Καρδίᾳ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη
Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950
Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα. Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλούσα.
Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, πούνε σὰν ξωκκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένο ἀνάμεσα στ’ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλώνας, κρυμμένο, σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. Ἡ καρδιὰ μου ζεστάθηκε, κρυμμένη καὶ κείνη μέσα μου. Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, κι οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα, καὶ πὼς ἄλλος ἤλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ’ ἔχουνε ξεχασμένο, κι ἡ χαρὰ ἡ μυστική, ποὺ τὴ νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἤσυχα κι εἰρηνικά, κι ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο, ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον ποὺ φανερώνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο, καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, τοὺς χαρούμενους, τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους, καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κραςὶ τῆς τράπεζάς του ὅσους κρεμάσανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον.
Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μπορούσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατὶ δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεκτὸς μὲ τὴν συντριβή τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυὶδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». Ἐπειδὴ ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία. Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώθουνε αὐτά, γιατὶ δὲν θέλουνε νὰ πονέσουνε καὶ νὰ ταπεινωθούνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάποιο πρᾶγμα ποὺ εἶναι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.
Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο γιατὶ γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται, καὶ δάκρυα γιὰ μένα γιατὶ πολλὲς φορὲς δείλιασα μπροστὰ στὴ φτώχια καὶ στοὺς ἄλλους πειρασμούς, καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι ἀντρειεύθηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κι ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχια, παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ. Καὶ κατάλαβα καλὰ πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατὶ ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κι ἡ παρηγοριά, κι ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Ἀληθινά, ἡ φτώχια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει ὅμως καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τὴν ἀφοβία τὴ δίνει ὁ Κύριος, ἄμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο ποὺ ἡ ἀντρία λέγεται ταπείνωση, καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ἐξευτελισμός, δὲν βαστᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή», καὶ γιατὶ εἶπε πάλι: «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπίσθηκε ἀπό ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατὶ λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι’ αὐτόν, παρεκτὸς τοῦ Θεοῦ.
Κι ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μιὰ ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κι εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κι εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνᾶς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἄδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσες τὴ φωνή μου. Ἄβυσσο ἄπατη μὲ ἔζωσε. Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς, ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατάλυτες. Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς Ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. Ἂς ἔρθει ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη Ἐκκλησιά Σου. Ὅσοι φυλάγουνε μάταια καὶ ψεύτικα θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα γιατὶ μ’ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονές τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ συχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ νοιώσω πὼς εἶμαι κερδισμένος ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πὼς εἶμαι ζημιωμένος.
Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸ ἀπομέσα πλούτος καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουνε ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράματα. Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος, καὶ πίστευα κι ἐγὼ πὼς ἤτανε στ’ ἀληθινὰ χαρὰ κι εὐτυχία. Μὰ γλήγορα κατάλαβα πὼς ἤτανε ψευτιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες, καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικά της μάτια, καὶ τότε δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ, καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ’ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεκτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.
Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ’ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ’ Αὐτόν».
Ἀδέλφια μου, δώστε προσοχὴ στὰ λόγια μου! Ἔτσι ποὺ βλέπετε, ἔβλεπα κι ἐγώ, καὶ θαρροῦσα πὼς ἔβλεπα, μὰ τώρα κατάλαβα πὼς ἤμουνα στραβὸς καὶ κουφὸς καὶ ποδαγρός. Μετὰ χαρᾶς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν ἀνοίγουνε τὰ μάτια στὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς, μήτε τ’ αὐτιὰ ἀκοῦνε τὰ καλὰ μηνύματα, μήτε τὰ πόδια περπατᾶνε στὸν δρόμο ποὺ πάγει ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ αἰώνια πολιτεῖα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνε εἰρήνη κι ἀνάπαψη οἱ ἀγαπημένοι του. Ὅποιος δὲν καταλάβει πὼς εἶναι ἀπροστάτευτος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ἔρημος στὸν κόσμον τοῦτον, δὲν θὰ ταπεινωθεῖ. Κι ὅποιος δὲν ταπεινωθεῖ δὲν θὰ ἐλεηθεῖ. Ἡ λύπη τῆς διάνοιας μᾶς σιμώνει στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ δὲν θέλω καμιὰ καλοπέραση, ἀλλὰ καρδιὰ συντριμμένη.
Δόξα σοι ὁ Θεός, καλὰ ἤμαστε! Μακάριος εἶναι ὅποιος εἶναι ξεχασμένος. Ὁ κόσμος παραπέρα γλεντᾶ, χορεύει. Λὲς πὼς κερδίσανε τὴν ἀθανασία, τώρα ποὺ ἦρθε ὁ καινούργιος χρόνος, ἀντὶς νὰ κλάψουνε πὼς σιμώνουνε ὁλοένα στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πονηρῆς ζωῆς. «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τί κάνουνε; Πού πᾶνε; Σὲ λίγο θὰ καταντήσουνε τὰ κόκκαλά τους σὰν λιθάρια ἄψυχα, θὰ γκρεμνιστοῦνε τὰ παλάτια τους, θὰ σβύσει ὅλη τοῦτη ἡ ὁχλοβοὴ κι ἡ φωτοχυσία, σὰν κάποιο πρᾶγμα ποὺ δὲν γίνηκε ποτές. Ὢ κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε; «Ἴνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητῆτε ψεύδος;».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Φώτη Κόντογλου, “Εὐλογημένο καταφύγιο”, ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ»
Ἐπιμέλεια κειμένου:π. Σάββας Γεωργιάδης