Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο σὲ μιὰ ἐποχὴ δύσκολη ποὺ ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς μας βρίσκεται σὲ δυσχερῆ θέση.
Ἀπὸ τὴ μιά, ἡ φτώχεια, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ καταπίεση ὁδηγοῦν στόν ἐξισλαμισμὸ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ξένοι μισιονάριοι, ἀλλὰ καὶ οἱ σπουδαγμένοι ἀπὸ τὴν Ἑσπερία, προπαγανδίζουν τὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, μὲ ἤδη λαμπρὲς σπουδὲς καὶ Ὀρθόδοξη ἀγωγή, πηγαίνει στὸ Ἅγιο Ὅρος τὸ 1775, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, καὶ μὲ ταπείνωση καὶ αἴσθημα εὐθύνης ἀναλαμβάνει νὰ βοηθήσει τὸ κατὰ δύναμιν τὸ Γένος στὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει. Ξέρει ὅτι ὁ λαὸς κινδυνεύει νὰ ἐξισλαμισθεῖ ἤ νὰ φραγκέψει, ὄχι τόσο γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴν ἀνέχεια, ὅσο γιατὶ δὲν γνωρίζει σὲ βάθος τὴν πίστη στὴν ὁποία ἐνστικτωδῶς καὶ ἐκ παραδόσεως στηρίζεται.
Ὅμως ξέρει ὅτι, ὅπως φανερώνουν τὰ πατερικὰ κείμενα καὶ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ὅσο ἀγωνίζεται κανεὶς τὸν ἀγώνα τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, ὅσο προσπαθεῖ ν’ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ ἀγάπη, τόσο ὁ νοῦς του φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, δέχεται καὶ γεύεται τὴ χάρη Του «γνωστῶς καὶ εὐαισθήτως», γίνεται πλούσιος ὑπὲρ πάντα πλοῦτον καὶ δυνατὸς ὑπὲρ πάσαν δύναμιν καὶ δὲν φοβᾶται μήπως τὸν ταπεινώσουν, τὸν ἀπογυμνώσουν ἤ τὸν θανατώσουν, γιατὶ ἤδη ζεῖ μὲ τὸν Θεό καὶ μετέχει στὴν αἰωνιότητα. Ξέρει ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δὲν ἀλλάζει μὲ τὶς ἐποχές. Μόνο ἡ ἔκφραση
καὶ ἡ ὁρολογία μεταβάλλονται. Ἔτσι, ἀναλαμβάνει νὰ φωτίσει τὸν λαὸ μὲ Πατερικὰ κείμενα, μὲ τὰ βιβλία του, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἵδρυση σχολείων.
Τὸ 1782 ἐκδίδει τὸ χειρόγραφο τῆς «Φιλοκαλίας» καὶ τὸ 1783 τὸν «Εὐεργετινό». Μέσα στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφοδοσία τοῦ δοκιμαζόμενου λαοῦ μας, ἐπεξεργάζεται τὸν «Συναξαριστὴ τοῦ ἐνιαυτοῦ», τὸ «Νέον Ἐκλόγιον» καὶ τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον», φροντίζοντας ἀφ’ ἑνὸς ἡ πληθώρα τῶν ἁγίων νὰ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ νὰ περιλαμβάνει ὄχι μόνον ἁγίους ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχοὺς, ἀλλὰ καὶ λαϊκοὺς ποικίλων ἐπαγγελμάτων καὶ κοινωνικῶν θέσεων, γιὰ νὰ ὑποδεικνύει στὸν
καθένα τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ παραμείνουν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη, μιμούμενοι τοὺς Νεομάρτυρες, καὶ τοὺς ἀλλαξοπιστήσαντες νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ ἡ μέριμνά του γιὰ τὴ διάδοση τῆς τιμῆς τους στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο τὸν ὁδηγεῖ νὰ συνθέσει πλῆθος Ἀκολουθιῶν (γύρω στὶς 60) ἤ νὰ συμπληρώσει ἤδη ὑπάρχουσες. Ξεχωρίζει ἡ Ἀκολουθία ποὺ συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῶν Ὁσίων τοῦ Ἄθω, μὲ θαυμαστὸ ἐγκώμιο, ὅπου συνοπτικά βιογραφεῖ ὅλους τοὺς Ἁγίους τοῦ Ὅρους.
Γιὰ νὰ βοηθήσει ἐξομολόγους καὶ ἐξομολογουμένους, συντάσσει καὶ ἐκδίδει τὸ 1794 τὸ «Ἐξομολογητάριον», μὲ συμβουλὲς καὶ γιὰ τοὺς δὺο καὶ τὸ 1800 ἐκδίδει τὸ «Πηδάλιον» κωδικοποιώντας ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους κανονολόγους καὶ ἑρμηνεύοντας τοὺς πλείστους Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν πιστῶν, ἐπεξεργάζεται καὶ βιβλία ἄλλων συγγραφέων, ὅπως τὸ «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως» τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο», τὰ ὁποῖα ἀνακάλυψε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς καὶ ὀρθοδοξοποίησε ὁ Ἅγιος Νικόδημος.
Τέλος, συντάσσει καὶ ἐκδίδει κάποια ἐντελῶς δικά του ἔργα, ὅπως τὸ «Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων» καὶ τὴ «Χρηστοήθεια», ὅπου ἐκθέτει τὴν ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πλῆθος ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν παραπομπῶν ἀπὸ μνήμης, μὲ ἠθικὲς συμβουλὲς πρὸς τοὺς πιστούς.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς ποικίλες ἐναντίον τοῦ συκοφαντίες, συντάσσει τὴν «Ὁμολογία πίστεως», ὅπου φαίνεται ἡ καθαρότητα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματός του.
Ἔζησε πολὺ ἀσκητικά, στὴν Ἱ. Μονὴ Ἁγ. Διονυσίου ἀρχικὰ καὶ σὲ διάφορες καλύβες τῆς Καψάλας στὴ συνέχεια, συνήθως ὡς ὑποτακτικὸς ἤ φιλοξενούμενος ἄλλων γεροντάδων. Στὶς ἔριδες γιὰ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων καὶ τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως πῆρε τὸ μέρος τῶν ἀποκαλουμένων «κολλυβάδων», στηρίζοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ζωογόνησε ὄχι μόνο τὸν ἑλληνικὸ λαὸ μὲ τὰ καθάρια νάματα τῆς Παραδόσεώς μας, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Ἡ Φιλοκαλία, ποὺ μεταφράστηκε ταχύτατα ἀπὸ τὸν ἅγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ διαδόθηκε σὲ λίγα χρόνια στὴ Μολδαβία καὶ στὴ Ρωσία, ἄλλαξε ἄρδην τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν ἀπανταχοῦ ὀρθοδόξων.
Οἱ περισσότεροι «κολλυβάδες», μετὰ τὸν διωγμὸ τους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος, διασκορπίστηκαν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ τὴν Πελοπόνησο ὅπου ἵδρυσαν μοναστήρια ποὺ λειτουργοῦσαν κατὰ τὸ ἁγιορείτικο τυπικό, μὲ ἔμφαση στὴ λατρευτικὴ ζωή, στὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴ συχνὴ θεία μετάληψη, καὶ ἔθεσαν τὴ σφραγίδα τους στὶς τοπικὲς κοινωνίες. Ὁ Μωραϊτίδης καὶ ὁ Παπαδιαμάντης, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 19ου αἰώνα, παρουσίασαν σαρκωμένη στὴ ζωὴ καὶ στὰ κείμενά τους τὴν κολλυβαδικὴ πνευματικότητα καὶ ποδηγετοῦν ἀκόμα τοὺς Ἕλληνες (ἅς θυμηθοῦμε τὴ ρήση τοῦ Ἐλύτη: «Ὅταν βρίσκεστε σὲ δύσκολες στιγμές, ἀδελφοί, μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» καὶ τὸν ἐμπνευστὴ του Ἅγιο Νικόδημο. Γένοιτο).
Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς
Ἰούλιος 2019