακτητῆ, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πείνα καὶ τὴ δυστυχία. Ἔψαχνε γιὰ ἕνα λόγο παρηγοριᾶς καὶ ἡ μόνηπαρηγοριά του ἦταν ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ εὐλογημένο ράσο.
Ἡ πόλη τῆς Καρδίτσας εἶχε τότε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες της, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔλειπαν στὴν Ἀντίσταση. Οἱ οἰκογένειές τους δυστυχοῦσαν καὶ ὁ π. Βησσαρίων τοὺς φρόντιζε μὲ τὰ συσσίτια.
Μιὰν ἡμέρα, οἱ Γερμανοὶ ξεχώρισαν, γιὰ ἀντίποινα, 20ἄνδρες καὶ τοὺς ἔστησαν στὴν κενρτικὴ πλατεῖα τῆς πόλης πρὸς ἐκτέλεση. Τότε, ὁ μητροπολίτης Ἰεζεκὴλ καὶ ὁ π. Βησσαρίων πῆγαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, στάθηκαν μπροστὰ στοὺς ἄνδρες, ἀπέναντι στὸ ἐκτελεστηκὸ ἀπόσπασμα, καὶ, μὲ ἀνοιγμένα τὰ ράσα τους στὸ στῆθος, φώναξαν: «Σκοτῶστε ἐμᾶς πρῶτα». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνάγκασαν τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀναβάλουν τὴν ἐκτέλεση.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Βησσαρίων Ὁ Ἀγαθωνίτης, ὁ Ἐλεήμων Πνευματικὸς», Ἱερὰ Μονὴ Ἀγάθωνος)
Ἐπιμέλεια κειμένου π. Κωνσταντῖνος Πασχάλης