Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἐπικαλούμενος καὶ Πρόδρομος, εἶναι υἱὸς τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ. Εἶναι βιβλικὸ πρόσωπο καὶ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν Παλαιὰ θεωρεῖται ὡς "Προφήτης" ἐνῶ στὴν Καινὴ ὡς "Πρόδρομος".
Ἂν καὶ ἡ Ἐλισάβετ φερόταν στεῖρα, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ διαμήνυσε στὸν Ζαχαρία ὅτι τελικὰ ἡ γυναίκα του θὰ γεννήσει ἀγόρι καὶ νὰ τοῦ δώσει τὸ ὄνομα Ἰωάννης.
Στὴ σφαγὴ τῶν νηπίων διασώθηκε ὅταν ἡ μητέρα του Ἐλισάβετ τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της, ἀνέβηκε στὸ βουνὸ καὶ ἔβγαλε κραυγὴ καὶ εἶπε: «Ὄρος Θεοῦ! Δέξου τὴ μάνα καὶ τὸ παιδί». Εὐθὺς τὸ βουνὸ κόπηκε στὴ μέση. Μάνα καὶ παιδὶ πέρασαν ἀπέναντι! «Λίθος μητέραν σὺν τέκνον δέχεται» (Ὄρθρος ΚΘ΄ Δεκεμβρίου).
Οἱ στρατιῶτες μετέφεραν τὰ νέα στὸν Ἡρώδη. Ὁ Ἡρώδης θύμωσε. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σφάξουν τὸν πατέρα τοῦ Προδρόμου. Καὶ τὸν ἔσφαξαν μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου (Μτ.23:35).
Μέχρι τὰ 30 του χρόνια ἔζησε ζωὴ ἀσκητικὴ στὴν ἔρημο, ἀφιερωμένη στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ὁλοκλήρωση: "τὸ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ὡς ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ" (Λουκ. 1,80).
Σύμφωνα μὲ ἀναφορὲς τῶν ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν, ...
Μᾶς κάνουν ἀκάθαρτους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μέσα μας
Ὁ Ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντὶν Βόινο Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στὶς 14/27 Ἀπριλίου 1877 μ.Χ. στὸ Κέρτς τῆς Κριμαίας σὲ ἰδιόμορφο περιβάλλον, ὁ πατέρας του ἦταν Ρωμαιοκαθολικὸς καὶ ἡ μητέρα του ὀρθόδοξη. Σπούδασε στὸ Κίεβο Ἰατρική.
Κατὰ τὸν Ρωσο - Ἰαπωνικὸ πόλεμο (1904) διαπρέπει ὡς χειρουργός, γνωρίζεται μὲ τὴ μέλλουσα σύζυγό του, τὴν Ἄννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά, καὶ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἀποφασίζει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ θεραπεία τῶν πυογόνων λοιμώξεων.
Τὸ 1917 ὁ ἱατρός Βαλεντὶν, ἐνεργὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκλέγεται καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Τασκένδης, ἐνῶ ἔχει ἀρχίσει ἡ ρωσικὴ ἐπανάσταση καὶ ἡ ἐκκλησία βρίσκεται στὸ στόχαστρο τῶν Μπολσεβίκων.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Τασκένδης καὶ Τουρκεστᾶν Ἰννοκέντιος, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Βαλεντίν, τοῦ προτείνει νὰ γίνει ἱερέας (26 Ἰανουαρίου 1921).
Τὸ καλοκαῖρι τοῦ 1923 ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Τασκένδης ἐκλέγουν στὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου τὸν π. Βαλεντὶν Βόινο, ἀλλὰ μὲ ἀπόφαση τῆς G.P.U. (Κρατικὴ Πολιτικὴ Διεύθυνση) ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Τασκένδη, ἐνῷ ὁ λαὸς στάθηκε στὶς γραμμὲς τοῦ τρένου προσπαθῶντας νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀναχώρηση. Ὁ ἐπίσκοπος Βαλεντίν-Λουκᾶς καταλήγει ἐξόριστος στὴν πόλη Τουρουχάνσκ.
Ἔπειτα ἀπὸ 20 περίπου χρόνια συκοφαντιῶν, ἐξοριῶν, βασανιστηρίων καὶ περιπετειῶν, ἀναγνωρίζεται ἡ ἀξία του, ὄχι μόνον ὡς κληρικοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς γιατροῦ, καὶ διορίζεται ὡς ἀρχίατρος (τοῦ στρατιωτικοῦ νοσοκομείου) καὶ σύμβουλος ὅλων των νοσοκομείων τῆς περιοχῆς, βραβεύεται μὲ τὸ βραβεῖο Στάλιν γιὰ τὴν ἡρωικὴ ἐργασία του στὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσφορά του στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη.
Το 1946 τοποθετεῖται ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1960 λειτουργεῖ γιὰ τελευταία φορά.
Τὴν Κυριακὴ 11 Ἰουνίου 1961 κοιμήθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος-γιατρὸς Λουκᾶς Βόινο Γιασενέτσκι καὶ -παρά τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ἀρχῶν- κατὰ τὴν κηδεία του συνέβη λαϊκὴ ἐπανάσταση. «Οἱ δρόμοι, στρωμένοι μὲ τριαντάφυλλα, πλημμύρησαν ἀπὸ κόσμο».
Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1995 μ.Χ. ἀνακηρύχτηκε ἅγιος.
Στὴν συνέχεια θὰ ἐπιχειρήσουμε μιὰ μικρὴ ἀναφορὰ στὸ κηρυκτικό του ἔργο.
Διαβάστε περισσότερα: Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἱατρός ἐπίσκοπος Κριμαίας
Ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος υἱός τοῦ Κων/νου τοῦ Χλωροῦ γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 272-288 μ.Χ. καὶ ὡς γενέτειρες πόλεις αναφέρονται ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας, τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας καὶ ἡ Ναϊσὸς τῆς Ἄνω Μοισίας (σημερινὴ Νὶς τῆς Σερβίας). Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου Χλωροῦ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο.Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος προσευχόμενος, ὑψώνοντας τὰ χέρια του καὶ ἱκετεύοντας νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Ἀληθινὸς Θεός, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «ἐν τούτῳ νίκα». Στὴν σύγκρουση μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικά, ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, προελαύνει ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.
Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, καθιερώνεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας, ὡς ὕψιστο δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νὰ εἶναι σεβαστή ἡ πίστη του, καὶ ὄχι ὡς ἡ σημερινὴ δῆθεν ἀνεξιθρησκία ποὺ στὴν πράξη εἶναι ἡ ἀσύδοτη δυνατότητα τοῦ ὁποιουδήποτε νὰ χλευάζη ὑποτιμητικὰ καὶ νὰ βλάπτει ἀτιμωρητί ὁποιονδήποτε πιστὸ καὶ οἱαδήποτε πίστη.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀντιμετώπισε τὴν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ἔσω καί, ἐπειδὴ ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε, ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.
Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Ὁ Κωνσταντῖνος εἰσῆλθε μὲ ταπεινότητα, σεμνότητα καὶ πραότητα, καὶ στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτήρισε τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινό. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασῴζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.
Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας.