Αὔγουστος 2024

Εἶναι ἡ μοναδικὴ φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ποὺ γιορτάζεται ὁ θάνατος. Καὶ αὐτό, βέβαια, συμβαίνει μέσα στὸ χριστιανικὸ χῶρο καὶ τόπο, γιατὶ ὁ θάνατος θεωρεῖται ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ σκέψη ὡς μεταφορὰ στὴ ζωή, στὴν πραγματικὴ ζωή, στὴν ἀληθινή, στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Παραδείσου, στὴν ἀθάνατη ζωή. Καὶ πολὺ σωστὰ ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Θεοτόκου, τῆς Κοιμήσεώς της, τὸν δεκαπενταύγουστο, ψάλει πανηγυρικά:


«…Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν
ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα πρὸς ζωὴν μετέστησεν…»
(ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς ἑορτῆς).

Ἡ μητέρα τῆς ζωῆς πῆγε στὴ ζωή. Ὁ τάφος, ποὺ δέχθηκε τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Παναγίας, ἔγινε σκάλα, ποὺ ἀνέβασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο χριστιανικὸ γένος στὸν οὐρανό. «Κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται». Καὶ μὲ αὐτὸ μόνο τὸ ἄγγελμα τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὁ σημερινὸς κουρασμένος καὶ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος, βρίσκει τὸ δυνατότερο καὶ ἰσχυρότερο μήνυμα τῆς ἱστορίας.

Ἑορτάζουμε μὲ ὕμνους καὶ ὡδὲς πνευματικὲς τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεταστάσεώς Της Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη στὴν αἰώνια ζωή, τὴ νέα Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ προορισμός τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ δὲν ἀποτελεῖ ἡμέρα πένθους, ἀλλὰ ἡμέρα χαρμόσυνη, περίλαμπρη καὶ εὐφρόσυνη. Σήμερα ἕνας θάνατος μᾶς δίνει χαρὰ ἀθανασίας καὶ προοπτικὴ παραδείσου. Μᾶς δείχνει τὴν δόξα γιὰ τὴν ὁποία πλάσθηκε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς ἀποδεικνύει καὶ μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε οὐσιαστικὰ καὶ ὀντολογικὰ καὶ ἔγινε «πέρασμα», διάβαση ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ πρὸς τὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τὸ ὑπέρτατο πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας, ποὺ συνεργάστηκε ἄμεσα μὲ τὸ Θεό, εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ μᾶς ἑνώνει ἀδιακόπτως μαζί Του. Εἶναι Ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀπὸ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, χαριτώθηκε τόσο πολὺ ὥστε πρὶν ἀκόμα συλλάβει στὴ γαστέρα της τὸν Κύριο νὰ ἀποβεῖ Κεχαριτωμένη. Διότι ἐνεπνεύσθη καὶ ἀγάπησε τόσο πολὺ τὸ Θεό, δηλώνοντας τὴν πλήρη της ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Ἡ Παρθένος ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἱδιαίτερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερέβη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Αὐτὴ μόνη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔζησε βίο πανάμωμο, καὶ τὸ ἀκατάληπτο γιὰ ὅλα τὰ λογικὰ ὄντα, κατέστη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε ποτὲ ἁμαρτήσει, δὲν ὑποχώρησε σὲ κάποιο φιλήδονο λογισμὸ δικαίως καὶ δὲν ἔζησε ἐπὶ τῆς γῆς μὲ ὀδύνες τῆς σαρκός, μὲ ἀσθένειες.

Καὶ πολὺ ὀρθῶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποκαλοῦν τὴν Παναγία «δεύτερη Εὔα», γιατὶ ἡ πρῶτη Εὔα, μὲ τὴν παρακοή της, ὁδήγησε τὴν ἀνθρωπότητα στὸν θάνατο καὶ ἡ «δεύτερη Εὔα», ἡ Παναγία, μὲ τὴν ὑπακοή της ὁδήγησε καὶ πάλι τὸν ἄνθρωπο στὴ ζωή.
Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὅλες οἱ γενεὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ μακαρίζουν γιὰ πάντα τὴν Θεοτόκο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ φύση σκιρτᾶ καὶ χαίρει, ποὺ «νικήθηκαν οἱ ὄροι της» καὶ ὁ θάνατος πλέον θεωρεῖται ζωή.

Ὁ Aγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ταυτοποιεῖ στὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διανοηθεῖ τὸν ἑαυτό της, χωρὶς τὴν Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὁ Aγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει: «Τὸ Ὑπεράγιο Σῶμα τῆς Θεοτόκου κατατέθηκε σὲ ἔνδοξο τάφο καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε καὶ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς». Αὐτὴν τὴν πίστη διατρανώνει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ὑμνολογία της: «μετάρσιον εἰς οὐρανοὺς ἀνεβίβασεν, Ἰησοῦς ὁ Υἱὸς Αὐτῆς, καὶ Σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

Ἡ Παναγία Θεοτόκος μετὰ τὴν κοίμησή Της καθίσταται ἡ Μητέρα τῆς νέας κτίσεως, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶχε τὴν κεντρικὴ θέση στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ἀπὸ Αὐτὴν σαρκώθηκε ὁ Κύριος ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τώρα στὴν ἐπουράνιο Ἐκκλησία ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ δόξας καὶ παρρησίας. Ἔγινε ἡ εὐεργέτιδα πᾶσης τῆς φύσεως καὶ κτίσεως, γι’ αὐτό προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση ὡς Κυρία καὶ Δέσποινα καὶ Βασίλισσα καὶ Θεομήτορα. Καὶ πολὺ σωστὰ θεωρήθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου, ὡς ἡ «ἑορτὴ τῆς Ἀθανασίας». Καὶ δίκαια ὅλοι ἐμεῖς, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, προσαγορεύουμε τὸ Δεκαπενταύγουστο ὡς «τὸ μικρὸ Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ». Αὐτὸ εἶναι τὸ Πάσχα τῆς Παναγίας μας. Εἶναι ἡ παραμυθία μας καὶ ἡ συμπαραστάτης μας, μέσα στὴν πολυπολυτισμικὴ κοινωνία, στὸ ἀδιέξοδο καὶ στὴν ἁμαρτία τοῦ διεφθαρμένου ἀνθρώπου, ποὺ καθημερινῶς πορευόμεθα. Μιὰ κοινωνία ποὺ καθημερινῶς θανατώνεται, γευόμενη τὸν θάνατο, ψυχικὰ καὶ σωματικά, χωρὶς τὴ γνήσια ἐλπίδα ποὺ σπιθοβολᾶ ἡ Θεοτόκος διὰ μέσου τῆς παγκόσμιας ἱστορίας».

Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο ἄγγελμα γιὰ ὅλο τὸν χριστιανικὸ κόσμο. Ἂς χαρεῖ λοιπὸν ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς τώρα καὶ γιὰ πάντα. Ὁ θάνατος νικήθηκε μὲ τὴ παρουσία καὶ μεσιτεία τῆς Παναγίας μας.

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια κειμένου: Πρωτοπρ. Σάββας Γεωργιάδης
Αὔγουστος 2024