Ἡ ἁγία ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἕνας ξεχωριστὸς σταθμὸς στὸν κύκλο τοῦ ἑνιαυτοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Αὐτὴ μαζὶ μὲ τὸ Πάσχα ἀποτελοῦν τὶς ἀρχαιότερες ἑορτές, οἱ ὁποίες ἀνάγονται ὡς τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ προβάλλει ὡς ἀνακεφαλαίωση τοῦ λυτρωτικοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἔργου τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ καὶ ὡς νέα δυναμικὴ ἀφετηρία τῆς ὑλοποιήσεως καὶ ὁλοκληρώσεως τοῦ θείου σχεδίου γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας.
Ὁ Θεὸς Παράκλητος εἶναι πιὰ ὁ κύριος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ἡμέρα καὶ ὁδηγεῖ τὸ σωτήριο σκάφος ἀσφαλῶς στὴ σωστικὴ του πλεύση. Αὐτὸς δίνει ζωὴ στοὺς πιστοὺς καὶ δύναμη νὰ πορεύονται πρὸς τὴ σωτηρία. «῞Οσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 14), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παύλος.
Τὸ μέγα καὶ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς καθόδου τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες θεοφάνιες τῆς ἱστορίας. Ὁ Θεὸς Παράκλητος, ὑπὸ ὁρατὴ μορφὴ «γλωσσῶν ὡσεὶ πυρός», κατήλθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀποτελειώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, ὡς συνεχιστὴς τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Δὲν θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ μὴν εἶναι θαυμαστὴ ἡ χαρμόσυνη κάθοδός Του. Ἔπρεπε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ νοιώσουν αὐτὴ τὴν πρωτόγνωρη ἐμπειρία, προκειμένου ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματικὴ τους ὑπόσταση νὰ πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν Θεία ἐνέργεια, ὥστε νὰ μὴν μείνει σ’ αὐτοὺς ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποστολὴ τους ἧταν θεόσταλτη.
Νὰ ἀποβάλλουν ἀπὸ μέσα τους ὅλους ἐκείνους τοὺς ἐνδοιασμοὺς ποὺ εἶχαν ὡς τότε, σχετικὰ μὲ τὸ θεῖο πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ καὶ νὰ ἀπαγκιστρωθοῦν πλήρως ἀπὸ τὶς κοντόφθαλμες μικροεθνικιστικὲς ἰουδαϊκὲς ἀντιλήψεις περὶ τοῦ Μεσσία. Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ὀντολογικὴ τους βάπτιση μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναλάβουν τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς ἀνθρωπότητας. Διασκορπίστηκαν σὲ ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ διαλαλήσουν τὸ νέο, ἐλπιδοφόρο καὶ σωτήριο μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ πυρωμένες ἀπὸ θείο ζῆλο καρδιὲς τους καὶ τὸ φλογερὸ τους κήρυγμα ἔκαναν τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων νὰ δονούνται ἀπὸ λαχτάρα γιὰ λύτρωση. Ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου ρίχνονταν ἀπὸ τοὺς ἄοκνους καὶ θείους ἐργάτες σὲ κάθε μέρος τῆς οἰκουμένης καὶ αὔξανε θεαματικὰ.
Ἡ κατανόηση τοῦ θείου λόγου τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι ἔργο τοῦ Παρακλήτου. Τὸ κριτήριο ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας θὰ εἶναι ἡ ἐσαεὶ παρουσία Του σ’ Αὐτὴν. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἡχηρὴ ἀπάντηση σὲ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «διαπιστώνουν» πλάνες στὴν Ἁγία Ἐκκλησία, ὡς εὐθεία βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἐνυπάρχει στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὴν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»!
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας κατανόησαν νωρὶς τὴ μεγάλη σημασία τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σὲ μιὰ ὑπέρμετρη ἐνθουσιαστικὴ του ἔξαρση γιὰ τὴ σπουδαιότητα τῆς ἑορτῆς, τόνισε πὼς «δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν» (P.G. 50,454)! Πρέπει ἡ ζωὴ μας νὰ εἶναι μιὰ διαρκὴς Πεντηκοστὴ. Νὰ ζοῦμε ἀδιάκοπα τὸ μυστήριο τῶν δωρεῶν καὶ χαρίτων τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατὴρ, τονίζοντας τὸν ζωοδότη ρόλο τοῦ Παρακλήτου στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ: «εἰ μὴ Πνεῦμα παρήν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία· εἰ δὲ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι Πνεῦμα πάρεστιν» (P.G. 50,459). Μὲ ἄλλα λόγια τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἁγία ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι λοιπὸν γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦμε τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἕνας σημαντικὸς σταθμὸς ἑορταστικῆς εὐωχίας καὶ πλούσιου πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ. Κατὰ τὴν λαμπρὴ ἀκολουθία τῆς γονυκλισίας, ἡ ὁποία τελεῖται μὲ εὐλάβεια στοὺς ναοὺς αὐτὴ τὴ μεγάλη ἡμέρα, κλίνουμε ταπεινὰ τὰ γόνατά μας, προκειμένου νὰ προσκυνήσουμε τὸν οὐράνιο Βασιλέα, τὸ Θεὸ Παράκλητο, νὰ μᾶς ἁγιάσει. Τὸν παρακαλοῦμε εὐλαβικὰ νὰ φωτίσει τὴ σκοτισμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς μας ἕξεις διάνοιά μας καὶ νὰ μᾶς πληρώσει μὲ θεῖο φωτισμὸ γνώσεως καὶ ἐπίγνωσης τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς διαρκοῦς παρουσίας Του στὴ ζωὴ μας γιὰ νὰ μποροῦμε , χάρις σ’ Αὐτὸν, νὰ πορευόμαστε στὸν ἐπίγειο καὶ ἐφήμερο βίο μας μὲ ἀσφάλεια, νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»(Α΄ Ἰωάν. 5,19) νικηφόρα καὶ νὰ σωζόμαστε «ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης» (Πραξ. 2,40), ἀσφαλῶς, ὄπως τρανῶς διακύρυξε ὁ Ἀπόστολος.
Ἐπιμέλεια κειμένου: Πρωτοπρ. Σάββας Γεωργιάδης
Ἰούνιος 2020