Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα τὴν συμβολὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στοὺς δύο πρώτους μεγάλους Ἠθικούς του Λόγους, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι κυρίως στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, στηριζόμενος στὴν παλαιὰ παραδοσιακὴ ἄποψη τῶν δύο Ἀδάμ.

«Καθάπερ οὖν ἐν τῇ πλάσει πάλαι τῆς προμήτορος Εὔας τὴν τὸν Ἀδὰμ πλευρὰν ἐψυχωμένην ἔλαβεν ὁ Θεός καὶ εἰς γυναῖκα ταύτην ἀνοικοδόμησε καὶ εἰς ψυχὴν ζῶσαν τελείαν πεποίηκε, καὶ τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐψυχωμένην σάρκα λαβὼν ἐκ τοῦ φυράματος τῆς φύσεως ἡμῶν, ἤτοι ἐκ τῆς ψυχῆς ὁμοῦ καὶ τοῦ σώματος, ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεός, ἥνωσε τῇ ἑαυτοῦ ἀκαταλήπτῳ καὶ ἀπροσίτῳ θεότητι, μᾶλλον δὲ τῇ ἡμετέρῳ οὐσίᾳ ὅλην τῆς θεότητας αὐτοῦ τὴν ὑπόστασιν ἑνώσας οὐσιωδῶς, ἀμίκτως ἐγένετο τέλειος Θεάνθρωπος».

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀποκαλεῖ τὴν Παρθένο Μαρία νύμφη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀμόλυντη καὶ ἁγία σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ συγχρόνως σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ Παναγία παραμένει ἄνθρωπος:
«Ταύτην ἠγάγετο, συγκρίνων αὐτὴν, ὡς μὲν πρὸς τὸν ἑαυτῆς νυμφίον καὶ τὸν ἐκείνου Πατέρα, ὡς ἄνθρωπον, ὡς δὲ πρὸς ἡμᾶς, ἁγίαν καὶ ὑπεραγίαν καὶ ὑπὲρ ἅπαντας ἀνθρώπους πασῶν τῶν γενεῶν καθαρωτάτην καὶ ἄχραντον».

Γιορτάζουμε κάθε χρόνο στὶς 28 Ὀκτωβρίου τὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης καὶ γιὰ τὴν γιορτὴ αὐτὴ συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιὰ τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι πολλοὶ γιορτάζουν τὶς μεγάλες γιορτές, ξέρουν τὸ ὄνομά τους, δὲν ξέρουν ὅμως τὸ βαθύτερο νόημά τους, οὔτε τὸ μήνυμα ποὺ θέλει νὰ ἐξαγγείλει ἡ Ἐκκλησία μας μέσω τῶν ἑορτῶν αὐτῶν.

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦταν ἀπὸ παλαιοτάτων χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἁγίας Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφόρους Ἁγίους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφτασε στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ παρακαλῶντας τὸν Υἱό Της γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν δέησή Της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι Της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε καὶ μὲ μία κίνηση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ ὁσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφάνιο, ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ ἐσθῆτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Ἁγία Σκέπη νὰ μαζεύεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστούς.

Αὐγουστος 2023

Ὁ Ἱερομάρτυς καὶ Ἰσαπόστολος, ὁ φωτιστὴς τοῦ ὑπόδουλου Γένους, ὁ θαυματουργὸς ὅσιος, ὁ ἔνδοξος καὶ λαοφιλὴς ἱερομάρτυς, γεννήθηκε τὸ 1714 στὸ χωριὸ Μεγάλο Δένδρο τῆς Αἰτωλίας. Ἔλαβε ἀνώτερη μόρφωση στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία, ὅπου εἶχε γιὰ δασκάλους τὸν Παναγιώτη Παλαμᾶ καὶ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη.
Τὸ 1759 ἐκάρη μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, χειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ χρημάτισε ἐφημέριος τῆς μονῆς του. Ἡ φλόγα ὅμως ποὺ καθημερινὰ ἔκαιγε στὴν ταπεινή του καρδιά, γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ὑποδούλους ἀδελφούς του, τὸν ἔφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Σεραφεὶμ Β΄ καὶ ἀφοῦ πῆρε τὶς συμβουλὲς τοῦ ἀδελφοῦ του Χρύσανθου τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τὶς εὐχὲς ἐμπείρων Ἁγιορειτῶν Γερόντων, ἄρχισε τὴ μεγάλη κι ἐθνοσωτήρια ἱεραποστολική του δράση.