Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τόν ὁποῖο τιμᾶ τήν Δ' Κυριακή τῶν νηστειῶν ἡ Ἐκκλησία μας, ἔζησε στήν περιοχή τοῦ ὄρους Σινᾶ τόν 6ο αἰῶνα. Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν ἔγινε μοναχός καί μάλιστα βίωσε τήν ἡσυχαστική - ἀσκητική ζωή πολύ αὐστηρά. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε καί ἡγούμενος στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀλλά τελικά ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο πού τόσο ἀγάπησε στήν ζωή του.

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔγραψε τήν «Κλίμακα», ἕνα ὄντως θεόπνευστο ἔργο, πού μᾶς βοηθάει ἀπλανῶς νά βαδίζουμε τόν δρόμο τῆς ἐν Χρστῷ ζωῆς. Φαίνεται ἀκόμη μέσα ἀπό τήν «Κλίμακα» πώς ὁ Ἅγιος ἔκανε μεγάλο προσωπικό ἀγῶνα γιά τήν ψυχική του ἐλευθερία, τήν ἀποδέσμευση ἀπό τήν τυραννία τῶν αἰσθήσεων καί τῶν αἰσθητῶν, ὥστε ὅλες οἱ δυνάμεις του νά λειτουργοῦν κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν. Ὁ νοῦς ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν καί ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου.

Ἔχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό, ἄλλωστε, ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους, ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα 'θαυματουργίας' ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων.
Καί μήν πεῖ κανείς ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι’ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾿ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ 'Κλίμακά' του σ’ Ἀνατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν Ἁγία Γραφή.

Ἀπό τά θαυμαστά περιστατικά, πού καταγράφηκαν ἕν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο:

Τό πρῶτο: ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθισε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. Ἀμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾿ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου Ἰωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του.

Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν Ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο Ἰωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: “Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς;”

              Ἕνας ἀπό τούς λόγους τοῦ βιβλίου τῆς Κλίμακος εἶναι καί ὁ λόγος περί Καταλαλιᾶς.

Κανείς ἀπό ὅσους σκέπτονται ὀρθά δέν θά ἔχη, νομίζω, ἀντίρρηση ὅτι ἡ καταλαλιά γεννᾶται ἀπό τό μίσος καί τήν μνησικακία. Γι᾿ αὐτό καί τήν ἐτοποθετήσαμε στήν σειρά της μετά τούς προγόνους της. Καταλαλιά σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλά καί παχειά· παχειά βδέλλα, κρυμμένη καί ἀφανής, πού ἀπορροφᾶ καί ἐξαφανίζει τό αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος. Ὑπάρχουν κόρες πού διαπράττουν αἴσχη, χωρίς νά κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καί ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καί ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπό τίς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καί στά πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηριά, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερική καταλαλιά τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωση δημιουργοῦν ἐξωτερικά καί ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

Ἄκουσα μερικούς νά καταλαλοῦν καί τούς ἐπέπληξα. Καί γιά νά δικαιολογηθοῦν, οἱ ἐργάτες αὐτοί τοῦ κακοῦ, μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τό ἔκαναν ἀπό ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον πρός αὐτόν πού κατέκριναν. Ἐγώ τότε τούς εἶπα νά τήν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀγάπη, γιά νά μή διαψευσθῆ ἐκεῖνος πού εἶπε: «Τόν καταλαλοῦντα, λάθρα, τόν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψάλμ. ρ' 5). Ἐάν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τόν ἄλλον, ἄς προσεύχεσαι μυστικά γι᾿ αὐτόν καί ἄς μήν τόν κακολογῆς. Διότι αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Κύριον.
Ἐπί πλέον, ἄς μή λησμονῆς καί τοῦτο, καί ἔτσι ὁπωσδήποτε θά συνέλθης καί θά παύσης νά κρίνης αὐτόν πού ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στήν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῶ ὁ ληστής στήν χορεία τῶν φονέων. Καί εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σέ μία στιγμή ὁ ἕνας ἐπῆρε τήν θέση τοῦ ἄλλου!
Ὅποιος θέλει νά νικήση τό πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἄς ἐπιρρίπτη τήν κατηγορία ὄχι στόν ἄνθρωπο πού ἁμάρτησε, ἀλλά στόν δαίμονα πού τόν ἔσπρωξε στήν ἁμαρτία. Διότι κανείς δέν θέλει νά ἅμαρτηση στόν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.
Εἶδα ἄνθρωπο πού φανερά ἁμάρτησε, ἄλλα μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεός τόν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιά του Τόν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

Αὖτον πού σου κατακρίνει τόν πλησίον, ποτέ μή τόν σεβασθῆς, ἄλλα μᾶλλον νά τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἄδελφε. Ἐγώ καθημερινῶς σφάλλω σέ χειρότερα, καί πῶς μπορῶ νά κατακρίνω τόν ἄλλον;» Ἔτσι θά ἔχης δυό ὀφέλη, μέ ἕνα φάρμακο θά θεραπεύσης καί τόν ἑαυτό σου καί τόν πλησίον.
Μία ὁδός, καί μάλιστα ἀπό τίς σύντομες, πού ὁδηγοῦν στήν ἄφεση τῶν πταισμάτων, εἶναι το νά μήν κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μή κρίνετε, καί οὐ μή κριθῆτε» (Λουκ. στ' 37). Ὅπως δέν συμβιβάζεται ἡ φωτιά μέ τό νερό, ἔτσι καί ἡ κατάκρισις μέ ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τήν μετάνοια.
Ἀκόμη καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἄν ἰδῆς κάποιον νά ἁμαρτάνη, μήτε τότε νά τόν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στούς ἀνθρώπους. Μερικοί ἔπεσαν φανερά σέ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφά ὅμως ἔπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καί ἐκεῖνο πού ἐκρατοῦσαν στά χέρια τούς ἦταν καπνός καί ὄχι ἥλιος.

Ὅσοι εἶναι αὐστηροί καί σχολαστικοί κριταί τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπό αὐτό τό πάθος, ἐπειδή δέν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιά τά ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτική φροντίδα (γνώση) καί μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τό περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καί ἰδῆ μέ ἀκρίβεια τά ἰδικά του κακά, γιά τίποτε ἄλλο δέν θά φροντίση πλέον στήν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δέν τοῦ ἐπαρκεῖ γιά νά πενθήση τίς ἰδικές του ἁμαρτίες, ἔστω καί ἄν θά ἐζοῦσε ἑκατό ἔτη, καί ἄν θά ἔβλεπε ὁλόκληρο τόν Ἰορδάνη ποταμό νά βγαίνη ἀπό τούς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.
Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικά ἤ στό νά ἁμαρτήσωμε ἤ, ἄν δέν ἁμαρτήσωμε, στό νά κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μέ τό δεύτερο νά μολύνουν οἱ κακοῦργοι τό πρῶτο.

Ἄς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καί φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καί τοῦτο: Τίς διδασκαλίες, τά πράγματα ἤ τά κατορθώματα τοῦ ἄλλου τά κατηγοροῦν καί τά διαβάλλουν μέ εὐχαρίστηση καί εὐκολία, νικημένοι καί καταποντισμένοι ἄθλια ἀπό τό πνεῦμα τοῦ μίσους.
Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδής ἁρπαγή τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὅποιος κατακρίνει.
Ὅπως ἡ «οἴησις», καί χωρίς νά ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νά καταστρέψη τόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἡ κατάκρισις, ἐάν καί μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νά μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καί ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.
Ὁ καλός «ραγολόγος» τρώγει τίς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καί δέν πειράζει καθόλου τίς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καί συνετός ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετές βλέπει στούς ἄλλους τίς σημειώνει μέ ἐπιμέλεια, ἐνῶ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τά ἐλαττώματα καί τίς κατηγορίες.
Μήν κατακρίνης καί ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μέ τούς ἴδιους τούς ὀφθαλμούς σου, διότι καί αὐτοί πολλές φορές ἐξαπατῶνται.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὡς διδάσκαλος, ὡς ἅγιος ὁδηγός, μᾶς δίνει τήν Κλίμακά του, σέ μᾶς τούς Χριστιανούς, ὡς πρότυπο γιά νά ἀνεβοῦμε ἀπό τήν κόλαση στόν Παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό.

(3 Ἀπρ 2022)

Ἐπιμέλεια κειμένου: Πρωτοπρ. Σάββας Γεωργιάδης