Ἐδῶ καὶ μερικὲς ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει, μετὰ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου, γιὰ τὴν δεύτερη (τρίτη στὴν πραγματικότητα μετὰ καὶ τὴν περιτομὴ Αὐτοῦ) μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτή, τῶν Θεοφανείων, τῆς Βαπτίσεως τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Ἡ μία, σημειώνουν οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι, παραπέμπει στὴν ἄλλη, μολονότι καὶ οἱ δύο ἑορτάζονταν ἀπὸ κοινοῦ στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ὡς ἑορτὴ τῶν Ἐπιφανείων, τῆς Φανέρωσης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, κάτι ποὺ διακρίθηκε ἀπὸ τὸν τέταρτο μ.Χ. αἰώνα, γιὰ λόγους περισσότερο πρακτικοὺς παρὰ πίστεως. Τελικῶς ὅμως, καθιερώθηκε ὁ ξεχωριστὸς ἑορτασμός τους, ὁ ὁποῖος μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρεῖται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Χαρμόσυνα θὰ ἐκφρασθοῦν, θὰ προσφερθοῦν καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν ποικιλοτρόπως ἄπειρες χριστουγεννιάτικες εὐχὲς καὶ ἐκδηλώσεις, γιὰ νὰ ἀναγγείλουν στὸν κόσμο τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου γιὰ ὅλους μας, ἀλλὰ ἐλάχιστες θὰ μᾶς προτρέπουν: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ».
Ἀναρωτιέται κανεὶς, ἐφ’ ὅσον στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἑορτῆς βρίσκεται πρωτίστως ὁ ἑαυτός μας, κατὰ πόσο οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι καταλαβαίνουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μας, ὅτι «ἐγεννήθη ἡμῖν παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».

Ὅταν προσφέρουμε μόνο «λατρεία τῶν χειλέων» στὸν Γεννημένο Σωτῆρα, ὅταν δὲν ἐπιθυμοῦμε καὶ δὲν ἐπιδιώκουμε τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή μας καὶ ὅταν στὴν καθημερινή μας ζωὴ δὲν ἐφαρμόσουμε τὸν θεσπέσιο ὕμνο τῆς Ἀγάπης, εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε ὅτι δὲν γιορτάζουμε ἀληθινὰ Χριστούγεννα.
«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. ... καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, ... οὐ ζηλοῖ, ... οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, ... οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. ... ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1-13).

Ὁ 4ος μ. Χ. αἰώνας χαρακτηρίζεται ὡς ὁ «χρυσὸς αἰώνας τῆς Θεολογίας», χάρις στοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν καὶ ἔδρασαν τὴν συγκεκριμένη ἐκείνη χρονικὴ περίοδο. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται στοὺς κορυφαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια (σημερινὴ Ἀντάκια Τουρκίας) τὸ 347. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὴ φροντίδα τῆς μητέρας του Ἀνθούσας. Σπούδασε ρητορικὴ κοντὰ στὸν φημισμένο δάσκαλο τῆς ἐποχῆς Λιβάνιο. Ὁ δάσκαλός του τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο πολὺ γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴ ρητορική του δεινότητα, ποὺ ἔλεγε πὼς θὰ τὸν ἄφηνε διάδοχό του στὴ σχολή, ἄν δὲν τὸν εἶχαν κερδίσει οἱ Χριστιανοί.
Μετὰ τὶς σπουδὲς του δικηγόρησε γιὰ λίγο στὴν Ἀντιόχεια καὶ στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτευσε. Τὸ 381 ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ διάκονος καὶ ἀργότερα πρεσβύτερος. Σύντομα, ἡ φήμη του ξεπέρασε τὰ στενὰ ὅρια τῆς Ἀντιόχειας καὶ στὰ τέλη τοῦ 397 κλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ διεκδικήσει τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου, ἡ Ἐνδημούσα Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τὸν ἐξέλεξε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐνθρονίστηκε στὶς 26 Φεβρουαρίου τοῦ 398. Μιλοῦσε ἀδιάκοπα καὶ μὲ τὴ γνωστὴ ρητορικὴ του δεινότητα σαγήνευε τὰ πλήθη, ἐλέγχοντας τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ διαφθορά. Ἀνέλαβε, ἐπίσης ἕναν τιτάνιο ἀγώνα κατὰ τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀκολασίας ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει στὴν πλούσια πρωτεύουσα τοῦ κράτους. Ὁ ἔλεγχός του ἔφτασε μέχρι τὰ ἀνάκτορα καὶ ἰδιαίτερα στηλίτευσε τὴν διεφθαρμένη αὐτοκράτειρα Εὐδοξία καὶ τὸν ἐπίσης διεφθαρμένο αὐλικὸ Εὐτρόπιο. Ἦρθε σὲ ρήξη μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ χρήματος, τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ ἐπίσης μὲ τοὺς διεφθαρμένους ἐπισκόπους καὶ κληρικούς.