Ἰανουάριος 2024

Ὁ ἄνθρωπος τῆς σαρκικῆς γνώσης, δηλαδὴ ποὺ δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ στὰ μυστήριά Του, ἀλλὰ θαρρεῖ πὼς μὲ τὸ μυαλό του τὰ γνωρίζει ὅλα, καὶ πὼς ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτὸ μοναχὰ ποὺ καταλαβαίνει μὲ τὴν γνώση του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται ὥρα ποὺ πέφτει στὴν ἀπελπισία καὶ ἐξουθενώνεται ὁλότελα, κι ἂς φαινότανε πρὶν πὼς εἶναι ἄφοβος καὶ παλληκάρι καὶ ἱκανὸς νὰ ὑποφέρει κάθε δυστυχία καὶ κακοπάθηση, ὅπως ἤτανε οἱ λεγόμενοι στωϊκοὶ φιλόσοφοι.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποτισμένος μὲ τὴ στωϊκὴ φιλοσοφία, ἤτανε ὁ Ρωμαῖος στρατηγὸς Βροῦτος, αὐστηρὸς στὴ ζωή του, ἀσκητὴς στὶς ἐπιθυμίες του, γενναῖος, ὑπέρμαχος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης, ποὺ γι’ αὐτὲς σκότωσε καὶ τὸν εὐεργέτη του τὸν Καίσαρα.

Ὥστόσο, σὰν νικήθηκε στοὺς Φιλίππους, πολεμῶντας μαζὶ μὲ τὸν Κάσσιο καταπάνω στὴν τυραννία ποὺ τὴν ὑποστηρίζανε οἱ ἀντίμαχοί του ὁ Ὀκτάβιος κι ὁ Ἀντώνιος, ἔπεσε σὲ μαύρη ἀπελπισία, κι ἀποφασίζοντας ν’ αὐτοκτονήσει, εἶπε τοῦτα τὰ λυπητερὰ λόγια: «Ὢ τλῆμον ἀρετή, λόγος ἄρ’ ἦσθα, ἐγὼ δὲ σε ἔργῳ ἤσκουν!». Ὢ κακομοίρα ἀρετή, ὥστε ἤσουνα ἕνας κούφιος λόγος, κι ἐγὼ σὲ ἔκανα μὲ ἔργα, κακοπαθῶντας τὸ κορμί μου, μὴν κυττάζοντας τὸ προσωπικὸ συμφέρο μου, μῆτε κἂν τὰ αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μου. Μὰ ὅπως φάνηκε, ἐσὺ ἤσουνα ἁπλῶς λόγια καὶ σκλάβα τῆς τύχης.

Μέσα του διαλυθήκανε τὰ πάντα, κι ὁ Θεὸς ποὺ ἔλεγε πὼς πίστευε, κι ἡ φιλοσοφία του κι ἡ πίστη του στὴν ἀρετή, διότι γὰ ὅλα μέτρο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εὐτυχίας γι’ αὐτὸν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὄχι ὁ ζωντανός Ἐνανθρωπήσας Θεὸς. Εἶχε «ὦδε μένουσαν πόλιν, τὴν δὲ μέλλουσαν οὐκ ἐπεζήτει». Ἤτανε ἕνας στωϊκός, ἕνας ἀπὸ «τοὺς μὴ ἔχοντας ἐλπίδα», ποὺ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅλη ἡ πίστη του κι ἡ ἐλπίδα περιωριζότανε στὰ πράγματα τούτου τοῦ κόσμου.
Μέσα στὴν παραζάλη καὶ στὴν ἀπελπισία του, εἶδε πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα σ’ αὐτὸν τὸ ἄσκοπον κόσμο κι ἔπεσε ἀπάνω στὸ σπαθί του καὶ σκοτώθηκε. Γιατί, κατὰ τὸν θεόγλωσσον Ἀπόστολο Παῦλο, «ἡ τοῦ κόσμου τούτου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (Β΄ Κορινθ. ζ΄10). Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπελπισία ποὺ τὸν πιάνει, συνεργεῖ στὸν θάνατο καὶ τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς του.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ πιστεύει στὸν Ἐνανθρωπήσαντα Θεὸ καὶ στὰ λόγια Του, καὶ πὼς οἱ συμφορὲς εἶναι δοκιμὲς τῆς πίστης του (γι’ αὐτὸ λέγουνται δοκιμασίες ἢ πειρασμοί), ναὶ μὲν ὑποφέρει, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἐλπίδα πὼς ἐκείνη ἡ δοκιμασία θὰ ὠφελήσει τὴν ψυχή του. «Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτήριαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται» (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 10). Βλέπει τὰ πάντα μὲ εἰρήνη, μὲ ταπείνωση, γαληνεμένα, μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία στὸν Κύριο «ποὺ μὲ στυφὰ μὲν γιατρικὰ, δίνει ὅμως τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς». Γιὰ τοῦτο, ἡ κατάσταση αὐτὴ ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ ὕστερα ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς, λέγεται Χαροποιὸν πένθος ἢ Χαρμολύπη.

Ὤ! Τί μεγάλο μυστήριο τούτη ἡ θαυμαστὴ ἀλλαγὴ ποὺ ἔγινε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστό, ὥστε ἀπὸ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, νὰ γίνει ὁ καινούριος ἄνθρωπος, ὁ «κατὰ Θεὸν κτισθεὶς» (Ἐφεσ. δ΄ 24), ποὺ μετασκευάζει τὴ θλίψη σὲ χαρὰ καὶ τὴν ἀπελπισία σὲ ἐλπίδα!
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν. Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται», πρὸ πάντων τοῦτο: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 4).

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, μόνος αὐτὸς εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσης, καὶ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὴν ὡφέλεια τῆς δοκιμασίας, διότι ἤρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ὁ «Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», δίνοντάς μας τὴ γνώση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ καὶ διαβεβαιώνοντάς μας πὼς μοναχὰ Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μᾶς Τὸν γνωρίσει: «Πάντα μοὶ παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου. Καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰμὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰμὴ ὁ Υἱός, καὶ ὦ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλῦψαι» (Ματθ. ια΄ 27).

Γνωρίζοντας ὁ Χριστὸς τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς γνωστοποίησε καὶ πώς θὰ εἶναι ἀληθινὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, συγκληρονόμοι Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ζοῦνε μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὸ θέλημά Του: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς».
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἔγινε ὁ ἄνθρωπος «καινὴ κτίσις». Καὶ γιὰ τοῦτο κράζει καὶ πάλιν ὁ θεόγλωσσος Παῦλος: «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» τοῦ Κυρίου ἰσχύει γιὰ τὸν καθένα μας καὶ γιὰ κάθε στιγμή.

Ἀπὸ τὸ βιλίο «Μυστικὰ ἄνθη» τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς
Ἰανουάριος 2024