(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)
Ἡ προσευχὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθό, ἂν γίνεται καὶ μὲ λογισμὸ ἀγαθό· ἂν εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ὄχι μόνο ὅταν μᾶς δινεῖ, ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητάμε, ἀφοῦ καὶ τὰ δύο τὰ κάνει γιὰ τὴν ὠφέλειά μας.
Ἔτσι, καὶ ὅταν δὲν παίρνουμε, οὐσιαστικὰ παίρνουμε μὲ τὸ νὰ μὴν πάρουμε ὅ,τι δὲν μᾶς συμφέρει. Ὑπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις ποὺ ἡ μὴ ἰκανοποίηση τοῦ αἰτήματός μας εἶναι πιὸ ὠφελίμη. Καὶ τότε ὅ,τι θεωροῦμε σὰν ἀποτυχία εἶναι ἐπιτυχία.
Ἂς μὴ στεναχωριόμαστε, λοιπόν, ὅταν ὁ Θεὸς ἀργεῖ νὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή μας. Ἂς μὴ χάνουμε τὴν ὑπομονή μας. Μήπως, καὶ πρὶν ζητήσουμε κάτι, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Πανάγαθος; Μπορεῖ, φυσικά, ἀλλὰ περιμένει ἀπὸ μᾶς κάποιαν ἀφορμή, ὥστε νὰ μᾶς βοηθήσει δίκαια. Γι’ αὐτὸ ἂς Τοῦ δίνουμε τὴν ἀφορμὴ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἂς περιμένουμε μὲ πιστή, μὲ ἐλπίδα, μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν πανσοφία καὶ στὴ φιλανθρωπία Του. Μᾶς ἔδωσε ὅ,τι ζητήσαμε; Ἂς Τὸν εὐχαριστοῦμε. Δὲν μᾶς ἔδωσε; Καὶ πάλι ἂς Τὸν εὐχαριστοῦμε, γιατὶ δὲν γνωρίζουμε, ὅπως γνωρίζει Ἐκεῖνος, τί εἶναι καλὸ γιὰ μᾶς.
Ἂς ἔχουμε ἄκομα ὑπόψη μας, πὼς ὁ Θεὸς συχνὰ δὲν ἀρνεῖται, ἀλλὰ μόνο ἀναβάλλει τὴν ἰκανοποίηση κάποιου αἰτήματός μας. Καὶ γιατὶ ἀναβάλλει; Ἐπειδή, χρησιμοποιῶντας ὡς μέσο τὴ δική μας ἐπιμονὴ στὸ αἴτημα, θέλει νὰ μᾶς ἑλκύσει καὶ νὰ μᾶς κρατήσει κοντά Του. Κι ἔνας φιλόστοργος πατέρας, ἄλλωστε, ὅταν τοῦ ζητάει κάτι τὸ παιδί του, πολλὲς φορὲς ἀρνεῖται νὰ τοῦ τὸ δώσει, ὄχι γιατὶ δὲν θέλει, ἀλλὰ γιατὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ παιδὶ μένει κοντά του.
Μὲ δυὸ λόγια, ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς μας ἐξαρτᾶται: πρῶτον, ἀπὸ τὸ ἂν εἴμαστε ἄξιοι νὰ λάβουμε ὅ,τι ζητᾶμε· δεύτερον, ἀπὸ τὸ ἂν προσευχόμαστε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· τρίτον, ἀπὸ τὸ ἂν προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα· τέταρτον, ἀπὸ τὸ ἂν γιὰ ὅλα καταφεύγουμε στὸν Θεό· πέμπτον, ἀπὸ τὸ ἂν ζητᾶμε ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ὠφέλιμα σ’ ἐμᾶς.
Καὶ δίκαιοι ἄκομα νὰ παρακαλέσουν τὸν Κύριο, δὲν θὰ εἰσακουστοῦν, ἂν δὲν πρέπει. Ποιός ἤταν δικαιότερος ἀπὸ τὸν Παῦλο; Καὶ ὅμως, ἐπειδὴ ζήτησε κάτι ποὺ δὲν θὰ τὸν ὠφελοῦσε, δεν εἰσακούστηκε. «Τρεῖς φορὲς παρακάλεσα γι’ αὐτὸ τὸν Κύριο», γράφει ὁ ἴδιος, «καὶ ἡ ἀπαντήσή Του ἦταν: “Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου”» (Β’ Κορ. 12:8-9). Ἀλλὰ καὶ ὁ Μωυσῆς δὲν ἦταν δίκαιος; Ε, οὔτε κι ἐκεῖνος εἰσακούστηκε. «Φτάνει πιά!», τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς (Δευτ. 3:26), ὅταν ζητοῦσε νὰ μπεῖ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Πέρα ἀπ’ αὐτά, ὅμως, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ἀχρηστεύει τὴν προσευχή μας, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀμετανοησία. Προσευχόμαστε, ἐνῶ ἐπιμένουμε στὴν ἁμαρτία. Ἔτσι ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶπε στὸν προφήτη Ἱερεμία: «Μὴν προσεύχεσαι γιὰ τὸ λαὸ αὐτό! Δὲν βλέπεις τί κάνουν;» (Ἱερ. 7:16-17). Δὲν ἀπομακρύνθηκαν, λέει, ἀπὸ τὴν ἀσέβεια. Κι ἐσὺ μὲ παρακαλᾶς γι’ αὐτούς; Δὲν σ’ ἀκούω!
Ὅταν, πάλι, ζητᾶμε κάτι κακὸ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας, ὄχι μόνο δὲν τὸ πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ παροργίζεται. Γιατὶ ἡ προσευχὴ εἶναι φάρμακο. Κι ἂν δὲν γνωρίζουμε πῶς πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα φάρμακο, δὲν θὰ ὠφεληθοῦμε ποτὲ ἀπὸ τὴ δύναμή του.
Πόσο μεγάλο καλὸ εἶναι ἡ συνεχὴς προσευχή, τὸ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴ Χαναναία ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ δὲν σταματοῦσε νὰ κραυγάζει: «Ἐλέησέ με, Κύριε!» (Ματθ. 15:22). Κι ἔτσι, αὐτό ποὺ ἀρνήθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀποστόλους, τοὺς μαθητές Του, τὸ πέτυχε ἐκείνη μὲ τὴν ὑπομονή της. Ὁ Θεός, βλέπετε, προτιμᾶ γιὰ τὰ δικά μας ζητήματα νὰ Τὸν παρακαλοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ποὺ εἴμαστε καὶ ὑπεύθυνοι, παρὰ νὰ Τὸν παρακαλοῦν ἄλλοι γιὰ λογαριασμό μας.
Ὅταν ἔχουμε τὴν ἀνάγκη ἀνθρώπων, χρειάζεται καὶ χρήματα νὰ δαπανήσουμε καὶ δουλόπρεπα νὰ κολακέψουμε καὶ πολὺ νὰ τρέξουμε. Γιατὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου ὄχι μόνο δὲν μᾶς δίνουν εὔκολα ὅ,τι τοὺς ζητᾶμε, ἀλλὰ συνήθως οὔτε κἂν νὰ μᾶς μιλήσουν δὲν καταδέχονται. Πρέπει πρῶτα νὰ πλησιάσουμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι κοντά τους -ὑπηρέτες, γραμματεῖς, ὑπαλλήλους κ.ἄ.- καὶ να τοὺς καλοπιάσουμε, νὰ τοὺς ἐκλιπαρήσουμε, νὰ τοὺς προσφέρουμε δῶρα. Ἔτσι θὰ ἐξασφαλίσουμε τὴ μεσολάβησή τους στοὺς ἁρμόδιους ἀξιωματούχους, γιὰ τὸ διακανονισμὸ τῆς ὅποιας ὑποθέσεώς μας.
Ὁ Θεός, ἀπεναντίας, δὲν θέλει μεσολαβητές. Δὲν χρειάζεται νὰ Τὸν παρακαλοῦν ἄλλοι γιὰ μᾶς. Προτιμᾶ νὰ Τὸν παρακαλᾶμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Μᾶς χρωστάει χάρη, μάλιστα, ὅταν τοῦ ζητᾶμε ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη. Μόνο Αὐτὸς χρωστάει χάρη ὅταν Τοῦ ζητάμε, μόνο Αὐτὸς δινεῖ ἐκεῖνα ποὺ δὲν Τοῦ δανείσαμε. Κι ἂν δεῖ ὅτι ἐπιμένουμε στὴν προσευχὴ μὲ πιστὴ καὶ καρτερία, πληρώνει δίχως νὰ ἀπαιτεῖ ἀνταλλάγματα. Ἄν, ὅμως, δεῖ ὅτι προσευχόμαστε μὲ νωθρότητα, ἀναβάλλει τὴν πληρωμή· ὄχι γιατὶ μᾶς περιφρονεῖ ἢ μᾶς ἀποστρέφεται, ἀλλὰ γιατί, ὅπως εἶπα, μὲ τὴν ἀναβολὴ αὐτὴ μᾶς κρατάει κοντά Του.
Ἄν, λοιπόν, εἰσακούστηκες, εὐχαρίστησε τὸν Θεό. Ἂν δὲν εἰσακούστηκες, μεῖνε κοντά Του, γιὰ νὰ εἰσακουστεῖς. Ἄν, πάλι, Τὸν ἔχεις πικράνει μὲ τὶς ἁμαρτίες σου, μὴν ἀπελπίζεσαι. Ὅταν πικράνεις ἔναν ἀνθρωπο, ἀλλὰ στὴ συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του καὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ, ζητῶντας ταπεινὰ συγχωρήση, δὲν θὰ κερδίσεις τὴ συμπάθειά του; Πολὺ περισσότερο θὰ κερδίσεις τὴ συμπάθεια τοῦ ἀνεξίκακου Θεοῦ, ἂν καὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ καὶ κάθε ὥρα ἐπικαλεῖσαι τὴν εὐσπλαχνία Του μὲ τὴν προσευχή.
Ἂς τ’ ἀκούσουν ὅλα αὐτὰ ὅσοι προσεύχονται μὲ ῥᾳθυμία καὶ βαρυγκωμοῦν, ὅταν ὁ Κύριος ἀργεῖ νὰ ἰκανοποιήσει τὸ αἴτημά τους. Τοὺς λέω: “Παρακάλεσε τὸ Θεό!”. Καί μοῦ ἀπαντοῦν: “Τὸν παρακάλεσα μιά, δυό, τρεῖς, δέκα, εἴκοσι φορές, μὰ δὲν ἔλαβα τίποτα”. Μὴ σταματήσεις, ὥσπου νὰ λάβεις. Σταμάτησε, ὅταν λάβεις. Ἢ μᾶλλον, οὔτε καὶ τότε νὰ σταματήσεις τὴν προσευχή. Πρὶν λάβεις, νὰ ζητᾶς. Καὶ ἀφοῦ λάβεις, νὰ εὐχαριστεῖς.
Ἐπεξεργασία κειμένου: π. Σάββας Γεωργιάδης