Περὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν λειψάνων καὶ περὶ τῶν ἑορτῶν
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔδωσαν ἀπαντήσεις σὲ ὅλα τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ λύσεις στὰ προβλήματα τῆς κοινωνίας διαχρονικὰ καὶ ἡ προσφορά τους ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητη πηγὴ γνώσης καὶ πνευματικῆς ἀγωγῆς καὶ γιὰ τὸν ἀνθρωπο τῆς τρίτης χιλιετίας.
Ὁ τιμῶν τοὺς ἁγίους, τοὺς ἀγαπᾶ, καὶ ὁ ἀγαπῶν αὐτοὺς τοὺς ὑπηρετεῖ, τοὺς ἀκολουθεῖ πάντα καὶ παντοῦ, προσπαθώντας νὰ τοὺς μιμεῖται, καθὼς καὶ αὐτοὶ μιμήθηκαν τὸ Χριστό. Οἱπρῶτοι, ποὺ ἔδειξαν τιμὴ καὶ ὑπηρέτησαν τοὺς ἁγίους, εἶναι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ φρόντισαν νὰ συγκεντρώνουν τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὀνομάζει τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ διασώζουν ἱερὰ λείψανα «μάρτυρες ζῶντες». «Καὶ γάρ, εἰ καὶ μὴ ἀπετμήθησαν, ἀλλ’ ἑλόμενοι πρότερον τοῦτο παθεῖν, οὕτως ἐπὶ τὴν ἄγραν τῶν σωμάτων ὥρμησαν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡμέρα θανάτου τῶν ἁγίων εἶναι ὡς «γενέθλιος ἡμέρα» στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡμέρα νίκης, χαρᾶς καὶ ἑορτασμοῦ καὶ καταγράφεται ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα.
Ὡς μιμητὲς τῶν ἁγίων, οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἀποκαλύπτουν τὴν οὐσία αὐτοῦ τοῦ ἑορτασμοῦ καὶ τῆς τιμῆς, ποὺ μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους προκύπτει, καὶ πλροφορούμεθα ἀπὸ τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους σὲ διάφορους ἁγίους ὅτι ἡ πανήγυρη ἤταν μία μεγάλη τοπικὴ ἑορτή, διάρκειας δύο ἡμερῶν, ὅπου ἄρχιζαν ἀποβραδὶς μὲ ἀγρυπνία, Θεία Εὐχαριστία καὶ περιφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ γειτονικῶν κοινοτήτων. Ἡ ἑορτὴ δὲν τελεῖται χάριν τῶν Ἁγίων, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τοὺς ἁγίους ὁ ἔπαινος μηδὲν ποιεῖ λαμπροτέρους», ἀλλὰ χάριν ἡμῶν ὡς «χρήζοντες τῶν πρεσβειῶν των».
Οἱ ἑορτὲς καὶ ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων ξεκίνησε ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν μαρτύρων καὶ ἐν συνεχείᾳ κατὰ τὴ διαρκεια τῶν διωγμῶν ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων ἐκδηλωνόταν κυρίως στὶς κατακόμβες καὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο «θεσπίσματα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μετὰ τὸ 313 μ.Χ. ἔχομεν τὴ δημιουργία νέων χώρων λατρείας, ἀνέγερση ναῶν πρὸς τιμὴ τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ εἰς δόξαν Θεοῦ.
Ἡ ὀνοματοθεσία μας μὲ ὀνόματα ἁγίων καὶ ἡ ἐμφάνιση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ ἔκφραση τιμῆς τῶν ἁγίων καὶ ἔρχεται ὡς ἀπάντηση εὐγνωμοσύνης τῶν πρεσβειῶν των.
Ἐξ ἀρχῆς ἡ Ἐκκλησία, στὰ πλαίσια τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν προσώπων τῆς Βίβλου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων της, προχώρησε στὴν ἀπεικόνισή τους, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐκφράζει τὴ θεολογικὴ καὶ παιδαγωγικὴ ἀξία τῶν εἰκόνων σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γρηγόριο, ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα ὅσα ἀκοῦμε καὶ διαβάζουμε τὰ παρουσιάζουν «ἀκριβέστερα καὶ φαιδρότερα», «συντομότερα καὶ εὐπειθέστερα» καὶ λειτουργοῦν ὡς πρότυπα. «Ζῶντες μάρτυρες, ἔμπνοοι στῆλαι, σιγῶντα κηρύγματα».
Ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων ἐκφράζεται διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἐκδηλώνεται διὰ τῆς προσκήνυσης καί τοῦ ἀσπασμοῦ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἱερῶν λειψάνων. Ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἶναι ἁπλῶς τιμητικὴ καὶ ὄχι λατρευτική· δὲν εἶχε ποτὲ εἰδωλολατρικὸ χαρακτῆρα.
Σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὑπάρχει ὁ σεβασμὸς ἐκ μέρους τῶν ἐν ζωῇ ἀνθρώπων πρὸς τοὺς νεκρούς μας μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐνταφιάζουμε μὲ ἰδιαίτερη τιμή, καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἰδιαίτερα στό Χριστιανισμό τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». «Εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός, ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιος ἐστιν, οἵτινες ἐστὲ ὑμεῖς».
Τὰ ἅγια λείψανα δὲν εἶναι ἄψυχα σώματα καὶ γυμνὰ ὀστᾶ, ἀλλὰ περιβάλλονται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν τὴ θεία χάρη καὶ εἶναι ὁ ἱερὸς τόπος συνάντησης τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο, ὅπου παραβρίσκεται ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς τῆς χαριτωμένης ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀποτελοῦν ἰδιαίτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ διεγειρόμεθα σὲ ζῆλο καὶ μίμηση πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ὅλη δημιουργία.
Ὁ ἅγιος παιδαγωγεῖ -λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος- καίτοι κεῖται ἐν πολλῇ σιγῇ, «τάφον μόνον ἰδόντες τῶν ἁγίων, πολλὲς ἐξεχέατε δακρύων πηγάς, καὶ διεθερμάνθητε ἐν ταῖς εὐχαῖς»· καὶ παρομοιάζει τὰ σώματα τῶν ἁγίων μὲ τείχη ἀκαταμάχητα, ποὺ μᾶς προστατεύουν ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἀτεμάχιστη θεϊκὴ δύναμη, ποὺ διασώζεται σὲ κάθε μικρὸ κομμάτι λειψάνων μᾶς στέλνει στὴν πραγματικότητα «τοῦ μελιζομένου καὶ μὴ διαιρουμένου, τοῦ ἐσθιομένου καὶ μηδέποτε δαπανουμένου», τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ δικαιολογεῖ τὴ συνήθεια τοῦ τεμαχισμοῦ τῶν ἱερῶν λειψάνων.
Ἡ στενοτάτη σχέση μεταξὺ τοῦ τάφου τῶν μαρτύρων (τῶν ἱερῶν λειψάνων) καὶ τῆς τέλεσης τῆς θείας Εὐχαριστίας –ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν– παρέμεινε ὡς ἄγραφος θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα, μὲ τὰ ἐγκαίνια καὶ τὴν τοποθέτηση στὴν νέα Ἁγία Τράπεζα ἱερῶν λειψάνων.
Ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ εἶναι ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐτήσιες μνῆμες τῶν ἁγίων ἔχουν ὡς κέντρο καὶ κορύφωση τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες μᾶς προτρέπουν διὰ τῆς τιμῆς καὶ μίμησης τῶν Ἁγίων σὲ ἐνάρετο βίο: «ἐλευθερωθῶμεν παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» καὶ «παραστήσωμεν τὰ σώματα ἡμῶν καὶ τὰς ψυχὰς θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ».
Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς
Ἰανουάριος 2019