Ἰανουάριος 2025
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάντοτε περιφρουρεῖται ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ τῶν Ἁγίων. Ἱδιαίτερα ὁ μῆνας Ἰανουάριος, ὡς ἀρχὴ τῆς χρονιᾶς, περιφρουρεῖται ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες πολλῶν, γνωστῶν καὶ ὄχι μόνον, Ἁγίων.
Ἔκπληξις καὶ θαυμασμὸς θὰ μᾶς καταλάβη, ὅταν μελετώντας τὰ Συναξάρια τῆς 19ης Ἰανουαρίου, ποὺ δὲν ἑορτάζωμεν ἑπώνυμους Ἁγίους, ἀλλὰ σχεδὸν ἀγνώστους ἐν πολλοῖς.
Ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει ὡς πρώτους τοὺς ἁγίους Μακαρίους Αἰγύπτου καὶ Ἀλεξανδρείας, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθησαν μεγάλοι ἀσκητὲς θαυματουργοὶ Ἅγιοι, μὲ ἀναστάσεις νεκρῶν καὶ μὲ κυριαρχία ἐπὶ τῶν δαιμόνων.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ἐπίσης ἑορτάζουν:
Ἡ θαυμαστὴ μάρτυς Εὐφρασία ἐκ Νικομηδείας καταγομένη καὶ ἐπὶ Μαξιμιανοῦ μαρτυρήσασα.
Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας, ἀναδειχθεὶς θαυματουργὸς προστάτης τῆς Κέρκυρας καὶ πάντων τῶν ἐν ἀνάγκαις εὐρισκομένων.
Ὁ ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλλησιώτης ὁ ὁμολογητής, ποὺ ἀνεδείχθη μεγάλος ἀσκητής καὶ ἐκκλήθη θαυματουργικά, ἀλλὰ καὶ μαρτυρικὰ νὰ ὑπερασπισθῆ τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἐπὶ Βέκκιον, γενόμενος πρόδρομος τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
Ὁ ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Μάρκος ὁ Εὐγενικός ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ὁ ὑπέρμαχος καὶ ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὡς ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας, ὑπερασπίσθη τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπέτρεψε τὴν ψευδένωσιν τῶν ἐξουσιῶν καὶ οὕτω ἀπεφεύχθη ὁ ἀφανισμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν ἀποτυχίαν τῆς ψευδενώσεως παρεδέχθη καὶ ὁ τότε περιώνυμος καὶ ἀγέρωχος Πάπας Εὐγένιος ὁ Δ΄ μὲ τὴν περίφημον φράση του: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν».
Καὶ τέλος τοῦ ἁγίου Μακαρίου Καλογερᾶ, Ἐθνοδιδασκάλου, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν Πάτμο τὸ 1688, και ἐνδιαφερόμενος πολύ γιὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ διαπαιδαγώγηση τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, ἵδρυσε τὴν Πατμιάδα Σχολή. Οἱ κύριοι συνεργάτες του ἦταν ὁ μοναχός Κοσμᾶς ἀπὸ τὴ Λῆμνο καὶ ὁ μοναχὸς Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος. Ἡ ἱερωσύνη του δὲν ἀνῆλθε ποτὲ πέραν τοῦ βαθμοῦ τοῦ Διακόνου, ἐπειδή, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἀρεσκόταν περισσότερο νὰ διακονεῖ παρὰ νὰ διακονεῖται.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι, τοὺς ὁποίους καλούμεθα νὰ μιμηθοῦμε, καθότι ζοῦμε, σὲ παραλλήλους καιροὺς, εἶχαν ἐνστερνησθεῖ τὰ ὅσα ὅσα ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο στὸ βιβλίο του «Ἀόρατος πόλεμος».
«Ὁ πανοῦργος ὄφις δὲν παύει ποτὲ ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς πειράζῃ μὲ τὰς πανουργίας καὶ ἀπάτας του ἀκόμη καὶ εἰς αὐτὰς τὰς ἀρετάς, ποὺ ἀπεκτήσαμεν, διὰ νὰ γίνωνται αὔται αἰτίαι φθορᾶς καὶ κακίας·μὲ τὸ νὰ συναρεσκόμενοι εἰς αὐτὰς καὶ εἰς τὸν ἴδιον ἑαυτόν μας, καταντώντας ὑψηλοφρονοῦντες νὰ πίπτομεν (φεῦ!) μετὰ ταῦτα εἰς τὴν κακίαν καὶ τὸν λάκκον τῆς ὑπερηφανείας καὶ κενοδοξίας.
Ὅθεν διὰ νὰ φυλαχθῇς, ἀδελφέ, ἀπὸ τοῦτον τὸν δαίμονα, συμμάζεψε ὅλον τὸν νοῦν μὲ ἀληθῆ καὶ βαθυτάτην γνῶσιν τῆς εὐτελείας τοῦ ἑαυτοῦ σου στοχαζόμενος ὅτι χωρὶς τὸν Χριστὸν δὲν εἶσαι ἄλλο, παρὰ μηδὲν. Ὅσες φορὲς γυρίσῃς τὸν νοῦν σου εἰς τὴν σκέψιν τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ τῶν ἔργων σου, νὰ μετρῆσαι πάντοτε μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὄντως ἰδικόν σου καὶ ὄχι μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς χάριτός Του καὶ ποὺ σοῦ δωρήθηκε, μὲ τὸ «κατ’εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἔπειτα στοχαζόμενος ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὰ πολλά σου περασμένα σφάλματα καὶ πρὸς τούτοις τὰ ἄλλα πάμπολλα κακά, ποὺ ἤθελες πράξει, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε σὲ ἐμποδίσει μὲ τὴν εὐσπλαγχνικὴν χεῖρα Του, ἔχεις νὰ εὕρῃς, πὼς οἱ παρανομίες σου, ἠμποροῦν νὰ φθάσουν εἰς ἕνα ἀριθμὸν σχεδὸν ἄπειρον, καὶ σὺ ἤθελες ἀποβῇ ἕνας ἄλλος καταχθόνιος ἑωσφόρος. Ὅθεν ἂν δὲν θέλῃς νὰ εἶσαι ἅρπαξ καὶ κλέπτης τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἔδωκεν ὁ Θεὸς, εἰς τὰ κτίσματά Του, ὅμως τὴν δόξαν τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου Του, «τὴν δόξαν μου ἑτέρῳ οὐ δώσω» (Ἡσ. μβ΄ 8), ἵνα δοξάζηται ὡς Δημιουργὸς πάντων. Σὺ δὲ νὰ δοξάζῃς Αὐτὸν μόνον, καὶ νὰ θεωρεῖς ὅτι κάθε σου πρᾶξη ἀγαθή, ὡς ἀρχὴν καὶ μέσην καὶ τέλος πρέπει νὰ νομίζῃς ὡς αἵτιον τὸν Θεὸν, «εἴς Ὅν πρέπει πᾶσα δόξα τιμὴ καὶ προσκύνησις, ἐμοὶ δὲ αἰσχύνη» (Δαν. δ΄ 7).
Λοιπόν ἂν θέλῃς ἡ γνῶσις τῆς πονηρίας σου καὶ τῆς οὐτιδανότητός σου νὰ κρατῇ μακρὰν τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ σὲ κάμῃ ἀγαπητὸν εἰς τὸν Θεόν, εἶναι ἀνάγκη, ὄχι μόνον νὰ καταφρονῇς τὸν ἑαυτόν σου ὡς ἀνάξιον χωρὶς τὸν Θεόν, ἀλλὰ νὰ θέλῃς νὰ εἶσαι καταφρονημένος καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ γίνεται τοῦτο ἀπὸ σένα, δι᾿ αὐτὸν καὶ μόνον τὸν σκοπόν τῆς ταπεινώσεώς σου, καὶ ὄχι διὰ καμμίαν ἀρέσκειαν καὶ ὑπόληψιν τῶν ἀνθρώπων.
Πρὸς τούτοις σοῦ παραγγέλλω νὰ μὴ εἶσαι εὔκολος εἰς τὸ νὰ φανερώνῃς τὰ χαρίσματα, ποὺ σοῦ κάμνει ὁ Θεὸς, ἀλλὰ νὰ ταπεινώνεσαι, διότι τοῦτο εἶναι ἀρεστὸν εἰς τὸν Θεόν.
Ἂν ἐπιθυμῇς νὰ εὕρῃς τὸν Θεόν, μὴ ὑψώνεσαι, διότι Αὐτὸς τότε φεύγει, ἀλλὰ ταπεινώσου ὅσον ἠμπορεῖς,· καὶ Αὐτὸς θέλει ἔλθει νὰ σὲ εὕρῃ καὶ νὰ σὲ ἐναγκαλισθῇ ἀγαπητῶς.
Καὶ ἂν μὲ ὄλας αὐτὰς τὰς σκέψεις καὶ λογαριασμούς, ποὺ εἶναι πολὺ ἀληθεῖς, ἡ πανουργία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ ἀγνωσία καὶ κακὴ κλίσις ἡ ἰδική μας, ἤθελεν ὑπερισχύσει εἰς ἡμᾶς εἰς τρόπον, ὥστε οἱ λογισμοὶ τῆς ὑψηλοφροσύνης νὰ μὴ λείπουν ἀπὸ τοῦ νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν καὶ νὰ πληγώνουν τὴν καρδίαν μας, ἀκόμη καὶ τότε εἶναι καιρὸς ἁρμόδιος, τόσον περισσότερον νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ ἀγωνιζόμεθα μὲ ὄλας μας τὰς δυνάμεις, διὰ νὰ λυτρωθῶμεν, νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῆς ὑπερηφανείας, ποὺ ἔχει τίς ρίζες της καὶ τὴν ἀρχήν της εἰς τὴν ματαίαν ὑπόληψιν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς
Ἰανουάριος 2025