Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Πρόκειται γιὰ μιὰ περίοδο ἔντονης πνευματικῆς ἐργασίας καὶ ψυχοσωματικῆς προετοιμασίας γιὰ τὸν ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ νηστεία ὅμως κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου μας ἔχει νόημα, ὅταν συνδυάζεται μὲ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔναρξη τῆς νηστείας μᾶς προσκαλεῖ σὲ ἐντονότερη λειτουργικὴ ζωὴ καὶ ἀγαθοεργία.

Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση προβλέπει γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν καθημερινὴ -ἂν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν- τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν τέλεση δηλαδὴ σαρανταλείτουργου. Ἡ τέλεση τοῦ σαρανταλείτουργου ἀποτελεῖ πολὺ μεγάλη εὐλογία. Εἶναι μιὰ θαυμάσια εὐκαιρία γιὰ βίωση τὴς μυστηριακῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς, γιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς ἀκροάσεως τῶν Θείων Γραφῶν, γιὰ συχνότερη Θεία Κοινωνία, γιὰ συχνότερη συγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς λέει: «Προσπαθεῖστε μὲ σπουδὴ νὰ ἔρχεσθε ὅλοι μαζί στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), γιὰ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξολογεῖτε. Διότι ὅταν συχνὰ ἔρχεσθε στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), συντρίβονται οἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ καὶ λύεται κάθε ὀλέθρια ἐνέργεια του». Ἡ δύναμη τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι μαγική. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ. Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς μαθαίνει νὰ συγχωροῦμε, νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προσφέρουμε τὰ Δῶρα μας στὸ Θεό, τὸν Ἄρτο καὶ τὸν Οἶνο, προσευχόμενοι γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων προσώπων (ἀνάγνωση τῶν «Διπτύχων») εἶναι ἔργο πολὺ σημαντικὸ καὶ ἱερό, ποὺ θεσμοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐπιτελεῖται ἀδιάλειπτα μέσα στοὺς αἰῶνες. Στὸ ὑπέροχο βιβλίο «Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης», (ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου), διαβάζουμε: «Στὴν Θεία Λειτουργία τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Καὶ ἡ ἀγάπη στὴν οὐσία της εἶναι μεταδοτική. Ἡ ἀγάπη, ἰδιαίτερα ἡ θεία, σπεύδει νὰ σκορπίσει τὸ φῶς της, τὴν χαρά της σὲ ὅλους.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι καθιερωμένη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν καθιέρωσαν τυχαία τὴ μνημόνευση αὐτὴ μέσα στὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ. Νομοθέτησαν νὰ μνημονεύονται καὶ οἱ κεκοιμημένοι στὴν Εὐχαριστία, γιατὶ ἤξεραν ὅτι αὐτὴ ἡ μνημόνευση φέρνει σ’ αὐτοὺς “πολλὴν ὄνησιν”. Φέρνει μεγάλη ὠφέλεια καὶ πολὺ κέρδος. Διότι ὅταν στέκει ἕνας ὁλόκληρος λαὸς καὶ συμπροσεύχεται, ὅταν ὑπάρχουν ἱερεῖς ποὺ τελοῦν τὴ φρικτὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ, πώς νὰ μὴ κάμωμε τὸ Θεὸ νὰ φανεῖ ἵλεως καὶ σπλαχνικὸς πρὸς τοὺς κεκοιμημένους μας.

Καὶ ὁ σύγχρονος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη προσευχῆς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἔλεγε: «…νὰ ἀφήνετε μέρος τῆς προσευχῆς σας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Οἱ πεθαμένοι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα (γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους). Οἱ ζωντανοὶ μποροῦν… Νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία λειτουργία, δηλαδὴ πρόσφορο, καὶ νὰ δίνετε τὸ ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου, νὰ μνημονευθῆ ἀπὸ τὸν ἱερέα στὴν προσκομιδή. Ἐπίσης, νὰ κάνετε μνημόσυνα καὶ τρισάγια. Σκέτο τὸ τρισάγιο, χωρὶς Θεία Λειτουργία, εἶναι ἐλάχιστο. Τὸ μέγιστο, ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ κάποιον, εἶναι τὸ Σαράντα-Λείτουργο. Καλὸ θὰ εἶναι νὰ συνοδευθῆ καὶ μὲ ἐλεημοσύνη. Ἂν ἔχεις ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος ἔχει παρρησία στὸν Θεό, καὶ τοῦ ἀνάψεις ἕνα κερί, αὐτὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ προσευχηθεῖ γιὰ σένα στὸν Θεό. Ἂν πάλι, ἔχεις ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος νομίζεις ὅτι δὲν ἔχει παρρησία στὸν Θεό, τότε, ὅταν τοῦ ἀνάβεις ἕνα ἁγνὸ κερί, εἶναι σὰν νὰ δίνης ἕνα ἀναψυκτικὸ σὲ κάποιον ποὺ καίγεται (ἀπὸ δίψα). Οἱ ἅγιοι δέχονται εὐχαρίστως τὴν προσφορά τοῦ κεριοῦ καὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ προσευχηθοῦν γι’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάβει. Ὁ Θεὸς εὐχαρίστως τὸ δέχεται…

Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχή καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ», ἀλλὰ ἡ προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, καθὼς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφερόμενος στοὺς «ἐν πίστει κεκοιμημένους», ἐμεῖς ἀγωνιζόμενοι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀγαπημένων μας νεκρῶν, πρῶτα στὸν ἑαυτό μας φέρνουμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὡφέλεια καὶ μετὰ σ’ ἐκείνους. Διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὥστε νὰ παραβλέψει τὸν ἀγώνα μας.

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια κειμένου: Πρωτοπρ. Σάββας Γεωργιάδης
Νοέμβριος 2022