Δεν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει ἔχει ἀνάγκη νά προσεύχεται. Ὅσο πιὸ δυνατὴ εἶναι ἡ πίστη τόσο πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ προσευχή. Ἐξ ἄλλου ἡ πίστη τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ὑποστηρίζεται απὸ την πίστη τῶν ἄλλων. Σ’ αὐτὸ ἔγκειται ἡ σπουδαιότητα τῆς λειτουργίας καὶ τῆς κοινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ στὴν σημερινὴ κοινωνία μας διαπιστώνουμε μιὰ ἀποδυνάμωση τῆς πίστεως καὶ σαν συνέπεια μιὰ ἀδιαφορία γιὰ προσευχή. Ἴσως ὁ ὄρος ἐκκοσμικευμένη κοινωνία δὲν δείχνει τόσο μιὰ κοινωνία τελείως ἄπιστη, αλλὰ μιὰ κοινωνία, ποὺ ἡ πλειονότητα τῶν μελῶν της δὲν προσεύχεται πιὰ, παρὰ πολὺ σπάνια καὶ πάλι σὲ στιγμὲς ἐξαιρετικές.
Γι’ αυτὸν ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ διατηρῆ τὴν δύναμη τῆς πίστεῶς του μὲ τὴν προσευχὴ τίθεται σήμερα ἕνα διπλὸ πρόβλημα: πρῶτο, νὰ ὑπερασπίζεται τὴν προσευχή του ἐναντίον τῆς καταλυτικῆς ἐπιρροῆς ἑνὸς περιβάλλοντος ἀδυνάτου στὴν πίστη καὶ δεύτερο, νὰ ὑπερασπίζεται τὴν προσευχή του σ’ ἕνα κόσμο ποὺ ἔχασε σὲ ἕνα μεγάλο μέρος τήν χρήση τῆς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος τῶν προηγουμένων ἐποχῶν εὕρισκε μέσα στὸ κοινωνικό σύνολο ἕναν παράγοντα ἐνθαρρυντικό γιὰ τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του σήμερα, αὐτὸ τὸ σύνολο εἶναι παράγων ψυχρότητας, παράγων ἀπὸ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προστατεύεται αὐτός ποὺ θέλει νὰ διατηρῆ τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του.
Σήμερα ὁ πιστός θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήση κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος μόνος του τοὺς λόγους ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ στηρίξουν τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μπορεῖ νὰ κάμη τὴν πίστη του πιὸ βαθειὰ καὶ τὴν προσευχή του πιὸ θερμή, δεδομένου ὄτι δὲν ἐνισχύονται, κατὰ ένα μεγάλο μέρος, ἀπ΄]ο τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον. Ὁ πιστός ὁ ὁποῖος πέτυχε νὰ ἐνδυναμώση τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του, μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἴδιος μιὰ ἑστία, ἡ ὁποία θὰ ἐνισχύση τὴν πίστη καὶ θὰ ἀναθερμάνη τὴν προσευχὴ στὴν κοινωνία. Ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ βοηθήση τὴν κοινωνία νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ ζωή, τὴν γεμάτη πλήξη – ποὺ εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς χλιαρότητας στὴν πίστη καὶ τὴν προσευχή. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ βοηθήση, ὥστε ἡ κοινωνία μας νὰ βρῆ ἕνα περιεχόμενο πιὸ οὐσιαστικό, νὰ ἀπολυμάνη τὶς μολυσμένες ρίζες της δίνοντας ἕνα μεγαλύτερο βάθος στὴ ζωή, χωρὶς τὸ ὁποῖο ἡ ανθρώπινη ὕπαρξη εἶναι μιὰ μονότονη καὶ χωρὶς νόημα ὁμοιομορφία.
Λοιπόν, τὸ πρῶτο σημεῖο μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦμε εἶναι οἱ λόγοι, οἱ καθοριστικοί ἐκεῖνοι παράγοντες, τοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ βρῆ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάνη τὴν πίστη του πιὸ δυνατὴ καὶ τὴν προσευχή του πιὸ συχνὴ καὶ θερμή.
Στὴν καθαρὴ προσευχὴ ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιά. Αὐτὴ ἡ συνάντηση νοῦ καὶ καρδιᾶς, δὲν πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἄνοδο τῆς καρδιᾶς στὸ νοῦ, ἀλλά μὲ τὴν κάθοδο τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιά. Ὁ νοῦς ἀναπαύεται, βρίσκει τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀναζητήσεως του, τό ἄπειρο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ καρδιά, ἤ μᾶλλον μέσα στὴν ἄβυσσο τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν ἄβυσσο τοῦ Θεοῦ. «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται» (Ψαλμ. μα’,8).
« Πρόσχες τῆ δεήσει μου και μή ἐγκαταλείπης με Θεέ ὑπεράγιε. Διά τοῦ Λόγου σου καί τοῦ Πνεύματός σου ἁγίασόν με. Τῶ Λόγω σου ἀνάπλασόν με καί τῶ Πνεύματί σου ὁδήγησόν με. ... Μεγαλοδύναμε, κραταιέ Κύριε ἐμφύτευσον τῆ καρδία μου τήν ἀγάπην τῶν νόμων σου, τάς αἰσθήσεις τῶ λόγω ὑπόταξον...Τόν νοῦν μου καταύγασον ταῖς ἀκτίσι τῆς ἀληθείας σου, τήν θέλησίν μου πρός σέ ἐπέστρεψον. Τήν γλῶσσαν μου παιδαγώγησον ἵνα λέγει καθ’ ἑκάστην τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ὑιέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με». Κύριε διά τῆς μακαρίας Μητρός σου ἱλάσθητί μοι τόν ἁμαρτωλόν καί σῶσόν με. Κύριε διά τοῦ Σταυροῦ σου φύλαξόν με. Κύριε διά τῶν ἀγγέλων τείχισόν με. Διά τῶν ἁγίων τῆς ἀληθείας Μαρτύρων ὄπλισόν με. Κύριε διά τῶν ἁγίων Πάντων κατάπεμψον ἐπ’ἐμέ τό ἐλεός σου. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ δωρεάν ἐλέησόν με τόν ὠνητόν διά του ὑπερτίμου αἵματος και τοῦ ὀνόματός σου.»
(Ἰωάννης Χρυσόστομος)