Πνευματικά Κείμενα

Τῆς ταπεινοφροσύνης χρῄζομεν πρὸ παντός, εἶπε τις τῶν Γερόντων, νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι εἰς κάθε λόγον ὅπου νὰ ἀκούωμεν, νὰ λέγωμεν συγχώρησον, διότι διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης διαφθείρονται ὅλα τὰ σκάνδαλα τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ διάβολος μισᾷ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ ὅποιον καλὸν καὶ εἶναι ἐπίβουλος, ἀντικείμενος εἰς κάθε καλὸν καὶ θεάρεστον πρᾶγμα. Διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης ὅμως, διαφθείρονται πάντα τὰ ἔργα τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀντικειμένου.
Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὅπου ἔχει ταπείνωσιν. Ἡ ταπείνωσις εἶναι μεγάλη, διότι ἡ ταπείνωσις μόνη ἐναντιοῦται εἰς τὴν πανοῦργον κενοδοξίαν καὶ φυλάττει τὸν ἄνθρωπον ἀπ΄ αὐτήν.

Ἡ ταπείνωσις εἶναι μεγάλη, διότι σύρῃ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὡσὰν ἔλθῃ ἡ χάρις εἰς τὴν ψυχήν, σκεπάζει αὐτὴν ἀπὸ παντὸς πάθουςκαὶ πειρασμοῦ.
Ὅταν εἶδεν ὁ ἅγιος Ἀντώνιος πάσας τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου ἁπλωμένας καὶ στενάξας ἐρώτησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν, ἄρά γε τίς δύναται νὰ φυλαχθῇ; ἀπεκρίθη ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶπεν, ὅτι ἡ ταπείνωσις μόνον ταῖς περνᾷ. Καὶ τὸ θαυμαστότερον, ἐπρόσθεσεν, ὅτι οὔτε δύνανται νὰ τὴν πιάσουν.

Ὑπάρχουν δύο δὲ ταπείνωσες, ὥσπερ καὶ δύο ὑπερηφάνιαι.

Ἡ πρώτη ὑπερηφανία εἶναι, ὅταν ὑβρίζει κανεὶς τὸν ἀδελφὸν καὶ τὸν ἀσχημολογῇ καὶ τὸν ἀτιμάζῃ καὶ τὸν ἔχῃ ὡς οὐδὲ τίποτε. Ὁ τοιοῦτος ἐὰν μὴ ἐπιστρέψῃ τὸ γληγορώτερον νὰ σπουδάξῃ, νὰ φροντίσῃ νὰ διορθωθῇ, ἀπὸ ὀλίγον - ὀλίγον ἔρχεται εἰς τὴν δευτέραν ὑπερηφανίαν, τοῦ νὰ ὑπερηφανεύεται καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅσα κατορθώματα καὶ ἀρετὰς κάμνει, νὰ τὰ λογιάζῃ ἐδικά του, πὼς αὐτὸς ἀπὸ λόγου του τὰ ἐκατόρθωσε μὲ τὴν γνῶσιν καὶ φρονιμάδα του, καὶ ὄχι μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ.

Ἄς ἰδοῦμεν λοιπὸν καὶ ποίαις εἶναι αἱ δύο ταπείνωσες. Ἡ πρώτη ταπείνωσις εἶναι, τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸν ἀδελφόν του γνωστικώτερον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ εἰς πάντα καλίτερόν του, καὶ κοντολογῇς, καθὼς εἶπεν ἐκεῖνος ὁ ἅγιος, τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸν ἑαυτόν του παρακάτω ἀπὸ ὅλους.

Ἡ δευτέρα ταπείνωσις εἶναι τὸ νὰ λογιάζῃ τὰ κατορθώματά του πὼς εἶναι τοῦ Θεοῦ δῶρον.
Αὕτη εἶναι ἡ ἀληθινὴ ταπείνωσις τῶν ἁγίων, αὕτη γίνεται εἰς τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὴν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν.

Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἔργον μέγα καὶ θεϊκόν, ἡ δὲ στράτα τῆς ταπεινώσεως εἶναι: α) οἱ κόποι οἱ σωματικοί, ὅπου γίνονται μὲ γνῶσιν, β) τὸ νὰ εἶναι κανεὶς παρακάτω ἀπὸ ὅλους, γ) τὸ νὰ κατηγορεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του εἰς κάθε πρᾶγμα καὶ δ) τὸ νὰ δέεται τοῦ Θεοῦ διὰ παντός, αὕτη εἶναι ἡ στράτα τῆς ταπεινώσεως.
Κανεὶς δὲν ηὗρε εὔκολα τὴν στράταν αὐτὴν νὰ κατηγορήση τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὁ καθ’ ἕνας μας ἔρριξε τὸ βάρος εἰς τὸν γείτονα. Διὰ τοῦτο λοιπὸν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ προκόψωμεν, οὔτε νὰ ὠφεληθοῦμεν εἰς τίποτες, ἀλλὰ μὲνομεν πάντοτε σαπισμένοι ἀπὸ τοὺς λογισμούς μας καὶ συντριβόμενοι ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἐπειδὴ ἀφήκαμεν τὸν ἑαυτό μας ὁ καθ’ ἕνας, καὶ δὲν σταματοῦμε ἀπὸ τὸ νὰ ζητοῦμεν τὸ ἀγαθὸν ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ νὰ μὴν ζητοῦμεν ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας νὰ προσέχωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κατηγοροῦμεν τὸν ἑαυτό μας ὅτι καὶ ἡμεῖς δὲν ταῖς ἐφυλάξαμεν;

Εἶπε Γέρων ἐρωτώμενος «τί περισσότερον ηὗρες εἰς τὴν πνευματικήν σου πορεία. «Οὐδὲν ἄλλο, πάρεξ (παρεκτὸς) μόνον τὸ νὰ κατηγορῆ κανεὶς τὸν ἑαυτό του εἰς κάθε πρᾶγμα». «Ἄλλη στράτα δὲν εἶναι, πλὴν ταύτης». Ὁμοίως καὶ ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶπαν «αὕτη ἐστὶν ἡ μεγάλη ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ νὰ βάνη τὸ σφάλμα ἀπάνω του, ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀπαντέχη πειρασμὸν ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του». Πανταχοῦ εὑρίσκομεν, ἐρευνώντας τὴ ζωὴν μας καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, ὅτι πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀνεπαύθησαν, μὲ τὸ νὰ φυλάξουν τοῦτο, τὸ νὰ κατηγοροῦν μόνο τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ ἀναφέρουν τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν.

Εἴθε καὶ ἡμεῖς, ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συνετίσει, διὰ πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων, νὰ πράττουμε τὸ αὐτό, καὶ λυτρωνώμεθα ἀπὸ μεγάλους πειρασμούς.
Ὁ καθένας μας κατεβαίνοντας διὰ τῆς ταπεινώσεως στὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ του, βρίσκει τὴν ἀνάπαυσι ποὺ τὸν ἀναλαμβάνει σὲ ἐπίπεδα ζωηφόρου εἰρήνης.

Τὸ θέμα εἶναι νὰ ξεπεράσης τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ ἔργο σου, νὰ μὴν ὑπάρχης γιὰ σένα. Καὶ νὰ μείνη μόνο αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ βοηθᾶ τὸν ἄλλο νὰ ἀκούη τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὶς παρεμβολὲς, τὰ παράσιτα τῆς παρουσίας σου.
Πετυχαίνεις, ὅταν ἀναπαύεται ὁ ἄλλος ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός σου καὶ ἔχει τὴ θέσι τοῦ Θεοῦ: Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου.
Ὅταν κάποιος δυνατὸς συντρίβη τὸν ἀδύνατο, τότε ὅλοι ὑποφέρομε.
Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ νικήσουν ὅλοι καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἀδελφοσύνη τῆς ἐλευθερίας.
Ὅταν οἱ ἐχθροί σου σὲ ἐνισχύουν ὡς φίλοι καὶ ἐσὺ τοὺς εὐγνωμονῆς ὡς εὐεργέτες, τότε φτάσαμε στὸν χῶρο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας ὅπου τὰ πάντα εἶναι ἀφορμὴ εὐχαριστίας.

Ὁ ταπεινὸς καὶ θαμμένος στὴ γῆ τῆς ὑπομονῆς ἐπαναστατεῖ ἀθόρυβα. Ἀνασταίνεται στὴ ζωή. Προσφέρει ἀτελείωτα στοὺς πολλοὺς καὶ βοηθιέται ἀπὸ ὅλους.
Οἱ σωσμένοι μένουν ἄφωνοι ἀπὸ τὴν ἀνείπωτη χαρὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καὶ κρίνουν ὡς δίκαιοι ἀλλὰ συγκινοῦν ὅλους, ὡς ἠλεημένοι. Καὶ μόνη ἡ παρουσία τους βοηθᾶ ὅλους νὰ βροῦν τὸν δρόμο τους.
Ἡ καύχησι τοῦ σωσμένου εἶναι φανέρωσι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ μαρτυρία τῆς καταργήσεως τοῦ φόβου τοῦ θανάτου.
Θεῖο δῶρο ἡ ταπείνωσι, ὡς ὡριμότης τοῦ πνεύματος. Σὲ κάνει νὰ ἀγαπᾶς τὴν ἀποκρυβὴ καὶ τὸν θάνατο, ὅπως ὁ ὥριμος σπόρος θέλει νὰ πεθάνη ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὴ ζωή.
Θυσιαζόμενος διὰ τῆς ἑκουσίου προσφορᾶς, ἔρχεσαι σὲ κοινωνία ζωῆς μὲ ὅλους, τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς κεκοιμημένους. Αὐτοὶ σοῦ δίδουν τὰ πολλά, καὶ σὺ προσφέρεις τὰ λίγα.
Ἂν κάποιος θυσιάση τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἔχει, θὰ δεχθῆ τὰ ἀνέλπιστα ποὺ δὲν φαντάζεται. Καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀποκτήσεως πραγματώνεται πάντα μὲ τὴ λειτουργικὴ πρᾶξι: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα».
Ὑπάρχουν οἱ περιφρονημένοι, ἀλλὰ καὶ δοξασμένοι ἐν Πνεύματι ποὺ εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι νὰ βοηθήσουν.

(Ἀκολουθοῦν παραδείγματα)

Εἶναι ἀρρώστια ἀνυπόφορη νὰ εἶσαι ὑγιὴς καὶ ἀγνώμων. Νὰ τὰ ἔχης ὅλα, χωρὶς νὰ εὐχαριστῆς γιὰ τίποτε. Νὰ συμφιλιώνεσαι μὲ τὴ μετριότητα τοῦ στείρου ποὺ μαραζώνει τὴ ζωή.
Ἐνῶ τὰ πράγματα βρίσκονται σὲ βρασμοὺς ζυμώσεων μέσω τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ ὁδηγοῦν στὴν ἔκπληξι τῆς ἀπελευθερώσεως.
Δὲν ἀναφερόμαστε μόνο στὴν περίπτωσι τοῦ Ἀποστόλου ποὺ ἔλεγε: «ἥδιστα οὗν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 9). Ἀλλὰ θυμόμαστε καὶ τὴν περίπτωσι τοῦ Ντοστογιέφσκι, ποὺ τὸ ταραγμένο καὶ εὐαίσθητο εἶναι του, μὲ τὴν ἐπιληψία ποὺ τὸν ταλάνιζε, τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ κορυφὴ ὅπου βασιλεύει ἀδιατάραχτη γαλήνη.

Θυμᾶμαι μιὰ μαθήτρια δεκαέξι χρόνων. Ἔπασχε ἀπὸ ἐπιληψία. Οἱ συμμαθήτριές της τὴ φρόντιζαν ἰδιαίτερα. Εἶχε στὸ πρόσωπο καὶ στὴ διαγωγή της κάτι ἄκρως εὐαίσθητο καὶ ἱερό. Εἶχε μιὰ βαθειὰ κατανόησι γιὰ τοὺς πόνους τῶν ἄλλων.
Οἱ συμμαθήτριὲς της τὴν πρόσεχαν καὶ δὲν τὴν ἄφηναν νὰ πηγαίνει μόνη στὸ σπίτι της. Μία φορὰ ποὺ πήγαινε μόνη στὸ φροντιστήριο, τὴν ἔπιασε κρίσι καὶ σφάδαζε πεσμένη στὸν δρόμο.
Αὐτὴ ἔβλεπε ὅλους, μαθητὲς καὶ μαθήτριες, χωρὶς διάκριση ἀγόρια κορίτσια καὶ χωρὶς καμμιὰ προσπάθεια τὰ αἰσθανόταν ὅλα σὰν ἀδέλφια της. Οἱ συμβουλὲς ποὺ ἔδιδε ἔπιαναν τόπο. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθῆ τὰ λεγόμενά της, γιατὶ διέθεταν πλοῦτο εὐαισθησίας καὶ πόνο ψυχῆς. Σ’ αὐτὴν ἔλεγαν τοὺς μυστικοὺς πόνους καὶ τὰ προβλήματά τους. Αὐτὴ τοὺς καταλάβαινε καὶ τοὺς συμπονοῦσε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: τελικὰ αὐτὴ ἦταν ἡ ἄρρωστη καὶ ἡ ἀδύνατη; Ἢ ἦταν ἡ δυνατή καὶ εὐαίσθητη ποὺ βοηθοῦσε ὅλους;
Καλύτερα ἀσθενὴς μὲ τέτοια δύναμι ψυχῆς, παρὰ ὑγιὴς μὲ σκληρότητα ἀναισθησίας ποὺ τσαλαπατᾶς τοὺς ἄλλους, χωρὶς νὰ παίρνεις εἴδησι τί συμβαίνει.

Ἠλθε κάποτε ἕνας νέος στὴ Μονὴ. Ἦταν δεκαεννιὰ ἐτῶν. Δὲν ἄκουγε καθόλου καὶ προσπαθοῦσε νὰ καταλάβη αὐτὸ ποὺ ἔλεγες κοιτάζοντας τὶς κινήσεις τῶν χειλιῶν σου. Εἶχε κάτι τὸ ἱερὸ καὶ πληγωμένο, χωρὶς κανένα παράπονο. Ἔλεγε: Ἐμένα δὲν μὲ πειράζει ἡ ἀρρώστια· μόνο μὲ στενοχωρεῖ, γιατὶ κουράζονται, αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ μοῦ μιλήσουν.
Τελευταῖα καὶ τὸ ἕνα του μάτι δὲν ἔβλεπε καλά. Οἱ γιατροὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ἴσως νὰ ὑπάρχη κάποια γενικώτερη ἀρρώστια τῶν ἀγγείων ποὺ μπορεῖ νὰ προσβάλη τὴν ὅρασι. Ἂν καὶ αὐτὴν χάση, τότε δὲν θὰ ἔχη τρόπο ἐπαφῆς μὲ τὸ περιβάλλον.
Ὁ σπαραγμὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπὸ μικρὸς πνίγηκε στὰ βάσανα. Ἠ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τοὺς καταποντισμοὺς τῶν δοκιμασιῶν.
Ἡ ἐλευθερία ποὺ ἀνατέλλει ἀπὸ τὶς ὀδύνες τῶν σωματικῶν παθήσεων (ἔλλειψι ἀκοῆς καὶ προϊοῦσα ἐξάλειψι τῆς ὁράσεως) ἡ ὅποιες δοκιμασίες ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη στὴν τελικὴ θανή, νὰ εἶναι ἡ μυστικὴ ἐπίσκεψι τοῦ Παναγάθου ποὺ μετατρέπει τὶς ἕσχατες συμφορὲς σὲ εὐλογίες ἀνυπέρβλητες.
Ἡ παρουσία τοῦ Ἀοράτου δὲν ἀφήνει ἀπροστάτευτο κανένα πλάσμα του. Ὑπάρχει ἡ χάρι ποὺ ἀνεββάζει τὸν πονεμένο στὸν οὐρανό. Καὶ ἐνῶ οἱ πολλοὶ τὸν λυποῦνται ὡς ἀξιοθρήνητο, αὐτὸς χαίρει, ὡς ἠλεημένος ποὺ τρέφει τὸν κόσμο μὲ τὸ περίσευμα τῆς χαρᾶς του.

Εἶπε ἕνας νέος δευτεροετὴς φοιτητής: Μιὰ νύχτα ἄλλαξε ἡ ζωή μου, ἐξ αἰτίας τοῦ ἔρωτα μιᾶς παλιᾶς συμμαθήτριάς μου. Τὴν εἶχα ἐρωτευθεῖ μὲ μανία ἀκατάσχετη, χωρὶς νὰ τῆς ἔχω πῆ τίποτε. Ὅταν ἐκδηλώθηκα, δὲν βρῆκα ἀνταπόκρισι. Καὶ ἔπεσε ἐπάνω μου ἕνας κεραυνὸς ποὺ μὲ διέλυσε.
Ὅλο τὸ βράδυ χτυπιόμουνα μόνος καὶ ἔκανα προσευχὴ. Ζητοῦσα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἔχη καλά. Να’ ναι εὐτυχισμένη. Αὐτὸ ἐξεπλήρωνε τοὺς πόθους καὶ μοῦ ἔκλεινε τὶς πληγές. Τὴν ἀγαποῦσα ὄχι γιὰ μένα ἀλλὰ γι’ αὐτὴν. Ἂν αὐτὴ ἦταν εὐτυχισμένη, τότε κι ἐγώ θὰ βρισκόμουν σὲ παράδεισο παρακλήσεως, ὄχι ἂν τὴν εἶχα ἁπλῶς δίπλα μου ἢ ζούσαμε μαζί, ἀλλὰ θὰ ζοῦσα σὲ εὐτυχία ἀπόλυτη, ἂν αὐτὴ χαιρόταν τὴ ζωή της ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀπόφασις της δὲν ἦτο ἀπὸ ἐγωϊσμὸ, ἢ ἀπὸ αἰχμαλωσία δαιμονικὴ ἢ καὶ ἐμπαθὴς ἀνθρώπινη παρέμβαση.
Ἔτσι, αὐτὴ τὴ νύχτα τοῦ ἔρωτα καὶ τῶν βασάνων τὰ πάντα ἄλλαξσαν μέσα μου. Ἀπό τότε ἄρχισα νὰ προσεύχωμαι δυνατά. Νὰ πηγαίνω στὴν ἐκκλησία. Νὰ προκόβω στὰ μαθήματα. Αὐτὴν τὴν εἶχα παραδώσει συνειδητὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ μοῦ ἀρκοῦσε, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ προχωρῶ ἐλεύθερα, ὁλόκληρος ὄχι μισερός. Εἴθε γιὰ ὅλους.

Ἡ ἀγάπη μου γι’ αὐτὴν καὶ ἡ μὴ ἀνταπόκρισισή της ἦταν ἡ πιὸ συγκλονιστικὴ δοκιμασία τῆς ζωῆς ποὺ μὲ διέλυσε μὲν, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλο ἄνθρωπο.
Διαλυμένος, ὑπάρχω. Καὶ συμπονῶντας, συζῶ μὲ γεναιότητα μὲ τοὺς βασανισμένους, ποὺ παρηγορεῖ ἡ παρουσία μου καὶ μὲ συναιτίζει ἡ ὑπομονή τους.
Τὸ καντήλι τῆς ζωῆς μου τρέφεται μὲ λάδι ἀστείρευτο καὶ ἔλεος ἀγαλλιάσεως.

Ἕνας καυχιέται γιὰ τὰ κατορθώματα ποὺ πέτυχε καὶ μένει δέσμιος στὴ μετριότητα τοῦ μεγαλείου του.
Ἄλλος κλαίγεται γιὰ τὴν ἀνικανότητά του νὰ σταδιοδρομήση ἐπαγγελματικὰ καὶ νὰ διακριθῆ στὴν κοινωνία καὶ χαίρεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Δίπλα σ’ αὐτοὺς, ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὸν λόγο τους, ὑπάρχουν κάποιοι ἁπλοὶ καὶ συνηθησμένοι ποὺ τοὺς ἐπισκέφθηκε ἡ χάρι τῆς ἀλήθειας καὶ τοὺς χτύπησε ἕνας ἔρωτας μυστικὸς ποὺ τοὺς ἀλλοίωσε τὴ ζωή.
Οὔτε ἡ δόξα τοῦ κόσμου χορταίνει τὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε τὰ βάσανα τὴν καταβάλλουν. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ξεπερνᾶ τὰ πάντα· ἀνάγει τὸν ἄνθρωπο στὰ ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν, ὅπου ἡ ἐλεθυερία τῶν μελλόντων.
Μέσα μου μένει ἡ πλαγιά, μὲ τὸν χωματόδρομο, καὶ τὸ ἁπλὸ σπιτάκι, μὲ τὴν τσιμεντένια πλάκα γιὰ σκεπή. Ὅλη τὴν περιοχή, τὰ πράγματα καὶ τὰ ζῶα τὰ φωτίζει ἡ παρουσία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ζῆ ἐκεῖ.

Δὲν εἶναι εὔκολο ἄνθρωπος ξένος νὰ περάση καὶ νὰ μείνη γιὰ λίγο μαζί του, χωρὶς νὰ δεχθῆ καὶ νὰ κρατήση μέσα του ἀναμμένη κάποια λαμπάδα ἀγαθῆς μνήμης.
Μπορεῖ κάποιος νὰ ἀνακατεύη τὴ σύγχυσι μὲ ὅλες τὶς κουτάλες τῆς ἀντοχῆς του. Μπορεῖ νὰ σχολιάζη τὴν ἐπικαιρότητα καὶ νὰ νομίζη ὅτι κάνει κοινωνιολογία ἢ θεολογία καὶ νὰ μὴν κάνη τίποτε. Καὶ τοῦτος νὰ καλλιεργῆ ντομάτες καὶ πατάτες σὲ μιὰν ἄκρη τῆς γῆς. Δὲν τὸν ξέρει κανεὶς σὰν πνευματικὸ παράγοντα. Οὔτε τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ νὰ ἀντιπροσωπεύη κάτι ἰδιαίτερο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ὅμως, μιὰ ἀπροσδιόριστη εὐωδία βγαίνει ἀπὸ τὴ δωρικὴ παρουσία του καὶ μπαίνει στὰ φυλλοκάρδια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν πλησιάζει. Τότε νοιώθεις ὅτι κάποιοι ἄγνωστοι καὶ ἀνύπαρκτοι βοηθοῦν ἀοράτως τὸν κόσμο νὰ κρατιέται στὴν ὕπαρξι.
Δὲν ξεχνᾶς τὸν λόγο τους. Ἡ μορφή τους μένει στὴ μνήμη σου. Εἶναι κάτι μικρὸ καὶ ἀσχολίαστο ποὺ ἔχει τὴ μεγαλειότητα τοῦ ἀπερίγραπτου.
Δὲν ἐνοχλεῖ κανένα, οὔτε ζητᾶ νὰ τὸν προσέξουν. Τὸ ἦθος τῆς μορφῆς καὶ τῆς ζωῆς του μοιάζει μὲ τὴν ἱερότητα τῆς περιοχῆς ποὺ τὸν περιβάλλει· τοὺς λόφους ποὺ εἶναι γεμᾶτοι θυμάρια καὶ ἀσπαλάθους.
Ἀπὸ τὴν ἄγονη τούτη γῆ ἕνα ἄρωμα διαπεραστικὸ κάνει τὶς μέλισσες νὰ βγάζουν τὸ πιὸ δυνατὸ μέλι, ποὺ ὅταν τὸ βάλης σὲ γυάλινο βάζο, μυρίζει γιὰ καιρό, ἀφοῦ τὸ ἀδειάσης.
Ἀφοῦ φύγης ἀπὸ κοντά του, παίρνεις μαζί σου μιὰ αἴσθησι ζωῆς ποὺ σοῦ ἄφησε ἡ ἀνεπιτήδευτη συμπεριφορὰ, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μακρυὰ καὶ μένει γιὰ πάντα, καὶ ὅποιος τὴ καταλάβη γίνονται μέσα του πηγὴ ἀστείρευτη.

Μακάρι γιὰ ὅλους μας, νὰ ἀπολαμβάνουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταδίδουμε.

Ἀπὸ τὶς Ὁμιλίες τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀποτυπώματα», Ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, (ἔκδ. Ἱ. Μ. Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος)
Ἐπιμέλεια κειμένου π. Γεώργιος Καλαντζῆς

άγιος γεράσιμος

Ἀπολυτίκιον 

Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα. 

 Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου