H εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στὴν Ἁγία Γραφη καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ὅλη ἔννοια τῆς Ἑορτῆς. Μὲ τὰ χρώματα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν λεπτομερειῶν κι ἀκριβῶς μὲ τὴν ἁπλοϊκότητά της, εἶναι ἡ πιὸ χαρωπὴ ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν.
Ὡς πρὸς τὸ περιγραφικό της στοιχεῖο, ἡ εἰκόνα ἀντιστοιχεῖ στὸ κοντάκιον: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσιν. Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».
Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, ἔχει δύο ὄψεις ποὺ ὑπογραμμίζουν τόσο τὴν θεότητα ὅσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπί πλέον μᾶς δείχνει τὴν ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος πάνω στὸν φυσικὸ κόσμο.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας «εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως καὶ ἀνανεώσεως τοῦ κόσμου», καί προαναγγέλει τὴ μέλλουσα μεταμόρφωση τῆς κτίσεως. Γι' αὐτὸ ὅλη ἡ δημιουργία λαβαίνει μέρος στὸ μυστήριο τῆς γεννήσεως τοῦ Λυτρωτῆ καὶ βλέπουμε γύρω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο τοὺς ἐκπροσώπους ὅλων τῶν κτισμάτων, ποὺ τοῦ προσφέρουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους, κατὰ τὸ στιχηρόν:
«Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς; Ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει. Οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανό τὸν ἀστέρα, οἱ μάγοι τὰ δῶρα, oἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην, ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον».
Τὸ Παιδίον, ποὺ κατέχει τὸ κέντρο τῆς συνθέσεως, ἐσπαργανωμένον, ἀναπεσμένο στὴ φάτνη, στὸ σκοτεινὸ βάθος τοῦ σπηλαίου, εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς ποὺ φανερώθηκε σ᾿ ἐκείνους ποὺ κάθονταν «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, γιὰ νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τῆς ξαναδώσει τὸ «ἀρχαῖο κάλλος».
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καὶ καταλήγει μὲ τὴν ταπείνωση. Ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει τὴν κένωση τῆς θεότητας, τὴν ταπείνωση, τὸ ὁλοκληρωτικὸ κατέβασμα Ἐκείνου, ποὺ στὴν φάτνη προδιατυπώνει καὶ τὸν θάνατό του καὶ τὸν τάφο του, ὅπως καὶ μὲ τὰ σπάργανα προσημαίνει τὸ σάβανό του.
Μέσα στὸ σπήλαιο, δίπλα στὸν Σωτῆρα, βλέπουμε τὸν «βοῦν» καὶ τὸν «ὄνον» πού μέ τήν παρουσία τους ἐξηγεῖται ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα: «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δὲ (Ἐ)μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς (Ἐ)μὲ οὐ συνῆκεν».
Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι τὸ κεντρικὸ πρόσωπο καὶ κατέχει κεντρική θέση στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Ἡ Θεομήτωρ στὴν Γέννηση -στὴν ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου- εἶναι ἡ καινούργια Εὔα. Ὅπως ἡ πρώτη Εὔα ἔγινε μητέρα τῶν προχριστιανικῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἡ νέα Εὔα, ἡ Παρθένος Μαρία, ἔγινε μητέρα τῆς θεωθείσης ἀνθρωπότητος.
Γύρω ἀπὸ τὰ κεντρικὰ πρόσωπα τοῦ Παιδίου καὶ τῆς Θεοτόκου, βλέπουμε τὶς λεπτομέρειες ποὺ μαρτυροῦν, συγχρόνως, καὶ τὸ γεγονὸς τῆς θείας σαρκώσεως καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε πάνω στὴν ὅλη κτίση.
Οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν τὸ διπλό τους λειτούργημα: δοξολογοῦν, τὸν Θεὸ καὶ φέρνουν τὰ «εὐαγγέλια» (= τὶς καλὲς ἀγγελίες) στοὺς ἀνθρώπους.
Οἱ ἁπλοϊκοὶ ποιμένες, ποὺ γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο καί ἀξιώνονται νὰ γίvουν μάρτυρες θαύματος, ἐκπροσωποῦν τήν ἀνθρώπινη αὐθεντικότητα, τόν ὄντως ἄνθρωπο.
Παριστάνονται στὴν εἰκόνα ἀκούοντας τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων καὶ συχνὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς τσομπάνηδες παίζει τὴν φλογέρα του, ἀνακατώνοντας τὴν μουσική -τὴν ἀνθρώπινη τέχνη- μὲ τὸ ἀγγελικὸ ᾆσμα.
Ὁ Ἀστὴρ, ποὺ κατευθύνεται πάνω στὸ σπήλαιο καί ὁδηγεῖ τοὺς Μάγους δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σημεῖο, ἀλλά ξεπερνᾷ τὰ ὅρια τῆς εἰκόνας καὶ ὑποδηλώνει συμβολικὰ τὸν οὐράνιο κόσμο.
Οἱ Μάγοι, ἄνθρωποι τῆς γνώσεως, πρέπει νὰ κάνουν ἕνα μακρὺ δρόμο ποὺ θὰ τοὺς φέρει ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ σχετικοῦ στὴν γνώση τοῦ Ἀπόλυτου, συνήθως μέσῳ τοῦ ἀντικειμένου τῶν μελετῶν τους. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει πὼς oι Χαλδαῖοι ἀστρονόμοι δέχονταν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν σχετικὴ μὲ τὸ ἄστρο προφητεία τοῦ Βαλαάμ. Στὸν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων ἀκοῦμε: «Τοῦ μάντεως πάλαι Βαλαὰμ τῶν λόγων μυητάς, σοφοὺς ἀστεροσκόπους, χαρᾶς ἔπλησας». Οἱ μάγοι παριστάνονται γενικὰ σὲ διάφορες ἡλικίες, γιὰ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἀποκάλυψη δίδεται στοὺς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἡλικία καὶ τὴν κοσμικὴ πεῖρα τους.
Ἡ Ἐκκλησία βλέπει στοὺς ποιμένες -στὰ πρῶτα αὐτὰ τέκνα τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ προσκύνησαν τὸ Παιδίον- τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐξ Ἰουδαίων Ἐκκλησίας, καὶ στοὺς μάγους τὴν «ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν», τὴν «ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίαν».
Ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ δὲν ἔχει θέση στὸ κεντρικὸ μέρος τῆς εἰκόνας, ἀλλ᾿ ἀπεναντίας βρίσκεται σαφῶς χωρισμένος ἀπὸ τὸ Παιδίον καὶ τὴν Παναγία. Δὲν εἶναι ὁ πατέρας. «Ἤττηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι».
Εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βιώσουμε οὐσιαστικώτερα τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύντομη ἔκθεση τοῦ περιεχομένου τῆς εἰκονογραφίας τῆς Γεννήσεως.
Χριστός γεννᾶται δοξάσατε
Ἡ Θεολογία τῆς Εἰκόνας στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Λεωνίδας Ουσπένσκυ)
Διασκευὴ π. Γεώργιος Καλαντζῆς
Δεκέμβριος 2016