Δὲν νοεῖται χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς ἄσκηση καὶ νηστεία. Αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων καὶ αὐτὸ πιστεύει καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, θεωρώντας τὴ νηστεία ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς καὶ ἀρχαιότατους θεσμούς της.
Ὅμως, ὅπως καὶ ἄλλοι θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ νόημά της ἢ νὰ περιέλθει σὲ ἀχρησία, διότι δὲν ἔχουμε πάντοτε τὴν ἀπαραίτητη ἐπίγνωση γιὰ τὴ βαθύτερη σημασία της καὶ ἔτσι ἡ τήρηση τῆς νηστείας ἐκπίπτει σὲ μία τυπικὴ πράξη ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὸ βαθύτερο περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο προσέδωσε στὸ θεσμὸ τῆς νηστείας ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ λέξη νηστεία εἶναι σύνθετη καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρνητικὸ μόριο νὴ καὶ τὸ ρῆμα ἐσθίω, ποὺ σημαίνει τρώγω. Νῆστις –ἡ πρώτη λέξη ποὺ δημιουργήθηκε– σημαίνει αὐτὸς ποὺ δὲν ἐσθίει, δὲν τρώει. Ἀπὸ τὴ λέξη αὐτή, στὴ συνέχεια, προῆλθε τὸ ρῆμα ‘νηστεύω’ καὶ τὸ ἀφηρημένο οὐσιαστικὸ ‘νηστεία’ καὶ ἡ διάκριση τῶν διαφόρων τροφῶν σὲ νηστήσιμες καὶ ἀρτυμένες ἢ ἀρτύσιμες.
Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ ἕναν πανάρχαιο ἐκκλησιαστικὸ θεσμό. Δὲν τὴ συναντοῦμε μόνο μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους ἀρχαίους λαούς, στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ Ρωμαίους.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας –καὶ ἰδιαίτερα ὁ Μ. Βασίλειος–ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ νηστεία νομοθετήθηκε στὸν ἴδιο τὸν παράδεισο μὲ τὴν ἀπαγορευτικὴ ἐντολή, ποὺ ἔδωσε στοὺς πρωτόπλαστους ὁ Θεός, νὰ μὴ φᾶνε «ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν» (Γέν. β΄, 16-17). Ἐντολὴ γιὰ αὐστηρὴ ἡμερήσια νηστεία δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Μωυσῆ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Μετανοίας ἢ τοῦ Ἐξιλασμοῦ (Λευιτ. ιστ΄ 29-30 κ΄·κγ΄, 27-33).
«Ἂν ἡ νηστεία ἦταν ἀναγκαία στὸν παράδεισο, εἶναι πολὺ περισσότερο ἀναγκαία ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἂν ἦταν χρήσιμο τὸ φάρμακο πρὶν ἀπὸ τὸν τραυματισμό, εἶναι πολὺ περισσότερο χρήσιμο μετὰ ἀπὸ τὸν τραυματισμό» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο τῆς τυποποίησης τῆς νηστείας. Λέγει ὁ Θεός: «Τὴ νηστεία καὶ τὶς ἀργίες, τὶς πρωτομηνιὲς καὶ τὶς ἑορτές σας μισεῖ ἡ ψυχή Μου. Παύσατε τὶς πονηρίες σας, μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό. Ἀναζητήσατε τὸ δίκαιο, ἀθωώσατε τὸν ἀδικούμενο, ἀποδώσατε τὸ δίκαιο στὸ ὀρφανὸ καὶ δικαιώσατε τὴ χήρα ποὺ ἀδικεῖται» (Ἧσ. α΄, 13-17).
Δύο εἶναι τὰ οὐσιώδη σημεῖα ποὺ διασώζουν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ τὰ ὁποῖα προσδιορίζουν τὴ στάση τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὸ θεσμὸ τῆς νηστείας. Πρῶτο εἶναι τὸ προσωπικό Του παράδειγμα (40ήμερη νηστεία) καὶ τὸ δεύτερο ἡ διδασκαλία Του γιὰ τὴ νηστεία: «Ὅταν νηστεύετε μὴ γίνεστε σκυθρωποί. Ὅταν νηστεύεις περιποιήσου τὸ πρόσωπό σου, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ στοὺς ἀνθρώπους ἡ νηστεία σου, ἀλλὰ στὸν Πατέρα σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις καὶ θὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει φανερά». «Τοῦτο τὸ γένος τῶν δαιμόνων ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Ἀλάθητο κριτήριο τῶν πρώτων μαθητῶν ἦταν ἡ διδασκαλία περὶ νηστείας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς τους Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ νηστεία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνδέθηκε ἄρρηκτα μὲ τὴν προσευχή, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. ζ΄, 5) καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων.
«Δρόμος μέγας εἰς πᾶν ἀγαθὸν ἐστὶν ἡ μετὰ διακρίσεως νηστεία καὶ ὁ ἀμελῶν αὐτῆς πᾶν ἀγαθὸν διασείει» (Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος).
Μιὰ ξεχωριστὴ ρύθμιση παρατηροῦμε ποὺ ἀφορᾶ τὶς ἡμέρες τῆς Κυριακῆς καὶ τοῦ Σαββάτου, ποὺ περιλαμβάνονται σὲ μιὰ περίοδο νηστείας. Ἡ Κυριακὴ ὡς ἡ κατ’ ἀρχὴν ἡμέρα Κυρίου θεωρήθηκε ἐξαρχῆς ὡς ἡμέρα χαρᾶς καὶ ὑπενθύμιζε στοὺς χριστιανοὺς τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Ἀλλὰ καὶ τὸ Σάββατο ὡς ἡμέρα καταπαύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς Δημιουργίας. Γι’ αὐτὸ ὅταν οἱ δύο αὐτὲς ἡμέρες, συμπίπτουν σὲ περίοδο νηστείας, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση ἐλαίου καὶ οἴνου. Καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται ἀλλὰ ἐπιβάλλεται, προκειμένου νὰ διατηρήσουν οἱ ἡμέρες αὐτὲς τὸν ἰδιαίτερο χαρμόσυνο χαρακτήρα τους.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία σὰν μυστήριο χαρᾶς καὶ πανηγυρισμοῦ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ σὰν τὴν πρώτη γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲ συμβιβάζεται μὲ τὴ νηστεία καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τελεῖται στὴ διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς (ἐξ οὗ καὶ οἱ προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες).
Τὸ πνευματικὸ νόημα στὸν θεσμὸ τῆς νηστείας, ποὺ ὀνομάζουμε ἀσκητική, εἶναι νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν παράνομη τυραννία τῆς σάρκας, ποὺ εἶναι ἡ τραγικὴ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Μόνο μὲ μιὰ προσεκτικὴ καὶ ὑπομονετικὴ προσπάθεια ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνω ζήσεται» καὶ ἐπαναφέρει μέσα του τὴν προτεραιότητα τοῦ πνεύματος, καὶ ἔτσι μόνον θεραπεύεται ἡ κοινὴ καὶ παγκόσμια ἀρρώστια τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε νὰ θεωρεῖ τὴν ἀποστασία σὰν «φυσιολογικὴ» κατάσταση.
Πρώτη νηστεία ποὺ ἐμφανίζεται μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἦταν ἡ νηστεία πρὸ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ νηστεία ἔφθασε νὰ διακρίνεται α) σὲ ἀσιτία, β) σὲ ξηροφαγία καὶ γ) σὲ ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένες τροφές.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει περιόδους νηστείας: τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή, τὶς περιόδους πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα (50ήμερη), τὰ Χριστούγεννα (40ήμερη), πρὶν τὴ γιορτὴ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου, πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου (15ήμερη) , τὴν 29/8 (ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου), τὴν 14/9 (ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ) καὶ τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων.
«Ἔφθασε νῦν, εἰσῆκται ὁ τῶν ἀγώνων καιρός, τὸ τῆς Νηστείας στάδιον· προθύμως ἅπαντες ἀπαρξώμεθα ταύτης, τὰς ἀρετὰς τῷ Κυρίῳ ὡς δῶρα φέροντες».
Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς
Νοέμβριος 2024