Μία ἱερὴ συζυγία ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 13 Φεβρουαρίου, τοὺς ἁγίους Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα. Ὴσαν Ἰουδαῖοι στὸ γένος καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὸν Πόντο. Τὸ ἔτος 49 μ.Χ. τοὺς συναντοῦμε στὴ Ρώμη. Ἀκύλας σημαίνει ἀετὸς καὶ ἦταν κατασκευαστὴς χοντρῶν μάλλινων ὑφασμάτων γιὰ σκηνὲς. Ἡ Πρίσκιλλα ἤ ἀλλιῶς Πρίσκα καταγόταν ἀπὸ σπουδαία εὐγενῆ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπίπεδο τῆς μορφώσεώς της ἦταν ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Τὸ ἔτος αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης Κλαύδιος ἔβγαλε διάταγμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔδιωχνε τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴ Ρώμη, διότι στὶς ἐκεῖ συναγωγὲς γινόντουσαν ταραχές, μὲ αἰτία κάποιον Χριστό. Ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν Ρώμη ἦταν καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταστάθηκαν στὴν Κόρινθο, ὅπου ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἦταν ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς. Ἐκεῖ στὴν Κόρινθο γνώρισαν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μαζὶ τους δεκαοκτώ μῆνες. Ἐκεῖνοι τὸν ἄκουγαν νὰ μιλάει γιὰ τὸν Χριστό. Ρωτοῦσαν καὶ μάθαιναν, ἔπαιρναν ὅ,τι πολυτιμότερο μποροῦσαν. Κατηχήθηκαν μὲ ἄλλα λόγια καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἀποφάσισαν νὰ γίνουν βοηθοὶκαὶ συνεργάτες του, νὰ τον ἀκολουθοῦν στὶς περιοδεῖες του.
Οἱ Ἅγιοι διδάχθηκαν τὴν πίστη ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ αὐτὸν τὸν πολύτιμο μαργαρίτη ποὺ βρῆκαν, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν τὸν κράτησαν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους, ἀλλὰ τὸν μετέδωσαν καὶ σὲ ἄλλους. Ἔγιναν συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν.
Διαβάζοντας τὸ συναξάρι τῶν δύο αὐτῶν Ἁγίων, διαπιστώνουμε ὅτι παρ’ ὅτι ἦσαν ἔγγαμοι, ποὺ σημαίνει ὅτι εἶχαν βιοτικὲς μέριμνες καὶ ὑποχρεώσεις, αὐτὸ δὲν στάθηκε ἐμπόδιο νὰ γίνουν ἀπόστολοι τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μάρτυρες πίστεως.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἔγγαμου χριστιανοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι ἀσκητικὴ κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών του, δηλαδὴ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα κατὰ τῶν παθῶν, συνεργούσης τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Διαβάστε περισσότερα: Ἡ ἁγιασμένη συζυγία τῶν Ἁγίων Ἀκύλα καί Πρισκίλλης
Κατά τούς ἁγίους Πατέρας «ἦν ποτέ -τό σύμπαν- ὅτε οὐκ ἦν», ὁ Θεός ἐποίησε πᾶν το ὁρατόν καί ἀόρατον, ὕλη δηλαδή καί πνεῦμα, «ἀρχήν τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου».
Δέν νοεῖται ὁ χρόνος χωρίς τόν χῶρο, οὔτε ὁ χῶρος χωρίς τόν χρόνο.
Μέ τήν ζῶσα διαχρονική, ἀλάνθαστη ἀποκάλυψι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», δηλαδή τό σύμπαν, τόν χῶρο καί τόν χρόνο, διακηρύσσονται καί ξεκαθαρίζονται πάρα πολλές ἀλήθειες.
Κάτ' ἀρχάς, διατρανώνεται τό ἀΐδιον, τό ἄχρονον καί ὑπερκόσμιον τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐφ' ὅσον ὁ Θεός ὑπῆρχε ὅταν ἔγινε αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», ἄρα εἶναι «πρό πάσης ἀρχῆς», δέν ἔχει δηλαδή χρονική ἀρχή καί τέλος. Αὐτό θά πῆ «ἀΐδιος». Ὁ Θεός στήν οὐσία ὄχι ἁπλῶς δέν ἔχει χρονική ἀρχή, ἀλλά εἶναι καί ἐκτός τοῦ χρόνου. Εἶναι ὁ μόνος ἐκτός χωροχρόνου Ὤν καί Ὑπάρχων. Καί προφανῶς ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ἀνεξάρτητος τοῦ κόσμου, ὡς ὑπάρχων πρό αὐτοῦ.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἄκτιστος, ὁ μόνος ἀδημιούργητος. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος πού ὑπάρχει ἐλευθέρως καί ὄχι ἐκ τινός ἄλλης αἰτιότητος ἤ ἄλλης ἀνάγκης, ὅπως συμβαίνει μέ τά λογικά καί ἄλογα κτίσματα, τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίσι, τά ὁποῖα ἦλθαν εἰς τήν ὕπαρξι μόνον ἀπό τήν ἀγάπη - ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Ἄρα διαπιστώνεται ὅτι ὁ κόσμος εἶναι «καλός λίαν», εἶναι κτιστός, ἦλθε στήν ὕπαρξι ἀπό τήν ἀνυπαρξία λόγῳ μόνον τῆς θελήσεως τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, «ὁποῖος εἶπε καί ἐγενήθησαν (χρόνος – χῶρος – σύμπαν), τά ὁποῖα ἔχουν ἀρχή ἀπό τόν Θεόν, χωρίς νά εἶναι ἀπόρροια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ (πανθεϊσμός).
Τὰ Χριστούγεννα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ἔλευση τοῦ ἄχρονου Χριστοῦ στὸν κόσμο, κάνουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ αἰσθητή, ποὺ φανερώνεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, συνάπτοντας τοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰ ὑπερχρονική κοινωνία.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ ὡς κοινωνία θεώσεως δὲν ὑποτάσσεται στὸ χρόνο, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὴν αἰωνιότητα.
Ἡ πρώτη διάσταση τοῦ χρόνου ποὺ καταγράφει ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ περίφημο ἔργο του «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον» ἔχει σχέση μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπεράνω τοῦ χρόνου καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἐκτὸς χρόνου. Ὁ ἀπρόσιτος καὶ ἄπειρος Τριαδικὸς Θεὸς, νοούμενος κυρίως ὡς τελεία «κοινωνία», ὡς ἄπειρη ἑνότητα «Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν μονάδι», ἔπλασε καὶ τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα Του, μὲ προοπτικὴ νὰ φθάσει τὸ «κάθ’ ὁμοίωσιν».
Ἡ δεύτερη διάσταση τοῦ χρόνου, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται μὲ τὴν ὕλη καὶ τὴν παροῦσα ζωή. Ὁ χρόνος μοιάζει μὲ μία σφαίρα ποὺ κυλᾶ στὸν κατήφορο καὶ δὲ σταματᾶ. Ρέει ἀκατάπαυστα ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὅσα σχετίζονται μαζί του εἶναι ρέοντα καὶ ὄχι σταθερά.
Αὐτὴ ἡ διάσταση τοῦ χρόνου ἀποκαλύπτει τὸ χρέος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀφορᾶ τὴν σωστὴ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου προκειμένου νὰ μπορεῖ ν’ ἀντεπεξέλθει ὁ ἄνθρωπος μὲ σοφία, σύνεση καί παρηγοριά στὶς θλίψεις καὶ στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι ὁ χρόνος εἶναι εὐκαιρία ἐσωτερικῆς καλλιέργειας καὶ καιρὸς μετανοίας.
Διαβάστε περισσότερα: Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἡ πραγματικότητα ποὺ ζοῦμε εἶναι καταπιεστική, πέρα ἀπὸ τὰ ὄρια, δηλαδὴ ζοῦμε μιὰ ἀνελεύθερη κατάσταση, ὁ καθένας ἀπὸ ἰδιαίτερες προσωπικὲς του συνθῆκες ποὺ τὸν καταπιέζουν, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς δυσερμήνευτες καταστάσεις ποὺ βιώνουμε ὅλοι μας.
Ὁ τρόμος ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παρουσίας τοῦ κορωνοϊοῦ, ὁ πόνος ἀπὸ τὶς εἰδήσεις γιὰ ἀσθένεια καὶ θανάτους τόσων ἀνθρώπων, ὅταν μάλιστα πρόκειται περὶ γνωστῶν καὶ δικῶν μας προσώπων. Τὰ φυσικὰ φαινόμενα -ἀνεμοστρόβιλοι, σεισμοί, καταποντισμοί, τραγικὲς πλημμύρες.
Τὰ μέτρα ποὺ λαμβάνει ἡ πολιτεία στὸ ὃνομα τῆς προστασίας τοῦ συνόλου τῶν πολιτῶν, τοῦ συστήματος ὑγείας, τοῦ καθ’ ἑνὸς μας προσωπικά, εὔλογα καὶ ἀναγκαῖα μὲν, ἀλλὰ χωρὶς ἀμφιβολία περιορίζουν τὴν ἐλευθερία κινήσεως, δραστηριοτήτων, ἐκδηλώσεως συναισθημάτων, συμμετοχῆς στὴν κοινὴ λατρεία καὶ πλείστων ἄλλων ἀνελευθεριῶν καὶ ἀρνητικῶν συνεπειῶν π.χ. καταθλίψεων, οἰκονομικῶν προβλημάτων κ.ἄ.
Ἡ μὴ δυνατότητα πρόσβασης σὲ ὅλες τὶς εὐκαιρίες-δυνατότητες, γεγονότα εἴτε ἀπὸ τὸν πολιτειακὸ νόμο, εἴτε ἐκ λόγου οἰκονομικῶν, εἴτε ἐκ προσωπικῶν ἀδυναμιῶν.
Εἶναι πάρα πολλὲς οἱ περιπτώσεις, οἱ λειτουργίες τοῦ τούτου κόσμου, οἱ ὅποιες ἀνώτερες δυνάμεις καὶ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐκφρασμένες, ποὺ μᾶς συνθλίβουν καὶ περιορίζουν ἤ τουλάχιστον αἰσθανόμεθα ὅτι μᾶς περιορίζουν, ὅτι μᾶς στεροῦν τὴν ἐλευθερία μας.
Ἐπομένως εἶναι μὲν πάντοτε ἐπίκαιρο τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ ἰδιαίτερα σήμερα ὅμως περισσότερο ἀπὸ ὅποια ἄλλη ἐποχή.
Διαβάστε περισσότερα: Ἡ ἐλευθερία στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή
«Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν» (Γεν. Α΄, 27), ἠθικῶς ἐλεύθερον.
Ἡ ἐλευθερία ἰδίωμα ἀναπόσπαστον εἶναι τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀρχέγονον χάρισμα.
Ὁ ἄνθρωπος πλασθείς ἵνα εἰκονίζῃ ἐπί τῆς γῆς μικρογραφικῶς τήν ἀπειρομεγέθη εἰκόνα τοῦ Θείου Δημιουργοῦ, ἔδει νά φέρῃ ἐν ἑαυτῷ τάς τοῦ Θεοῦ ἰδιότητας ἐν σχετικῇ ἀναφορᾷ.
Ὡς εἰκών τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, ὡς νοερὰ φύσις εἶναι ὄν αὐτοσυνείδητον, ἐλεύθερον καί αὐτεξούσιον.
Ἡ ἐλευθερία ἄρα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναγκαία συνέπεια τῆς μεγάλης ἀποστολῆς του. Ἄνευ τῆς ἐλευθερίας ὁ ἄνθρωπος θά ἦτο ἰσότιμος πρός τά λοιπά ζῶα.
Ἡ νοερά τοῦ ἀνθρώπου φύσις ἀπαιτεῖ ὡς ἀναγκαίαν συνέπειαν τήν ἠθικήν ἐλευθερίαν καί τό αὐτεξούσιον καί ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπον ὄν ἠθικόν καί εἰκόνα Θεοῦ˙ διό ὁ ἄνθρωπος, νοερός ὤν, ἐγένετο ἐλεύθερος καί αὐτεξούσιος.
Ἡ νοερά φύσις, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κινοῦσα αὐτή ἑαυτήν, ὡς νοοῦσα ἑαυτήν καί τά περί αὐτήν, ὡς ἔχουσα καί ὡς δυνατόν νά ἔχῃ τήν βουλομένη γνῶσιν, εἶνε ἐλευθέρα, καί ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἠθικῶς ἐλεύθερον καί ἀνεξάρτητον. ...
Διαβάστε περισσότερα: Λόγος του Αγίου Νεκταρίου "Περί Ηθικής Ελευθερίας"
Ἀπολυτίκιον
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου