Αὔγουστος 2024
Εἶναι ἡ μοναδικὴ φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ποὺ γιορτάζεται ὁ θάνατος. Καὶ αὐτό, βέβαια, συμβαίνει μέσα στὸ χριστιανικὸ χῶρο καὶ τόπο, γιατὶ ὁ θάνατος θεωρεῖται ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ σκέψη ὡς μεταφορὰ στὴ ζωή, στὴν πραγματικὴ ζωή, στὴν ἀληθινή, στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Παραδείσου, στὴν ἀθάνατη ζωή. Καὶ πολὺ σωστὰ ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Θεοτόκου, τῆς Κοιμήσεώς της, τὸν δεκαπενταύγουστο, ψάλει πανηγυρικά:
«…Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν
ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα πρὸς ζωὴν μετέστησεν…»
(ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς ἑορτῆς).
Ἡ μητέρα τῆς ζωῆς πῆγε στὴ ζωή. Ὁ τάφος, ποὺ δέχθηκε τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Παναγίας, ἔγινε σκάλα, ποὺ ἀνέβασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο χριστιανικὸ γένος στὸν οὐρανό. «Κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται». Καὶ μὲ αὐτὸ μόνο τὸ ἄγγελμα τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὁ σημερινὸς κουρασμένος καὶ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος, βρίσκει τὸ δυνατότερο καὶ ἰσχυρότερο μήνυμα τῆς ἱστορίας.
Ἰούλιος 2024
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, κατὰ κόσμον Νικόλαος, «ὁ πολὺς ἐν σοφία, ὁ μέγας ἐν ἀρεταῖς καὶ ὁ περιφανὴς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας», γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Πρῶτος του δάσκαλος ἦταν ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ. Ὁ μικρὸς Νικόλαος παρακολουθοῦσε τὶς ἀκολουθίες, μάθαινε τοὺς ἱεροὺς ὕμνους καὶ μετεῖχε στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Θεὸς τὸν εἶχε προικίσει μὲ ἰδιαίτερη χάρη, μοναδικὴ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα καὶ ἐξαιρετικὴ μνήμη. Οἱ γονεῖς του, ὁ δάσκαλος του καὶ ὁ τότε Ἐπίσκοπος τῆς Νάξου Ἄνθιμος διέκριναν τὴν μοναδικὰ προικισμένη φύση του καὶ φρόντισαν στὰ 16 του χρόνια νὰ συνεχίσει εὐρύτερες σπουδὲς στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, πνευματικὸ ἵδρυμα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, μὲ ξακουστοὺς διδασκάλους. Πλέον τῶν γενικώτερων γνώσεών του, ἔγινε βαθὺς γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ποὺ τὸν βοήθησε νὰ κάνει προσιτοὺς τοὺς θησαυροὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως.
Μετὰ 4 χρόνια σπουδῶν ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα του Νάξο κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ τὸν προστάτη του Μητροπολίτη, γνώρισε τρεῖς ἁγιορεῖτες μοναχούς, τὸν Γρηγόριο, τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Ἀρσένιο ποὺ, ἐξ αἰτίας τοῦ Κολυβαδικοῦ ζητήματος, ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν καὶ κατέφυγαν στὴ Νάξο καὶ διὰ μέσου αὐτῶν συνεδέθη καὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρᾶ καὶ τὸν γέροντα Σίλβεστρον, ἄπαντες κολυβάδες.
Τὸ κίνημα τῶν κολυβάδων ἦτο ἀντίδραση ἐνάντια στὶς ἐπιδράσεις τῆς Δυτικῆς Θεολογίας στὸν ὀρθόδοξο κόσμο, καὶ ἐνάντια στὸ πνεῦμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, καὶ συγχρόνως προσπάθεια βίωσης καὶ φανέρωσης τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Ἰούνιος 2024
Ἑορτάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σήμερα, βλέπουμε τοὺς καρποὺς αὐτῆς τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι οἱ Ἅγιοι Πάντες. Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία γίνεται μόνο μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Παράκλητος εἶναι αὐτὸς ποὺ φέρνει σὲ κοινωνία τὶς δύο διαφορετικότητες, τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, καὶ ἐγκαινιάζει μέσα στὴν ἱστορία τὸ ἀληθινὰ καινούργιο.
Συγχρόνως, σήμερα τιμοῦμε καὶ τὴν σύναξη τῶν Δώδεκα Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁ Θεὸς Πατέρας ἀπέστειλε τὸ Χριστὸ στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ κατ’ ἐξοχὴν σταλμένος, ἀποστέλλει στὸν κόσμο τοὺς μαθητὲς Του. Κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρὰ τοὺς μαθητὲς καὶ διαδόχους τους γιὰ νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἑδραιωθεῖ σ΄ ὅλη τὴν κτίση καθ΄ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κίνητρο γιὰ τὴ δράση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ἡ ἐκλογή, ἡ πρόσκληση καὶ ἡ ἀποστολὴ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐντάσσεται μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν κατάργηση τῆς ἐξουσίας τοῦ διαβόλου καὶ στὴ θεραπεία κάθε συνέπειας τῆς κυριαρχίας τοῦ κακοῦ. Οἱ Δώδεκα Μαθητές, μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀποτελοῦν προπομποὺς καὶ προδρόμους τοῦ καινούργιου κόσμου τοῦ Θεοῦ, ὅπου τὸ κακὸ δὲν θὰ ἔχει ἰσχύ.
Ὁ Θεὸς δὲν πραγματοποιεῖ τίποτα αὐθαίρετα ἢ αὐτόματα ἢ τυχαῖα, ἀλλὰ ὅλα βασίζονται στὴ σοφία καὶ στὴν ἀγάπη Του, στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὸ ὁποῖο πάνω ἀπὸ ὅλα σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ ἀποστολὴ τῶν μαθητῶν δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ξέρουν τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ ἢ ποὺ δὲν εἶχαν σχέση προηγουμένως μαζί Του.