Τὰ πουλιὰ ἔχουν φτερὰ γιὰ νὰ ἀποφεύγουν τὶς παγίδες καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ λογικὸ γιὰ νὰ ἀποφεύγουν τὰ ἁμαρτήματα.
Δὲν θὰ χρειαζότανε λόγια, ἄν ἔλαμπε ἡ ζωή μας. Δὲν θὰ χρειαζότανε δάσκαλοι, ἄν ἐπιδεικνύαμε ἔργα. Κανεὶς δὲν θὰ παρέμενε ἄπιστος, ἄν ἐμεῖς εἴμασταν πραγματικοὶ Χριστιανοί.
Νὰ σεβόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ σεβόμαστε καὶ τὸν Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι θρασὺς στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι θρασὺς καὶ στὸν Θεό.
Πραγματικὰ πλούσιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε. Δηλαδὴ, ὁ ὀλιγαρκής.
Ἄχρηστοι εἶναι οἱ πλούσιοι, ναί, ἄχρηστοι, ἐκτὸς κι ἄν εἶναι ἐλεήμονες καὶ φιλάνθρωποι.
Ἡ Ἐκκλησία ὅταν πολεμιέται, νικᾶ· ὅταν σκέφτονται ἐναντίον της κακά, αὐτὴ ἐξαγνίζεται, ὅταν ὑβρίζεται, γίνεται πλέον λαμπρά. Δέχεται ἐπιθέσεις, ὅμως δὲν νικιέται ποτέ, κλυδωνίζεται μέν, χωρὶς ὅμως νὰ καταποντίζεται, ὑφίσταται διάφορα κακά, δὲν ναυαγεῖ ὅμως οὐδέποτε. Παλεύει, χωρὶς ποτὲ νὰ ἡττᾶται.
Οἱ ἰσχυροὶ θεωροῦν αὐτονόητο νὰ ἀδικοῦν τοὺς πιὸ ἀδύνατους, ὅπως τὰ ψάρια στὴ θάλασσα ὅπου τὸ μεγάλο τρώει τὸ μικρό.
Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ ἐμμένειν ἑωσφορικόν, τὸ μετανοεῖν θεῖον.
Ὅταν διαθρέψης τὸν πένητα, σαυτὸν νόμιζε διατρέφειν.
Ὁ πλούσιος μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ καὶ ὁ φτωχὸς μὲ τὴ ὑπομονή.
Ἄν σοῦ παρουσιαστεῖ καμιὰ λύπη, σκύψε στὴν Καινὴ Διαθήκη, σὰν σὲ ἀποθήκη φαρμάκων.
Δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ τὴν αἵρεση, ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὴν πονηρὴ πράξη, τὴν διεφθαρμένη γνώμη.
Ὅπου ἀποφασίζει ὁ Θεός, ὑποχωρεῖ ἡ φυσικὴ τάξη, γιατὶ ἐφόσον ἀποφάσισε, μπόρεσε καὶ τὸ ἔκανε.
Οὔτε ἡ δικαιοσύνη σου νὰ εἶναι ἄκαμπτη, οὔτε ἡ φρόνησή σου περίπλοκη. Παντοῦ τὸ μέτρο εἶναι τὸ ἄριστο.
Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι καὶ παραμένει θνητός.
Ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους σὰν νὰ εἶναι πλούσιοι, ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὰν νὰ εἶναι φτωχοί.
Αὐτὸ κυρίως εἶναι τὸ γνώρισμα τοῦ πράου, τὶς μὲν ἀδικίες ποὺ γίνονται σ' αὐτὸν νὰ τὶς παραβλέπει, τοὺς ἀδικούμενους ὅμως νὰ τοὺς ὑπερασπίζεται.
Ὁ Κύριος δέχεται αὐτὸν ποὺ ἔρχεται τὴν τελευταία στιγμὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀναπαύει τὸν ἐργάτη τῆς πρώτης ὥρας.
Κάθε ἐπιεικὴς καὶ πράος εὔκολα ὁδηγεῖται στὴ φιλανθρωπία, γιατὶ τὴ φτώχεια τῶν ἄλλων τὴ θεωρεῖ σὰν δική του δυστυχία.
Τίποτε δὲν μᾶς ἀνακουφίζει τόσο πολύ, ὅσο ἡ θλίψη ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλα τὰ κοσμικὰ πράγματα.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ σῶμα καὶ ψυχή, δηλαδὴ μὲ ἕνα στοιχεῖο ὑλικὸ καὶ μὲ ἕνα πνευματικό, εἶναι καὶ τοῦτος: ὅταν κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία, νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν εὐτέλεια τοῦ φθαρτοῦ σώματος, καὶ ὅταν τοῦ ἔρχεται λογισμὸς ἐξευτελιστικὸς γιὰ τὴ θεόπλαστη φύση του, νὰ ἐνθαρρύνεται ἀπὸ τὴν εὐγένεια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του.
Ὅταν δεῖς τὸ μέγεθος τῆς περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας, σκέψου καὶ τὰ κοπάδια τῶν ἐγγεγραμμένων φτωχῶν, τὰ πλήθη τῶν ἀρρώστων, τοὺς σκοποὺς τῶν χιλιάδων δαπανῶν, ὑπολόγισε, μέτρα, κανεὶς δὲ θὰ σὲ ἐμποδίσει, ἀλλὰ ἕτοιμοι εἴμαστε νὰ δώσουμε λογαριασμὸ γιὰ ὅλα.
Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἀλλὰ ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν’ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος· μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ἐπιμέλεια κειμένων: π. Σάββας Γεωργιάδης