Ἀφιέρωμα ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῶν ἑορταζόντων ἁγίων συζύγων-μαρτύρων Ἀκύλλα καὶ Πρισκίλλης

Φεβρουάριος 2024

Ἡ ἐκκοσμίκευση ποὺ ἔχει ἀγκαλιάσει γενικότερα τὸν ἐκκλησιαστικό μας βίο γίνεται φανερὴ περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ στὸ θέμα τοῦ χριστιανικοῦ γάμου. Ἀπὸ ὅποια ὁπτικὴ καὶ ἄν δεῖ κανεὶς τὸν σύγχρονο Ὀρθόδοξο γάμο (προετοιμασίες, τέλεση, μεταγαμιαία βιοτή), ἀφορᾶ περισσότερο κοσμικὸ παρὰ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Βιώνοντας αὐτὴ τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση θεωρήσαμε καλὸ νὰ παρουσιάσουμε ἀπόψεις, κατευθύνσεις καὶ θεωρήσεις, σχετικὰ μὲ τὸ γάμο, τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, καλύπτοντας ἀρκετὲς πλευρὲς αὐτοῦ τοῦ θέματος τὸ ὁποῖο πάντα θὰ εἶναι ἀνεξάντλητο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀφορᾶ τὴν ἴδια
τὴ ζωὴ ποὺ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τὴν περικλείσει σὲ ἕνα βιβλίο.

   Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ψυχικὰ ὑγιὴς εἶναι μόνον ὁ ἅγιος, ἐνῶ ὁ συνήθης ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος μὲ τὴν ἔννοια ὅτι διακατέχεται ἀπὸ λίγα ἤ πολλὰ ψυχικὰ πάθη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο τὸ ὁποῖο θεραπεύει καὶ ἁγιάζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἑπομένως καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς γάμος εἶναι ἕνας νόμιμος εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ δρόμος θεραπείας καὶ ἁγιασμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὅταν βέβαια τηροῦνται κάποιες ἀπαραίτητες οὐσιαστικὲς πνευματικὲς προϋποθέσεις.

Ἰανουάριος 2024

Ὁ ἄνθρωπος τῆς σαρκικῆς γνώσης, δηλαδὴ ποὺ δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ στὰ μυστήριά Του, ἀλλὰ θαρρεῖ πὼς μὲ τὸ μυαλό του τὰ γνωρίζει ὅλα, καὶ πὼς ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτὸ μοναχὰ ποὺ καταλαβαίνει μὲ τὴν γνώση του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται ὥρα ποὺ πέφτει στὴν ἀπελπισία καὶ ἐξουθενώνεται ὁλότελα, κι ἂς φαινότανε πρὶν πὼς εἶναι ἄφοβος καὶ παλληκάρι καὶ ἱκανὸς νὰ ὑποφέρει κάθε δυστυχία καὶ κακοπάθηση, ὅπως ἤτανε οἱ λεγόμενοι στωϊκοὶ φιλόσοφοι.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποτισμένος μὲ τὴ στωϊκὴ φιλοσοφία, ἤτανε ὁ Ρωμαῖος στρατηγὸς Βροῦτος, αὐστηρὸς στὴ ζωή του, ἀσκητὴς στὶς ἐπιθυμίες του, γενναῖος, ὑπέρμαχος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης, ποὺ γι’ αὐτὲς σκότωσε καὶ τὸν εὐεργέτη του τὸν Καίσαρα.

Ὥστόσο, σὰν νικήθηκε στοὺς Φιλίππους, πολεμῶντας μαζὶ μὲ τὸν Κάσσιο καταπάνω στὴν τυραννία ποὺ τὴν ὑποστηρίζανε οἱ ἀντίμαχοί του ὁ Ὀκτάβιος κι ὁ Ἀντώνιος, ἔπεσε σὲ μαύρη ἀπελπισία, κι ἀποφασίζοντας ν’ αὐτοκτονήσει, εἶπε τοῦτα τὰ λυπητερὰ λόγια: «Ὢ τλῆμον ἀρετή, λόγος ἄρ’ ἦσθα, ἐγὼ δὲ σε ἔργῳ ἤσκουν!». Ὢ κακομοίρα ἀρετή, ὥστε ἤσουνα ἕνας κούφιος λόγος, κι ἐγὼ σὲ ἔκανα μὲ ἔργα, κακοπαθῶντας τὸ κορμί μου, μὴν κυττάζοντας τὸ προσωπικὸ συμφέρο μου, μῆτε κἂν τὰ αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μου. Μὰ ὅπως φάνηκε, ἐσὺ ἤσουνα ἁπλῶς λόγια καὶ σκλάβα τῆς τύχης.

Παράξενο καὶ παράδοξο μυστήριο. Μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις πῶς ἔγινε αὐτό. Γιατί ἐκεῖ ὅπου ἐκδηλώνεται ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, νικῶνται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Θέλησε, λοιπόν, ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο, γιατί τὰ πάντα ὑπακούουν στὸ Θεό. Σήμερα γεννιέται ὁ Αἰώνιος καὶ γίνεται ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν. Ἐνῶ δηλαδή ἦταν Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεός. Δὲν ἔχασε δηλαδὴ τὶς θεϊκές του ἱκανότητες γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος, οὔτε πάλι ἄλλαξε καὶ ἀπὸ ἄνθρωπος ἔγινε Θεός. Ἀλλά, ἐνῶ ἦταν Θεὸς Λόγος, χωρὶς νὰ πάθει τίποτε, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ ἡ Θεία Φύση παρέμεινε ἀμετάβλητη.

Τὰ Χριστούγεννα θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε σὲ ἄμεση συνάφεια μὲ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πτώση του. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μὲ ἄπειρη ἀγάπη ἀπὸ
τὸν Θεὸ κατ’ εἰκόνα Του. Ὁ Θεὸς βάζει στὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγώνισμα ἐγκρατείας καὶ ὑπακοῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτυγχάνει. Καὶ χάνει τὴν παραδείσια χαρά. Μὲ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἀπογυμνώνεται, δηλαδὴ χάνει τὴ θεϊκὴ στολή, τὴ θεϊκὴ προστασία, τὴ θεϊκὴ κάλυψη. Μὰ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ, τὸν ἀγαπᾶ μὲ μανία, τὸν καταδιώκει.
Ἀπεργάζεται νέο σχέδιο σωτηρίας. Ὁ Ἀδὰμ δὲν μπόρεσε νὰ γίνει Θεός. Ἀλλά, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Καὶ γίνεται. Μπαίνει μέσα στὸν χρόνο καὶ στὸν
χῶρο μὲ σάρκα, μὲ ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ζεῖ ὅπως ἐμεῖς, χωρὶς μόνον τὶς ἁμαρτίες, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουμε, νὰ Τὸν δεχτοῦμε, νὰ Τὸν
ἀγαπήσουμε, νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, νὰ γίνουμε ἕνα μαζί Του γιὰ νὰ θεωθοῦμε. Ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μετάβασις ἐκ τοῦ οὐρανοῦ στὴ γῆ.