Στό κέντρο τοῦ καλοκαιριοῦ, καί μάλιστα στό κέντρο τοῦ μηνός Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπό τήν ὁποία Θεοτόκο ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί εἰσῆλθε στήν ἱστορία ὡς Θεάνθρωπος Χριστός.
Στήν ὑμνογραφία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ὡς ‘μετά Θεόν ἡ θεός, τά δευτερεία τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα’. Ὁ χαρακτηρισμός Της αὐτός φαίνεται σέ ὁρισμένους ὑπερβολικός ἤ καί δογματικά ἀβάσιμος. Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι καθόλου ὀρθό, ἀλλά ἀντιθέτως ἀποδίδει τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἀνθρωπολογίας.
Τό πρόσωπο καί ὁ βίος τῆς Παρθένου ἔχουν ἐξέχουσα θέση στήν παρουσία καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν.
Τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου, μέχρι τήν προπαραμονή τῆς 15ης Αὐγούστου, ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς τίς Παρακλήσεις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν Μικρή καί τήν Μεγάλη Παράκληση, πού εἶναι γεμάτες ἀπό θεολογικά καί πνευματικά νοήματα. Μέ θεολογικές λέξεις καί θαυμαστές εἰκόνες παρουσιάζεται ὅλο τό παγκόσμιο ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητέρας Του.
Μέσα στίς Παρακλήσεις διεκτραγωδεῖται κατά ἕναν ἔντονο τρόπο ὁ πόνος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πόνος σωματικός, πόνος ἐσωτερικός καί μυστικός, πόνος πνευματικός, πόνος πρόσκαιρος καί διαχρονικός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπό τόν πόνο πού προέρχεται ἀπό τό θνητό καί παθητό σῶμα του, καί ἐκφράζεται μέ τίς ἀσθένειες, τίς ἁμαρτίες, τά πάθη, τήν ὀρφάνια, τήν μοναξιά, τήν προδοσία ἀπό τούς ἀνθρώπους, τήν στέρηση τῆς ἀγάπης, τήν ἀπελπισία, τήν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βουτηγμένος μέσα στόν πόνο ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του μέχρι τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὡς ἄνθρωπος καί Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, δοκίμασε τόν πόνο στήν ζωή Της.
Καί μετά τίς Παρακλήσεις, κατά τίς ὁποῖες ἐξάγουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας τόν δικό μας πόνο καί τίς δικές μας περιπέτειες, ἔρχεται στό μέσον τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐδῶ πιά δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ συνηθισμένες καθημερινές καταστάσεις, ἤτοι τόν πόνο, τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τήν προσφυγιά, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, ἀλλά μέ τόν ἴδιο τόν θάνατο.
Στήν γιορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀλλά καί σέ κάθε γιορτή ἁγίας ἤ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουμε κάτι πού φαίνεται παράδοξο, γιορτάζουμε τόν θάνατο. Καί τό κάνουμε αὐτό ὄχι γιατί χαιρόμαστε γιά τόν θάνατο, ἀλλά γιατί χαιρόμαστε τήν δύναμη πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία νά τόν νικήσουμε. Γιορτάζουμε τόν θάνατο ὡς πρόσκαιρη κοίμηση. Τόν γιορτάζουμε ὄχι ὡς κάθοδο στόν ἅδη ἀλλά ὡς ἄνοδο στόν οὐρανό. Ἰδιαίτερα, ὅμως, στήν γιορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου γιορτάζουμε ἤ, ἀκριβέστερα, πανηγυρίζουμε τήν ἁγιότερη καί παραδοξότερη ἀνθρώπινη κοίμηση, τήν κοίμηση τῆς μητέρας τῆς Ζωῆς. Καί πανηγυρίζουμε τήν κοίμηση αὐτήν ὡς γεγονός πού ἀφορᾶ ὄχι μόνον τήν Παναγία ἀλλά καί ὅλους μας, ὅλους καί τόν καθένα μας. Ὅλοι εἴμαστε θνητοί, ὅπως θνητή ἦταν καί ἡ Παναγία. Καί ὅλοι δεχθήκαμε τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ νά ζήσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς κοίμηση τόν θάνατο.
Ἐάν, γιά τά καθημερινά προβλήματα πού μᾶς βασανίζουν, ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ παρηγοριά καί ἡ ἐλπίδα μας, γιά τό φοβερό τοῦ θανάτου γίνεται φάρος φωτεινός. Δείχνει ὅτι ἐν Χριστῷ ὁ θάνατος ἔχει νικηθῆ, δέν εἶναι πορεία στό μηδέν, ὅπως λένε ὅσοι δέν πιστεύουν, ἀλλά συνάντηση μέ τόν Χριστό καί τούς ἁγίους.
Ὅπως καί νά ζεῖ ὁ καθένας μας, ὅ,τι καί νά εἶναι, ὅσα προβλήματα καί νά τόν πνίγουν, ἡ Παναγία γίνεται γιά ὅλους μας τό ἀποκούμπι. Γιατί ξέρουμε πώς δέν θά μᾶς κρίνει, δέν θά μᾶς θέσει ὅρους γιά νά πέσουμε στήν ἀγκαλιά Της, δέν θά μᾶς ἀπορρίψει. Εἶναι ἐκεῖ ὡς Μάνα, ὡς στοργή, ὡς εὐλογία. Βέβαια, εἶναι αὐτή πού εἶναι γιά τόν κόσμο, γιατί γέννησε τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Δέν εἶναι ἡ Παναγία ξεκομμένη ἀπό τόν Χριστό. Δέν μπορεῖς νά τιμᾶς τήν Θεοτόκο χωρίς νά λατρεύεις τόν Υἱόν καί Θεό Της. Οὔτε σχετίζεσαι μαζί Της ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἀλλιῶς ἡ σχέση σου γίνεται συναισθηματισμός, ἡ προσευχή σου αὐθυποβολή, ἡ πλάνη σου δεδομένη.
Ὁ τόπος μας εἶναι εὐλογημένος ἀπό τά θαύματά Της, γι’ αὐτό καί κατέχει μιά τόσο δεσπόζουσα θέση στήν ὅλη ζωή τῶν πιστῶν μας. Ἄς Τήν παρακαλέσουμε, ἀδελφοί, ὅλοι νά πρεσβεύει πάντοτε ὑπέρ ἡμῶν, ὅπως κάνει πάντοτε, γιατί ἄν καί μετέστη ἀφ’ ἡμῶν δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, ὅπως λέει καί τό τροπάριό Της.
Ἐπεξεργασία κειμένου π.Σάββας Γεωργιάδης