Πνευματικά Κείμενα

Είθε η ανάγνωση και ο στοχασμός επάνω στα κείμενα αυτά, να είναι αφορμή προσευχής και αναφοράς στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και τον προστάτη μας Άγιο Γεράσιμο

Ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἀφιερωμένη στὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας καὶ ὅλων τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις φάνηκαν ἤδη ἀπαρχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ προειδοποιοῦσαν τοὺς συγχρόνους τους, καὶ μαζὶ τους καὶ ἐμᾶς, γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους.
Πρὶν ἀπὸ δώδεκα αἰῶνες, ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια, ἀναστατώθηκε ἡ χριστιανοσύνη γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἡ ἀφορμὴ καὶ τὸ πρόσχημα ἦταν ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ αἵρεση ὅμως εἶχε βαθύτερες ρίζες.
Ἡ εἰκονομαχία ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ δραματικὲς περιπέτειες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τὸ Κράτος ἦλθε σὲ σύκρουση μαζί της. Φανερὰ μὲν ἦταν τὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων, στὴν οὐσία ὅμως, γιατί τὸ Κράτος ἤθελε μιὰ ριζικώτερη ἀλλαγὴ καὶ μεταρρύθμιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Στὸ τέλος νίκησε πάλι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐπικράτησε ἡ ὀρθὴ πίστη, γιατί πάντα ἡ Ἐκκλησία νικᾶ, ὅταν ἀγωνίζεται γιὰ τὰ δίκαια τοῦ Θεοῦ. Σ’ ἐκείνη λοιπὸν τὴ νίκη καὶ γενικὰ στοὺς ἀγῶνες καὶ στὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.


Δὲν μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἡ Ἐκκλησία στὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ ἀγώνα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Μόνο τότε, ὅταν στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, σταμάτησε ὁ διωγμὸς ἀλλὰ ὄχι ὁριστικά. Τὸ 787μ.Χ. ἡ Εἰρήνη συγκάλεσε τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατύπωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ Σύνοδο ὑπῆρχαν αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Μιχαὴλ καὶ ἄλλοι. Ἡ αἵρεση αὐτὴ συντρίφτηκε ὁριστικὰ μόνο ἐπὶ τῆς θεοσεβέστατης Αὐγούστας Θεοδώρας, ὅταν τὸ 842μ.Χ. συγκλήθηκε ἡ τοπικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε ὅλους αὐτοὺς ποὺ τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι εἰδωλολατρεία καὶ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ εἶναι εἰδωλολάτρες.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἰδεολογία, δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο μία θεωρητικὴ γνώση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸ Θεό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἕνα εἶδος «φιλοσοφικῆς σχολῆς» καὶ ἡ μαθητεία στὶς ἀλήθειές της δὲν εἶχε ποτὲ τὸ χαρακτῆρα μιᾶς ξερῆς. ἔστω καὶ ὀρθῆς, θρησκευτικῆς γνώσης. Ἡ λέξη ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ δόξα. Ἡ λέξη ὅμως δόξα σημαίνει τόσο τὸ δόγμα, δηλαδὴ τὴν πίστη, ὅσο καὶ τὴ λατρεία, τὴ δοξολογία δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Ὀρθόδοξος εἶναι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, δηλαδὴ λατρεύει, ὀρθὰ τὸ Θεό.

Ἐδῶ καὶ μερικὲς ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει, μετὰ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου, γιὰ τὴν δεύτερη (τρίτη στὴν πραγματικότητα μετὰ καὶ τὴν περιτομὴ Αὐτοῦ) μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτή, τῶν Θεοφανείων, τῆς Βαπτίσεως τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Ἡ μία, σημειώνουν οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι, παραπέμπει στὴν ἄλλη, μολονότι καὶ οἱ δύο ἑορτάζονταν ἀπὸ κοινοῦ στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ὡς ἑορτὴ τῶν Ἐπιφανείων, τῆς Φανέρωσης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, κάτι ποὺ διακρίθηκε ἀπὸ τὸν τέταρτο μ.Χ. αἰώνα, γιὰ λόγους περισσότερο πρακτικοὺς παρὰ πίστεως. Τελικῶς ὅμως, καθιερώθηκε ὁ ξεχωριστὸς ἑορτασμός τους, ὁ ὁποῖος μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρεῖται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Δεν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει ἔχει ἀνάγκη  νά προσεύχεται. Ὅσο πιὸ δυνατὴ εἶναι ἡ πίστη τόσο πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ προσευχή. Ἐξ ἄλλου ἡ πίστη τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ὑποστηρίζεται απὸ την πίστη τῶν ἄλλων. Σ’ αὐτὸ ἔγκειται ἡ σπουδαιότητα τῆς λειτουργίας καὶ τῆς κοινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ στὴν σημερινὴ κοινωνία μας διαπιστώνουμε μιὰ ἀποδυνάμωση τῆς πίστεως καὶ σαν συνέπεια μιὰ ἀδιαφορία γιὰ προσευχή. Ἴσως ὁ ὄρος ἐκκοσμικευμένη κοινωνία δὲν δείχνει τόσο μιὰ κοινωνία τελείως ἄπιστη, αλλὰ μιὰ κοινωνία, ποὺ ἡ πλειονότητα τῶν μελῶν της δὲν προσεύχεται πιὰ, παρὰ πολὺ σπάνια καὶ πάλι σὲ στιγμὲς ἐξαιρετικές.

Γι’ αυτὸν ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ διατηρῆ τὴν δύναμη τῆς πίστεῶς του μὲ τὴν προσευχὴ τίθεται σήμερα ἕνα διπλὸ πρόβλημα: πρῶτο, νὰ ὑπερασπίζεται τὴν προσευχή του ἐναντίον τῆς καταλυτικῆς ἐπιρροῆς ἑνὸς περιβάλλοντος ἀδυνάτου στὴν πίστη καὶ δεύτερο, νὰ ὑπερασπίζεται τὴν προσευχή του σ’ ἕνα κόσμο ποὺ ἔχασε σὲ ἕνα μεγάλο μέρος τήν χρήση τῆς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος τῶν προηγουμένων ἐποχῶν εὕρισκε μέσα στὸ κοινωνικό σύνολο ἕναν παράγοντα ἐνθαρρυντικό γιὰ τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του σήμερα, αὐτὸ τὸ σύνολο εἶναι παράγων ψυχρότητας, παράγων ἀπὸ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προστατεύεται αὐτός ποὺ θέλει νὰ διατηρῆ τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του.

Σήμερα ὁ πιστός θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήση κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος μόνος του τοὺς λόγους ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ στηρίξουν τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μπορεῖ νὰ κάμη τὴν πίστη του πιὸ βαθειὰ καὶ τὴν προσευχή του πιὸ θερμή, δεδομένου ὄτι δὲν ἐνισχύονται, κατὰ ένα μεγάλο μέρος, ἀπ΄]ο τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον. Ὁ πιστός ὁ ὁποῖος πέτυχε νὰ ἐνδυναμώση τὴν πίστη του  καὶ τὴν προσευχή του, μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἴδιος μιὰ ἑστία, ἡ ὁποία θὰ ἐνισχύση τὴν πίστη καὶ θὰ ἀναθερμάνη τὴν προσευχὴ στὴν κοινωνία. Ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ βοηθήση τὴν κοινωνία νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ ζωή, τὴν γεμάτη πλήξη – ποὺ εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς χλιαρότητας στὴν πίστη καὶ τὴν προσευχή. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ βοηθήση, ὥστε ἡ κοινωνία μας νὰ βρῆ ἕνα περιεχόμενο πιὸ οὐσιαστικό, νὰ ἀπολυμάνη τὶς μολυσμένες ρίζες της δίνοντας ἕνα μεγαλύτερο βάθος στὴ ζωή, χωρὶς τὸ ὁποῖο ἡ ανθρώπινη ὕπαρξη εἶναι μιὰ μονότονη καὶ χωρὶς νόημα ὁμοιομορφία.

Χαρμόσυνα θὰ ἐκφρασθοῦν, θὰ προσφερθοῦν καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν ποικιλοτρόπως ἄπειρες χριστουγεννιάτικες εὐχὲς καὶ ἐκδηλώσεις, γιὰ νὰ ἀναγγείλουν στὸν κόσμο τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου γιὰ ὅλους μας, ἀλλὰ ἐλάχιστες θὰ μᾶς προτρέπουν: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ».
Ἀναρωτιέται κανεὶς, ἐφ’ ὅσον στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἑορτῆς βρίσκεται πρωτίστως ὁ ἑαυτός μας, κατὰ πόσο οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι καταλαβαίνουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μας, ὅτι «ἐγεννήθη ἡμῖν παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».

Ὅταν προσφέρουμε μόνο «λατρεία τῶν χειλέων» στὸν Γεννημένο Σωτῆρα, ὅταν δὲν ἐπιθυμοῦμε καὶ δὲν ἐπιδιώκουμε τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή μας καὶ ὅταν στὴν καθημερινή μας ζωὴ δὲν ἐφαρμόσουμε τὸν θεσπέσιο ὕμνο τῆς Ἀγάπης, εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε ὅτι δὲν γιορτάζουμε ἀληθινὰ Χριστούγεννα.
«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. ... καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, ... οὐ ζηλοῖ, ... οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, ... οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. ... ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1-13).

Από Κυριακής του Πάσχα και καθ’όλην την Διακαινήσιμον εβδομάδα μέχρι του Εσπερινού του Σαββάτου καθώς και από του Εσπερινού της Τρίτης έκτης εβδομάδος από του Πάσχα (του Τυφλού) μέχρι του Εσπερινού της Τετάρτης που έχουμε την απόδοση της εορτής του Πάσχα, αντί Μεσονυκτικού, Ωρών και Αποδείπνου αναγινώσκεται η εξής Ακολουθία:

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος. (Τρίς).

νάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τὸν μόνον ἀναμάρτητον. Τὸν Σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνοῦμεν καὶ τὴν Ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, ἐκτὸς σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, τὸ ὄνομά Σου όνομάζομεν. Δεῦτε πάντες οἱ πιστοὶ προσκυνήσωμεν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἀνάστασιν· ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ, χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. Διαπαντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον, ὑμνοῦμεν τὴν Ἀνάστασιν αὐτοῦ. Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι’ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν (Τρίς).

Προλαβοῦσαι τὸν ὄρθρον αἱ περὶ Μαριάμ, καὶ εὑροῦσαι τὸν λίθον ἀποκυλισθέντα τοῦ μνήματος, ἤκουον ἐκ τοῦ Ἀγγέλου· τὸν ἐν φωτὶ ἀϊδίῳ ὑπάρχοντα, μετὰ νεκρῶν τὶ ζητεῖτε ὡς ἄνθρωπον; βλέπετε τὰ ἐντάφια σπάργανα· δράμετε καὶ τῷ κόσμῳ κηρύξατε, ὡς ἠγέρθη ὁ Κύριος, θανατώσας τὸν θάνατον· ὅτι ὑπάρχει Θεοῦ Υἱός, τοῦ σώζοντος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες, ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ Ἅδου καθεῖλες τὴν δύναμιν· καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστέ, ὁ Θεός, γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος, Χαίρετε· καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις εἰρήνην δωρούμενος, ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.

ν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς ὡς Θεὸς ἐν Παραδείσῳ δὲ μετὰ ληστοῦ, καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος.

Δόξα…
ς ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος, ὄντως καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς, ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστὲ ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως.

Καὶ νῦν…
Τὸ τοῦ Ὑψίστου ἡγιασμένον θεῖον σκήνωμα, χαῖρε· διὰ σοῦ γὰρ δέδοται ἡ χαρὰ Θεοτόκε τοῖς κραυγάζουσιν· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶν ὑπάρχεις, πανάμωμε Δέσποινα.

Κύριε ἐλέησον μ’ (40)
Δόξα… Καὶ νῦν…

Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.

Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός,ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Και πάλιν ομοίως το Χριστός Ανέστη (ἐκ γ’) και τα λοιπά.

άγιος γεράσιμος

Ἀπολυτίκιον 

Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα. 

 Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου