Πνευματικά Κείμενα

Είθε η ανάγνωση και ο στοχασμός επάνω στα κείμενα αυτά, να είναι αφορμή προσευχής και αναφοράς στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και τον προστάτη μας Άγιο Γεράσιμο

Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος:
Ἄνθρωπος ποὺ δὲν περνάει δοκιμασίες, ποὺ δὲν θέλει νὰ πονάη, νὰ ταλαιπωρῆται, ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸν στεναχωροῦν ἢ νὰ τοῦ κάνουν μιὰ παρατήρηση, ἀλλὰ θέλει νὰ καλοπερνάη, εἶναι ἐκτὸς πραγματικότητος. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν», λέει ὁ Ψαλμῳδός.
Βλέπεις, καὶ ἡ Παναγία μας πόνεσε καὶ οἱ Ἅγιοί μας πόνεσαν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πονέσουμε, μιὰ ποὺ τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολουθοῦμε.
Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἐμεῖς, ὅταν ἔχουμε λίγη ταλαιπωρία σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ξοφλοῦμε λογαριασμοὺς καὶ σωζόμαστε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ πόνο ἦρθε στὴν γῆ. Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε. Καὶ τώρα ὁ Χριστιανὸς τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ ἔτσι τὴν καταλαβαίνει, μὲ τὸν πόνο.

Ὅταν ἐπισκέπτεται ὁ πόνος τὸν ἄνθρωπο, τότε τοῦ κάνει ἐπίσκεψη ὁ Χριστός. Ἐνῶ, ὅταν δὲν περνάη ὁ ἄνθρωπος καμμιὰ δοκιμασία, εἶναι σὰν μία ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ξοφλάει, οὔτε ἀποταμιεύει. Μιλάω βέβαια γιὰ ἕναν ὁ ὁποῖος δὲν θέλει τὴν κακοπάθεια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σοῦ λέει: «Ἔχω τὴν ὑγεία μου, ἔχω τὴν ὄρεξή μου, τρώω, περνάω μιὰ χαρά, ἥσυχα…», καὶ δὲν λέει ἕνα «δόξα Σοι ὁ Θεός». Τουλάχιστον, ἂν ἀναγνωρίζῃ ὅλες αὐτές τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, κάπως τακτοποιεῖται ἡ ὑπόθεση.

-Γέροντα, πῶς πρέπει νὰ προσεύχομαι;

-Νὰ αἰσθάνεσαι σὰν μικρὸ παιδί, καὶ τὸν Θεὸ νὰ Τὸν αἰσθάνεσαι Πατέρα σου καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ ὅ,τι ἔχεις ἀνάγκη. Μιλώντας ἔτσι μὲ τὸν Θεό, δὲν θὰ θέλης μετὰ νὰ ξεκολλήσης ἀπὸ κοντά Του, γιατὶ μόνο στὸν Θεὸ βρίσκει κανεὶς τὴν ἀσφάλεια, τὴν παρηγοριά, τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη μὲ τὴν θεία στοργή.
Ὄταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπήση τὸν Θεὸ καὶ ἔχη ἐπικοινωνία μαζί Του, δὲν τὸν συγκινεῖ τίποτε τὸ γήινο.Γίνεται σὰν τρελλός.

Βάλε σὲ ἕναν τρελλὸ τὴν καλὐτερη μουσική· δὲν συγκινεῖται. Δεῖξε τοὺς καλύτερους ζωγραφικοὺς πίνακες· δὲν δίνει καμμιὰ σημασία. Δῶσε τὰ καλύτερα φαγητά, τὰ καλύτερα ροῦχα, τὰ καλύτερα ἀρώματα· δὲν τὰ προσέχει, εἶναι στὸν κόσμο του. Ἔτσι καὶ ὅποιος ἔχει ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο κόσμο, εἶναι κολλημένος ἐκεῖ καὶ δὲν ξεκολλάει μὲ τίποτε. Ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ ξεκολλήσης τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ ξεκολλήσης ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καταλάβει τὸ νόημά της.

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΛΟΓΟΙ ΣΤ’-Περὶ προσευχῆς» τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου)

 

Ἐπιμέλεια κειμένου π. Κωνσταντῖνος Πασχάλης

Ὁ Χριστὸς μας, γιὰ νὰ συνετίσει τὴν Μάρθα καὶ διὰ τῆς Μάρθας καὶ ὅλους μας, γιὰ νὰ ὑπάρχει μέτρο στὴν μέριμνα τῶν βιοτικῶν, τῆς εἶπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς ἐστι χρεία. Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴ μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς» (Λουκ. ι΄ 41).

Αὐτὴ ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ μας ἰσχύει γιὰ ὅλους μας, ὥστε ἡ μέριμνα τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, νὰ εἶναι «ἐν μέτρῳ», ὅσον χρειάζεται γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησή μας. Τὸ δὲ «ἑνὸς ἐστι χρεία» κατὰ τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀξία, εἶναι ἡ μέριμνα πῶς νὰ ἀρέσουμε τοῦ Θεοῦ, ἡ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν μέριμνα τῶν ἀναγκαίων, ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτη, διότι εἶναι συγχρόνως τόσον πνευματικὸς, ὅσον καὶ ὑλικὸς. Τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκην τῆς τροφῆς, τοῦ ἐνδύματος κ.λπ. Ὅμως καὶ ἡ ψυχή μας ἡ ἀθάνατη ἔχει ἀνάγκην τῆς σωτηρίας, τοῦ «ἑνὸς ἐστι χρεία». Ἡ πρώτιστη, εἰ δυνατὸν καὶ ἡ ἀπόλυτη, ἡ ἀποκλειστικὴ μέριμνά μας πρέπει νὰ εἶναι πῶς νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας, πῶς νὰ τὴν οἰκειώσουμε μετὰ τοῦ Θεοῦ, πῶς νὰ τὴν προσαρμόσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἐδῶ στὴν παροῦσα ζωή, εἴμεθα ξένοι, εἴμεθα παρεπίδημοι· ἁπλῶς φιλοξενούμεθα ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ ὁ καθένας μας θὰ χαιρετίσει αὐτὴν τὴν φιλοξενία καὶ θὰ ἀπέλθει εἰς τὰ ἴδια. Καὶ τὰ ἴδια εἶναι ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψει «ὅθεν ἐξῆλθεν». «Καὶ ἐνεφύσησεν -λέγει ἡ Γραφὴ- καὶ ἔγινεν ὁ Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β΄ 7). Ἡ ζῶσα ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ ἐμφυσήματός Του, διὰ τῆς ἐνεργείας Του καὶ θὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ, «ὅθεν ἐξῆλθεν».

Στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ξεχωριστὴ θέση κατέχουν οἱ Μάρτυρες. Οἱ Μάρτυρες εἶναι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὑπέστησαν μαρτύρια καὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους.

Δὲν φοβήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους μπροστὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴν ἐξουσία στὰ χέρια τους. Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ποὺ οἱ περισσότεροι ζοῦμε χωρὶς ἰδανικὰ καὶ ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ βρεθοῦν καλὰ πρότυπα γιὰ νὰ ταυτισθοῦν οἱ νέοι μας, οἱ Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔρχονται νὰ πληρώσουν αὐτὸ τὸ κενό. Οἱ Μάρτυρες εἶναι οἱ ζωντανοὶ φάροι, ποὺ φωτίζουν καὶ καθοδηγοῦν ὅλους ἐμᾶς. Ἀνάμεσα στὸ νέφος τῶν Μαρτύρων τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ οἱ σήμερα ἑορταζόμενες ἁγία Σοφία καὶ οἱ θυγατέρες αὐτῆς Πίστη, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη.

π.Αλέξανδρος Σμέμαν

Ἀλλὰ γιατί ὅλα αὐτά, ἐκτὸς ἀπὸ µιά στιγµιαία χαρά, δὲν ἔχουν µιά µεγαλύτερη καὶ διαρκέστερη ἐπίδραση; Πόσος θυµός, ἀµοιβαῖος πόνος, προσβολή. Πόση – δίχως ὑπερβολὴ -κρυµµένη βία. Τί εἶναι αὐτὸ πού θέλει ὁ ἄνθρωπος; Γιὰ ποιό πρᾶγµα διψᾶ; Ἂν δὲν τὸ λάβει, µεταµορφώνεται σ’ ἕνα πρόσωπο τοῦ κακοῦ, κι ἂν τὸ λάβει, τὸν κάνει νὰ ἐπιθυµεῖ περισσότερο. Θέλει τὴν ἀναγνώριση, δηλαδὴ τὴ «δόξα τῶν ἄλλων». Νὰ εἶναι «κάποιος» γιά τόν ἄλλο, γιά τούς ἄλλους, «κάτι»: µιὰ ἀρχή, µιὰ ἐξουσία, ἕνα ἀντικείµενο φθόνου κ.λπ. Ἐδῶ βρίσκεται, νοµίζω, ἡ κύρια πηγὴ καὶ ἡ οὐσία τῆς ὑπερηφάνειας. Κι αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια µεταµορφώνει ἀδελφοὺς σ’ ἐχθρούς.

άγιος γεράσιμος

Ἀπολυτίκιον 

Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα. 

 Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου